Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗΜΕΝΗ Η ΠΑΡΤΙΔΑ ΤΩΝ ΘΝΗΤΩΝ

 (…κέρδισε ποτέ κανείς με ρουά ματ  και  δεν το ξέρω;…)

Ι

Την λένε Αντιγόνη και ήρθε να θάψει τον αδελφό της.

Και από πού ως πού ακούει σ’ αυτό το όνομα;

Έβαλε το όνομά της ασπίδα

απέναντι στα βέλη και στα ακόντια του εχθρού;

Έγινε η μάνα κι ο πατέρας του, 

όταν αυτοί τον εγκατέλειψαν; 

Ή έφυγε από το σπίτι στα δεκαοχτώ

και τον άφησε κι αυτή; 

Καλύτερα να την ονομάσουμε  Άννα  ή  Μαρία.

Και ετοιμάστε τις πρέπουσες τιμές για τον νεκρό.

 

ΙΙ

Άρχοντα είναι πολύ νέος

-Ναι, με αγαπούσε από καιρό.

Έπαιζε σκάκι μαζί μου εδώ και χρόνια.

-Άρχοντα του έδινες πάντα τα μαύρα.

 –Ναι, αλλά τον άφηνα να παίζει πρώτος.

 -Άρχοντα, ήταν στημένη η παρτίδα.

-Και λοιπόν,  πότε δεν είναι;

Δεν είναι πάντα στημένη η παρτίδα των θνητών;

Κέρδισε κανείς ποτέ με ρουά ματ  και δεν το ξέρω;

-Όμως αυτός μικρός έχασε τη βασίλισσα

ο  βασιλιάς έπαιρνε αντικαταθλιπτικά

οι αξιωματικοί δεν ήταν θαρραλέοι

τα άλογα πάλι έτρωγαν πολύ σανό 

και έγιναν νωθρά  και  κακομαθημένα.

-Ναι αλλά ένα πιόνι – αδελφή –

έγινε υποκατάστατο Βασίλισσας

-Αφού το ξέρεις ήταν άχρηστο με πολλές τάσεις φυγής

δυο – δυο δρασκέλιζε συνέχεια τα τετράγωνα

και εγκατέλειψε γρήγορα την σκακιέρα

-Και τι φταίω εγώ για όλα αυτά;

Δεν κατανέμω εγώ τους συγγενείς.

Απευθυνθείτε στον  Ανύπαρκτο Αρμόδιο.

-Άρχοντα είναι πολύ νέος.

-Ναι, θα ζήσουν να τον θυμούνται πολλά χρόνια.

(ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ από την πρώτη ενότητα

στη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη 

ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ το 2019)




 

Από ΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ ΣΠΙΤΙΑ, πρώτη ενότητα της συλλογής είναι και η σύνθεση

IN MEMORIAN, όπου ο μπαμπάς γραπώνεται  από τις λέξεις και διηγείται ιστορίες.

Από τη δεύτερη ενότητα της συλλογής: 

ΠΟΙΟΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΧΑΝΣ ανθολογούνται τα παρακάτω ποιήματα: 

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ,  Είχαμε παγιδευτεί σ’ εκείνο το παλιό καράβι…

Ο ΑΞΙΟΣΕΒΑΣΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΟΟΥΕΝ.  Κυκλοφορεί πάντοτε με φράκο κι ένα παράσημο στο πέτο…

Η ΑΞΙΟΖΗΛΕΥΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΝΤΕΛΒΑΪΣ ΦΛΕΣΤΕΡ,  Μέσα στο δωμάτιο έβραζε καρούλια και τύλιγε τις μπούκλες…

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΦΡΑΝΚ ΜΕ ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΟΔΙ,  Διασχίζει έναν χωματόδρομο…

Ο ΑΞΙΩΤΙΜΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΠΟΜΠΟΥΣ,  Κυκλοφορεί ανάμεσα σε κρέατα, λουκάνικα κρέμονται από το χοντρό λαιμό του…

