Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ, Η ΑΠΟΦΟΡΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΜΙΚΡΑΙΝΕΙ ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΑΠΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΟ

Νυφικό το χαρτί και γράφω.

Κυρτωμένο το φως και φθίνω.

Μακραίνουν οι δρόμοι της φωνής    Καθώς βυθίζεται

Ακούγομαι πιο δυνατά καθώς βυθίζεται.

Υπονοώ περισσότερα απ’ όσα μπορώ    Να φανταστώ:

Γράφω.     (ΑΛΛΟΘΙ)

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ασφαλής ο κόσμος και το σπίτι.

Με μικρά παράθυρα που βλέπουν σε παράθυρα

Που βλέπουν σε παράθυρα.

Κατοίκησα σεμνά.

Κρύβοντας σαν αισχρές φαντασιώσεις

Την καρδιά μου, τα νεφρά και τα έντερα

Τον εγκέφαλο, το συκώτι, τους πνεύμονες

Το κουβάρι των νεύρων,   Την ντροπή των εκκρίσεων

Την πρόθεση, την πράξη και το αίμα τους.

 

Εμένα και το λάθος πνεύμα

Που χτυπιέται με στριγκλιές   Μες στο μπουκάλι του.

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ 1977 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή όπως ανθολογήθηκαν  στο μικρό ανθολόγιο της ποιήτριας ΤΙΜΑΛΦΗ, εκδόσεις Ροές 2007. Επιμύθιο με επιλογές από τα ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ 1979]

 


Ο ΚΑΘΑΡΜΟΣ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ 1977)

Το κίτρινο φωσφορίζοντας στο κεφάλι

Στο σκοτάδι το φεύγοντας, είναι ο Τράγος.

Και η έρημος είμαι.

Και στην αρχή μου,

Συνωστισμός,

Ο περιούσιος λαός κοιτά

Χαιρέκακος και τρομαγμένος -

 

Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ

Κρέμεται στα παντζούρια πλαταγίζοντας

Έρχεται και σε ύπνο βαθύ τον κοιτάζω αλύπητα

Με το διπλό κεντρί στο μέτωπο

Πονώντας στις συμφύσεις μας.

Αυτός αέρας μαύρος από τρύπα κόκκινη

Εγώ το μπαμπάκι στα ρουθούνια

Κι η αποφορά του ονείρου.

Αυτός το σκυλί που ουρλιάζει

Και μακραίνει το σώμα μου

Αυτός το Αβγό    Εγώ η Νύμφη

Αυτός η Μύγα    Αυτός Εγώ.

Θανάσιμα αποχρωματισμένος, και απομυζώ

Πράσινο το πιο τοξικό

Από την ίριδά μου –

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ 1977]

 

Η ΣΧΕΣΗ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ 1977)

Δεν έχω τίποτα να πω και σε κανένα.

Εξάλλου, δεν υπάρχω

Μέσα στη σαρκοφάγο σχέση

Που αφουγκράζομαι.

Όμως Αυτός, είναι σχεδόν εδώ

Γιατί ανασαίνει και θαμπώνει

Στα χείλη ο καθρέφτης

Ή θυμάται συχνά

Με απαλά χτυπήματα απ’ τον αφαλό

Παθητικά σε παγίδα

Ανάμεσα στη λαστιχένια μάσκα

Και στα πλαστικά οστά -

 

Γελάω γοερά

Ξέρω πως θα υπάρξω

Πότε θα υπάρξω

Κάποτε, παραλύοντας, παραληρώντας

Όταν μαζί σε οργασμό

Τιναχτούμε στο χάος

Θρυψαλιάζοντας το φόντο

Με τα πιτσούνια, τα άνθη

Και τα χρόνια πολλά -

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ

Βγαίνω τη νύχτα διψώντας

Δεν έχω μάτια σχεδόν πουθενά

Σέρνομαι με τις στρεβλωμένες ρίζες μου

Πάνω απ’ το χώμα.

