Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

ΠΟΝΑΩ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

 (… στίχοι αισθηματικοί που έμειναν για χρόνια θαμμένοι στα χαρτιά του…)


«Είμαστε κάπου εκεί μαζί   και κανείς δεν ξέρει πού είμαστε

και σε κοιτάζω   όπως κοιτάζει ο ουρανός τη θάλασσα

και σ’ αγαπώ   και πονάω για Σένα και για μένα

πονάω για τον χαμένο χρόνο της αγάπης 

 

Πες μου πως δεν θα μπορέσουμε   να πεθάνουμε ποτέ

Εσύ που είσαι από μένα   κι εγώ που είμαι από Σένα

που είμαι τίποτα χωρίς Εσένα

 

Πες μου αν ξέρεις  - εγώ δεν ξέρω –

πότε σε γνώρισα και πού

πότε σε πρωτοκοίταξα   όπως κοιτάζει ο ουρανός τη θάλασσα

εγώ που σ’ αγαπώ   πριν από την πρώτη μέρα του κόσμου

και πονάω για Σένα και για μένα

πονάω για το χαμένο χρόνο της αγάπης»

 

Στίχοι αισθηματικοί που δεν τους δημοσίευσε ποτέ

κι έμειναν για χρόνια θαμμένοι στα χαρτιά του.

Άλλωστε το είχε καταλάβει από πολύ νωρίς

δεν του πηγαίναν τέτοιες  υπερβολές ποιητικές.

Όμως απόψε που τους διάβαζε αργά τη νύχτα

πόνεσε πάλι όπως και τότε  

για τον χαμένο χρόνο της αγάπης.

[Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ  από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997

 


Και άλλες επιλογές από την ίδια συλλογή εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 -2008, Κίχλη:

1.           ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗ, Μια κυρία που λάτρευε τις τέχνες…

2.           ΓΙΑ ΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΡΘΕ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΩΝ Πού ανεβαίνω και τι γράφω…

3.           ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΧΡΥΣΟΜΗΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ, τέσσεροι φίλοι εσμίξανε…

4.           ΤΟ ΦΥΛΑΚΙΟ Το τρένο πέρναγε ολόφωτο μέσα στα χιόνια

5.           Ο ΑΛΛΟΣ Εκεί που πάλευα να τελειώσω το Ποίημα

6.           Η ΕΡΗΜΟΣ και ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ, Υπάρχει λένε στην έρημο ένα καθρέφτης… και επιμύθιο

7.           ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ, ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ και ΣΤΙΧΟΣ ΕΝΥΠΝΙΟΣ

 

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)

Μια κυρία που λάτρευε τις τέχνες

είπε στον μικρό ζαχαροπλάστη:

Δείξε μας την τέχνη σου μικρέ

Και κείνος φτιάχνει ένα ζαχαρένιο κρίνο.

 

Όμως την κυρία δεν την ικανοποιεί

και κείνος φτιάχνει μια ζαχαρένια πάχνη

και μέσα στην πάχνη ζαχαρένιο κήπο

και μέσα στον κήπο βάζει το κρίνο.

 

Και πάλι την κυρία δεν την ικανοποιεί

και κείνος φτιάχνει ζαχαρένιο σέρσεγκα

να πίνει μέλι από το κρίνο.

 

Μήτε κι αυτόν την ικανοποιεί αισθητικά

και τότε ο μικρός κάνει το σέρσεγκα τρελό

μπαίνει κάτω απ’ το φουστάνι της κυρίας

και κάπου εκεί

χώνει το ζαχαρένιο του κεντρί!

 

 

ΓΙΑ ΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΡΘΕ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΩΝ

Πού ανεβαίνω και τι γυρεύω

πάνω σ’ αυτό το τρομερό βουνό

 

Όσο κι αν κράτησα καθαρή την ψυχή μου

ποτέ δεν θα φτάσω στην άσπιλη κορφή

εκεί που σμίγουν η φωτιά με το χιόνι.

 

Κάτω η θάλασσα με τα λουλούδια της

η γη με τα φρούτα και τα πουλιά της

και πάνω το ποτάμι τ’ ουρανού γεμάτο ψάρια

έχουν τώρα χαθεί.

 

Βρέχει αιώνια στάχτη και τίποτα δεν βλέπω πια.

Όλη μου η γνώση είναι άχρηστη.

Εκείνο μόνο που μου έμεινε

είναι η αγάπη μου για Σένα.