Η ΜΟΝΑΧΟΚΟΡΗ ΚΟΝΣΤΑΝΣ,  Τον τελευταίο καιρό οι αδελφές μου δεν σιωπούν  

Η ΚΥΡΙΑ ΤΟΜΣΟΝ ΠΟΥ ΖΕΙ ΣΤΟΝ ΒΑΛΤΟ, Στη διάρκεια κάθε ποιήματος γερνάει περισσότερο… 

ΟΙ ΚΑΘΑΡΕΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΕΣ ΜΠΕΡΝΤ,  Στην οικογένεια μας ήμασταν όλοι ανέγγιχτοι…   

ΤΑ ΚΟΜΟΔΙΝΑ ΥΠΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΝΙΚΟΛΣΟΝ, Άνοιξη του 1828 αποφασίσαμε να αναστηλώσουμε το σπίτι…

ΠΟΤΡΤΡΕΤΟ ΚΑΘΙΣΤΗΣ ΓΥΜΑΙΚΑΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΣΜΙΘ,  Γιατί καθιστή;  Ποια πράξη σου έμεινε μισή;    

 

 

ΧΟΥΣ ΕΙ ΚΑΙ ΕΙΣ ΧΟΥΝ ΑΠΕΛΕΥΣΕΙ

(… σημαίνει ότι υπάρχουν πράγματα που καλύτερα να παραμένουν ανείπωτα…)

IN MEMORIAM I

Θυμάμαι τότε που ξεκινούσαμε από τη Θεσσαλονίκη για να πάμε στην Κοντοβάζαινα, στην Αρκαδία, για να επισκεφτούμε τον παππού και την γιαγιά, αλλά και τον θείο, την θεία και την ξαδέλφη μου τη Δώρα, όταν έπρεπε να περάσουμε τον Αχλαδόκαμπο που είχε όλο στροφές, εγώ άρχιζα να ανυπομονώ, ανακατευόμουν και γκρίνιαζα, πόσο ακόμα μπαμπά ρωτούσα, στην επόμενη στροφή απαντούσε αυτός, όμως περνούσαμε την επόμενη στροφή και δεν φαινόταν το χωριό, μα πού είναι η Κοντοβάζαινα ξαναρωτούσα, να τώρα στην επόμενη στροφή θα την αντικρίσουμε, απαντούσε πάλι αυτός και χαμογελούσε. Μην στεναχωριέσαι μπαμπά, σου το υπόσχομαι εγώ τώρα, στην επόμενη στροφή θα δούμε την Κοντοβάζαινα με τα πλατάνια και τα πολλά νερά, που κυλούν όπως το αίμα στις φλέβες.

 

IN MEMORIAM IΙ

Το σύμπαν στο νεκροτομείο είναι λευκό. Φοράει ρίγες και έχει τους δικούς του κανόνες. Ο δίσκος του φαγητού περιέχει απαραίτητα ζελέ. Το βλέπω επάνω στο τραπέζι ροζ και αραιό, όπως ο χρόνος εδώ μέσα. Ο μπαμπάς διηγείται ιστορίες, γραπώνεται από τις λέξεις, ο αδελφός μου κλαίει, κι εγώ σ’ αγαπώ του λέει τότε ο μπαμπάς και του χαϊδεύει το κεφάλι με το χέρι που έχει τον ορό. Μόνο σε παρακαλώ όχι κλάματα. Μιλάει για το παρελθόν ζωντανά, βλέπουμε την κονσέρβα που ανοίγει το μεγαλύτερο παιδί να γυαλίζει, το μαχαίρι να κόβει το μέταλλο, την μπομπότα να ξεπροβάλει μέσα από το σακίδιο, η κονσέρβα είναι του Ερυθρού Σταυρού, το βοδινό που περιέχει είναι λίγο, το παιδί μοιράζει σε ίσα μερίδια το ψωμί με ένα μικρό στεφάνι κρέατος επάνω του. Ποτέ, λέει ο μπαμπάς, δεν έφαγα κάτι τόσο νόστιμο, όσο εκείνη η μπομπότα με το λίγο κρέας από κονσέρβα. Η νοσοκόμα πλησιάζει. Φάτε το ζελέ αν θέλετε, προτείνει. Όμως ο μπαμπάς είναι χορτάτος πια.

