Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

ΕΙΠΕ Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΩΣ ΚΑΙ ΓΙΝΗΚΕ (και τώρα εγώ ήμουν Ποιητής του Έρωτα κι ήσουν εσύ για με η δεκάτη Μούσα):

 

Μα πριν καλά τη νύχτα διώξει η μέρα,

απ’ όλα πρώτα ο Έρωτας γεννήθηκε    στην τρισμακάρια τότε γήινη σφαίρα.

Κι ευθύς μια καλοσύνη θεία ξεχύθηκε    στο διάφανο πρωτόπλαστον αιθέρα

 

Μα ο Έρωτας, καθώς παντού πλανιότανε,    πότε στη γη, πότε στα ουράνια ύψη,

μια απελπισία βαθιά στα στήθια του ένιωθε    και μια μεγάλη στην καρδιά του θλίψη.

Και δεν μπορούσε απ’ τη θλιμμένη όψη του   δυο δάκρυα, τώρα, πύρινα να κρύψει.

 

Στρέφει το βλέμμα, δυο φορές στενάζοντας,   προς του Πανάγαθου το μέγα θρόνο.

«Ποιος ο σκοπός Σου, λέει, εδώ που μ’ άφησες   στην απεραντοσύνη τούτη μόνο;

Μες στην καρδιά μου, την αγάπη στάζοντας,   έχυσες και τον πιο μεγάλο πόνο».

 

Είπε,  και πάλι δυο φορές εστέναξε   και πύρινα δυο δάκρυα πάλι χύνει,

τόσο, την πλάση που μια θλίψη εσκέπασε   και μια θανάτου παγερή γαλήνη.

Ακόμα κι η αυστηρή όψη του Πανάγαθου   με την πλάση σκυθρώπασε κι εκείνη.

«Αν την καρδιά σου να κρατήσει αδύναμη   τη νιώθεις την αγάπη και τον πόνο –

λέγει, με πίκρα ο Σαβαώθ στον Έρωτα –

από τα βάρη τούτα σε λυτρώνω».

Κι ευθύς γεννιούνται δυο ψυχές μες στο άπειρο   και σμίγουν την αγάπη με τον πόνο.

 

Κι ήταν οι δυο ψυχές, αγαπημένη μου,   οι δικές μας ψυχές που γεννηθήκαν

από τους στεναγμούς εκείνους του Έρωτα   κι από τα δάκρυα εκείνα που χυθήκαν.

Οι στεναγμοί πνοή ζωής· τα δάκρυα   δυο καρδιές μες στα στήθια μας γενήκαν.

 

Από τη μέρα εκείνη της αγάπης μας   το ανθρώπινο αρχίζει μέγα δράμα.

Πότε οι ψυχές αφρόντιστα γελούσανε,   πότε οι καρδιές μας έλιωναν στο κλάμα.

Και με τα γέλια εκείνα και τα δάκρυά μας,   εγίνηκε το γήινο τούτο θαύμα.

 

Και καταχτήσαμε του χρόνου το άπειρο,   με τη μεγάλη του έρωτά μας νίκη.

Είμασταν οι πρωτόπλαστοι κι εγίναμε   ύστερα Ορφεύς εγώ κι εσύ Ευρυδίκη.

Κι οι αιώνες με το αδιάκοπό τους γύρισμα,   μας βρήκαν Δάντη εμέ κι εσέ Βεατρίκη.

 

Μα ήταν πολύ, πολύ μεγάλη η αγάπη μας,   για να σβηστεί στο σκότος του θανάτου.

Έγινες Μαργαρίτα στον Παράδεισο   κι ήρθες να βρεις το Φάουστ εδώ κάτου.

Ύστερα Ελένη γίνηκες, Φάουστ έμεινα   κι ο έρωτας μας πήρε στα φτερά του.