Κρατάω άλιωτο

Μόνο το ερωτικό μου στόμα με το αίμα του

Το άγνωστό μου φύλο

 

Και σε βαθιά εγκατάλειψη αναπαράγομαι

Ο πρώτος απ’ το τέλος του είδους μου –

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ 1977]

 

 

Η ΒΑΦΤΙΣΗ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη 1977)

Φοβάμαι.

Την επίκληση να μην ξεχάσω, την επίκληση

Κι είναι κιόλας καιρός που δεν μ’ ακούω μέσα

Επειδή κοιμάμαι, λείπω ή εξημερωμένος

Γλείφομαι

Με διαλείψεις επιθυμώντας τον άνθρωπο

Που κι αυτός δεν υπάρχει.

 

Θορυβώ ηλίθια, κινδυνεύω

Τ’ όνομά μου να μην ακούσω, τ’ όνομα

Που στο φως ήταν αλλιώς

Και στο σκοτάδι πρήζεται

Που καθηλώνοντας τους άλλους, έντρομο,

Θα μ’ απομαγνητίσει -

 

Η ΤΡΙΑΔΑ

Ο Άγγελος στο ξύλο. Τρίζω.

Γυρισμένα μέσα μου τα μάτια του.

Τρυφεροί άσπροι βολβοί-

Στον αμφιβληστροειδή

Ήδη, αργά,

Ο άλλος γαλαξίας εντυπώνεται -

 

Ο Προφήτης στο κήτος. Εξεμώ.

Διαλυμένο το φάσμα του σε κύτταρα φωνήεντα

Τα πράσινα, τα μαύρα, τα συριστικά -

Στα ουράνια σώματα, στα πάνδημα σώματα

Η αφροδίσια μόλυνση απλώνει -

 

Ο Ποιητής στο κλουβί. Κρώζω.

Χτυπιέται στα κάγκελα,

Το φτερό μου αναφλέγεται

Χτυπιέμαι στα κάγκελα, η γλώσσα του σκίζεται.

Το κρανίο του ανοίγει. Αδειανό.

Το μυαλό μου φωσφορίζει στη φορμόλη –

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ 1977]

 

 

ΤΟ ΕΡΓΟ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ 1977)

Τώρα περνάω

Στον τόπο τον πιο αδειανό κι από γαλάζιο

Όπου δονούν τον αέρα αιχμές ίσκιοι

Και στις παραμορφώσεις τρέμει η εικόνα.

Τώρα εξορκίζω τις μαγνητικές φωνές

Ν’ ανασυρθούν απ’ τους κρατήρες, τώρα,

Άφωνος στην περιφορά των αργών πλανητών

Κατευθύνω τις εκπομπές σχημάτων

Που αλλάζουν

Εξαπολύω τις συχνές επιδρομές των κτηνών.

 

Άφωνος, ο μισός χτισμένος στο πλευρό μου

Δείχνοντας μόνο την αριστερή μου όψη

Την κατεστραμμένη –

 

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Κι όμως ξεκίνησα απ’ το νερό.

Χάνοντας λίγο – λίγο

Τα βράγχια μου, τα λέπια μου   Και τα φτερά

Τις ύποπτες κεραίες, τις φολίδες

Το μισό μου τρίχωμα

Τ’ αγκάθια μου, τα νύχια και τα δόντια μου

Τέλος, το ραχοκόκαλο.

Γυρνώ τώρα στο κύμα κι η θάλασσα σε κώμα

Βρίθει νεκρούς

Μ’ αδύναμες κατάρες εξατμίζεται.

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ 1977]

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ 1977)

Κι αυτό το κάτι γρατζουνά τον ύπνο μου

Τώρα που ξαφνικά όλα τα εννοώ

Και τ’ αντέχω.

 

(Αμέσως τότε, ξημερώνει.

Γίνονται σωροί στάχτης τα βουνά.