 

IN MEMORIAM IΙΙ

Ο μπαμπάς μου υπήρξε ένας παλαιάς κοπής γιατρός, από αυτούς που ψηλαφούν το ανθρώπινο σώμα και νιώθουν κάτω από τα δάχτυλά τους το πρόβλημα, από αυτούς που τις περισσότερες φορές πληρωνόταν με αυγά ή φρούτα, από αυτούς που εκτός από παθολόγοι και καρδιολόγοι ήταν ταυτόχρονα και ψυχοθεραπευτές.  Από αυτούς που άγγιζαν, από αυτούς που συμπονούσαν. Δεν υπήρξε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε διάσημος, όμως όταν έλεγα το επίθετό μου, πέντε στους δέκα ανθρώπους με ρωτούσαν, αν ήμουν κόρη του και είχαν να μου αναφέρουν ένα καλό, που τους είχε κάνει. Την περίοδο που είχαμε μείνει μόνοι, τον θυμάμαι να μαγειρεύει μία ντοματόσουπα δικής του επινόησης. Έκοβε ντομάτες και μέσα έριχνε λαχανικά, ρύζι και ό,τι άλλο ήταν διαθέσιμο στο ψυγείο. Το μείγμα πάντα έκρυβε μία έκπληξη, τις περισσότερες φορές όχι τόσο ευχάριστη. Έτρωγα πάντα όμως τη σούπα που μου μαγείρευε. Ίσως αυτό που θα μου λείψει περισσότερο είναι η ντοματόσουπα αυτή.

 

IN MEMORIAM IV

Στο Γυμνάσιο φύγαμε από την Κοντοβάζαινα και πήγαμε να μείνουμε μόνοι στον Πύργο. αφηγείται ο μπαμπάς. Ο θείος Γιάννης είχε μαγειρέψει φασολάδα και την είχε βγάλει στο περβάζι να κρυώσει. Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού, είδαμε μια παχιά στρώση μυρμηγκιών επάνω στην επιφάνεια της σούπας. Πεινούσαμε πολύ και το φαγητό ήταν πάντα λιγοστό. Με ένα κουτάλι αφαίρεσα τα μυρμήγκια και καθίσαμε στο τραπέζι. Ο γιατρός κοντοστέκεται στην πόρτα και ακούει. Αύριο κύριε Κουτσουμπέλη, του λέει. Όλα θα παν καλά. Εσύ τι θα έκανες στη θέση του, τον ρωτάει ο μπαμπάς. Θα έτρωγα την φασολάδα, απαντάει ο γιατρός. Με ή χωρίς μυρμήγκια.

[από την πρώτη ενότητα στη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ, Γαβριηλίδης 2016

 

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 

(από τη δεύτερη  ενότητα στη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ 2016)

Είχαμε παγιδευτεί σ’ εκείντο το παλιό καράβι.

που όλο έπλεε προς τα πίσω

κι όταν τελικά φτάσαμε στην καινούργια γη,

ανάλαφρος αέρας ανασήκωσε τα κολλαριστά μας φορέματα,

τι είναι εδώ   ρώτησε η Αδελαϊδα,

χωρίς μνήμη φουρφούρισε η Ελισάβετ,

μήπως χρειάζεστε μιαν ομπρέλα,   ψιθύρισε η Μαίρη Σμιθ,

και ύστερα όλα τελείωσαν,

γιατί κάποιος έκλεψε τον μικρό Χανς,

ξέρετε αυτόν που ο φούρναρης έπλασε από ζυμάρι

κι όλοι ξέρουμε πως ήταν η αθωότητά μας.