 

Πέρασαν χρόνοι – πόσοι χρόνοι πέρασαν! -   και ζούσαμε στο πέρασμά τους πάντα,

χωρίς να μας ταράζει ούτε ένας Κάλιμπαν   την ευτυχία σαιξπηρική Μιράντα!

Και να, μπροστά μου τώρα πάλι πρόβαλες,   όπως άλλοτε κι όπως πάντα, πάντα…

 

Μ’ αντίκρισες, και ξάφνου μες στο βλέμμα σου,   πόσων καιρών ξυπνήσαν αναμνήσεις!

Ω εσύ, πόσο γνωστή τώρα μου εφάνηκες,   τον έρωτά μας που ’ρθες να ξυπνήσεις.

Εδώσαμε τα χέρια, σα δυο γνώριμοι,   που τους ενώνουν οι ίδιες αναμνήσεις.

 

Κι έτσι χεροπιασμένοι ενώ τραβούσαμε   τον καινούργιο μας δρόμο, δεν τολμύσα

τη σιωπή να ταράξω που μας κύκλωνε,   γιατί πολύ, πάρα πολύ αγαπούσα.

Α! τώρα εγώ ήμουν ο ποιητής του έρωτα   κι ήσουν εσύ για με η δεκάτη Μούσα.

 

Αγνή, πολύ αγνή ήταν η αγάπη μας,   αγνά πάρα πολύ τα αισθήματά μας,

αγνά ήσαν και τα χείλη μας που αλλάξανε   το πρώτο αγνό φίλημα του έρωτά μας.

Ποια θα τολμούσα δύναμη κακόβουλη   τ’ αγνά έτσι ν’ αντισκόψει βήματά μας;

 

Ήσουν παιδούλα ανήξερη και φάνταζε   ωραίο το κάθε τι στο  αθώο σου βλέμμα.

Την  κάθε πλάνη αγκάλιαζες και πίστευες   σε κάθε αλήθεια και σε κάθε ψέμα.

Ώσπου, μια μέρα, κάποιος σε ξεπλάνεψε,   ψεύτης, ξελογιαστής, της πλάνης θρέμμα.

 

Ό,τι στα περασμένα χρόνια ο Κάλιμπαν   δεν έκαμε, ο μοιραίος το ’καμε εκείνος.

Ήταν ο υποκριτής του ψεύτικου έρωτα   κι ο πλάνος της αγάπης θεατρίνος.

Και ξύπνησε μες στα παρθένα στήθια σου,   αλίμονο! το κοιμισμένο κτήνος.

 

Τέσσερα χρόνια πέρασαν – πώς πέρασαν -   φριχτού τέσσερα χρόνια μαρτυρίου.

Ο πόνος μου ’γινε θρησκεία και μ’ ύψωσεν   ως τα πόδια του σπλαχνικού Κυρίου.

Η θλίψη την καρδιά  μου πώς τη σπάραζε   με τη μανία του πιο σκληρού θηρίου.

 

Μα εγώ, μ’ όλο το χωρισμό, δεν πίστευα,   πως το ρυθμό της ζωής άλλαξε η μοίρα.

Του γυρισμού σου το τραγούδι πάντοτε   ετόνιζα στην ορφική μου λύρα.

Κι ήρθες: Πώς ήρθες; Όνειρο δεν ήτανε!   και της καρδιάς μου σου άνοιξα τη θύρα.

 

Ω! πώς, ω! πώς θολό ήτανε το βλέμμα σου,   πόσο χλωμή ήταν τώρα η αγάπη σου!

Τέσσερα χρόνια! απείραχτη δεν άφησαν   ούτε κι αυτή τη μουσική φωνή σου.

Αχ, όλα τώρα πόσο μαρτυρούσανε   φια τη θλιμμένη δύστυχη ζωή σου.