Κι Εσύ δεν είσαι εδώ να μου κρατάς το χέρι

 

 

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΧΡΥΣΟΜΗΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Κάτω από μια χρυσομηλιά   τέσσεροι φίλοι εσμίξανε

και τρώγανε κατσίκι οφτό   και πίνανε μαύρο κρασί.

Κι έπεσε ένα χρυσόμηλο   στη μέση στο τραπέζι μας.

Το πήρα και το κράτησα   κι είπα δεν είχα δει ποτέ

μήλα χρυσά χρυσομηλιάς –

νόμιζα πως υπάρχουνε   μόνο στα παραμύθια μας.

Κι ένας από τη συντροφιά   γιόμισε τα ποτήρια μας

και γεια σας είπε ρε παιδιά

εμείς που πάθαμε πολλά   στο μύθο πάντα ζήσαμε!΄΄

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997]

 

ΤΟ ΦΥΛΑΚΙΟ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)

Το τρένο πέρναγε ολόφωτο μέσα στα χιόνια. Ήμασταν μόνοι στο βαγόνι. Κρύωνε. Την τύλιγα με τη χλαίνη μου και τη φιλούσα. Δεν ξέραμε πού πάμε.

Κάποιος με λερωμένο επίδεσμο στο κεφάλι μισάνοιξε ξαφνικά την πόρτα. «Φτάνουμε σε λίγο στο φυλάκιο», είπε. Και την ξανάκλεισε με πάταγο.

Το τρένο σταμάτησε πιο κάτω. Σκύψαμε έξω από το παράθυρο κοιτάζοντας την απέραντη λευκή ερημιά. Διακρίναμε το φυλάκιο. Σχεδόν γκρεμισμένο, γεμάτο τρύπες από βλήματα.

Ύστερα φάνηκε ο φύλακας. Ερχόταν κουτσαίνοντας προς το βαγόνι μας μ’ ένα φανάρι. Γέρος. Πράσινο ξεθωριασμένο κασκέτο. Στα γένια του η ομίχλη με παγωμένες νιφάδες.

Τον αναγνωρίσαμε και οι δυο μας αμέσως. Το χέρι της έτρεμε μέσα στο δικό μου. Ο γέρος πλησίασε στο παράθυρο και σήκωσε το φανάρι ψηλά, κοντά στο πρόσωπό της. Την κοίταζε σαν να κοίταζε την τελευταία του ανάμνηση. Εκείνη δάκρυζε ασάλευτη.

Όταν ξεκίνησε το τρένο, σε όλα τα παράθυρα ήταν μονάχα το δικό της πρόσωπο.

Εγώ τώρα ήμουν ο φύλακας. Με την παλιά μου χλαίνη γεμάτη χιόνια.

 

 

Ο ΑΛΛΟΣ

Εκεί που πάλευα να τελειώσω το ποίημα

περασμένα μεσάνυχτα

ήρθε πάλι ξαφνικά με ανοιχτό αμάξι

με δυο γυναίκες αγκαλιά

και κάτω απ’ το παράθυρό μου

κατέβα άθλιε μου φώναξε

παράτα τα που να σε πάρει

σκίστε επιτέλους τα χαρτιά.

 

Κατέβηκα με την ψυχή στο στόμα

όμως ο δρόμος ήταν έρημος

και τσακισμένος ξαναγύρισα στο ποίημα

κι όλη τη νύχτα πάλευα

χωρίς να το τελειώνω.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997]

 

Η ΕΡΗΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)

Υπάρχει, λένε, στην έρημο ένας καθρέφτης.

Αν πας εκεί και κοιτάξεις

θα ιδείς σε μια στιγμή   το αληθινό σου πρόσωπο

τις μορφές που άλλαξες  στα χρόνια που περάσαν

θα δεις τους άλλους  που ήσουν εσύ

και τους λησμόνησες και χάθηκαν

μέσα στου εαυτού σου το σκοτάδι.

 

Μα εγώ που πήγα εκεί σας λέω

κανένας καθρέφτης δεν υπάρχει.

Η έρημος είναι ο καθρέφτης

και τίποτα δεν προφτάνεις να κοιτάξεις.

Φυσάει εκεί όλο φυσάει

το πρόσωπό σου τρίβεται γρήγορα όπως η άμμος

χάνεις τα μάτια σου

και δεν θα ιδείς ποτέ ποιος ήσουν.

