Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

 (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…)

Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα

και μου μιλούν  με πυκνά επίθετα.

Φοράνε άσπρα καπέλα

και από το στόμα τους   τρέχουν λουλούδια

όπως στον πίνακα του Μποτιτσέλι.

Τραβάω την καρέκλα  προς το μέρος τους

και ακούγεται ο θόρυβος  μέχρι την Αγγλία.

Γιατί ήταν αγγλίδες  με κόκκινα μαλλιά,

με φακίδες στην πλάτη

και ήτανε σαν πνιγμένες   στο νερό,

ακίνητες,  ωραίες!..

Εκεί όμως που φώναζα

«εεε… τι γίνεται εκεί κάτω;»

άπλωσαν τα μικρά τους χέρια

και με παρέσυραν στην υγρή ησυχία,

νομίζοντας πιθανώς ότι είμαι

ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε!.. 

 

(όμως…)

 

Παλιές ιστορίες (αυτά…) τα ποιήματα

όταν σε γδύνω κι αλλού ακούγεται

η ξανθιά φωνή του κοριτσιού.

Η νύχτα φέρνει σγουρά σύννεφα,    άσπρες λέξεις!..

Το ελάχιστο φως

εμφανίζει φωτογραφίες με αισθήματα  και  κινήσεις.

Το παρελθόν δημιουργεί επάλληλα στρώματα   φιλιών·

τότε αρχίζει ένα θαύμα:  ένα κοτσύφι

μπαίνει στο σπίτι  και  το γεμίζει.

Μας καταπίνει όλους.

Μέσα από την κοιλιά του φωνάζουμε,   μη ακουόμενοι!..

Το πουλί, ενοχλημένο από τις φωνές,

τον αέρα που δημιουργεί ο έρωτας

και τις πολιτικές εξελίξεις,

πετάει μαζί με το σπίτι.

Σκοτεινά που είναι τα θαύματα  και  τα παραμύθια!..

Έτσι όμως περνάει άλλη μια μέρα,

έστω στην κοιλιά ενός πουλιού!..

[ήταν ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ στη  συλλογή

του Γιάννη Κοντού ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ 1992

Συγκεντρωτική έκδοση: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ  ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

 


Στην ίδια συλλογή   ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΧΑΣΕ ΤΗΝ ΑΦΗ ΤΟΥ 

Πρώτα πετούσε  - τρόπος του λέγειν –

Τώρα, κάτω στη γη με τυφλά δάχτυλα,

ούτε βλέπει  ούτε ακούει!.. 

Δεν ξεχωρίζει:  ξύλο από μέταλλο·

δέρμα από χώμα  (αν κι αυτά είναι ομοειδή)·

υγρά από στερεά,  από ημιστερεά·

και το σύνολο της θαλάσσης  (αδιαφόρου χώματος).

Το απλό  «θα σε περιμένω στις επτά»

γίνεται αβεβαιότης,

ό,τι σχήμα κι αντοχή  να έχει το 7  και το περιβάλλον του.

Τον οδηγούσε ένα μεγαλόσωμο λυκόσκυλο,

μεταδίδοντας με γρυλίσματα διαφόρων τόνων

το είδος και το μέγεθος της αφής του κόσμου.

Μόνο τις στιγμές του έρωτος έμενε μόνος,

προσπαθώντας να αγγίξει  και  να δοκιμάσει

την αιχμηρότητα των μορφών  και  των φιλιών.

Εκείνες τις στιγμές το λυκόσκυλο

μύριζε  και  άκουγε τον ουρανό!..

 

ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ κι άλλα ΠΟΙΗΜΑΤΑ  

του Γιάννη Κοντού εφημερεύουν στο χρονολόγιο μου

 

 

ΑΝΥΠΟΔΗΤΟΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού  ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ  1992)

Ήσυχα ο καιρός με φέρνει κοντά σου.

Μοιάζει με αέρα αυτή η μέρα.

Μετακινείται,  θροΐζει,   φωτίζεται απότομα.

Αν δεν βάδιζες στον ίδιο δρόμο  (χρόνο)

με το γνώριμο χώμα  και  τα δένδρα

να σε γαβγίζουν όπως πάντα,

θα πίστευες σε άλλες διαστάσεις.

Όμως είμαστε στην ονειρική πραγματικότητα,

την πιο σκληρή,  τη σιδερένια.

Τα μεταμορφώνεις όλα προς το απαλό.

