Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

ΠΟΥ ’ΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΚΟΒΕΙ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΜΟΝΟΚΟΜΜΑΤΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠΟΣΒΟΛΩΝΕΙ; (λόγια μονάχα και χειρονομίες…)

Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε ξένο τόπο
ο αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής που φτερούγισε κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου
η φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση και με τόσο κόπο
ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου Σεπτεμβρίου

Καινούργια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά παράθυρα φερετροποιεία…
Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει;
Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία·
ένα απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει αστρονομίζεται γυρεύει.

Στεναχωριέται: α χτυπήσουν την πόρτα ποιος θ’ ανοίξει;
Αν ανοίξει βιβλίο ποιον θα κοιτάξει; Αν ανοίξει την ψυχή του ποιος θα κοιτάξει; Αλυσίδα.
Που ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει.

Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι ακολουθάει το στοχασμό του που άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι.
Πώς μεγαλώσαν τα νύχια του καπετάνιου… κι ο νάυκληρος αξούριστος που ’χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα…
Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ’ άρμενα καμαρώνουν κι η μέρα πάει να γλυκάνει.
Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η γοργόνα κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη γάμπια καβάλα.
 (ΤΟ ΥΦΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ με υπότιτλο μότο από EFGAR ALLAN POE: «We plainly saw that not a soul lived in that fated vessel!» – από την πρώτη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΣΤΡΟΦΗ σήν χάριν – την πρώτη ενότητα της συλλογής ΚΟΧΥΛΙΑ – ΣΥΝΝΕΦΑ, προλογίζει το δίστιχο από τον Ερωτόκριτο: «Μα όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω-κάτω / για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω):  
ΑΝΘΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ τα παρακάτω ποιήματα (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):
1. ΣΤΡΟΦΗ: «Στιγμή σταλμένη από ένα χέρι που είχα τόσο αγαπήσει»
2. ΑΡΓΑ ΜΙΛΟΥΣΕΣ: «Αργά μιλούσες μπρος τον ήλιο και τώρα είναι σκοτάδι»
3. Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ: «Στην πέτρα της υπομονής κάθισες προς το βράδυ» 
4. ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ: «Στη δημοσιά σαν αγκαλιά δίκλωνη ενός διαβήτη…»
5. ΑΡΝΗΣΗ: «Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι»
6. ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΣΤΟΝ ΑΔΗ: «Αφού μας μέναν παξιμάδια…»
7. Fog, Say with a ukulele: «Πες τη το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
8. ΤΟ ΥΦΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ: «Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε ξένο τόπο»
9. ΣΧΟΛΙΑ: «Είχε η βεράντα σκοτεινιάσει πλάι μας φτερούγισε μια βιάση»
10. ΡΟΥΚΕΤΑ: «Δεν είναι ούτε η θάλασσα δεν είναι ούτε ο κόσμος»
11. ΡΙΜΑ: «Χείλια φρουροί της αγάπης μου που ήταν να σβήσει»
12. ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ: «Ήσουν η θεία σιγή κι άσπρη σα ρύζι…» και
13. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: «Τα μονοκοτυλήδονα και τα δικοτυλήδονα ανθίζανε στον κάμπο»



ΣΤΡΟΦΗ: σήν χάριν
ΚΟΧΥΛΙΑ, ΣΥΝΝΕΦΑ:
«Μα όλα για μένα σφάλασι και πασιν άνω κάτω
για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω (Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ)
ΣΤΡΟΦΗ
Στιγμή, σταλμένη από ένα χέρι
που είχα τόσο αγαπήσει
με πρόφταξες ίσια στη δύση
σα μαύρο περιστέρι.

Ο δρόμος άσπρισε μπροστά μου,
απαλός αχνός ύπνου
στο γέρμα ενός μυστικού δείπνου…
Στιγμή σπυρί της άμμου,

που κράτησες μονάχη σου όλη
την τραγική κλεψύδρα
βουβή, σα να είχε δει την Ύδρα
στο ουράνιο περιβόλι.

ΑΡΓΑ ΜΙΛΟΥΣΕΣ
Αργά μιλούσες μπρος στον ήλιο
και τώρα είναι σκοτάδι
κι ήσουν της μοίρας μου το υφάδι
συ, που θα λέγαν Μπίλλιω.