Ένας αναίτιος άνεμος σηκώνεται)

 

Το θα του θανάτου

Θάλλει στο φως

Καθώς ένα Χι

Από ψυχή

Βήχει

Απαρηγόρητα.

 

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Το αίμα του από τρεις μέρες, πάλι ζωντανό.

Με απειλές τρέφει τα’ άπληστα ρύγχη

Που ανοίγονται στο σώμα μου. Με τρόμο

Πνίγει τον οξύ μου ήχο στο στερέωμα.

 

Με σώζει

Καθώς στον ανεστραμμένο κόσμο

Γρυλίζει προχωρώντας η σκουριά -

 

Η ΑΝΑΛΗΨΗ

Εγώ. Και στον καθρέφτη

Εγώ του άλλου κόσμου.

Μονοδιάστατος, χωρίς αέρα, χωρίς ήχο.

Γρατζουνώντας να βγω. Μη -

 

Χα. Να πάλι η πέτρα του αναμάρτητου.

 

Το ράγισμα βουίζει κυκλικά.

Δραπέτευσα.

Κανένας πια.

 

Μόνο αυτή η συνεχής χρυσόμυγα –

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ 1977]

 

ΦΑΙΝΕΤΑΙ, ΜΕ ΜΕΤΑΦΕΡΑΝΕ ΑΛΛΟΥ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΜΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ…

(επιλογές από τα ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ της Παυλίνας Παμπούδη)

ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΩΙ: Στην ανάρρωση φοβερής προσβολής   Με παράλυτη για πάντα τη μισή μου μνήμη   Κοιτάζω θαμπά. Κανένας. Μπα.   Φαίνεται, με μεταφέρανε αλλού.   Με όλα τα προσωπικά μου αντικείμενα:   Κόκαλα, δόντια, μαλλιά για πλέξιμο   Ακόμα και το ματωμένο μου σφουγγάρι   Μέσα στο κρανίο.    ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΗ ΜΕΡΑ: Έγινε κάτι φρικαλέο. Δεν το κατάλαβα.   Θα ’ταν κι αυτό αλλού.   Στο μικροσκόπιο. Σε μια ταινία τρόμου.   Θα ’ταν αλλού. Εδώ,    Υποτίθεται εγώ   Συνεχίζω να μεγαλώνω. Ανεμπόδιστα.   Σα νύχι. Σαν κατάρα. Σαν καλώδιο.    ΑΣΦΑΛΕΙΑ: Ευτυχώς το σπίτι είναι πάντα εδώ.   Χτισμένο πάνω μου.   Ελίσσομαι με λαγνεία στα δωμάτια   Νηστικό, περιμένοντας   Θα έρθουν επισκέψεις Ή η καταστροφή   Ή το φθινόπωρο.    ΠΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΚΛΙΣΕΩΣ: Το γοργόνειο στον άδειο καφθέφτη   Ο σεισμός στον ένθεο τοίχο.   Το τροχαίο στο πάτωμα. Η φωτιά στο ταβάνι.   Ο σκορπιός στα σκεπάσματα   Στο κρεβάτι η νάρκη   Το λιντσάρισμα στον ύπνο   Τα βάραθρα στη νύχτα. Καληνύχτα.    ΑΣΚΗΣΗ ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ: Κι όμως κινείται.   Κάτι το απειροελάχιστο προστίθεται   Και αφαιρείται.   Σημειώνω μια ανεπαίσθητη μετατόπιση.   Μιε επιτάχυνση στον ορατό   Μια επιβράδυνση στον αόρατο κόσμο.    Μάταιες δοκιμές πάλι και πάλι   Για την αδιάφορη   Καινούργια, παραλίγο ισορροπία.  ΚΛΕΙΣΤΟ ΚΥΚΛΩΜΑ: Τώρα τελευταία, συχνά, στον τοίχο   Τρέχει μια ππροβολή. Κόκκινη κι άγρια   Σπαστικά. Με διαλείψεις.   Φοβάμαι. Πρόκειται για το μέλλον μου   Που συντονίζεται σ’ άλλη συχνότητα.   Φοβάμαι. Δε θα ’πρεπε να βλέπω, όμως   Ακόμα συμμετέχω. Φαίνεται από λάθος,   Μ’ έχουνε μόνο κατά διαστήματα   Αποσυνδέσει.   ΕΓΙΝΕ: Κι από τότε,   Μια συμμορία λυμαίνεται   Την πολυάνθρωπη μνήμη μου.   Μια σειρά φονικά, εξαφανίσεις,   Βιασμοί, εκβιασμοί.   Ανεξιχνίαστα. Το κίνητρο,   Το κίνητρο εόναι πάντα στο μέλλον!.. (επιλογές από τα ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ 1979 της Παυλίνας Παμπούδη, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Μικρό Ανθολόγιο της Ποιήτριας που με τίτλο ΤΙΜΑΛΦΗ κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΡΟΕΣ το 2007)