 

 

ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΑΠΟΚΟΙΜΙΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΑΛΟΓΟ

ΤΟΥ 

(…και βλέπει στο όνειρό του πως τάχα το ταξίδι του είναι ένα όνειρο που το βλέπει κοιμισμένος πάνω στο άλογό του)

ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ: Αποφάσισε τότε – μη ρωτήσεις ποτέ το γιατί -   αποφάσισε να σκοτώσει το Ποίημα.   Πήρε κάθε προφύλαξη έκρυψε το μαχαίρι και παραμόνευε.  Το Ποίημα βεβαίως δεν ήταν ανύποπτο.   Ήξερε τις προθέσεις του ποιητή από καιρό   αλλά μήτε τον απόφευγε μήτε τον προκαλούσε   και κάπου κάπου έκλαιγε κρυφά.   Ώσπου έγινε το τέλειο έγκλημα!..  Μαχαιρωμένο το ποίημα   μέσα στην καρδιά του ποιητή   έμεινε άγνωστο για πάντα!.   ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΣΤΙΧΟΣ ΕΝΥΠΝΙΟΣ: Ονειρεύτηκα πως έγραφα κάποτε ποιήματα, τίποτα όμως δεν θυμόμουν εκτός από ένα στίχο μονάχα: Ονειρεύτηκα πως έγραφα κάποτε ποιήματα       [Γιώργης Παυλόπουλος, Λίγος Άμμος, εκδόσεις Νεφέλη 1997]

Πέμπτη, 19 Ιανουαρίου 2023

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΑΣ ΠΟΥ ΣΕ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ

 (Τα Κοιτάσματα του Χρόνου  στο  Τέλος του Καλοκαιριού 1955)


Ακόμα καίνε τα καμίνια μπρος στη θάλασσα

τρώει η φωτιά τ’ ανασκαμμένα ορυκτά,

μεγάλα κομμάτια ουρανού, τρώει τη νύχτα,

και χύνεται κάθε πρωί το φως καινούργιο

ένα μέταλλο ρευστό και πυρωμένο.

Γη μου γυμνή, ακόμα οι πέτρες σου   δε βρήκαν την οριστική ους θέση,

πέτρες μ’ αλάτι κι όστρακα στις ρωγμές

πέτρες ανυποχώρητες στο δίκιο τους,   δίχως μετάνοια,  μα με κρυφή σπλαχνιά, 

 και μες στις ρίζες που ψάχνουν για νερό   ανασαλεύουν τα φύλλα και τα δένδρα

που θα γίνουν, θα χαθούν, θα ξαναγίνουν!..

 

Λίγο το στάρι κι οι άνθρωποι λιγοστοί

με πόδια σαν να βγαίνουν απ’ το πατητήρι

με χέρια που πλάθουν, που χαλάν που ψάχνουν

γλυκό το λάδι,  το κρασί,  το μέλι

αλαφρύ το βράδυ καθώς πέφτει   σαν το άδειο τσόφλι του τζίτζικα

ο δυόσμος,  η λουίζα, το γιασεμί,  ο βασιλικός

ο κόκκινος πηλός,  οι γκρίζες πλίθρες

ατίθασα ανυπόμονα παιδιά,

σπίτια  μες στους θυμούς των εποχών και των σεισμών

ντουφέκια που σκουριάζουν κάτω από τα κεραμίδια

κι ο πηγαδάς τραβώντας για το διπλανό χωριό

κι ο τσουκαλάς γυρίζοντας με το πόδι τον τροχό

κι η φλέβα του νερού κι η στάμνα στο πεζούλι

σμίγουνε στη φωνή και στο φιλί

που προσπαθούν τα στόματα να σχηματίσουν.

 

Δέξου και μένα στο στεγνό κορμί σου   γη μου,

δέξου με πάνω στα σκόρπια μέλη σου

που τα δαγκώνει ο ήλιος σα λυσσασμένο σκυλί

ν’ αναζητήσω τις βουλιαγμένες μου πηγές

ν’ αγγίξω τα όπλα πολεμιστών που χάθηκαν

να πιάσω τις αλυσίδες της σκλαβιάς

να ψηλαφίσω τα πεινασμένα στόματα

να βρω το δικό μου στόμα, να μιλήσω.