 

Μα ο άνεμος του χρόνου αν τα τριαντάφυλλα   από τα μάγουλά σου είχε μαδήσει,

κι αν ο μεγάλος πόνος μες στα στήθια μου   για πάντα τη ζωή μου είχε σφραγίσει,

όμως ο πρώτος της αγάπης κρίνος μας   είδαμε ξαφνικά πάλι ν’ ανθίσει.

 

Και να, πάλι απ’ το δένδρο της αγάπης μας   το παλιό των ερώτων μας αηδόνι,

που είχα νομίσει πως για πάντα εσώπασε,   αρχίζει το σκοπό και δεν τελειώνει.

Α! την καρδιά μου, ο πόνος που τη σκλήρανε,   πώς το τραγούδι τώρα τη μερώνει.

 

Έτσι ήρεμα ας αφήσουμε η αγάπη μας   τον πρωτινό της δρόμο ν’ ακλουθήσει.

Ενός ποιητού μεγάλου το αριστούργημα   στο μέλλον πάλι θα μας αναστήσει.

Κι η αγάπη μας θα σβήσει, όταν - αλίμονο! -   κι ο Πλάστης τη λαμπάδα του ήλιου σβήσει.

(Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ από την ομότιτλη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου κι ακολουθούν επιλογές από τα ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ   που συμπεριλαμβάνονται στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του ποιητή, εκδόσεις Κέδρος 1978)

 


ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Τα μάτια σου, ο καθρέφτης της ψυχής σου,

πώς με κοιτούν τα μάτια σου, αδελφέ μου.

Χαμήλωσε τα μάτια της ψυχής σου,

που με κοιτούν παράξενα, αδελφέ μου.

 

Τα μάτια σου πώς στην ψυχή μου φτάνουν,

περνώντας απ’ τα μάτια μου, αδελφέ μου,

Τα μάτια σου και στην καρδιά μου φτάνουν

κι αλλάζουν το ρυθμό της, αδελφέ μου.

 

Μη με κοιτάς στα μάτια πια, αδελφέ μου,

τα μάτια σου ταράζουν την ψυχή μου.

Χαμήλωσε τα μάτια σου, αδελφέ μου,

γιατί γαλήνη πια ζητά η ψυχή μου.

 

ΔΥΣΗ ΣΤΟ ΘΕΡΜΑΪΚΟ

Τον ήλιο δες, Λυδία, πώς γέρνει ανάμεσα

στων καταρτιών το δάσος, που αργοτρέμοντας,

τις άπειρες κορφές σαλεύει μ’ έκσταση

στο θαύμα μπρος, που φλέγεται, της δύσης.

 

Α, πόσο είναι μεθυστικό το λίκνισμα

των καραβιών που απλώνουνε στη θάλασσα

το ρίγος των μακρών σκιών, που πάλλονται

σαν κόμη εξαίσια, οι αύρες που ανεμίζουν.

 

Τον κύκλο δες, Λυδία, που αστράφτει πύρινος,

στων καταρτιών μπλεγμένος το κυμάτισμα,

σαν πορφυρή καρδιά πελώριου γίγαντος,

που ένας μεγάλος πόθος τη φλογίζει.

 

ΒΑΡΒΑΡΟΣ

Μιας Σκύθισσας τα σπλάχνα με βαστάξανε

κι αίμα βαρβαρικό κυλάει στις φλέβες μου.

Όμως, ω Θάλεια, του πατέρα Απόλλωνα

το ελληνικό μου πρόσφερες στεφάνι.

 

Στους ίσκιους του Ιλισσού κι αν δεν ξαπλώθηκα,

το αρχαίο πλατωνικό πνεύμα ανασαίνοντας

τρίσβαυα, και την κόμη αν δε μου τάραξαν

μουσοθρεμμένες οι ελικώνιες αύρες,

 

στο φλοίσβο του Αξιού μικρός κοιμήθηκα,

με του λαμπρού Μακεδονίτη τ’ όνειρο,

στον ίσκιο του μεγάλου αρχαίου πνεύματος

μακάρια, των Σταγείρων, λικνισμένος.