Πέντε στιγμές και τι έχει γίνει
γύρω στην οικουμένη;
Μια άγραφη αγάπη ξεγραμμένη
κι ένα στεγνό λαγήνι

κι είναι σκοτάδι… Πού είναι ο τόπος
κι η γύμνια σου ως τη μέση,
θεέ μου, κι η πιο ακριβή μου θέση
και της ψυχής σου ο τρόπος!

Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ
Στην πέτρα της υπομονής
κάθισες προς το βράδυ
με του ματιού σου το μαυράδι
δείχνοντας πως πονείς

κι είχες στα χείλια τη γραμμή
που είναι γυμνή και τρέμει
σαν η ψυχή γίνεται ανέμη
και δέουνται οι λυγμοί·

κι είχες στο νου σου το σκοπό
που ξεκινά το δάκρυ
κι ήσουν κορμί που από την άκρη
γυρίζει στον καρπό

μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός
δε βόγκηξε κι εγίνη
το νόημα που στον κόσμο δίνει
έναστρος ουρανός.

ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ
Στη δημοσιά σαν αγκαλιά
δίκλωνη ενός διαβήτη,
του αγέρα δάχτυλα στη χήτη
και μίλια στην κοιλιά,

οι δυο μας φεύγαμε αδειανοί
βιτσιά για το ήπιο βλέμμα,
φτιασίδι ο νους, φτιασίδι το αίμα
γυμνοί! γυμνοί! γυμνοι!

… Σ’ ένα κρεβάτι μ’ αψηλό
κι αλαφρύ προσκεφάλι
πώς ξεγλιστρούσε αλάργα η ζάλη
σαν ψάρι στο γιαλό…

Στη δίκλωνη τη δημοσιά
φεύγαμε κορμιά μόνο
με τις καρδιές στον κάθε κλώνο
χώρια, ζερβά-δεξιά.

ΑΡΝΗΣΗ
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.

Με τι καρδιά, με τι πνοή
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας! Λάθος
κι αλλάξαμε ζωή.

ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
νήπιοι, οἱ κατά βοῦς Υπερίονος Ηελίοιο
ἤσθιον, αύταρ ὁ τοισιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ (ΟΔΥΣΣΕΙΑ)
Αφού μας μέναν παξιμάδια
τι κακοκεφαλιά
να φάμε στην ακρογιαλιά
του Ήλιου τ’ αργά γελάδια

που το καθένα κι ένα κάστρο
για να το πολεμάς
σαράντα χρόνους και να πας
να γίνεις ήρωας κι άστρο!

Πεινούσαμε στης γης την πλάτη
σα φάγαμε καλά
πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι.

FOG say it with a ukulele
«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
γκρινιάζει κάποιος φωνογράφος
πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
Τώρα συνήθισα μονάχος.

Με φυσαρμόνικες που σφίγγουν
φτωχοί μη βρέξει και μη στάξει
όλο και κράζουν τους αγγέλους
κι είναι οι αγγέλοι τους μαράζι.

Κι οι αγγέλοι ανοίξαν τα φτερά τους
μα χάμω χνότισαν ομίλχες
δόξα σοι ο θεός, αλλιώς θα πιάναν
τις φτωχές μας ψυχές σαν τσίχλες.

Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια
-Έτσι ζεις; - Ναι! Τι θες να κάνω
τόσοι και τόσοι είναι οι πνιμένοι
κάτω στης θάλασσας τον πάτο.

Τα δένδρα μοιάζουν με κοράλλια
που κάπου ξέχασαν το χρώμα
τα κάρα μοιάζουν με καράβια
που βούλιαξαν και μείναν μόνα…

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Λόγια για λόγια κι άλλα λόγια;
Αγάπη, πού ’ναι η εκκλησία σου
βαρέθηκα πια στα μετόχια.

Α! να ’ταν η ζωή μας ίσια
πώς θα την παίρναμε κατόπι
μ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθη
πρέπει να στρίψεις σε μια κόχη.

