Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΟΛΟΜΟΝΑΧΟ

 (… και γύρω του να λάμπει το κενό…)


Ο ένας να μιλάει για ένα   Μάρτυρα

κι ο άλλος ν’ απαντάει για έναν  ποντικό

 

Ο ένας να μιλάει για έναν   Άγιο

κι ο άλλος ν’ απαντάει για ένα  σκύλο

 

και είναι τότε που μέσα στην μαυρίλα

 

είδα έναν  Ποιητή  ο λ ο μ ό ν α χ ο

και γύρω του  ν α   λ ά μ π ε ι   τ ο   κ ε ν ό!..

 

 Αφήστε με λέει το γκαρσόνι

έχω δουλειά  πάω να φέρω τον καφέ

που μου ζήτησε  η πεθαμένη

 

Μαζεύω  πέτρες  γραμματόσημα

πώματα από φάρμακα  σπασμένα γυαλικά

πτώματα από τον ουρανό

λουλούδια

κι ό,τι καλό

σ’ αυτό τον άγριο κόσμο

κινδυνεύει

 

ψηλά κοιτάζω σα χαρταετός

ο Σταυραϊτός να φεύγει

 

αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρματα

αυτά δε με αγγίζουν 

 

ο ήλιος μαζεύει τις ημέρες μου

γελώντας 

 

μονάχα η ψυχή στ’ αυτί μου

ψιθυρίζει λέγοντας:

σκοτείνιασε  σκοτείνιασες 

γιατί;

δεν είσαι τρομαγμένος;

[ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ   Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ  και  Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ   τρία  ποιήματα  από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971] 

Οι τίτλοι στα ποιήματα του Σαχτούρη είναι συνήθως ουσιαστικά με το οριστικό τους άρθρο: Το Ψωμί,  Η Αποκριά κλπ. Με αυτό τον τρόπο ο Ποιητής ορίζει το χώρο του, ώστε να προετοιμαστεί ο αναγνώστης της ποίησή του για την είσοδο στο μαγικό του κόσμο, όπου κατά κανόνα παρακολουθεί μια παράξενη και ωστόσο γοητευτική μικρή ποιητική ιστορία…

 


«Όλο το παράλογο στην ποίηση του Σαχτούρη  στηρίζεται στο υλικό της αλήθειας»  σχολιάζει η Νόρα Αναγνωστάκη.  Και εξηγεί:

«Αυτό σημαίνει ότι παράλογος και εφιαλτικός είναι ο κόσμος που ζούμε, ο κόσμος που έζησε ο Ποιητής  και που κατέγραψε στην ευαισθησία του. Ο άγριος κόσμος που υπάρχει στα θέματά του είναι η εποχή του που όπως λέει ο ίδιος, την έζησε στιγμή - στιγμή και εξ επαφής…»

«Οι στίχοι του ανατέλλουν σαν άστρα στη σφιγμένη καρδιά μας και καταυγάζουν το γλυκό φως ενός άλλου κόσμου στις μικρές στιγμές του καθημερινού βίου,  ένα φως που φωτίζει όλη μας την ασημαντότητα… Κι όλα τα πολύ «σημαντικά» ανθρώπινα σμικρύνονται απελπιστικά και σβήνουν, ενώ κάτω από ένα άλλο φως ή ένα άλλο χρώμα μεγεθύνονται τα απλούστατα σ’ ένα μέγεθος απροσδόκητης σημασίας, λες και το μάτι που τα επισημαίνει καθορίζει την πλατιά έκτασή τους και τα καθαγιάζει, σύμβολα της πτωχής ζωής μας, μέσα σ’ όλα τα απίθανα μεγέθη που μας περιστοιχίζουν και μας συντρίβουν…»

  

ΣΥΝΕΧΕΙΑ με άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΜΙΛΤΟΥ  ΣΑΧΤΟΥΡΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1945 – 1971, εκδόσεις Κέδρος

 

 

ΤΟ ΑΜΑΞΙ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)