όπως τα φτερά πεταλούδας  ή  ένα αλογάκι της θάλασσας

κι ένα ναύτης είπε   είναι η αγάπη

κι ένας άλλος είπε όχι,

μπαίνουμε απλώς σ’ άλλον αιώνα

 

Ο ΑΞΙΟΣΕΒΑΣΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΟΟΥΕΝ

Κυκλοφορεί πάντοτε με φράκο

κι ένα παράσημο στο πέτο

μ’ έναν σκαντζόχοιρο που σκούζει.

Εναντιώνεται στο κυνήγι της φώκιας

και είναι υπέρ των δικαιωμάτων

που έχουν οι ποντικοί στις φακές.

Η σοβαρότητα λιώνει πάνω του,

μπέικον σε καυτό τηγάνι.

Τόσο ευαίσθητος ο κύριος Όουεν,

βουρκώνει τη στιγμή που εγκαταλείπει

σκουπίζει αμήχανα το σβέρκο

με καθαρό μαντήλι,

ενώ ήδη καταγράφει στο καρνέ

το επόμενό του νούμερο.

Γιατί όλα βέβαια τα επινοεί ο κύριος Όουεν

Το ριγέ παντελόνι που φοράει

το πλατύγυρο καπέλο

τον άλλο άνδρα να κουνάει απ’ τις γρίλιες

μία κλωστή αράχνης στο ταβάνι.

Στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό.

Ένα τέλειο όμικρον με διαβήτη.

Εμπρός λοιπόν κύριε Όουεν,

εισχωρήστε  στο ταπεινό μας σώμα

πλημμυρίστε με χώμα

τα μάτια μας,  τα χείλη,   την καρδιά

ώσπου να γίνουμε κι εμείς

ένα ακόμι χρυσό δόντι

στην οδοντοστοιχία που αστράφτει!..

 

Η ΑΞΙΟΖΗΛΕΥΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΝΤΕΛΒΑΪΣ ΦΛΕΤΣΕΡ

Μέσα στο δωμάτιο έβραζε καρούλια

και τύλιγε τις μπούκλες η Εντελβάις,

έβαφε το πρόσωπο με ασβέστη

χάραζε τα χείλη που δεν είχε,

μ’ ένα πινέλο ζωγράφιζε τα δάκρυα.

Ω πόσο λυπημένη ήταν η Εντελβάις.

Ύστερα πάλι τα έσβηνε

και χρωμάτιζε χαμόγελα.

Ω πόσο χαρούμενη ήταν η Εντελβάις.

Άλλωστε σε λίγο θα έρχονταν οι κύριοι

θα τους κερνούσε σοκολατάκι με λικέρ

η μητέρα με δάχτυλα γύπα

παραμορφωμένα από δαχτυλίδια στις αρθρώσεις

θα άναβε τα κεριά στα κηροπήγια

κι ένα γραμμόφωνο θα έπαιζε γλυκά.

Ω πόσο όμορφη θα ήταν η ζωή της Εντελβάις

αν είχε μόνο ένα πιάνο

κι ένα νυφικό με ουρά

που να σέρνεται φολιδωτό πάνω στα πλακάκια

κι αν ο κύριος Στήβενς με την περούκα του

φωλιά γι’ αυγά ψύλλων

δεν την πονούσε τόσο

όταν της ζητούσε να διαλέξουνε κρασί

απ’ το κελάρι του

κι ο κύριος Τζέφερσον

που δεν έβγαζε ποτέ τα γάντια

δεν είχε την παράξενη συνήθεια

να την γυρνάει μπρούμυτα

(ψιθύριζαν ότι το ίδιο έκανε και με τον σοφέρ)

Ω πόσο ευτυχισμένη ήταν η Εντελβάις

όταν έμπαινε στην σάλα με τους φραμπαλάδες της

και όλοι οι άνδρες και μερικές γυναίκες την ποθούσαν

κι αυτή ήταν ατσαλάκωτη

χωρίς τα γεροντικά δάχτυλα να αυλακώνουν το κορμί της

και όταν όλοι έφευγαν

και μέσα από το παντζούρι

ξεχυνόταν το χλωμό φως του φεγγαριού

αυτή κουλουριαζόταν στην μικρή του κούνια.