Κι ας πέθανε την Παρασκευή  ένας ποιητής.

Γιατί η Παρασκευή είναι μέρα σκοτεινή,

κρύα, με χιόνια  και  ας είναι καλοκαίρι!..

 

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΣΕ ΣΤΟΑ

Στα βλέφαρά μου έχω ακόμη

τη Νέα Υόρκη,  ένα σκουπιδάκι.

Χρόνια περνάω αυτό το τούνελ.

Μπαίνω έφηβος  και  στην έξοδο  είμαι γέρος

ή το αντίθετο!..

Χιλιάδες μέτρα ταινίας με τυλίγουν

και με ακολουθούν στη ζωή μου.

Πέρυσι, βαδίζοντας  και  κοιτώντας

το αργό φως της εξόδου,

ήτανε σαν ξύπνημα με γεύση πικροδάφνης  στον ουρανίσκο

και ένα λαιμό δίπλα μου να πάλλεται.

Πολλές φορές τα σκουπίδια   φράζουν την έξοδο

και βρίσκομαι στην αίθουσα.

Έξω η φωτεινή επιγραφή  αναβοσβήνει,

αστυνομικοί πυροβολούν,  ακούγεται  σειρήνα.

Ο αθώος ληστής κρύβεται   στην κόψη του κτιρίου,

και τα σύννεφα περνάνε μαύρα  και  απειλητικά!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ 1992]

 

ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΘΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

(έστω ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ, τη συλλογή του Γιάννη Κοντού που εκδόθηκε το   1992)

Ποια πραγματικότητα;  

Αυτόν τον αέρα  που τρέχει γύρω μας,

αυτά τα φιλιά  που δεν πιάνονται.

Πρέπει να σοβαρευτούν οι σοβαροί,

να γελάσουν οι αγέλαστοι

για να πετάξουν τα πουλιά!..

 

Ποια πραγματικότητα, 

απροετοίμαστοι για το χώμα.

Το φως  ή  το σκοτάδι  ή  η ώχρα  των ονείρων.

Κυρίως όμως το παιδάκι με τα ναυτικά

να βγαίνει από τη φωτογραφία

και να κλαίει στο πάτωμα  για το μπλε.

 

Ποια πραγματικότητα,

υπάλληλοι του καιρού  που λερώνετε τα νερά

και δεν ανάψατε ποτέ κερί,

αλλά αναπαύεστε στον ηλεκτρισμό

και στις μεγαλοβατώρες!..

Ποτέ δεν θα αγγίξετε

το λευκό ύφασμα του απροσδιόριστου…

 

Ο ΤΑΞΙΔΩΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΜΑΥΡΟ  ΚΟΥΤΙ

Αυτό το άσπρο πρόσωπο,  το βαμμένο με στουπέτσι

σαν φεγγάρι,  σαν παπούτσι,

έρχεται από μακριά.

Περπάτησε δρόμους  και  δρόμους

για να φτάσει στα μέρη μας.

Περπάτησε ποιήματα,  δάση και θάλασσες

για να έρθει κοντά μας.

 

Τα σκούρα μάτια του,

μπάλες μπιλιάρδου.

Ο χρόνος στέκα

με ακμή  τη συγκεκριμένη    στιγμή

και το παιχνίδι παίζεται παντού με επιτυχία!..

 

Και όπως το φως πέφτει   απαλά στις λεμονιές,

εμείς τρώμε σοκολάτες γελώντας

και ξέροντας τι μας περιμένει!..

 

ΜΗΡΥΚΑΖΩ:  ΠΡΟΣΩΠΑ,  ΕΙΚΟΝΕΣ,   ΜΟΥΣΙΚΗ

Όταν ακούγαμε Μάλερ,

πηγαίναμε στην άκρη του δάσους

και βλέπαμε το ασήμι να τρέχει   καταπάνω μας,

αθόρυβα  και  εκκωφαντικά μαζί.

Γινότανε εικόνα μη περιγράψιμη.

Μόνο μυρίζαμε τη μουσική

και ακούγαμε το κενό του δάσους.

Τα πεθαμένα παιδάκια όμως των τραγουδιών

-του ομώνυμου συνθέτη –

κοιτάζουν ακόμη επίμονα τα έγχορδα   της ορχήστρας

και το χορτάρι να ψηλώνει,

πίνοντας ήσυχα το γάλα τους!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ 1992]

 

Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

(Στο γύρισμα της Μέρας του Γιάννη Κοντού, συλλογή του 1992)

Αυτές οι φωτοσκιάσεις των συναισθημάτων

με τα χείλη μας κάτω από το σεντόνι

ζεσταίνουν τον καφέ του παρελθόντος.