Έφευγα στα μάτια δεμένα κουρέλια

κι έσκισα τα πανιά

με ραμμένο το στόμα πληγή

κι έσκισα το στόμα

ο Μάρτης σταγόνες πάγο έριχνε στα μάτια μου και

τα μάτια μου γίνανε κόκκινα

είδα το μαύρο γυαλί

ν’ αχνίζει όχι

δεν ήταν το γυαλί

μα ένα κορίτσι μαύρο λάμποντας

με ριγμένα τα χέρια το κεφάλι

ανάποδα έγερνε

στο χάος χαμογελώντας το γαλάζιο

κι έπεφτε

 

δεν είχα τύχη

 

Δώσε μου λίγο κρεβάτι Ουρανέ

πήρε φωτιά το σπίτι μου

κυλάει – κυλάει τρίζοντας

σαν πληγωμένο αμάξι

 

ΧΡΟΝΙΚΟ

Ο ήλιος χτυπάει ρυθμικά

και παγωμένος αέρας βγαίνει απ’ το φεγγάρι

το χέρι του τ’ αριστερό τσακίζει ο δαίμονας

σπάζει το μαύρο

σπάζει και το κόκκινο

ξάφνου ανθίζουν μυγδαλιές

ρίχνει τα ζάρια κλαίγοντας ο γέροντας

κι αναστενάζει η Παναγιά

κι όσους ξεγέλασε ο καιρός

κι όσους ξεχώρισε η σκιά

τώρα είναι καρφωμένοι

 

σαν πεινασμένοι έλικες γυρίζουνε

οι δείχτες των ωρολογιών

 

ατάραχος ο Θάνατος κάθεται

στην καρέκλα του

 

μενεξεδένια συνάρτηση

ο κόσμος

 [από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΥΕΟΣ 1971]

 

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη  ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)

Το χρώμα της βροχής   είναι άσπρο;   πράσινο;

ή μήπως είναι γαλάζιο;

 

ο ένας μελετάει ένα ροδάκινο

ο άλλος μελετάει ένα σταυρό

ο άλλος τη φωτιά ενός σταυρού

κι ο άλλος την παγωμένη σκιά ενός σταυρού

 

κάποτε ένα δάκρυ μεγαλώνει

σαν στρογγυλό αερόστατο

που ανεβαίνει μαζί με ο σταυρό

και η φωτιά το καίει και το γκρεμίζει

 

στην παγωμένη σκιά ενός σταυρού

κάθεται η φωτιά του

πίνει το δάκρυ που στάζει απ’ το σταυρό

και τρέμει

 

ένα πουλάκι κάπου κελαϊδάει

ένα φεγγάρι ανεβαίνει δίχως σώμα

ενώ το σώμα σαπίζει μακριά

 

έλα, ας ξεχάσουμε

εγώ το πνιγμένο μου λουλούδι

εσύ τον πάγο που σε κυνηγά

 

ΑΡΜΟΝΙΑ

Λέει το δένδρο:

-Θα σπάσω τα κλαδιά μου

αυτή τη νύχτα

θ’ ανάψω   θ’ ανεβώ!..

 

Τρελάθηκαν τα φώτα   μεσ’ στο σπίτι

ανάβουνε  και  σβήνουν   δίχως λόγο

 

Λέει το παιδί:

-Είμαι χειμώνας

κι η θάλασσα είναι μακριά με το καράβι

κι οι άνθρωποι σκάβουνε   βαθιά

σκάβουνε  και  όλο θάβουν

 

Λέει ο ήλιος:

-Κοιμήθηκα  και  ονειρεύτηκα

πως ήμουν   περιστέρι

με ξεσκισμένη όλο αίματα   κοιλιά

 

Και λέει το καράβι:

-Κουράστηκα

θέλω να κοιμηθώ

όμως η νύχτα είναι βαθιά

όμως η νύχτα είναι σκοτεινή

και δίχως ψάρια!..