Ήταν αξιοζήλευτη η Εντελβάις.

Όπως οι πεταλούδες που καίγονταν γύρω απ’ το κερί

και με τις στάχτες τους πασάλειβε το πρόσωπό της.

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη

ΟΙ  ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016]

 

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΦΡΑΝΚ ΜΕ ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΟΔΙ

(από τη δεύτερη  ενότητα στη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ 2016)

Τακ  τικ  τακ

Ο μικρός Φρανκ διασχίζει έναν χωματόδρομο

το ξυλοπόδαρο μπήγεται στο βούρκο

η κινητή άμμος τον καταπίνει ολόκληρο.

Έτσι περιπατάει πάντα ο κύριος Φρανκ;

από τότε που

Πού να είναι άραγε το τυφλό πόδι

του μικρού Φρανκ;

Μήπως το έφαγε ο λυσσασμένος σκύλος

του κυρίου Πόμπους;

Μήπως το καταβρόχθισε η κερένια κούκλα

της κυρίας Σμιθ;

Μήπως το ροκάνισαν τα ποντίκια

που κυκλοφορούν στην υπαίθρια αγορά;

Τίποτε απ’ όλα αυτά.

Ένεκα του πολέμου βλέπετε

εννοώ μια τέλεια νάρκη

προγραμματισμένη ν’ αναπτυχθεί

μόλις ο χλωμός Φρανκ

έτρεχε  - έτρεχε ο μικρός Φρανκ

γιατί ο πατέρας τον κυνηγούσε

πάλι με τη ζώνη

κι αυτός κρατούσε μια φέτα ψωμί στο χέρι

ροδαλό φρέσκο ψωμί, πάνω λαμπύριζε το βούτυρο

τότε ο κύριος Φρανκ

ένεκα του πολέμου

το χώμα μπροστά του εκτινάχθηκε

μικρά αστέρια τσουρουφλίστηκαν

το πόδι πέταξε ψηλά

πάνω απ’ το καμπαναριό

και τις ψηλές σημύδες

μαζί με τις αγριόχηνες

που σχημάτιζαν κενό.

Έτσι χάθηκε το μικρό πόδι του μεγάλου Φρανκ

που ακόμα περπατάει  τακ  τικ  τακ  τακ

σ’ ένα έρημο χωματόδρομο

ενώ

κοράκια οι τελείες βομβαρδίζουν το ποίημα.

 

Ο ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΠΟΜΠΟΥΣ

Ο κύριος Πόμπους κυκλοφορεί ανάμεσα σε κρέατα

λουκάνικα κρέμονται απ’ το χοντρό λαιμό του

εκτρέφει γουρούνια στην αυλή

λυσσασμένα σκυλιά τραντάζουν τις αλυσίδες

πουλάει σφαγμένα ζώα ο κύριος Πόμπους

εντόσθια, κιμά από βατράχους, σκέπη από μοσχάρι

Τα βράδια  αγοράζει με το κιλό γυναίκες

παρθένες γάλακτος κατά προτίμηση.

Μπήγει τα παχουλά του δάχτυλα στο σώμα

μέχρι να πετύχει το σπασμό τους.

Στον ελεύθερό του χρόνο κυνηγάει μπεκάτσες.

