Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΛΟΥ ΕΝΑΣ ΑΝΕΜΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΝΤΥΣΕΙ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΟΠΩΣ ΣΕ ΝΤΥΝΕΙ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ Η ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ

 Χαράζεται η φωνή μεσ’ στον τρεμάμενο άνεμο και μεσ’ στα κούφια δένδρα του εσύ αναπνέεις.

Είναι ξανθή κάθε σελίδα του ύπνου σου κι όπως κινάς τα δάχτυλά σου μια φωτιά σκορπίζεται

μέσα σου με παρμέν’ από τον ήλιο αχνάρια! Κι ούριος πνέει ο κόσμος των εικόνων

Και η αύριο δείχνει ολόγυμνο το στήθος της σημαδεμένο από το αναλλοίωτο άστρο

Που νυχτώνει το βλέμμα καθώς όταν πάει να εξαντλήσει ένα στερέωμα

Ω μην ανθέξεις πια στα βλέφαρα!..

Ω μη σαλέψεις πια μέσα στους θάμνους του ύπνου!..  

Ξέρεις ποια ικεσία στα δάχτυλα το λάδι ανάβει που φρουρεί τις πύλες της αυγής;

Ποιο δροσερό φανέρωμα θροΐζει μεσ’ στην προσδοκία η χορταριασμένη ανάμνηση;

Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο άνθρωπος δεν θέλει παρά να ’ναι ο άνθρωπος

Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη!

[ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ από την ενότητα ΣΠΟΡΑΔΕΣ – συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος 1978]

Κι ακολουθούν από την ίδια ενότητα:

2. ΕΛΕΝΗ, Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι

3. ΕΛΙΓΜΟΣ, Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης…

4. ΕΥΑ, Αφήνεσαι με κύμα στη σιωπή που ερημώνει την κατοικημένη ελπίδα μου και

5. ΑΙΘΡΙΕΣ (Ι έως ΧΧΙ), Όνομα δροσερό σα να μεγάλωσε στο πέλαγος

 

 


ΕΛΕΝΗ (από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι

Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές

Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμό Εσένα!

Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δεν μας λογαριάζει πια ο καιρός

Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα

Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας

Κι είμαστε – σα να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -

Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.

 

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούργια οδύνη

Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις

Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη

Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας

Μια που υπάρχει αλλού

Καταπράσινη πεδιάδα πέρα απ’ το γέλιο σου ως τον ήλιο

Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι

Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ’ αντιμετωπίσουμε

Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής

Ένα θολό συναίσθημα

Η μυρωδιά του νοτισμένου  χρώματος μεσ’ στις ψυχές μας που όσο παν κι απομακρύνονται

 

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας

Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου

Το φως στον άσπιλο ουρανό

Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική

Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα

Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός

Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση

Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως

Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη

Που δε βλέπει τίποτε

Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο

Γιατί έγινε κιόλας

Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα και λόγια

Λόγια όχι σαν τ’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν: Εσένα

 

ΕΛΙΓΜΟΣ

Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης

Στ’ αγάλματα της αγωνίας

Στις υγρές σιωπές

Υπάρχει ένα πρόσωπο

Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα

Τόσο ακατανόητο

Τόσο ζεστό στο χέρι που του γνέφει

‘Εν’ άλλο πρόσωπο

Μια οπτασία με πυρσούς που σχίζει την ερήμωση

Καβάλα η νύχτα στις οροσειρές της

Με άστρα σαν νοήματα που σφεντονίστηκαν

Άλλοτε απ’ την παιδική τους ηλικία

Και δίνουνε το κατευόδιο της ζωής

Επάνω στις ανηφοριές του οίκτου

 

Υπάρχει

Μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά  στον πόνο

Την περιπέτεια της φωτοχυσίας της

Ένας φακός που ενώνει τ’ αμαρτήματα

Σαν ύπτια σπλάχνα που ’ριξεν η τύχη

Εκεί

 

Ένας καλός απ’ τη σκιά που τον μαγεύει τοίχος

Κάνει γωνία πριν από το κλάμα

Ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρου

Δένδρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλά τους

Με μόνη πίστη την ξεριζωμένη τους λαλιά

Είναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησαν

Οι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγές

Τρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες

 

Έζησαν

Ένα πηγάδι ανοίγει φόβους έπειτα από καθ΄ ελπίδα του

Γιατί να τρέμει αυτό το σύρμα

Τούτο το πουλί ποιο βλέμμα να τροφοδοτεί

Τι θέλουμε

Υπάρχει

 

Ένα σβησμένο πρόσωπο σε κάθε αυλαία λήθης

[από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ 1940]

 

ΕΥΑ (από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)

Αφήνεσαι με κύμα στη σιωπή

Που ερημώνει την κατοικημένη ελπίδα μου

 

Ένα δασάκι πλάι στη φωτιά

Στοίχημα των νυχτερινών ανέμων

Ένα βημάτισμα σκιάς στην όχθη της Χιμαίρας

Ένα δωμάτιο

Δωμάτιο των απλών ανθρώπων

Ένα μυστικό

Πλυμένο κι απλωμένο στη ματιά που θέλγει

 