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971]

 

Ο ΑΓΙΟΣ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη  ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)

Αυτός κοιτούσε βαθιά

βαθιά   μεσ’ στο σκοτάδι

το βάθος του   δεν τέλειωνε

σε τούτη τη ζωή

 

οι σάρκες ξεκολλούσανε

κι έπεφταν  μία – μία

σε λίγο δεν θα του έμενε

παρά ο σκελετός

 

-Το πήρα απόφαση  - έλεγε –

το πήρα πια απόφαση

θα ζήσω μέσα στους πνιγμένους

και μέσα στους λεπρούς!..

 

ΤΑ ΛΟΓΙΑ

-Δε μου αρέσεις

δε μου αρέσει – λέγαν η φωνή σου

-Δε μου αρέσουν τ’ άγρια ζώα που

μπαίνουν βγαίνουν  και  ουρλιάζουν

μεσ’ στο στόμα σου.

(Αυτό το είπε ένα λουλούδι

που έκαιγε απ’ τον πυρετό

και που η μάνα του πριν απ’ αυτό

λίγο καιρό είχε πεθάνει)

 

ΣΤΟΝ ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ…

(… μα εκεί κάτω στα τεράστια της Ουαλίας φεγγάρια

μέσα στα ολοστρόγγυλα της Ουαλίας φεγγάρια

ο ΝΤΥΛΑΝ  ΤΟΜΑΣ    Άγιος  Βασιλιάς  Τρελός στριφογυρίζει…)

Σήμερα καθώς  οργίζομαι  και  μπαίνω

εις τα πενήντα – δυο μου χρόνια

με δέος  και  θάμπος μαζί σε χαιρετίζω

αδελφικό μου φάσμα  Ντύλαν Τόμας

που τόσο νέος ήξερες

φωτιά να βάζεις μεσ’  στις λέξεις

να τις πυροδοτείς

κι αυτές με κρότο  και  με Θεό μαζί

να εκρήγνυνται,  στο αχανές…

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971]

 

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΗ ΟΤΙ ΖΩ ΠΙΟ ΠΕΡΑ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη  ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)

Δεν είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα

 

Σκοτείνιασε από την άλλη τη μεριά καθώς κοιτάζω

τ’ άσπρα σπίτια και τα μαύρα σπίτια

ποιο χέρι σημαδιακό τώρα θα μ’ αγγίξει;

δαιμονικές   κόκκινες ρόδες όλο κυλάνε

αυτό το σμάρι των παιδιών

φωλιάζει κι από ένας θάνατος μεσ’ στο κορμί τους

τον κάνανε χαρούμενο στεφάνι

και το χτυπούν με το μικρό το ξύλο

κυλάει – κυλάει το τσέρκι, το κυλάνε

κυλάει η ζωή τους ήλιος που τα περονιάζει

καθώς χτυπάνε με το ξύλο

τον παγωμένο θάνατο που τρέχει

 

το πένθος άφωνο κοκάλωσε τριγύρω

 

δεν είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα

 

Ο ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ

Άραγε ο πνιγμένος

με το ριγέ άσπρο κουστούμι στη γωνία

να είμαι εγώ;

 

άκουσα τη φωνή του μακρινού πατέρα μου

έσπασα το ρολόγι

έβγαλα από μέσα

πλήθος μικρές ροδίτσες κι ελατήρια

 

άπλωσα τις καραμέλες πάνω στο τραπέζι

πράσινες  κίτρινες   κόκκινες

βγάζουν μικρές αόρατες φωνές

σαν ζώα

 

μια γάτα κόκκινη ξάφνου αγρίεψε

όρμησε και μου σκίζει τα βιβλία

 

άπλωσα την καρδιά μου πάνω στο τραπέζι

την έκοψα στα δυο μ’ ένα ψωμομάχαιρο

 

ύστερα ξάπλωσα λουλούδια  μέσα στη μπανιέρα

 

ύστερα έπεσα να κοιμηθώ

 