Δευτέρα, 30 Αυγούστου 2021 

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ ΠΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥ ΣΚΟΠΕΥΕΙ ΙΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ

 Οφείλω να σε προειδοποιήσω: οι στίχοι αυτοί σκοπεύουν ίσια στην καρδιά σου!

με δάχτυλα γυμνά μην τους αγγίζεις

μέσα από καπνισμένο τζάμι    να φτάνει εδώ η ματιά σου

ύψωσε φράγματα κι αγκαθωτά συρματοπλέγματα

άκοπες άφησε τις τελευταίες σελίδες  

θανάσιμο τον κίνδυνο όταν αντιληφθείς

φρόντισε να μην με πιστέψεις

άσε με μόνο    μείνε μόνος

 

εγώ που γνώρισα το βάθος της αβύσσου

μπορώ να καταλάβω τη δική σου οδύνη

[ΑΓΩΝΙΑ ΘΩΡΑΚΟΦΟΡΟΥ από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ 1982 κι άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή έτσι όπως ανθολογήθηκαν στη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΟΥΣ, Επιλεγμένα Ποιήματα 1966-2017, εκδόσεις Ρώμη]

 

 


ΠΟΙΗΣΗ 1982

οι δικές μου οι λέξεις

είναι λέξεις σκληρές και μεγάλες

μυτερές σαν καρφιά

λέξεις όπως το ξεραμένο πύο

μαύρες όπως τα φλέματα

που βγάζουνε κάθε πρωί τα σωθικά μας

οι καπνοδόχοι των εργοστασίων

τα τρένα που αναπόδραστα ακολουθούν τις ράγες

κόκκινες λέξεις

όπως ο ήλιος ο μοναδικός

και το λουλούδι που σπαρακτικά ανθίζει

σε στεγνό και κατάμαυρο χρώμα

 

οι δικές μας λέξεις

είναι λέξεις γυμνές

λέξεις γεμάτες τραύματα

συστατικά στοιχεία, αναγραμματισμοί

και μόρια της ίδιας αγωνίας

 

οι δικές μας λέξεις

προκηρύξεις κι αφίσες του τοίχου

φωτισμένα παράθυρα στο σκοτάδι της νύχτας

που αφυπνίζουν την πόλη

όταν κλείνει με πείσμα τα μάτια

στη γραφή του θανάτου

 

αυτές οι τελευταίες λέξεις

πριν κάθε εκτέλεση

πριν κάθε μεταμφίεση του καθημερινού θανάτου

τα δικά σου είναι δάχτυλα που γνωρίζουν το χάδι

είναι λέξεις κραυγές

οιμωγές κι ελπίδες

που δοξάζουν το φως

που μετράνε με δέος  το μπόι τους

και δεν τρέμουν

 