 

ΕΦΗΜΕΡΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Η αγάπη μας αν πέθανε τίποτε δε σημαίνει,

παλιά μου αγαπημένη.

Οι αγάπες σαν πεθαίνουνε κι οι έρωτες σα σβήσουν,

μια ανάμνηση αφήνουν.

 

Μια ανάμνηση δυο γαλανών θολών ματιών δε φτάνει

να ζούμε σε μια πλάνη;

Ένα πορτραίτο, που άλλοτε μου τόχες δώσει, τάχα

δε φτάνει αυτό μονάχα;

 

Ας πέθανε η αγάπη μας κι ας ζούμε χωρισμένοι,

παλιά μου αγαπημένη.

Αρκεί μια ανάμνηση, γιατί η αγάπη μας αν ζούσε,

ποιος ξέρει τι μπορούσε…

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ό,τι είχανε να πούμε το είπαμε.

Δεν είχαν άλλο τίποτε να πούνε.

Καθένας όμως μ’ επιμέλειαν έκρυψε

κάποιες σκηνές και κάποια γεγονότα,

που ίσως να ματαίωναν την απόφαση.

 

Εδώσανε τα χέρια τους μ’ αδιαφορία

-έτσι τουλάχιστο η όψη τους το έδειχνε –

και χωριστήκανε. Όμως κατεβαίνοντας

τη σκάλα Εκείνη δάκρυσε άθελα,

κι Εκείνος, μόνος πια σαν έμεινε,

ανάλυσε τον πόνο που έκρυβε

σ’ ωραία δακρύων μαργαριτάρια.

 

 

ΤΡΑΓΙΚΗ ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ

Ψυχή, που η θλίψη εστέρεψε τα βαθουλά σου μάτια,

σαν άρρωστη από μιαν κρυφή κι αγιάτρευτην αρρώστια,

έλα, ψυχή μου, απόψε μες στου μαρτυρίου τη νύχτα

και τα ψυχρά σου δάχτυλα τα βλέφαρά σου ας κλείσουν,

που επίμονα στυλώνονται σ’ απάτης οπτασία.

 

Ψυχή, στην παγερή νυχτιά σαλεύει ίσκιος θανάτου

κι αντίκρυ μου η επιβλητική Σιγή φέρνει στο στόμα

το δάχτυλο, ν’ αφουγκραστεί το αργό των ωρών βήμα.

 

Κάθισε αντίκρυ μου ήσυχα, σα μια παλιά ερωμένη,

που, σκύβοντας στο φορτικό της τύψης μέγα βάρος,

δειλά έρχεται την πόρτα μου με φόβο να χτυπήσει,

ταράζοντας την τραγική σιωπή που με κυκλώνει.

 

Πες μου ξανά τις θλιβερές που έμαθες ιστορίες

στο δύσκολο κι ολόπικρο μαρτυρικό σου δρόμο,

και μες στης φαντασίας τον πυρετό θα ξαναπλάσω

της ζωής μου τραγικές στιγμές, αξέχαστες για πάντα.

 

Θα ιδώ ξανά, σα μια δειλή οπτασία, Εκείνη, Εκείνη!

με τον πικρό της σαρκασμό στην άκρη των χειλιών της

και τη φωσφορική φωτιά στα πράσινά της μάτια.

 

Κι ακόμα θα οραματισθώ την άγρια εκείνη νύχτα,

που μου ’δωσε στερνή φορά το παγωμένο χέρι,

κι έφυγε, την ηχώ ξυπνώντας με τα βήματά της.

 

Θα ονειρευτώ… μα εσύ, ψυχή, στον πόνο όλη δοσμένη,

πάψε το θρήνο σου, γιατί τα δάκρυα στερεμένα

στα μάτια μου θα βρεις για τη σκληρή δική σου μοίρα.