ΣΠΟΥΡΓΙΤΙΑ

Ευτυχισμένες οι στιγμές

όταν μεσ’ στο μυαλό περνούν

ζεστά σπουργίτια

όταν τα χείλια μεγαλώνουνε ζεστά

στο αίμα κερδίζουνε ιδανικά λαχεία

και τα τσιγάρα βγάζουνε κόκκινους καπνούς

και τα μαλλιά μεγαλώνουν σαν το παραμύθι

 

τι σπάνιο θέαμα στους παγερούς καιρούς

που και οι κούκλες των μικρών παιδιών

μαυρίζουν από τρόμο

 

ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ

Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους

κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους

όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά

στους άγριους άρρωστους με τα φτερά

στους μεγάλους απεριόριστους τρελούς

κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971]

 

ΕΞΙ ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΟΜΟΤΡΟΠΑ ΣΧΗΜΑΤΑ

(… στη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)

ΕΝΑ:  Και ξάφνου νύχτωσε το ψέμα   βρέφη τη νύχτα περπατώντας   μεγαλώνουν τ’ άρρωστο φαρμάκι   ασκητικός μακρύς ήλιος το μαύρο κυπαρίσσι   δυο φορές το θάνατο φωτίζει   ανθίζουν μαζί ο ύπνος  και  ο θυμός   σε κήπους αόρατους  που στάζουν αίμα     ΔΥΟ:  Μέσα στη μαγνητική ταβέρνα   είδα το ψάρι πάνω στον τοίχο να ξυπνάει   να γράφει γράμματα κόκκινα πυκνά   ενώ από πίσω το αρνί το κυνηγούσε   ουρλιάζοντας   το ψάρι  και  το αρνί  τινάχθηκαν   -  τινάχθηκαν τα κομμάτια τους ψηλά   πυρωμένη μάζα σκίζοντας τον ουρανό  ΤΡΙΑ:   Το ψάρι μελετάει το κυπαρίσσι   ο άγιος πετεινός  κι  έκθαμβο ερώτημα το χελιδόνι   γύρω από έναν ασημένιο θάνατο   έχουν πιαστεί      ΤΕΣΣΕΡΑ:  Το περιστέρι περίσσεψε από τρόμο   τα νύχια του αρνιού είναι αστέρια   τα λέπια του ψαριού είναι αστέρια      ΠΕΝΤΕ:   Κόβει μικρές κόκκινες φλόγες   το αρνί αιφνίδια τεμαχισμένο   τα δόντια του   τα πόδια του   τα μάτια του   σκορπισμένα πάνω στο Σταυρό   ΕΞΙ:  Στήνει τ’ αρνί το δόκανο στον Άγιο   ένας περαστικός ήλιος   ματώνεται και λάμπει   αστράφτουν θεϊκά πτώματα ψαριών!..

Παρασκευή, 1 Μαρτίου 2024

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ Η ΖΩΗ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΥΣ…

 

(… δεν είναι θάνατος εδώ, μονάχα ζωή  και  μέλλον, ζήτω, ζήτω…)