Αρχαία μου γη, πατρίδα μου, σε σένα  τίποτα δεν είναι τελειωμένο,

ολοένα γίνεσαι   μες στους αλαλαγμούς της λευτεριάς

κι ορθώνεται το κορμί σου ολόκληρο

σα μόλις να βγήκε από τα κύματα   μ’ όλη του τη δροσιά,

το φέγγος του, τη νιότη!..

Κάθε στιγμή είναι η απόφασή μας   που σε συνεχίζει!..

(πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή του  Τίτου Πατρίκιου  ΤΑ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ 1954 – 1955 που μαζί με αποσπάσματα από τη συλλογή ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ 1953 – 1954 ανθολογούνται σ’ αυτή την ανάρτηση -  Συγκεντρωτική έκδοση ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ α 1943 -1959]

 


ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

(αποσπάσματα από ομότιτλη  συλλογή του Τίτου Πατρίκιου 1953-54):

Ι

Χωρίς να παραδέχεσαι το απλούστερο τοπίο

χωρίς να ξεχαστείς στην πιο κοινή γραμμή του ορίζοντα

η μουσική γλιστράει στα κορμιά, φέρνει

το φως απ’ τα μαλλιά σου στα μαλλιά μου

κυλάει ανάμεσα στις λέξεις, μας ταξιδεύει.

Πάλι ο στριμωγμένος κόσμος, οι παλιές καρέκλες

το ξεγδαρμένο πρόσωπο του ανέμου

ασύνδετα τμήματα σπιτιών, μια αυθαίρετη συσχέτιση

κι η μουσική, ποτάμι που τρώει το χώμα και χωρίζει

ποτάμι που απλώνει τις προσχώσεις του

κι ενώνει απόμακρα κομμάτια γης.

Ούτε το απλούστερο τοπίο.

Μόνο το άδειο καφενείο, μόνο

τα πεταμένα φλούδια μιας ατέλειωτης κουβέντας.

Μονάχα εσύ που αρνήθηκαν τα μάτια μου.

ΙΙ

Χωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω

χωρίς ν’ αγγίζω ούτε μια σκιά απ’ το βήμα σου

χωρίς – πόσο γυμνός ακόμα θα ’θελες να μείνω;

Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με πιστέψεις.

Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα σχήματά μου

όταν ανασκευάζω το χαμόγελό σου

όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό περίβλημα

μη με πιστεύεις – κι όμως σου λέω την αλήθεια.

Δεν την αντέχω αυτή τη μάταιη ελπίδα

να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη

μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή.

ΙΙΙ

Στα μάτια σου κατεβαίνουν κοπάδια τ’ άστρα να ξεδιψάσουν

στα μαλλιά σου επουλώνεται ο άνεμος

ο λαιμός σου είναι από μέταλλο του φεγγαριού

τα στήθια σου δυο μαχαίρια που καρφώνουν τη σιωπή

το στόμα σου ανυπόταχτη τροχιά του ήλιου

τα δόντια σου μέρες μικρού καλοκαιριού

ύστερα από τα πρωτοβρόχια.

Μες στο βαθύ πηγάδι της φωνής σου

ψάχνουμε για το μερτικό σου

ΙV

Αυτή η μεγάλη δίψα

πίσω από κάθε πράγμα η φωτιά

κι η θάλασσα αναδεύει το αύριο και το χθες

ξεβράζοντας τα χρόνια μας στην άμμο.

Τα πράγματα είναι, δεν τα φτιάχνω,

όσο κι αν έχω την ευθύνη μου.

Ζούμε σε μια φωτιά που τρώει και μέσα κι έξω.

Ίσως φτιαγμένο, ίσως βαθιά μέσα στη γη   το νερό υπάρχει.

Κάθε στιγμή τα πράγματα τ’ αλλάζουμε.

V

Θα ’θελα να μιλήσω μια φορά

λευτερωμένος από σκοπιμότητες κι αυτοδεσμεύσεις

να σου ’λεγα –

μα από λόγια μου κρατάς μόνο τη φωνή μου

απ’ τη φωνή μου μόνο τα χείλια μου

δε βλέπεις το δρόμο που ξεκινάει πριν από μάς

που συνεχίζεται πέρα από μας…

Μάταιο να σου υποβάλλω ιδέες

όταν ακόμα τα κορμιά μας   έχουνε τη δική τους λογική.

VI

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις

δεν είμαι μόνο αυτός που θα ’πρεπε να μάθεις.

Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω,

αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου

σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι

αν σου μιλήσει μια λέξη μου

σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι –

θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;

θα βρεις τις πατησιές μες στις μυριάδες χνάρια;

θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες στη ροή του πλήθους;

Είμαι και ό,τι έχω υπάρξει και πια δε είμαι –

τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες   πράξεις,

οι πεθαμένες σκέψεις   γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.

Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα –

μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος

Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω –

γύρω οι φίλοι μου απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.

Μη με γυρέψεις αλλού

μονάχα εδώ να με γυρέψεις   μόνο σε μένα.

VII

Άνθισες με τον ήλιο που κάποτε θα βασιλέψει

και συντηρούμαι με τον ήλιο που ως τώρα δεν ανέτειλε.

Ανάμεσά μας ετοιμάζεται το σκοτάδι.

Στο στέρνο σου χειρονομεί ακόμα η θάλασσα

στα χείλια σου παγιδεύτηκε η ώρα

το δειλινό κουρνιάζει μες στα πόδια σου

ο άνεμος σβήνει και ξαναγράφει το φουστάνι σου.

Μες στον αμμουδερό μας χώρο

πέτρωσε το αρνητικό σου εκμαγείο!..

VIIΙ

Η απόφασή μου να μη σε συλλογιέμαι

είναι μήπως και σώσω ό,τι μπορώ να σώσω

κρύβοντας λίγες σπαταλημένες μέρες

βαθιά μέσα στη μνήμη, ρίχνοντας

τις άλλες μέρες από πάνω σα λιθάρια.

ΙΧ

Άργησα να μαντέψω τη βροχή

το τέλος δέθηκε με την αρχή

Χ

Πέφτει η βροχή στυφή

ξεπλένοντας τα πρόσωπα

ξεθωριάζοντας τις παλιές επιγραφές

νοτίζοντας τα σπίτια του νησιού.

Στάζει η βροχή απ’ τους γιακάδες

γλιστράει μέσα στις τσέπες υγραίνει τα χέρια

μουσκεύει ένα ξεχασμένο γράμμα

αλλάζει την προσφώνηση σβήνει τη διεύθυνση.

Βρέχει στη χλαίνη του χωροφύλακα

στις αποθήκες με τις κονσέρβες

στα τσουβάλια με το αλεύρι

βρέχει στο νεκροταφείο βρέχει στα χωράφια

κάπως ανήσυχοι οι νεκροί κάτι τους λείπει

δε νοιάζονται να μεγαλώσουν οι σοδειές

βρέχει στους μουσαμάδες των βαρκάρηδων

στη βάρκα με τους επιβάτες

βρέχει στον προβολέα του πλοίου.

Μακρύς ο δρόμος από την επιθυμία στην απόφαση

μακρύς από την επιστροφή στην άλλη αναχώρηση.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ 1953 – 1954 – αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο:  ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α  1943 – 1959, εκδόσεις Κίχλη]

 

ΤΑ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

(αποσπάσματα από ομότιτλη  συλλογή του Τίτου Πατρίκιου 1954 - 1955):

ΙΙ

Ελλάδα με χτυπημένη τη ραχοκοκαλιά,

τυραννισμένη, με κακοφορμισμένες τις πληγές

πεσμένη στα λασπόνερα, τσαλαπατημένη

βογκώντας όλη νύχτα, ζητώντας λίγο νερό

όπως ένας κρατούμενος στην απομόνωση

ύστερα από τα βασανιστήρια.

Φτωχιά Ελλάδα, με τα πρησμένα πόδια

στα στραβοπατημένα παλιοπάπουτσα,

με τ’ αποφόρια των αφεντικών,

σαν μια παραδουλεύτρα, φυλάγοντας

το μισό φαγητό για τα παιδιά σου.

 

Ξετσίπωτη Ελλάδα, ξεφτιλισμένη

ξεστήθωτη στις γωνιές των δρόμων

να παραδίνεσαι στον κάθε περαστικό

στους ξένους ναύτες, τους φαντάρους

που έρχονται τώρα μ’ αλλιώτικες στολές

στους τουρίστες με τα παρδαλά τους ρούχα.

Ελλάδα ντυμένη με λευκό μακρύ χιτώνα

νοικιασμένο από συνοικιακό φωτογραφείο

με ψεύτικο στεφάνι στα βαμμένα σου μαλλιά

με μπράτσα πλαδαρά, ξεγυμνωμένα

να σε φωτογραφίζουν σε σχολικές γιορτές

δίπλα σε χάρτινες, ζωγραφισμένες κολόνες.