 

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ! ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ! (μονόλογος σε στιγμές πολύ θλιβερές)

Όταν καμιά φορά, την τελευταίαν αυγή αντικρίσεις,

κι έξω απ’ τη θύρα σου, μ’ απογοήτευση και φρίκη.

τον κρότο των συντριβομένων σου πλανών ακούσεις,

κι ούτε καιρός γι’ άσκοπες μεταμέλειες θα σου μένει,

στ’ άτονα βλέφαρά σου, που θα τα βαραίνει η οδύνη,

προσπάθησε μ’ αγάπη, με στοργή να περικλείσεις

το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης,

που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος.

 

Ο μέγας πόθος σου, που θα την στερηθεί για πάντα,

στην έξαψη των τελευταίων ονείρων σου ας την πλάσει

καθώς και τότε, όταν ευγενικές πλάνες γεμάτος,

νωχελικά έσερνες το βήμα στους στενούς της δρόμους.

 

Το απλόχωρο λιμάνι της με τα πυκνά καράβια,

που αψήφιστα της Μεσογείου τα ρεύματα διασχίζουν,

κι η προκυμαία, που απ’ των ναυτών το θόρυβο βουίζει,

στη σκέψη σου ας μετεωρισθούν, σα φευγαλέα εικόνα.

 

Όμως προσπάθησε πολύ, στου ονείρου τη δίνη,

να συγκρατήσεις δυο ματιών εξαίσιων την εικόνα,

που μ’ αγωνίαν, απ’ του κλειστού παράθυρου τις γρίλιες,

στο υγρό λιθόστρωτο συντρόφευαν τα βήματά σου.

 

Τ’ όραμα αυτό προσπάθησε ζωηρά να συγκρατήσεις,

γιατί από χίλιες άσκοπες ζωές πιότερο αξίζει

ο θάνατος κάτω από δυο γλυκών ματιών τον ίσκιο.

 

Η ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΕΡΩΜΕΝΗ

Έτσι καθώς την αινιγματική ματιά στυλώνεις

στα μάτια μου, που ένας κρυφός πόθος τα ’χει  θολώσει,

και βλέπεις, σαν ένα έντομο στην άκρη μιας βελόνης,

το πιο παράλογο αίσθημα να μ’ έχει καθηλώσει,

 

τάχα σαν τι να σκέφτεσαι, παράξενη ερωμένη,

που η ερωτική συνήθεια την καρδιά σου έχει πετρώσει,

τόσο, που από την άγονη έκτασή της να μη μένει

ούτε μια σπιθαμή, λίγη συμπάθεια να φυτρώσει;

 

Καθώς γελάς μες στην αμείλιχτή σου αταραξία,

χαϊδεύοντας των έκπαγλων χεριών σου τα στολίδια,

όλων των εραστών ίδια θα λες πως είναι η αξία,

και του έρωτος τα πονηρά όπλα πως μένουν ίδια.

 

Το προαιώνιο κι ύπουλο μίσος που σ’ έχει τάξει

αντίπαλη στο δυνατό κι αυταρχικό μας φύλο,

των αδυνάτων ασφαλές όπλο σ’ έχει διδάξει

πως είναι η υποκρισία και της προμήτορος το μήλο.

 

Μα εγώ, ένα ηλίθιο χερουβίμ, απ’ της αγνοίας πεσμένο

τον υψηλό παράδεισο στην κόλαση της γνώσης,

με συντριμμένη πανοπλία το τέλος μου προσμένω,

αμείλιχτο επακόλουθο της άδοξής μου πτώσης.

 

Ω! πριν περάσω στη χορεία των άλλων εραστών σου,

το φίλτρο πότισέ με την καρηβαρία που φέρνει,

και κάτω από το αστραφτερό λεπίδι των ματιών σου

ας πέσει η κεφαλή ενός νέου δραματικού Ολοφέρνη!