Καθόμαστε στην άδεια κάμαρα  και  μελετούσαμε απ’ την αρχή την ιστορία μας!..
Κάποιος άγγιξε το χερούλι της πόρτας.  Ένας φόβος.   Κανένας!.. 
Το φως   μπαίνοντας απ’ τις γρίλιες χαράκωνε το γυμνό τοίχο
γραμμές – γραμμές,  σαν τα πλευρά  των πεθαμένων,
χλωμές γραμμές  στο γυμνό τοίχο.   Ώστε, λοιπόν,
δεν είναι παρά ο θάνατος μονάχα;   Ώστε, λοιπόν,
δεν ήρθαμε στον κόσμο παρά μόνο για να πεθάνουμε;   Ώστε;
Α!..  Μη μιλάς.  Και τότε τι ήταν η μυρουδιά του ζεστού ψωμιού; 
Και τότε τι ήταν;  - μη μιλάς -  ένα φιλί στο στόμα; 
Και τι ήταν  - μη μιλάς, α, μη μιλάς -  ένα χέρι μέσα στο χέρι σου; 
μη μιλάς  - κι η ελπίδα  και  τα ποιήματα 
και  τα όνειρα τότε των συντρόφων;   Μη μιλάς!..
………………………
Δεν ήταν εύκολο – μην πεις – δεν ήταν εύκολο.
Μια ώρα μονάχα – μια στιγμή  μονάχα ακόμα,
μ’ ένα φιλί – μ’ ένα δένδρο – ένα φιλί,
ένα άσπρο σεντόνι που μυρίζει σαπούνι,
το γυμνό σώμα της αγάπης,
το μεσημέρι με τα τζιτζίκια του στα γυμνά πόδια της αγάπης,
η μυρουδιά του πεύκου στα μαλλιά της αγάπης,
το μικρό περιστέρι της βραδιάς στη φούχτα της αγάπης,
η μεγάλη κραυγή στην κάμαρα την ώρα της αγάπης,
και το μικρό αχ στο κουρασμένο στόμα της αγάπης,
ο ζεστός ύπνος στην ιδρωμένη μασχάλη της αγάπης
και τα αστέρια και τα λουλούδια νυχοπατώντας γύρω στο κρεβάτι της αγάπης –
Δεν ήταν εύκολο – μην πεις – δεν ήταν εύκολο - 
Κανένας δεν ήθελε να πεθάνει…
 [εισαγωγικά αποσπάσματα από την πρώτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1949 -51]

 


ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΣΚΟΣΜΟΥ: Σ’ αυτή τη συλλογή ο Γιάννης Ρίτσος ανασυνθέτει μια ολόκληρη δεκαετία κρίσιμη για την παγκόσμια ιστορία (1941–1951). Η κατοχή, η αντίσταση, η απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά, ο εμφύλιος είναι τα θέματα για αυτό το «τραγούδι», όπως το χαρακτηρίζει ο ποιητής. Ένα «τραγούδι» γραμμένο με την συγκινησιακή φόρτιση της εμπειρίας και την βαθειά γνώση της Ιστορίας του Ανθρώπου. 

Ο Ποιητής   καταφέρνει να κρύψει καλά κάτω από τις λέξεις όσα βιώνει στα ξερονήσια του Αη-Στράτη και της Μακρονήσου που βρίσκεται όταν γράφει το συγκεκριμένο έργο.

ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ  είναι ένα μεγάλο έργο σε δομή αφηγήματος, είναι το χρονικό μιας δεκαετίας που καθόρισε την εποχή μας. Μιας δεκαετίας που  έφερε τα πάνω κάτω και θεωρήθηκε κρίσιμη για την παγκόσμια ιστορία. Μέσα σε δέκα μόλις χρόνια, η Ελλάδα πέρασε από πολλά μεταβατικά, συχνά αντίρροπα στάδια, τα οποία επέφεραν τρομακτική κοινωνική αναταραχή και ακραίες μορφές βίας και αδικίας.

Κατοχή:   Συννεφιασμένη Κυριακή, πείνα, κακουχίες, χειμώνας. Κι όμως, μια δειλή Άνοιξη μοιάζει να ξεπροβάλλει στον ορίζοντα της πόλης.

Αντίσταση:   Η Άνοιξη δίνει τη θέση της σε ένα καυτό, λαμπρό, ορμητικό καλοκαίρι. Μαζί με τα άνθη, γεννιέται και το ΕΑΜ. Ο λαός μπορεί πια να κοιτά στα μάτια τον κατακτητή. 

Απελευθέρωση:   Ήρθε η στιγμή που ο ήλιος λάμπει πιο δυνατά από ποτέ. Ο αέρας μεταφέρει τους ήχους και τα αρώματα που φορά η πιο ωραία λέξη του κόσμου, η ελευθερία.

