Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

ΠΟΥ ΠΗΓΕ Η ΜΕΡΑ Η ΔΙΚΟΠΗ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΑΛΛΑΞΕΙ;

(…δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ’ναι για μας πλωτός;)

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

 

τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη·
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

 

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

 

«Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

 

»Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ’ αστέρια.

 

»Την ακοή μου ως να ʼσμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

 

Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου…»

 

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

 

…Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…

 

 (είναι το 3ο μέρος από τον  ΕΡΩΤΙΚΟ ΛΟΓΟ του Γιώργου Σεφέρη

Περιέχεται ως ξεχωριστή ενότητα στην πρώτη συλλογή του ποιητή που με τον τίτλο ΣΤΡΟΦΗ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1931.

Παρακάτω και οι άλλες τέσσερις ενότητες του ΕΡΩΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ που σύμφωνα με τη σημείωση του ποιητή γράφτηκε από τον Οχτώβρη του 1929 έως το Δεκέμβρη του 1930. Προμετωπίδα το του Πινδάρου απόφθεγμα: 

«Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον, 
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω, 
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν» 



ΠΟΥ ’ΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΚΟΒΕΙ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΜΟΝΟΚΟΜΜΑΤΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠΟΣΒΟΛΩΝΕΙ

-A-

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

 

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ’ αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος· ένας απλός παλμός.

 

.             -Β-
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό·
λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…
Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό

 

ξεκίνημά της… τ’ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί…
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να ’σουν εσύ που θα ’φερνες την ξεχασμένη αυγή!

 

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν’ ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ’ ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού…

 

Η νύχτα να ’ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

 

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

 

                        -Δ-
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ’ ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

 

Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

 

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές…

 

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μία ψυχή.

 

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.

 

                         -Ε-
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να
ʼναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

 

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ ανοιχτά

 

τριαντάφυλλα… Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.

 

Η ΣΤΕΡΝΑ (στον Γιώργο Αποστολίδη)

Βρέθηκα στην ανάγκη να βάλω το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα με τη μορφή μοντέλου, γιατί όχι μόνο ερχότανε να σκεπάσει την πύλη του Βισάγκρα, αλλά και ο θόλος του ανέβαινε με τρόπο που ξεπερνούσε την πόλη κι έτσι μια που το ’βαλα σε μοντέλο και το μετακίνησα από τον τόπο του, μου φαίνεται προτιμότερο να δείξω την πρόσοψή του παρά τις άλλες του μεριές. Όσο για τη θέση του μέσα στην πόλη, φαίνεται στο χάρτη. –ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

Εδώ στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα

μονιά κρυφού νερού που θησαυρίζει.

Σκεπή της βήματα ηχερά. Τ’ αστέρια

δε σμίγουν την καρδιά της. Κάθε μέρα

πληθαίνει, ανοιγοκλεί, δεν την αγγίζει.

 

Ανοίγει ο πάνω κόσμος σα ριπίδι

και παίζει με το φύσημα του ανέμου,

μ’ ένα ρυθμό που ξεψυχάει στο δείλι

φτεροκοπάει ανέλπιδα και σφύζει

στο σφύριγμα του πόνου του γραμμένου.

 

Στο πύργωμα του θόλου ανέλεης νύχτας

πατούνε οι έννοιες κι οι χαρές διαβαίνουν,

με το γοργό κροτάλισμα της μοίρας

πρόσωπα ανάβουν λάμπουν μια στιγμή

και σβήνονται σ’ ένα σκοτάδι εβένου.

 

Μορφές που φεύγουν! Ορμαθοί τα μάτια

κυλούν βαλμένα σ’ ένα αυλάκι πίκρα

και της μεγάλης μέρας τα σημάδια

τις παίρνουν και τις φέρνουν πιο σιμά

στη μαύρη γης που δεν γυρεύει λύτρα.

 

Στο χώμα γέρνει το κορμί του ανθρώπου

για ν’ απομείνει η διψασμένη αγάπη,

μαρμαρωμένο στ’ άγγιγμα του χρόνου

το άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρό

κόρφο που το γλυκαίνει αγάλι – αγάλι.

 

Δάκρυα γυρεύει η δίψα της αγάπης

τα τριαντάφυλλα σκύβουν – η ψυχή μας –

στα φύλλα ακούγεται ο παλμός της πλάσης

το απόβραδο σιμώνει σα διαβάτης

ύστερα η νύχτα κι ύστερα το μνήμα…

 

Μα εδώ στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα

κρυφή μονιά, ζεστή, που θησαυρίζει

κάθε κορμιού το βόγγο στον αγέρα

τη μάχη με τη νύχτα με τη μέρα,

πληθαίνει ο κόσμος, πάει, δεν την αγγίζει.

 

Περνούνε οι ώρες, ήλιοι και φεγγάρια,

μα το νερό έχει δέσει σαν καθρέφτης,

η απαντοχή με τα ορθάνοιχτα μάτια

όταν βυθίσουν όλα τα πανιά

στην άκρη του πελάγου που τη θρέφει.

 

Μόνη, και στην καρδιά της τόσο πλήθος

μόνη, και στην καρδιά της τόσος μόχθος

και τόσος πόνος, στάλα-στάλα μόνος

τα δίχτυα ρίχνοντας μακριά στον κόσμο

που ζει μ’ ένα κυμάτισμα πικρό.