 

Η ΦΥΓΗ (Εις εμαυτόν)

Τη ζωή σου ξόδεψες, γυρεύοντας τον τρόπο,

που θα κάμεις κι εσύ μιαν άσκοπη φυγή.

Συχνά αποφάσιζες πως η καινούργια αυγή

δεν έπρεπε να σ’ έβρει πια στον ίδιο τόπο.

 

Σε φλόγιζε ένας πυρετός να ξεπεράσεις

τα όρια της ασφυκτικής σου περιοχής.

Η πιθανότης  μιας καινούργιας κατοχής

σου κέντριζε τα βήματα προς νέες εκτάσεις.

 

Έπαιρνες την απόφαση· όμως κατά βάθος

γι’ αναβολή ζητούσες κάποιαν αφορμή,

γιατί έβρισκες «τυχαία» την τελευταία στιγμή

να ’χεις στους υπολογισμούς σου κάποιο λάθος.

 

Δεν υποπτεύτηκες καθόλου πως αφ’ ότου

λυγίσουν την απόφασή σου δισταγμοί,

γύρω σου υψώνονται ανυπέρβλητοι φραγμοί,

που μες σ’ αυτούς πεθαίνει κι η ψυχή του «Ασώτου»

 

Έτσι για πάντα ματαιώθηκε η φυγή σου,

πέφτοντας απ’ αναβολή σε αναβολή.

Είχες μείνει στο περιβάλλον σου πολύ

κι είχες τις έξεις αποκτήσει ενός μεθύσου.

 

Η ΕΣΧΑΤΗ ΠΛΑΝΗ

Όταν στο ζοφερό αλχημείο του θανάτου

της ύπαρξής μου η ανάλυση συντελεστεί,

μες σ’ ένα φέρετρο το σώμα θα κλειστεί,

ενώ το πνεύμα θα συντρίβει τα δεσμά του.

 

Ωραίο κι αγέρωχο, μες στην ελευθερία του,

σα φλόγα από σοφία γεμάτη θα υψωθεί,

μα πριν στο αιώνιο φως και στη σιωπή χαθεί,

στερνή φορά θα δει τ’ ανθρώπινα εδώ κάτου.

 

Όχι με νοσταλγία πικρή κι ούτε με πόνο

την κοσμική του θα εκτελέσει διαδρομή,

μα για να μυκτηρίσει με ειρωνείαν ωμή

το μάταιο των ανθρώπινων πραγμάτων μόνο.

 

Γυμνό από πάθη και μνησικακία θ’ αφήσει

το ηχηρό του γέλιο να πλανηθεί στη γη,

κι αγέρωχο, σαν πριν, στην πρώτη του πηγή

για τον εξαγνισμό του θα ξαναγυρίσει.

 

Στο αιώνιο φως και στη σιωπή την αιωνία!

Απ’ τη σκληρή και πρόσκαιρη εξορία της γης,

εκτελεστής μιας υψηλής επιταγής,

ιδού στη σφαίρα του γυρνά την ουρανία.

 

Στην ατέρμονη μόνωση και στη γαλήνη

καιρό πολύ θα μείνει με σοφή σιγή,

ώσπου, απ’ την ίδια του ρουφώντας συλλογή,

το μέγα αίνιγμα του Παντός θα ξεδιαλύνει.

 

Σοφό απ’ την ίδια του σοφίαν, ανυψωμένο

στης απόλυτης γνώσης την ψηλή κορφή,

του υπέρτατου Όντος ν’ αντικρίσει τη μορφή

θα ορμήσει τότε με το χρέος του εξοφλημένο.

 

Ιδού μπρος στην αιώνια πύλη! Θα τολμήσεις,

πνεύμα γαλήνιο, τη μεγάλη αυτή στιγμή,

τη βαριά σου με δέος υψώνοντας πυγμή,

στην αινιγματική αυτή πύλη να χτυπήσεις;

 

Τολμάς! Το χέρι σταθερά σηκώνεις! Στάσου!