Δεκεμβριανά :  Ο χειμώνας μαζί με τον παγωμένο άνεμο, φέρνει και τα νεκρά φύλλα της προδοσίας. Πάλι θάνατος. Η Ελλάδα καταβροχθίζει σαν κοιλιόδουλος δαίμονας, τα ίδια της τα παιδιά. Με τη βοήθεια ή τη σιωπηρή ανοχή των ξένων, φυσικά.

Εμφύλιος:   Η τραγικότερη αντιπαράθεση που έζησε ποτέ η χώρα. Η αρχή του ψυχρού πολέμου. Διχασμός, 30.000 Έλληνες νεκροί από όπλα Ελλήνων. Μαύρο μελάνι στις σελίδες της ιστορίας…

 

Επιλογές κι άλλων αποσπασμάτων  από την εν λόγω συλλογή εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από την επιλογή της Χρύσας Προκοπάκη: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ, εκδόσεις Κέδρος 2000]

 

 

ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ!.. ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ…

(αποσπάσματα από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1949-51)  

Μόνο για να πεθάνουμε λοιπόν; 

Καθόμαστε πίσω απ’ τις γρίλιες  κι ακούγαμε τον ήλιο απ’ έξω –

ακούγαμε τη ζωή,  ακούγαμε το βήμα της με τα ξύλινα τσόκαρα

καθώς περνούσε το σοκάκι της γειτονιάς

γυρεύοντας λίγο ψωμί,  λίγο λάδι,   ένα πράσινο φύλλο,

αναποδογυρίζοντας τους πεθαμένους,  ψάχνοντας τις στέπες τους

για κάνα τάλιρο,   για κάνα μπακιρένιο ρολόι - 

η ζωή ψάχνοντας τα στόματα των πεθαμένων

για κάνα δόντι χρυσό -  ψάχνοντας,   ψάχνοντας

να μείνει ορθή μέσα στους πεθαμένους –

ψάχνοντας   να βρει το δίκιο της ανάμεσα στους σκοτωμένους!.. 

 

Ερχόταν  η Άνοιξη!.. 

καθόταν στο σκουριασμένο ντεπόζιτο της αυλής μας

και κουνούσε τα πόδια της.

Κι ήταν ένα χαμόγελο στον αέρα,

ένα μεγάλο παράνομο χαμόγελο,

αντιφεγγίζοντας από στόμα σε στόμα –

Ετούτο το χαμόγελο του κουμουνιστή.

Ένα παράνομο χαμόγελο  αντιφεγγίζοντας από μάτια σε μάτια,

από στόμα σε στόμα,   από όνειρο σε όνειρο –

ένα παράνομο χαμόγελο, σιωπηλό, 

πιο σιωπηλό απ’ το σπίρτο που αγγίζει το φιτίλι.

Ετούτο το χαμόγελο του κόσμου!.. 

 

Οι γειτονιές θυμούνται!..

Οι γειτονιές δεν θέλουν να ξεχάσουν.

Τα χαράματα  οι ομοβροντίες στο Σκοπευτήριο.

Τη νύχτα τα φώτα του Χαϊδαριού.   Η συσκότιση!..

Το φιλί ήταν πικρό  και  βιαστικό.

Ύστερα πέφτανε τα χέρια στο πλάι. 

Μια πιστολιά στο δρόμο.   Η νύχτα!..     Κι η τρεχάλα!..

Η νύχτα.   Κι η καρδιά που χτυπάει δυνατά 

όπως  χτυπάει μια γροθιά πάνω στο τραπέζι.

Ύστερα πάλι η σιγαλιά!..

Μονάχα  τα δεκανίκια του φεγγαριού στο πεζοδρόμιο

κι ένα χέρι  που σφίγγει τη ράχη της καρέκλας 

κι  ένα χέρι που λαδώνει το παλιό περίστροφο

κι ένα χέρι που ράβει μια σημαία

κι ένα χέρι που σφίγγει ένα άλλο χέρι

και τ’ άστρα που δείχνουν τα σφιγμένα τους δόντια

πάνω από τον κυρτό σταυρό που ανεμίζει στην Ακρόπολη,

κι ο άνεμος που αρχίζει τα μεσάνυχτα!..