 

Σαν άνοιξε το κύμα απ’ την αγκάλη

να ’τανε στην αγκάλη, να τελειώσει

να ’τανε την αγάπη στ’ ακρογιάλι

πριν σπάσει τη γραμμή του να μας δώσει

το κύμα ως έμεινε στην άμμο αφρός.

 

Μια ζεστασιά απλωμένη σαν προβιά

ήμερη σαν το κοιμισμένο αγρίμι

που ξέφυγε ήσυχο το καρδιοχτύπι

και χτύπησε στον ύπνο να ζητήσει

το περιβόλι όπου σταλάζει ασήμι.

 

Κι ένα κορμί κρυφό, βαθιά κραυγή

βγαλμένη από το σπήλαιο του θανάτου,

σαν το νερό ζωηρό μέσα στ’ αυλάκι

σαν το νερό που λάμπει στο χορτάρι

μονάχο και μιλεί στις μαύρες ρίζες…

 

Ω! πιο κοντά στη ρίζα της ζωής μας

από τη σκέψη μας κι από την έννοια!

Ω πιο κοντά από το σκληρό αδελφό μας

που μας κρατάει με βλέφαρα κλεισμένα

κι από τη λόγχη ακόμα στο πλευρό μας!

 

Ω! ν’ απαλύνει ξάφνω στην αφή μας

το δέρμα της σιωπής που μας στενεύει,

να λησμονήσουμε, θεοί, το κρίμα

που όλο πληθαίνει κι όλο μας βαραίνει,

να βγούμε από τη γνώση και την πείνα!

 

Μαζεύοντας τον πόνο της πληγής μας

να βγούμε από τον πόνο της πληγής μας,

μαζεύοντας την πίκρα του κορμιού μας

να βγούμε από την πίκρα του κορμιού μας,

ρόδα ν’ ανθίσουν στο αίμα της πληγής μας.

 

Όλα να γίνουνε ξανά σαν πρώτα

στα δάχτυλα στα μάτια και στα χείλια,

να αφήσουμε τη γερασμένη αρρώστια

πουκάμισο που αφήσανε τα φίδια

κίτρινο μες τα πράσινα τριφύλλια.

 

Μεγάλη αγάπη κι άχραντη, γαλήνη!

Μέσα στη ζωντανή θέρμη ένα βράδυ

λύγισες ταπεινά, γυμνή καμπύλη,

λευκή φτερούγα πάνω απ’ το κοπάδι

σαν απαλή στον κρόταφο παλάμη,

 

Το πέλαγο που σ’ έφερε σε πήρε

πέρα στις λεμονιές τις ανθισμένες

τώρα που γλυκοξύπνησαν οι μοίρες

χίλιες μορφές με τρεις απλές ρυτίδες

στον επιτάφιο συνοδεία βαλμένες.

 

Σέρνουνε μοιρολόγια οι μυροφόρες

ν’ ακολουθήσει η ελπίδα των ανθρώπων

στα μάτια σφηνωμένη με τις φλόγες

φωτίζοντας το χώμα το τυφλό

που ιδρώνει από της άνοιξης τον κόπο.

 

Φλόγες του πέρα κόσμου, πυροφάνια

πάνω στην άνοιξη που σήμερα αναβλύζει,

ίσκιοι θλιμμένοι στα νεκρά στεφάνια

βήματα… βήματα … η αργή καμπάνα

μια σκοτεινή αλυσίδα ξετυλίγει –

 

«Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οι θεοί μας…»

Τα μάρμαρα το ξέρουν που κοιτάζουν

σαν άσπρη χαραυγή πάνω στο θύμα

ξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμμια,

καθώς περνούν τα πλήθη του θανάτου.

…………………………………..

………………………………….

…………………………………..

……………………………………….

…………………………………….

Περάσανε μακριά, με τον καημό τους

ζεστό κοντά στα χαμηλά αγιοκέρια

που γράφανε στο σκυφτό μέτωπό τους

τη ζωή πασίχαρη στα μεσημέρια

όταν σβηστούν τα μάγια και τ’ αστέρια.

 

Μα η νύχτα δεν πιστεύει στην αυγή

κι η αγάπη ζει το θάνατο να υφαίνει

έτσι, σαν την ελεύθερη ψυχή,

μια στέρνα που διδάσκει τη σιγή

μέσα στην πολιτεία τη φλογισμένη.

 

ΜΑ ΤΙ ΓΥΡΕΥΟΥΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΑ ΚΑΤΑΛΥΜΕΝΩΝ ΚΑΡΑΒΙΩΝ; «Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει, μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς, μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς» (ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ) «Τα μονοκοτυλήδονα και τα δικοτυλήδονα ανθίζανε στον κάμπο, σου το ’χαν πει στον κλήδονα και σμίξανε φιλήδονα τα χείλια μας, Μαλάμω»!.. (ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ) «Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη υπάρχει μια έκσταση, όλα σκληρά σαν τα κοχύλια μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου. Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες» «Άνθη της πέτρας μπροστά στην Πράσινη Θάλασσα με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα, άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερα απ’ τη σιωπή μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια» (από Τα ΣΧΕΔΙΑ για ένα ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ)

[κτερίσματα στίχων από τις συλλογές του Γιώργου Σεφέρη, παιδιά πολλών ανθρώπων. Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη, ριζώνουν θρέφονται με το αίμα. Όπως τα πεύκα, κρατούνε τη μορφή του αγέρα, ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί!.. ΠΟΥ ’ΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΚΟΒΕΙ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΜΟΝΟΚΟΜΜΑΤΑ ΣΤΑ ΔΥΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΠΟΣΒΟΛΩΝΕΙ;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