Όταν πετύχει μια με το ντουφέκι

δοκιμάζει την ηδονή της τέλειας στύσης

ύστερα την ξεσκίζει σχεδόν ωμή

με τα’ αραιά του δόντια

αφού πρώτα την καψαλίσει λίγο στη φωτιά

Στον πόλεμο στραγγάλιζε ανθρώπους.

Μάρκαρε έναν διάδρομο με κιμωλία

και τους έβαζε  γυμνούς να τρέχουν

ύστερα  σκότωνε με τη σειρά τους πιο αργούς.

Μετά έπνιγε στο λάδι

τους αυτόπτες μάρτυρες

απόδειξη ότι κάποια στιγμή εξελέγη Δήμαρχος..

Μια μέρα οι συμπολίτες του

θα τον σερβίρουν γυμνό μες στην πιατέλα

με ένα ολοστρόγγυλο μήλο στο στόμα

και θα τον φαν με όρεξη

μόνο τα κόκαλα θα μείνουν

και τόνοι λίπους

να καιν το βράδυ τα καντήλια τους.

 

Η ΜΟΝΑΧΟΚΟΡΗ ΚΟΝΣΤΑΝΣ

Τον τελευταίο καιρό

οι αδελφές μου δεν σιωπούν

Μιλούν τα βράδια μεταξύ τους

ακούω τα μουρμουρητά

βλέπω τα χλωμά τους χέρια

που αχνοφέγγουν στο σκοτάδι.

Πάχυνες μου λεν

κατοικείς σε ένα βαρέλι

(Οι αδελφές μου μ’ αγαπούν

τρώνε πάντα χοιρομέρι στο πρωινό)

Πρέπει ν’ αδυνατίσεις μου λεν/

Να λιώσει η εμμονή

που γρατζουνάει

το μυαλό σου.

Ν’ αδυνατίσεις απ’ αυτόν.

Και εννοούν

να αποφασίσω πια να σ’ αποχωριστώ.

Οι αδελφές μου είναι στοργικές.

Κάθονται πάντα δεξιά κι αριστερά μου.

Έχουν τα μαλλιά τους σε κότσο σφιχτό

απαγορεύουν την αιμομιξία.

 

Μα μια στιγμή,

δεν είχα ποτέ αδελφές.

Αφού πάντα μου υπήρξα

μοναχοκόρη των δακρύων.

 

Η ΚΥΡΙΑ ΤΟΜΣΟΝ ΠΟΥ ΖΕΙ ΣΤΟΝ ΒΑΛΤΟ

Στη διάρκεια κάθε ποιήματος

η κυρία Τόμσον γερνάει περισσότερο,

το πρωί τα σεντόνια έχουν ρυτίδες.

Φταίνε και τα ονόματα

που μπαίνουν απ’ τια χαραμάδες

κολλούν στο δέρμα

και της ρουφούν το αίμα,

τα βαλσαμώνει και τα καρφιτσώνει στο χαρτί,

ξέρει ότι πρέπει να αποξηράνει τον βάλτο,

γιατί είναι εστία αναμνήσεων

μα όσο μεγαλώνει κανείς

χρειάζεται κάπου να βυθίζεται,

άλλωστε σύντομα θα ’ρθει ο Κυνηγός

πάντα είχε προτίμηση στους άνδρες με στολή

της αρέσουν οι λασπωμένες μπότες τους

καθώς λερώνουν το άσπιλο χαλί της,

ύστερα ο κυνηγός θα αποθέσει στα πόδια της

το θήραμα,

ένα ψόφιο κουφάρι από στίχους,

θα περιμένει απ’ αυτήν να βάλει κατσαρόλα.

 

Έξω λυσσομανά ένα λύκος θύελλα

βρέχει σάλια από τα τεράστια του σαγόνια

τα δόντια του αστραπές φωτίζουν το σκοτάδι.

Και τότε ανοίγει η πόρτα

εμφανίζεται βρεγμένος στο κατώφλι.

Σ’ αποθύμησα μου λες.