…………………………………….

Ήταν όμορφες κείνες οι μέρες.  Στις πλατείες των μαχαλάδων

κάτι παιδιά ξυπόλυτα,  με μπαλωμένα παντελόνια,

βγάζανε λόγους – μιλούσαν για το μέλλον,

άνοιγαν με τα νευρικά τους χέρια μεγάλα παράθυρα στον ουρανό.

Ήταν όμορφες κείνες οι μέρες  και  μ’ όλους τους νεκρούς μας,

όμορφες – δεν προφτάσαμε να τις χαρούμε –

μεγάλωναν τα βράδια πάνου απ’ τα κεφάλια μας,

οι γριές απολησμόναγαν το τσουκάλι τους στη φωτιά,

ένα άστρο καρφωμένο στην καμινάδα τις κοίταζε συλλογισμένο,

κι οι γριές συλλογιόνταν μια Κυριακή με κεφτέδες  και  γραμμόφωνα,

συλλογιόνταν το μεγάλο τους γιο να ξουρίζεται  και  να λούζεται στην κουζίνα,

να ’χει ένα σιδερωμένο άσπρο πουκάμισο,

να φαίνονται, καθώς αλλάζει,  μέσα στα τζάμια τ’ ανοιχτού παράθυρου,

τα μούσκλια του μπράτσου του  κι  οι νιόβγαλτες τρίχες του κόρφου του.

Ξεχνάγαν οι γριές το τσουκάλι τους – μύριζε το καμένο φαγί στη συνοικία,

τρέχαν στους δρόμους,  φώναζαν ζήτω –

αχ  κι οι ροδιές ν’ ανάβουν  κόκκινα βεγγαλικά στου περβολιού το Πάσχα,

και τα χουνιά από γειτονιά σε γειτονιά

ναν το λαλάν  ναν το λαλάν:

γεια και χαρά Λε,  μωρέ Λε,  γεια και χαρά σου  Λευτεριά!..

 

Την ίδια νύχτα πιάσαν τον Αλέκο!..

Ο Αλέκος δε μαρτύρησε.  Ο Αλέκος

έμεινε κρεμασμένος τρία μερόνυχτα.  Δε μαρτύρησε.

Ο Αλέκος πέθανε σα μέλος του Κόμματος.

Πέθανε σαν αληθινός σύντροφος.  Την τελευταία στιγμή

φώναξε:  «Είναι χιλιάδες άστρα μέσα μας.  Δεν μπορείτε να τα σκοτώσετε»!..

Ετούτα τ’ άστρα τα έδωσε ο Αλέκος στη σημαία του Κόμματος!..

 

ΚΟΚΚΙΝΕΣ  και  ΑΣΠΡΟΓΑΛΑΖΕΣ ΣΗΜΑΙΕΣ

(… «ζήτω,  ζήτω,  ζήτω»   κι  οι συμβολισμοί μεσ’ απ’ τα ζήτω τα μαύρα τανκς σιμώνοντας… )  

Ποιος θάνατος;   Πού θάνατος;   Ζήτω!..

Κι ο Πέτρος στα χέρια των διαδηλωτών  φωνάζοντας:  «Σύντροφοι,

δεν είναι θάνατος δω πέρα  -  Οι σκοτωμένοι μας,

να τοι μαζί μας πάλι πολεμάνε.  Να.  ο Βαγγέλης

μπροστά – μπροστά, μέσα στον ήλιο, σύντροφοι.

Ενός λεπτού σιγή για τους νεκρούς μας»

Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει

παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του!..

 

Και τα τανκς σιμώνοντας ,  σιμώνοντας

τα τανκς περνώντας πάνου απ’ τους γονατισμένους, 

περνώντας άλλη μια φορά πάνου απ’ τους σκοτωμένους,

«δεν είναι θάνατος εδώ, μονάχα ζωή και μέλλον, ζήτω, ζήτω

πιο ψηλά τη σημαία»  -  η παρέλαση των φοιτητών,

λευτεριά  ή  θάνατος

λευτεριά  ή  θάνατος  -  κρατάτε τη σημαία.