 

Ελλάδα μοναχή, λησμονημένη, που τις νύχτες

γυρνάς με ξέπλεκα τα μαλλιά

πουλώντας λουλούδια στα νυχτερινά κέντρα

γλιστρώντας ανάμεσα σ’ αυτοκίνητα και μουσικές

αδιάφορους θαμώνες και χαφιέδες

γκαρσόνια που αλλάζουν βάρδια και τους δυο

που ρίχνουν μες στο σκοτάδι προκηρύξεις

Ελλάδα, που λίγο πριν χαράξει, σκορπίζεις

μια χούφτα χώμα στους εκτελεσμένους

και κλείνεις τα ορθάνοιχτα βλέφαρά τους.

 

Ελλάδα τρομερή, με το σπαθί υψωμένο

αδυσώπητη εκδικήτρα, ανελέητη,

Ελλάδα που συγχωρείς και μας πραΰνεις

που βάζεις βάλσαμο στις πληγές

που μας θέλεις, μας χρειάζεσαι

ακόμα κι αν μας διώχνεις.

ΙΙΙ

Μέσα στο χτεσινό φαϊ

στα μάτια μας που αφαιρούνται

στο καταφύγιο του ύπνου

στα σκεπάσματα της ηδονής  

ο φόβος!..

Μέσα στους δρόμους που μονομιάς αδειάζουν

στο μετάλλινο τοίχο του αέρα

που στέλνει πίσω τη φωνή μας

στα υπόγεια και της αυριανής ημέρας

ο φόβος.

Με ασήκωτα βαρίδια φόβου

κάτω από τα πέλματα

τρεις – τρεις, δυο – δυο

κάποτε εντελώς μονάχοι   βαδίζουμε.

 

Πόσοι κινήσαν, πόσοι χάθηκαν

πόσοι μια μέρα θα ’ρθουν ξανά

πού πήγε αυτή η γενιά, πού σκόρπισε;

Βαδίζουμε όλοι

τώρα όμως με χωριστή περπατησιά.

Άραγε σε ποια μέρη θα συναντηθούμε

σε ποια γλώσσα θα μιλήσουμε

πώς πάλι θα γίνει η γνωριμιά μας;

 

«Μας τα πήραν όλα, μας ληστέψανε

κλέψανε ως και το θάνατό μας

αφήστε μας πια να πεθάνουμε

όπως το θέλησαν οι άλλοι

αφήστε μας να ξεχαστούμε»

φωνάζανε πολλοί  σε δημόσιες συγκεντρώσεις

δεν πίστευαν ούτε εκείνοι

πως είχαν αποχρωματιστεί.

«Εμείς κρατάμε με τα δόντια   τα όσα ζήσαμε

το δικό μας και το δικό σας παρελθόν,

δε θ’ αφήσουμε τίποτα να ξεχαστεί»

τους απαντούσαμε ελπίζοντας πως θ’ ακούσουν.

 

Η νύχτα κοντεύει να ριζώσει στην καρδιά μας

η αγρύπνια μπήγει τα νύχια της στα μάτια

ανάβουμε το φως, βλέπουμε, σκεφτόμαστε

μέσα στο φως γυμνών λαμπτήρων –

ποιος σκέφτεται πια το ίδιο το φως;

Πάντως εμείς κρατάμε την καταφρονεμένη ελπίδα

την κυνηγημένη από την αστυνομία

την αφοπλισμένη από τους φιλοσόφους

την αγνοημένη από τους ποιητές,

την κρύβουμε στο σπίτι μας

όπως έναν παράνομο με ψεύτικη ταυτότητα.

ΙV

Εμάς το τσιμέντο δεν μας πνίγει

όσο κι αν θεμελιώνει τις μεγάλες φυλακές

το τσιμέντο είναι ένα καλό υλικό

για τα καινούργια σπίτια όλου του κόσμου.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 237

V

Τα χρώματα μεταμφιεσμένα ασπρόμαυρα

κι είναι τόσοι δίχως μια πλήρη νύχτα

με βλάστηση μοναδική το ξεραμένο δένδρο

με σώματα που φέρονται σα γύψινα προπλάσματα

μες στα γνωστά περιτειχίσματα, τ’ απρόβλεπτα προαύλια

το χώρο που δε θα γεμίσει όπως πρώτα.