προτού ό,τι δεν ξεγίνεται συντελεστεί.

Τάχα γνωρίζεις τι είναι πίσω απ’ την κλειστή

πύλη, αινιγματικά που υψώνεται μπροστά σου;

 

Αν, προσδοκώντας ν’ αντικρίσεις σ’ ένα θρόνο

το υπέρτατο Ον, που κλείνει την πρωταρχική

αιτία των όντων, ξαφνικά βρεθείς εκεί

μπροστά σ’ ένα άδειο ταπεινό κάθισμα μόνο;

 

Α! θα αισθανθείς τη φρίκη της ανυπαρξίας

στην πιο αναπάντεχή της τραγική μορφή,

κι απ’ την ψηλή θα δεις της πλάνης σου κορφή

ποιο ήταν το τίμημα και της δικής σου αξίας.

 

«Όλα, θα πεις, ήτανε πλάνη και ματαιότης;

Δεν υπήρχε, λοιπόν, σε τίποτε σκοπός;»

Το λάθος θα ’ταν πως δεν θα ’χες νιώσει πως

«η εσχάτη πλάνη χείρων έσται και της πρώτης»

 

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Γ.Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ, συγκεντρωμένα όλα σ’ ένα τόμο, αποτελούν την πνευματική έκφραση μιας δύσκολης πορείας… Τούτη η συνεχής πορεία, μέσα στο χώρο μισού και πλέον αιώνα, πραγματοποιήθηκε άλλοτε με βήμα σημειωτόν κι άλλοτε με άλματα. Πάντοτε όμως με την αγωνία και με τη συνείδηση μιας ευθύνης

ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ:  Από το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Γ.Θ. Βαφόπουλου ξεπηδάει η έκφραση ενός αλόγιστου ερωτικού πάθους, ενώ προβάλλουν οι πρώτες σκιές του θανάτου. Αυτή  η σκιά του θανάτου, που είχε πέσει βαριά πάνω στην τυραννισμένη ζωή ενός ανθρώπου, πήρε αργότερα, στα άλλα του ποιητικά βιβλία, πιο συγκεκριμένο σχήμα, στην παγωμένη μορφή αγαπημένων προσώπων.  Σε τούτη την πεσιμιστική, αλλά κατά μια παράξενη αντινομία, βαθιά αισιόδοξη ποίηση, δεν κυριαρχεί μονάχα η έννοια του θανάτου. Γίνεται προσπάθεια να εκφραστούν και άλλες βασικές έννοιες από τον ψυχικό βίο του ανθρώπου. Η καθολική αγάπη, η αγιότητα, η αναζήτηση του Θεού, το πρόβλημα του χρόνου, η μοναξιά και η σιωπή, η κυριαρχία του «Εσύ» πάνω στο «Εγώ», η αναγωγή του πνευματικού στοιχείου σε ηθική αξία, ακόμη και η κοινωνική σάτιρα, είναι μοτίβα που συμπλέκονται με την έννοια του θανάτου. Ωστόσο, τα δυο ακραία ορόσημα της ποίησης τούτης παραμένουν ο Έρωτας κι ο Θάνατος. Εκεί επιζητείται η απόδειξη της ενότητάς τους. Η τελικά ταύτιση της ζωής με το θάνατο. Στα Ρόδα της Μυρτάλης, μ’ όλες τις νεανικές και τις ξένες επιδράσεις, προπάντων από το γαλλικό συμβολισμό, διαγράφεται σχεδόν καθαρά η μελλοντική πορεία του ποιητη… Είναι, η πρώτη αυτή συλλογή, η βάση, πάνω στην οποία άρχισε προοδευτικά να σχηματίζεται ο ποιητικός του σωρείτης…   [αποσπασματα από το οπισθόφυλλο της συγεντρωτικής έκδοσης ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Κέδρος 1978]

Παρασκευή, 11 Δεκεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