Η  Ανθούλα κάτω  από τα τανκς –

κρατάτε τη σημαία  -  η Ανθούλα

κάτου απ’ τα τανκς – έξω απ’ τα τανκς το χέρι της

δίνοντας τη σημαία  -  Λευτεριά  ή  Θάνατος

Λευτεριά  ή Θάνατος,

Λευτεριά  ή  Θάνατος  - Ποιος θάνατος;

Εδώ δεν είναι θάνατος μονάχα ζωή και μέλλομ!..

Ζήτω,  ζήτω,  ζήτω…

 

Ετούτος ο άνεμος δεν θέλει να σωπάσει

σφυράει,   σφυράει,   σφυράει

σφυράει  στ’ αυτί των σκοτωμένων   «Ζήτω»

κι οι σκοτωμένοι ανοίγουνε τα μάτια τους

σφυράει,   σφυράει,   σφυράει

περνάει κάτου απ’ τα σκέλια των κρεμασμένων

ξυπνάει τους κρεμασμένους

κι οι κρεμασμένοι καβαλάν τον άνεμο  -  τρέχουν για την αθανασία

σέρνοντας πίσω τα κομμένα σκοινιά τους!..

………………………………..

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ,  Μακρόνησος, Αι-Στράτης 1949-51]

 

ΣΚΕΨΟΥ Η ΖΩΗ ΝΑ ΤΡΑΒΑΕΙ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΛΕΙΠΕΙΣ…  

(… να ’ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα  και  συ να λείπεις,   να ’ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα  και  συ να λείπεις…)

… οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι, και συ να λείπεις,   ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,   πολλές σημαίες ν' ανεμίζουν στα μπαλκόνια,   ν’ ανεβαίνει μια παρέλαση στην οδό Σταδίου,   χιλιάδες κόσμος κρατώντας στα χέρια του κόκκινες σημαίες,   κρατώντας   επιτέλους τα όνειρά του μέσα στα χέρια του,   να λένε δυνατά τη λέξη   σύντροφος, και συ να λείπεις,   ύστερα ένα κλειδί να στρίβει – η κάμαρα   να ‘ναι σκοτεινή   δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις,   σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,   δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτου απ' το χώμα,   και τα κουμπιά του σακακιού σου ν' αντέχουν πιότερο από σένα   κάτου απ' το χώμα,   κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει,   όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα 'χει λιώσει».   Τότε ο Πέτρος πήρε το λόγο   κι είπε με τη βαθειά του τη φωνή:   «Να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις˙   αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,   θάσαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα   που γι' αυτά έχεις λείψει,   θάσαι για πάντα   μέσα σ' όλο τον κόσμο».   Μακρόνησος, Άι-Στράτης 1949-1951   Απόσπασμα από το ποίημα  Β΄, από  την ποιητική συλλογή «Οι γειτονιές του κόσμου», Κέδρος, 1957   ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: H ποίησή του έγινε το καταφύγιο για να κουρνιάσουν εκατοντάδες ζωές σε αυτήν, μπροστά στη λαίλαπα των γεγονότων της εποχής του. Η ποίησή του έγινε το εφαλτήριο για να αντέξει, να παρηγορηθεί, να συνεχίσει κανείς χωρίς αμφιβολία, για την ορθότητα των θέσεων και των ιδανικών του, για το δίκιο του αγώνα του για δικαιοσύνη. Η ποίησή του έγινε «οδηγός μάχης» για τα μεγάλα, πανανθρώπινα ιδεώδη. Η ποίησή του δυσκόλεψε αυτούς που θεωρούν τα κεκτημένα από τους αγώνες ιδανικά, δεδομένα σήμερα, μέσα από την επικίνδυνη, αλαζονική και επίμονη άγνοια της Ιστορίας.

Δευτέρα, 26 Φεβρουαρίου 2024

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