Και ποια είναι η κόχη; Ποιος την ξέρει;
Τα φώτα φέγγουνε τα φώτα
άχνα! δε μας μιλούν οι πάχνες
κι έχουμε τη ψυχή στα δόντια.

Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;
Η μέρα φόρεσε τη νύχτα
όλα είναι νύχτα, όλα είναι νύχτα
κάτι θα βρούμε ζήτα-ζήτα…

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
Βλέπω τα κόκκινα της νύχια
μπρος στη φωτιά πώς θα γυαλίζουν
και τη θυμάμαι με το βήχα.
[από την πρώτη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΣΤΡΟΦΗ]

ΣΧΟΛΙΑ
Είχε η βεράντα σκοτεινιάσει
πλάι μας φτερούγισε μια βιάση
στις δυο καρδιές είχε φωλιάσει
αντίρροπη μια εξομολόγηση

Και η άκαρπη φωνή εμαράθη
στα χείλια μας μελίσσι λάθη
και μόνο απ’ του κορμιού τα βάθη
θεέ μου, προσμέναμε μια βλόγηση.

Σκοτάδι βούιζε μες στο σπίτι
κι από το φως του αποσπερίτη
ως των μαλλιών σου το μαγνήτη,
θυμήσου τον απρόσιτο άγγελος

με τα γοργά τα δαχτυλίδια
πεσμένα ξάφνου, δυο ριπίδια
στη σκέψη που με δέηση ίδια
διαβάζαμε σαν τετραβάγγελο.

Γυναίκα, της ψυχής μου ξένη
το ξάφνισμά σου μου απομένει
ωραία γυναίκα αγαπημένη,
το βράδυ αυτό το ανόητο, σήμερα

και των ματιών σου οι μαύροι κρίκοι
και της νυχτιάς η ανάερη φρίκη…
Σκύψε να μπεις πάλι στη θήκη
λεπίδι της σιωπής μου, χίμαιρα.

ΡΟΥΚΕΤΑ
Δεν είναι ούτε η θάλασσα
δεν είναι ούτε ο κόσμος
το γαλάζιο αυτό φως
στα δάχτυλά μας

κάτω από τα βλέφαρα
χίλιες αντένες
ψάχνουν ζαλισμένες
τον ουρανό

κόκκινο γαρούφαλο
μονάχο στη γλάστρα
στάθηκες σαν έγραφα
μπρος μου σαν αγάπη

ήταν μια ελαφίνα
κίτρινη σαν θειάφι
κι ήταν ένας πύργος
από χρυσάφι

μέτρησαν τα χρόνια τους
πέντε κοράκια
μάλωσαν και σκόρπισαν
σαν πεντάλφα

τα μαλλιά της όμορφης
τ’ άσπρισαν τα κρίνα
στο κορμί της όμορφης
έγραψα βιβλία

Δεν μπορώ να ζω
όλο με παγόνια
μήτε να ταξιδεύω μερόνυχτα
μέσα στα μάτια της γοργόνας

ΡΙΜΑ
Χείλια φρουροί της αγάπης μου που ήταν να σβήσει
χέρια, δεσμά της νιότης μου που ήταν να φύγει
χρώμα προσώπου χαμένου κάπου στη φύση
δένδρα… πουλιά… κυνήγι…

Κορμί, μαύρο μες το λιοπύρι σαν το σταφύλι
κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;
Είναι η ώρα που πνίγεται το δείλι
και κουράζομαι ψάχνοντας τα ερέβη…

(Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει).

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ
Ήσουν η θεία σιγή
κι άσπρη σα ρύζι
μα η ριγηλή φυγή
πάντα γυρίζει

πήρες τη δίνη
ψυχή φυγόκεντρη
που μας αφήνει
σε πίκρα απόμερη.

Σα νυχτώσει κοιτάζω στο φύλλωμα
σφαλιγμένα τα μάτια των φύλλων μας.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο

σου τα ’χαν πει στον κλήδονα
και σμίξανε φιλήδονα
τα χείλια μας, Μαλάμω!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, συγκεντρωτική 9η έκδοση ΙΚΑΡΟΣ 1974  «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη, ριζώνουν θρέφονται με το αίμα. Όπως τα πεύκα, κρατούνε τη μορφή του αγέρα, ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