Στη ματιά σου ή στο ύψος του ήλιου της

Όλος μου ο βίος γίνεται μια λέξη

Όλος ο κόσμος χώμα και νερό

Κι όλες οι φλόγες των δαχτύλων μου

Βιάζουν τα χείλη της ημέρας

Κόβουν στα χείλη της ημέρας

Το κεφάλι σου

 

Αντιμέτωπο στη μοναξιά του ονείρου

 

ΑΙΘΡΙΕΣ

(«Τα μυρισμένα χείλη της ημέρας φιλούσι

το αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης» - Ανδρέας Κάλβος)

Ι

Όνομα δροσερό σα να μεγάλωσε στο πέλαγος

Ή  να ’ζησε με μια γαλάζια άνοιξη στα στήθια

Φέρνει σιμά τον κόσμο. Κι είναι η μέρα

Που άρχισε από μέσα της η ενδόμυχη

Ανατολή που ξέχασε τα δάκρυα

Δείχνοντας μες τους χώρους των ματιών

Γήινα θρύμματα ευτυχίας

ΙΙ

Ουρανός καθαρόαιμος

Δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι

Περασμένο από τον ύπνο.

 

Στα χλωρά δαφνόφυλλα

Γυμνή κείτεται η μέρα!..

ΙΙΙ

Η στιλπνή αίσθηση παίρνεται στα μάτια.

Ύλη ξεσηκωμένη από το χώμα

Επίπεδο του επάνω ανέμου

Ω ταξίδι ευφρόσυνο

 

Κάθε στιγμή πανί που αλλάζει χρώμα

Και κανείς

Κανείς ίδιος

Στο απαράλλαχτο διάστημα

-IV-

Χρυσίζει ο κόπος του καλοκαιριού η δίκαιη

Του ήλιου υπόσταση. Να στάχυα

Πρόσωπα γυμνά

Καμένα στο αίσθημα!

 

Κι ο κάμπος κυματίζει ο Έρωτας

Κυματίζει ο κρύφιος κόσμος

 

Καθαρός ύμνος του βίου.

-V-

Τα κορίτσια που πάτησαν τα λίγα

Λόγια μεγαλωμένα του ήλιου

Γέλασαν! Και ποια κίνηση

Στις άσπρες πασχαλιές

Στις φυλλωσιές που ανίδεες

Σκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιων

Τις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές

 

Όνειρα νιόνυφα! Δεν τ’ απαρνιέται ο χρόνος

Και στο χνούδι του βρίσκουν την εικόνα τους.

-VI-

Λιγοστεύουν στα μάτια οι στέγες των πουλιών
Φως πάλι φως η ψυχή που μάχεται

Υπερήφανη κλαγγή μακριά του κόσμου

Όπλο και σφρίγος

 

Κι η αλήθεια η φούχτα του νερού

Καθαρού πριν από τη δίψα

Στο άπειρο.

-VIΙ-

Το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχή

Γεμισμένη απτόητο άνεμο

Η θητεία του καλοκαιριού

Στα πεύκα και στα κύματα

Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός

 

Με γυμνές ώρες

Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη

Κυματιστή

Ξεφυλλισμένη

Ελεύθερη

Σαν φως

Στα πλατιά ενδόμυχα δώματα

-VIΙΙ-

Μια ιππασία στα σύννεφα

Μια κάμαρη όπου γδύθηκε κορίτσι αγαπημένο

Ένα μπουκέτο ημέρες ύστερα απ’ τη βροχή

Ο ήλιος

Εγώ

Που έσκαψα τόσες νύχτες για να τον ξαφνιάσω

Δίνοντας μια σπρωξιά στην αναμφίβολη

Ευτυχία

 

Ναι το εαρινό απόσπασμα

Μου αφήνει την καρδιά

Μου αφήνει τη γοητεία

Να νιώθομαι πάντοτε αλλού ενώ γερνώ εδώ πέρα

 

Ω!. λυγισμένη ευωδιά

Κλωνάρι κρύο παιδί νερού

Αγαθό μονοπάτι.

-IX-

Κύκνοι σαλεύουν τα πηγαία ονόματα της ώρας

Ώρες κεντούν τα χέρια μου στη χαραυγή

Σαν τόξα που σκιρτούν σε κάθε διάβα χίμαιρας

Και παίζουν όπως παίζω

Και γλιστρούν

 

Οι ελπίδες έρχονται

-X-

Κατάστηθα στο ρεύμα

Ψάρι που ψάχνει διαύγεια σ’ άλλο κλίμα

Χέρι που δεν πιστεύει τίποτε

 

Δεν είμαι σήμερα όπως χθες

Οι ανεμοδείχτες μ’ έμαθαν να νιώθω

Λιώνω τις νύχτες τις χαρές γυρίζω απ’ την ανάποδη

Σκορπάω τη λήθη ανοίγοντας έναν περιστερεώνα

Φεύγοντας από την πίσω πόρτα του ουρανού

Χωρίς μιλιά στο βλέμμα

Καθώς παιδί που κρύβει ένα χαμόγελο

Μεσ’ τα μαλλιά του.