ίσως κάποτε τα δικά μας παιδιά

να μιλήσουν μ’ άλλη φωνή

να βαδίσουν με ξέγνοιαστο βήμα

πάνω στις νότες της δικής μας μουσικής

και στους κυβόλιθους του δικού μας αγώνα

 

ΕΦΙΑΛΤΕΣ (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ 1982)

τώρα που αχνίζει πίσω μας

το μίζερο χωριό και τα χωράφια

σίγασε πια ο μέγας θρήνος

ο κίνδυνος απομακρύνθηκε

τώρα που προσπελάσαμε τα τείχη

ίσοι κι εμείς με τους αφέντες

ωραία εμπορεύματα θα βρούμε ν’ αγοράσουμε

το πιο εκλεκτό χασίσι

 

στους προγονικούς μας ελαιώνες

ευγενικά ξενοδοχεία θα φυτρώσουν

μιαν άλλη γλώσσα θα μιλήσουν τα παιδιά μας

και δίπλα στους πυραύλους θα υψώνονται

ξένα φουγάρα

 

με τη χρυσόσκονη πια δεν θα φαίνεται η πληγή μας

 

ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗ 1 και ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗ 3

σκιά και άρωμα θανάτου

στα μεγάλα κάτοπτρα του δρόμου

η αγωνία στο χνώτο

η αγωνία στο άγγιγμα και το σπασμό

ποιος κράτησε στο βλέμμα του

τόση ερημιά και τόση λύπη

ποιος αναζήτησε στις άναρθρες κραυγές

ανθρώπινη ομιλία να συνθέσει

ορυμαγδοί και βογγητά

σκιά και άρωμα θανάτου

 

τα δάκρυα σου τρέχουν στις φλέβες μου

δεν είσαι μόνος

 

βροντοχτυπάει την πόρτα μας

ο θάνατος στο λέω τελευταία φορά

δεν έχει τόπο εδώ για διακοσμητικά φυτά

δεν έχει χρόνο για συστάσεις

κι αυτό το διψασμένο χέρι

που σου απλώνω αδίστακτα

σφίξ’ το αν θέλεις στη γροθιά σου

ή ζέστανέ το με το χνώτο σου

κι αν λείπουν νύχια

αν λείπουν δάχτυλα ολόκληρα

δικαίωμα δεν έχεις να το αρνηθείς

 

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟΣ ΗΛΙΟΣ 2 (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ 1982)

όπως ψηλά οι γκρίζες στέγες των σπιτιών

φωτίζονται νοσταλγικά

από τον ήλιο του χειμώνα

ακόμα βουτηγμένες στη βροχή

 

όπως το μακρινό βουνό

υψώνεται και αιωρείται πάνω στη θάλασσα

σχεδόν αγγίζει την ακτή

μέσα στη διαφάνεια του πρωινού αέρα

 

όπως τα μάτια της γάτας

ανθίζουν με μικρές φωτιές τη νύχτα

έτσι και το χαμόγελό σου μπουμπουκιάζει

ανάμεσα στους τοίχους και την άσφαλτο

 

είσαι ένα φύλλο πράσινο

με φλέβες νοτισμένες από τη βραδινή δροσιά

μια κίνηση ανάλαφρη που ζωντανεύει τη χαρά

ένα γλυκό του κουταλιού

ένα νερό στο δίσκο της γιαγιάς

μέσα στην κάτασπρη αυλή της συνοικίας

 

ΜΑΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ

πόρνες και μαστροποί

θα διαβάσουν το πολύτιμο αίμα μου

έντρομοι θ’ αποπειραθούν

σ’ αραχνιασμένα ράφια να το κρύψουν

με τρεις αδιάφορες λέξεις

να προδώσουν το χρώμα του

τους νέους να παραπλανήσουν

 

όμως εγώ

μες στο περίλαμπρο κλουβί

σαν άνεμος θα εισχωρήσω

μ’ αυτά τα μάταια λόγια

θα κλέψω τ’ ακριβά παιδιά σας

με το φαρμάκι της αλήθειας

εχθρούς και ξένους θα τα μεγαλώσω

οράματα θα ορθώσω

εμπόδιο στις καθημερινές συναλλαγές

 