Αλήθεια,

τι στατικό ηλεκτρισμό  είχε το μέτωπό σου την πρώτη φορά.

Πέρασαν χρόνια,

και το μαλακό χώμα   έγινε τσιμέντο

και είπαμε  το νερό – νεράκι.

Αλλά ζήσαμε σε υπέροχα μεταξωτά δωμάτια,

με αηδόνια  και  λιοντάρια

και άλλες πολλές όμορφες φωτογραφίες,

με διάττοντες  και  βουτιές στο παρόν.

Οι άλλοι ράβαν τον αέρα,

στήναν παγίδες στις λέξεις!..

Κάτι όμως σαν καπνός,  σαν πίδακας,

σαν κλωστή τινάζεται προς τον ουρανό,

και ο ουρανός μαλακώνει,

παίρνει πολλά από τη γη.

 

Θα ακούγεται μουσική από παλιά ταινία.

Θα πέφτουν οι τίτλοι,

όταν  πω σε ένα δικαστή:

«είμαι αθώος – είμαι ένας άνθρακας»

Αυτός θα νομίσει ότι είμαι ένα καμένο χαρτί

και θα πει τα συνηθισμένα στον πλαϊνό του

 

ΤΕΡΜΑ ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

Επιστρέφω στο παλιό μου σπίτι.

Ο σκύλος στην πόρτα με γνωρίζει,

φωτιά καίει στην εστία σου

και καπνός βγαίνει από την καμινάδα.

Το τοπίο δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα.

Μόνο ο πύργος ο απέναντι   έχει καταρρεύσει.

Από κει τις νύχτες

σε παρακολουθούσα με διψασμένα μάτια.

Τα δένδρα έχουν μεγαλώσει  και  μερικά δεν υπάρχουν,

για να ανοίξει ο μεγάλος δρόμος

αυτόν που βαδίζω τώρα.

Λύκοι,  αλεπούδες  και  τσακάλια  τρέχουν γύρω μου,

όπως πάντα   εξημερωμένα.

Κάτι πούπουλα πέφτουν από τον ουρανό

-μπορεί  και  να χιονίζει –

Ο φοίνικας,  όπου ακουμπούσες   την πλάτη σου,

τώρα γέρνει λίγο προς τα αριστερά,

από την επιθυμία   να επαναλάβεις εκείνη την κίνηση.

Κάτι πέτρες με γνώρισαν

και κύλησαν προς το μέρος μου.

Το κοίλο του ματιού μου   τα είδε όλα αυτά

και άλλα που θυμήθηκε

και έγινε μέλι   το σάλιο της επιθυμίας!..

 

 

ΕΥΟΣΜΗ ΜΕΡΑ ΑΡΧΙΖΕΙ

Τι προπονητής θανάτου   είναι αυτή η θάλασσα

όπως την παρατηρώ από το σπίτι μου,

κάθε πρωί,  καθώς βάζω το πουλόβερ,

το μαύρο,  το χθεσινό.

Κι ενώ το κεφάλι μου είναι

στη λαιμόκοψη  στη λαιμητόμο,

σκέπτομαι ότι δεν υπάρχει τίποτα   γύρω μου  - 

-ας επιμένουν άνθρωποι,  αισθήματα  και  αντικείμενα –

Θάλασσα δε βλέπω   γιατί μένω σε βουνό

και γύρω είναι λαγκάδια τα σκοτάδια.

Μπορεί το χυμένο μολύβι  και  ο ουρανός

να κάνουν αυτόν τον αντικατοπτρισμό

του φόβου και να ξεγελιέμαι!..

 [από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ  ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ 1992]


ΗΧΟΙ  -  ΘΟΡΥΒΟΙ  -  ΚΙΝΗΣΕΙΣ

(Στο γύρισμα της Μέρας του Γιάννη Κοντού, συλλογή του 1992)

Το τρένο διασχίζει το χαρτί διαγωνίως,

λες και είναι η Τσεχοσλοβακία.

Κάποιος βγάζει τις ράγες  και  όλα σβήνουν.

Μένει η θερμότητα   στον αέρα και στα μάτια μας.