-XΙ-

Χωρίς γυαλί στο δρόσο αυτή που κλαίει

Από χαρά χωρίς γαζίες την άνοιξη

Χαδιάρα που εμπιστεύεται τις φυλλωσιές της

Σ’ όλο τον ίσκιο της αναπνοής μου σήμερα

Αύριο

Γέλιο ανάσκελο

Σ’ ένα μαντίλι που έχασε τις τέσσερίς του άκρες

Σκόρπια μοναξιά

-XΙΙ-

Στο ρυάκι που λιάζεται

Σαν ημερήσιο επίθετο

Μιλεί ο κορυδαλλός
Δεν ξέρει καν πού βρέθηκε

Να ζει σ’ ένα σεργιάνι

Ατέλειωτο

Πώς ήπιε τόσες πρωινές στιγμές

Και σχίζει με το φέγγος του

Την αιωνιότητα

-XΙΙΙ-

Ακυβέρνητη ζωή

Σχεδία με χέρια που διανυχτερεύουν

Αγγίζοντας τα σύννεφα

Σαν πανιά

Σα θαύματα

Γλάρων που ύψωσαν ως εκεί την παρθενιά τους

Φέγγοντας τις ελπίδες με μικρές καρδιές ανθρώπων

 

Ω νεότητα

Πληρωμή του ήλιου

Αιμάτινη στιγμή

Που αχρηστεύει το θάνατο.

-XIV-

Πουλιά στα χίλια χρώματα

Των ενθουσιασμών

Ελαφρά καλοκαίρια

Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις

Που αγγίζουνε

 

Θ’ αδειάσουμε τη στάμνα

Θα γίνουμε γλαυκοί

Δωρητές του πελάγους

-XV-

Ήβη της μέρας πρώτη κρήνη της χαράς

Η αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημαία της

Θ’ ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φως

Κι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωρο

Σπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της φωτιάς

Στους πέντε ανέμους

 

Λευτερώνοντας τη γήινη ομορφιά

                             -XVI-

Να οι μηλιές ανθίζουν

Με μιαν ανάσα μουσικής μέσα στα φύλλα
Δακρύβρεχτές μορφές καρπών μετεωρίζονται

Απαλά

Μέσα στ’ αμίλητο νερό της κολυμπήθρας του ήλιου

 

Ναι θα στολίσουμε τη γη

Θα σφίξουμε τη μέρα

Θ’ αλαλάξουμε

Στο στήθος της αληθινής μητέρας

                             -XVII-

Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματη

Που βγήκε από το κοχύλι με δροσιά στα χείλη

 

Φίλη ξανθή της Θάλασσας

                             -XVIII-

Μακρινή αφοσίωση μια μέρα ελπίζει

Σφίγγει στο στήθος της τα δένδρα τα παιδιά της

Κοιτάζει τη μελλούμενη σοδειά

Φύλλα καρπούς ανθούς πολύκλαδα όνειρα

 

Θα ’χει βροχές κι ανέμους για ν’ αναθρέψει

Θα ’χει κοιλάδες για ν’ αναπάψει

Και για τα πονέσει –μια βαθιά καρδιά.

                            

Η ΣΑΡΚΑ ΤΗΣ ΙΤΙΑΣ Η ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΦΩΤΙΑ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ

Η ανεκμετάλλευτη μιλιά της γης  

Η Ρίζα   η Σπίθα   η Αστραπή   το Σύννεφο

-XIX-

Σκάψιμο δίχως τέλος με χαρά και ιδρώτα

Μέσα στα μεταλλεία της καρδιάς

Μέσα στα ματωμένα σπλάχνα της οδύνης

Διάβα μεσ’ από τους πορθμούς της θύμησης

Πιο μακριά ολοένα πιο μακριά πιο πέρα

Εκεί που σβήνει τη μορφή της η έρημος.

                             -XX-

Κατασταλαγμένη μουσική

Στους βυθούς των μενεξέδων

Χώμα νοτισμένο από

Αρχαία ρέμβη εφτάχρωμη

 

Μόλις ακούγεται μακριά

Το καδριοχτύπι

Κι οι αθώοι του καημοί

Πίδακες χρυσανθέμων.

                           -XXΙ-

Μια τέτοια συντυχία

Το ρόδο κι ο κρουνός της μέρας

Το έμφυτο πάθος κι η αποθέωση

Το κάθε τι προσάναμμα χαράς

Το κάθε τι χέρι του χαίρε

Μεγάλη ασβεστοχρυσμένη αυγή

Στην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρου

Φλύαρη μαρμαρυγή

 

ΕΞΟΔΟΣ    Στην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων

(με στίχους από τις ΑΙΘΡΙΕΣ στην ενότητα ΣΠΟΡΑΔΕΣ, συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, πρώτη έκδοση 1940)

[για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]

Πέμπτη, 18 Μαρτίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