η επανάσταση κυοφορείται

μέσα στα πεθαμένα σπίτια σας

 

ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ 1982)

θα πω λοιπόν τα δυο μου λόγια

κι εγώ πριν φύγω με τη σειρά μου

θα περπατήσω σχεδόν τυφλός στα σκοτεινά

μ’ ένα παράφωνο τραγούδι

μιλώντας σε φανταστικούς διαβάτες

σφίγγοντας το ένα χέρι μου με το άλλο

σαν νιώθω μόνος

 

μες στην ομίχλη θα σηκώνονται

φωνές το ίδιο αλλότριες

είτε σημαίνουνε χαρά είτε λύπη

σφυρίχτρες διαπεραστικές και σάλπιγγες

αλαλαγμοί και βογκητά

ο σκουριασμένος στεναγμός

μιας βρύσης δίχως νερό

 

σημαίες θ’ ανεμίζουνε γιορταστικά

στο περιθώριο της νύχτας

λάβαρα με χρώματα παράδοξα

αλλόκοτους συνδυασμούς

 

θα ματώσω χέρια και γόνατα

τη γλώσσα θα ματώσω χτυπώντας σε τοίχους

θα εξουθενωθεί το κορμί μου

 

τίποτα όμως δεν θα ’χω να φοβηθώ

καθώς ο δρόμος θα ’ναι πια μέσα μου

οι φλέβες και τα νεύρα

αυτή η σπονδυλική μου στήλη

 

αν μου μείνει μια κλωστή

απ’ αυτή θα κρατηθώ

μισό δευτερόλεπτο πριν σπάσει

αν μου μείνει μια αχτίδα φως

ας οδηγήσει ένα μονάχα βήμα

 

ΣΥΝΕΠΕΙΑ 2

μέσα μου ζουν κι ανασαίνουν

δυο άγριοι διψασμένοι λύκοι

όσα ποτέ δεν έπραξα

κι όσα σε κρίσιμες στιγμές έπραξα λάθος

 

είναι φορές που ο πόνος γίνεται αφόρητος

καθώς ρουφάνε ανελέητα

το πιο καθαρό αίμα της καρδιάς μου

 

Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, 3 (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ 1982)

η μοίρα είναι βαρύτερη από τη θέλησή μου

θα φύγω μόνος

ν’ ακολουθήσω τους μυστικούς μου δρόμους

να ταξιδέψω στ’ άστρα

να φλέγομαι μετεωρίτης στον αιώνα

σ’ άγνωστες διαστάσεις

 

όταν γυρίζω

να γίνω μια κλωστή στο φόρεμά σου

μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά σου

στο δάκρυ σου ένας κόκκος αλάτι

εσύ δεν θα το ξέρεις

 

όταν γυρίζω

ψωμί να γίνω για τα παιδιά της Αφρικής

σημαία, όπλο, ελπίδα για το αύριο

εσύ δεν θα το ξέρεις

 

εσύ θα με κρατάς στη μνήμη σου ακέραιο

και θα με ψάχνεις στη στροφή του δρόμου

παλεύοντας ένα μάταιο αγώνα με τη βεβαιότητα

 

όταν γυρίζω

εσύ θα με φιλάς στα μάτια

μα δε θα με γνωρίζεις

 

ΘΑ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΘΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ (αμίλητοι θα ταξιδέψουμε η ζωή θα γλιστράει δίπλα αφήνοντας την ψευδαίσθηση της κίνησης):