Αυτά μας συνέβαιναν  όταν τραβούσαμε τα έπιπλα

για να κάνουμε χώρο,   να γίνει χωράφι,

να ερωτευτούμε,  να κοιμηθούμε!..

Και πώς γλιστρούσανε τα σώματά μας

και οι γλώσσες μας,  ψάρια σε νερό λίγων εκατοστών.

Θα έπρεπε κανονικά ύστερα να βρέξει,

αλλά βγήκε ένας ήλιος όμορφος,  σπάζοντας  το αυγό, 

κι ο κρόκος ήτανε το ουράνιο σώμα  και  επάλλετο.

Πήραμε το πρωινό μας.

Μετά βγήκαμε στο μπαλκόνι  και  κοιτούσαμε  τους κατοίκους

που γυρίζανε διακόπτες,  ενώνανε καλώδια,  λαδώνανε πόρτες,

μετακινούσανε σπίτια

για να βλέπουμε καλύτερα τη θάλασσα!..

 

Μετά πηγαίναμε μέσα κι αρχίζαμε τα ίδια.

Μετά έβγαινε πάλι ο ήλιος από το αυγό.

Κάποια πρόσωπα χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά

ζητούσαν επίμονα αναγνώριση.

Εμείς τα προσπερνούσαμε,  κοιτώντας το σιντριβάνι της μέρας

και τα χρώματα της φωνής μας.

Έτσι πέρασε ένα χρόνος συμπαγής,

ώσπου ακούστηκε στο βάθος της μέρας

μεσαιωνική μουσική  και  ένας αέρας

που τραβούσε  ανθρώπους,  χαλίκια  και δένδρα

προς μία καταπακτή με θερμά νερά.

Πήραμε και μεις τη σειρά μας  γι’ αυτό το άγνωστο μέρος,

που έχει μόνο θάνατο 

και  καθόλου ποιήματα  και αμμώδη λόγια.

 

ΑΥΤΟΣ Ο ΑΕΡΑΣ ΠΟΥ ΦΥΣΑ ΜΕΣΑ ΕΔΩ  ΚΑΙ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΑΡΤΙ…

(… με κάνει να σκέφτομαι την Έμιλυ Μπροντέ που με ξέρει από μικρό…)

Δεν μένω βέβαια  στα  Ανεμοδαρμένα Ύψη,  μάλιστα σ’ αυτό το ποίημα είμαι στην κοιλάδα  και  ο αέρας είναι σχεδόν ζεστός  και  μου σπάει τα νεύρα.  Λοιπόν, όπως έλεγα στην αρχή,  σκέφτομαι εσένα  και  την Έμιλυ.   Χαρακτήρες αντίθετοι,  αλλά τόσο όμοιοι.   Γεροντοκόρη αυτή ζούσε με τις αδελφές της,  εσύ ζεις με πολλούς άνδρες!..  Τα χείλη σας δεν διαφέρουν στο φιλί,  ούτε ο λαιμός στα χάδια  και  παρακάτω η κοιλιά η καρπερή  και η δικιά της η στεγμή  και  παρακάτω τα αθώα σας μεριά  και  τα άλλα,  ξέραν και δεν ξέραν τη ζωή.   Η μόνη διαφορά,  τα τραγούδια που λέτε  και  το ότι η Έμιλυ  με κοιτάζει κάθε μέρα από το παράθυρο  με τα μαλλιά σφικτά δεμένα στον αυχένα,   σταματημένο ποτάμι με τα δάχτυλα στο στόμα.   Ες΄θ )αχ)  εσύ,  στο ίδιο παράθυρο   απλώνεις πεταχτά τα λευκά σου εσώρουχα,   στο ίδιο παράθυρο  σφυρίζοντας αδιάφορα.   Ακόμη υπάρχει η διαφορά του χρόνου,  ο ρυθμός της αρχιτεκτονικής,   ο καιρός που είναι πάντα βροχερός  και βραχώδης,   κάτι λουλούδια από τα παλιά  και  η άλλη γεύση του κρασιού.    Όλα μα όλα αλλάζουν  και  ξεχνιούνται  με ένα στρίψιμο του κεφαλιού,  μια φωνή  και τη βλάστηση  που οργιάζει στο κεφάλι μου!..     [ΓΕΝΙΚΩΣ Η ΜΟΥΣΙΚΗ από τη συλλογή   του Γιάννη Κοντού  ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ 1992 – Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

Δευτέρα, 20 Οκτωβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