Μα τι λέω

μέσα στη νύχτα πώς μονολογώ.

 

Αυτό είναι από άλλο παραμύθι.

 

ΟΙ ΚΑΘΑΡΕΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΕΣ ΜΠΕΡΝΤ

Στην οικογένεια μου ήμασταν όλοι ανέγγιχτοι

γίνονταν όλα υπόκωφα και τελετουργικά.

Ο πατέρας πίστευε πολύ στη Βίβλο

τα βράδια πίσω από την ξύλινη πόρτα

φίμωνε το στόμα της μαμάς.

Ακούγαμε πνιχτούς ήχους

όπως το χιόνι όταν.

Η μαμά είχε πάντα μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια

για πρωινό τρώγαμε ξερό ψωμί και γάλα.

Εγώ και η αδελφή μου

μόλις κλείσαμε τα δέκα

αποκτήσαμε φτερά.

Όταν ο πατέρας ερχότανε στην κάμαρα

για τη διαδικασία της εξέτασης

να διαπιστώσει την καθαριότητα

βγάζαμε τα εσώρουχα,

ανεβαίναμε σ’ ένα σκαμνί

και σηκώναμε τα φορέματα.

Ύστερα πετούσαμε σ’ ένα μαύρο ουρανό

που έβρεχε βράχους.

Μία μέρα του δανείσαμε φτερά.

Αργότερα θα τον βάλουν σε ξύλινο κουτί.

Λίγο στενό.

Εμείς από τότε πετάμε συχνά.

Όταν.

 

ΤΑ ΚΟΜΟΔΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΝΙΚΟΛΣΟΝ

Άνοιξη του 1828

αποφασίσαμε ν’ αναστηλώσουμε το σπίτι.

Εγώ κρατούσα ένα κουβά με μπλε μποφιά

και με πινέλο έβαφα την μέρα ώσπου νύχτωνε.

Εσύ επισκεύαζες τον ουρανό

και αντικαθιστούσες τα καμένα αστέρια.

Τελικά κάναμε τρία παιδιά

κι ένα ξύλινο κούκλο

με σπασμένη μύτη.

«Σκληρά χρόνια τότε»   λες

ενώ επιδιορθώνεις σόλες παπουτσιών.

«Αυτοί ήταν τότε γάμοι»  ξεφυσάς

και χτυπάς κάτω το μπαλκόνι σου.

Διαρκείας από ξύλο ανθεκτικό,

οι άνθρωποι σαπίζουν μαζί με το κρεβάτι

και τα κομοδίνα με σκαλίσματα

δεξιά κι αριστερά.

Γίνομαι κολλαριστή για να μ’ αγαπήσεις.

Ένας αιώνας πέρασε

και ακόμα δεν με κοιτάς

όταν γδύνομαι μπροστά σου!..

 

ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΜΙΑΣ ΚΑΘΙΣΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΣΜΙΘ

Γιατί καθιστή;

Ποια πράξη σου έμενε μισή

πριν σε αιχμαλωτίσει το πινέλο;

Και γιατί ημιτελής, θαμπή

ατελής σχεδόν

στο κουκούλι του μυαλού του;

Άραγε ο άνδρας που σε δημιούργησε

σ’ αγάπησε ποτέ;

Την βραχνή κραυγή του φόβου

Την σπειροειδή λαχτάρα;

Πόσο εύκολα άραγε ο ζωγράφος

σε παράτησε,

για να ολοκληρώσει το επόμενο πορτρέτο

που με πιο ζωηρά χρώματα

διεκδίκησε την τότε προσοχή του;

 

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

(… που δεν μπορεί να γίνει ανέξοδα…):