Δίκαιοι και άδικοι στα χείλη της αβύσσου,

τώρα χτυπήστε τους, που τα όνειρα για λύτρωση

κούρνιασαν μες τον ύπνο,

τώρα εξαργυρώστε τις φωτιές   εμπορευτείτε τα υπάρχοντά τους

γιατί μια μέρα θα γυρίσουν.

 

Μέσα στο καμένο  δάσος των μεγάλων πράξεων

που κάποτε θα ξαναβλαστήσουν

μέσα στα μουχλιασμένα τοπία των υπεκφυγών

τη χλιαρή μυρουδιά ξεθυμασμένων αφηγήσεων

αυτές οι μούρες μ’ αηδιάζουν

κάτι κρύβουν πίσω από την αταραξία τους

κάτι υπόσχονται, με κάτι απειλούν,

σαν να μας θέλουν δίχως να το πουν

και λίγο υποκριτές και λίγο υπερόπτες.

Καταπίνουμε τις πονετικές κουβέντες

όπως γουλιές μιας βρώμικης γκαζόζας.

Από φιλιά και δάκρυα μπουχτίσαμε.

Δεν μπόρεσα ποτέ να φτάσω

μιαν αναζήτηση ως το τέρμα της

έπρεπε πάντα να σταματάω

για να περάσουν οι νεκροί.

Κάθε πάθος το τσάκισα με τις γροθιές

έπρεπε κι εγώ να κουβαλήσω

το βαρύ αγκωνάρι της αλήθειας.

Τώρα που λένε πως δεν κατάλαβα καλά

πως έφτασα σ’ επικίνδυνες υπερβολές

γιατί η αλήθεια είναι κι αυτή ένα όπλο

που πρέπει να βελτιώνεται, ν’ αλλάζει

για ν’ αντιμετωπίζουμε τις δύσκολες συνθήκες.

Τώρα μου δίνουν μια πέτρα κούφια, χάρτινη

από τα σκηνικά επαρχιακού θιάσου

που φαίνεται από μακριά πιο πειστική

ακόμα και σ’ εκείνους που αμφιβάλλουν.

Μήπως λοιπόν είναι πιο χρήσιμο

να ’μαστε δράστες μαζί και θεατές;

 

ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΑΣ ΚΡΑΤΑΕΙ ΕΝΑ ΣΒΟΛΟ ΧΡΟΝΟΥ

(… που τρίβεται συνεχώς, σκορπίζει σαν αμμόλιθος…)

Ακόμα κι αυτά που παρασιωπούμε   δε θα τα εγκαταλείψουμε   όσα και να περάσουν χρόνια,   τα πράγματα που δε χάθηκαν  ξαναζούνε μέσα μας   ανοίγουν καινούργιους κύκλους μέρας   μπαίνει ανεξέλεγκτος ο ήλιος   δε συμβιβάζεται με τους πεθαμένους   δε χαρίζεται στους ζωντανούς.   Πρέπει να βρούμε ξανά το γέλιο μας   να βρούμε την αποξεχασμένη πράξη μας   να βρούμε τη φωνή μας   γιατί η αλήθεια θέλει την πράξη μας για να υπάρξει   θέλει τις λέξεις μας για να μη σβηστεί   θέλει τη φωνή μας για ν’ ακουστεί ως πέρα.   Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικό του χρόνο   έχει το βάδισμα, έχει τη δική του στάση   φυλάει καθένας σ’ ένα συρτάρι σιωπής   ένα μικρό απολίθωμα απ’ το χρόνο του   κάποιοι γεμίζουν ολόκληρες βιτρίνες   για μια γιορτή που καθυστερεί   μερικοί φτιάχνουν την προτομή τους   πιστεύοντας πως θα κρατήσει.   Καθένας μας κρατάει ένα σβόλο χρόνου που τρίβεται συνεχώς, σκορπίζει σαν αμμόλιθος.   Ακουμπάω το χέρι μου στη γη   και νιώθω στα κατάβαθα   τ’ ανεξάντλητα κοιτάσματα του χρόνου!..  (αποσπάσματα από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΤΑ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ 1954 – 1955 συνομιλούν με αποσπάσματα στο ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ 1953 - 1954]

Δευτέρα, 16 Ιανουαρίου 2023

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