Το δεύτερο μέρος του ποιητικού βιβλίου της Χλόης Κουτσουμπέλη ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ  έχει τον τίτλο Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς;  Η Χλόη Κουτσουμπέλη ακολουθεί την ίδια τεχνική, αυτήν της πρωτότυπης ποιητικής αφήγησης. Μόνο που εδώ μετατοπίζει το λεκτικό και αφηγηματικό βάρος σε μια ιδιότυπη σύνθεση ονομάτων και ελλειπτικών μύθων που μεταξύ τους ανταγωνίζονται σε θεατρική επινοητικότητα. Κοινός τόπος όλων αυτών η απώλεια που συνέχει και προωθεί τα επιμέρους.  Εξαρχής δηλώνεται, μέσω της ακουόμενης φωνής, ότι η απόπειρα επιστροφής στην παιδική ηλικία της αθωότητας δεν μπορεί να γίνει ανέξοδα. Πίσω από τις προθέσεις που ωραιοποιούν το χθες, καιροφυλακτεί η γόνιμη αμφιβολία:  «Είχαμε παγιδευτεί σ’ εκείνο το παλιό καράβι   που όλο έπλεε προς τα πίσω  και όταν τελικά φθάσαμε στην καινούργια γη,  ανάλαφρος αέρας ανασήκωσε τα κολλαριστά μας φορέματα,   τι είναι εδώ ρώτησε η Αδελαΐδα,   χωρίς μνήμη φουρφούρισε η Ελισάβετ,   μήπως χρειάζεστε μία ομπρέλα,   ψιθύρισε η Μαίρη Σμιθ και ύστερα όλα τελείωσαν,   γιατί κάποιος έκλεψε τον μικρό Χανς,   ξέρετε αυτόν που ο φούρναρης έπλασε από ζυμάρι   κι όλοι ξέρουμε πως ήταν η αθωότητά μας,   όπως τα φτερά πεταλούδας   ή ένα αλογάκι της θάλασσας   και ένας ναύτης είπε είναι η αγάπη   κι ένας άλλος είπε όχι, μπαίνουμε σε άλλο αιώνα.   (Το παλιό καράβι του καινούργιου κόσμου σελ. 39)  Είναι ολοφάνερη η πρόθεση της Χλόης Κουτσουμπέλη να προκαλέσει τον αναγνώστη να σκεφτεί μήπως η περίοδος της αθωότητας είναι μύθος και αυταπάτη, αφού πολύ νωρίς διεμβόλιζεται από το τραγικό που καραδοκεί και λεηλατεί τη ζωή πολλών ανθρώπων. Ο μύθος αυτός συρρικνώνεται και ξεφτίζει από τις κινήσεις της αξιοζήλευτης δεσποινίδος Εντελβάις Φλέτσερ στο ομώνυμο ποίημα…   Κοινός εκθέτης όλων των ποιημάτων της συλλογής είναι το μοτίβο της απώλειας που, όπως εξαρχής ειπώθηκε, συνδέει οργανικά τα δύο μέρη. Εκείνο που ξαφνιάζει ευχάριστα, εκτός όλων των άλλων, είναι ο ποιητικός λόγος της Χλόης Κουτσουμπέλη. Τα ζεύγματα, κυρίως, των αναφορικών και των προσδιοριστικών λέξεων, τα σημαινόμενα και τα σημαίνοντα, χαρακτηρίζονται από ευφυέστατες και όλως απροσδόκητες συλλήψεις, που καθόλου δεν εμποδίζουν αλλά ευκολύνουν την πρόσληψη. Σ’ αυτό συνεισφέρουν το εξαίρετο μίγμα ποίησης και αφήγησης, τα πρόσωπα, τα σκηνικά και οι «ανατροπές» που προκαλούν την αίσθηση εσωτερικών λειτουργικών αναδιπλώσεων.

Δευτέρα, 3 Νοεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΙΝΑΙ ΑΓΡΙΟ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ…

  (… καλύτερα από δίπλα τους  γιατί το δίπλα μας είναι η ζωή το μέσα μας ο θάνατος…) Την τρίτη μέρα προς το σούρουπο φάνηκαν κάτω τα...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