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ (Θεσσαλονίκη 1938) συγκεντρώνει στον τόμο ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΟΥΣ μια επιλογή ποιημάτων του απ’ όλες τις μέχρι σήμερα ποιητικές συλλογές του. Πρόκειται, όπως εύστοχα σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου ο Πέτρος Γκολίτσης «για ένα βιβλίο με ποιήματα χρωμάτων και αφής που συνδυάζουν  τον μυστικισμό με τη γείωση –με το δικό του διακριτό και κατεκτημένο τρόπο- για ένα απόσταγμα που εκ των πραγμάτων συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίοδο του βίου του, στα 80 του χρόνια, δηλαδή τώρα που οδεύει προς το πέρας μιας βιο-γραμμής και μια ποιητικής διαδρομής. Θέτοντας και ενεργοποιώντας τις προτεραιότητες, ποιητικές και βιωματικές, που τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη, εκτενή και επαρκή θα λέγαμε επιλογή. Η οποία ενώ στέκεται και λειτουργεί σαφώς αυτόνομα, συνάμα καλεί και προς το σύνολο των ποιημάτων του… Σε μια σύντομη αναδρομή, αξίζει να σημειωθεί, πως ο αρχικά «κοινωνικός» ποιητής Νικηφόρου, περνά σε μια υπαρξιακή – υποστασιακή ποίηση, για να καταλήξει  μέσα από τον «μυστικισμό» στο «τίποτα» που, ενώ μας γεννά, οριστικά και αμετάκλητα μας καταπίνει… Αν έπρεπε να συνοψίσουμε τη στάση του θα λέγαμε πως είναι κάποιος που αποφασίζει «το φως», χωρίς να αγνοεί το βάθος του πραγματικού. Έτσι αντιρροπιστικά, πρεσβεύει πως η φύση του κόσμου φαίνεται να είναι πιο κοντά στον αλληλοσπαραγμό και στην κίνηση των σαρκοβόρων, παρά σε μια αέρινη και φωτεινή πραγματικότητα. Η «ιδέα» αυτή του σαρκοβόρου διαπερνά και «διαποτίζει» το σύνολο του έργου του, λειτουργώντας τόσο στο μεταφυσικό και θρησκευτικό επίπεδο, όσο και στο «κρατικό-εξουσιαστικό». Ο Νικηφόρου ως υποβολέας-medium, με τα ποιήματα-«οράματά» του, μας καλεί να γνωρίσουμε τις αναλαμπές αυτού που όντως είδε…» Και ο Πέτρος Γκολίτσης, κλείνοντας τη σύντομη εισαγωγή συμπεραίνει: «Ο Τόλης Νικηφόρου, ως άλλος Αναγνωστάκης, σε μεταφυσικά αυτή τη φορά πλαίσια, θα μας πει (;): ΣΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΠΑΙΖΑΜΕ. Αποφαινόμενος επαναληπτικά και ρέποντας προς: «… το όχι φως», προτάσσει τον παρηγορητικό ρόλο της τέχνης»

Παρασκευή, 27 Αυγούστου 2021

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

ΤΙ ΝΑ ’ΝΑΙ ΑΡΕΓΕ Η ΠΟΙΗΣΗ, ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ή ΚΑΚΙΑ ΩΡΑ (άπειρα τα ερωτήματα, μηδαμινές οι απαντήσεις…)

 

Όταν σε αγαπούνε αποκτάς υπόσταση…

 

Ωσάν η καταγωγή της γλώσσας, δηλαδή το πυρακτωμένο κέντρο με τους φθόγγους, τα σκόρπια γράμματα, τις συλλαβές τις λέξεις, τις προτάσεις, τον ρυθμό και την ανατροπή του πάντα από την Ποίηση του Ποιήματος

 

Το Ποίημα εκτίθεται γυμνό, ολάκερο απροστάτευτο, στον χλευασμό και την ασέλγεια και την κατανόηση ή μη.

 

Υπάρχει και το ποίημα που προκύπτει από τη θεωρητική βίωση. Ισότιμα, πιστεύω, υπάρχει και το Ποίημα που προκύπτει από τη σωματική βίωση, την κρυφή πληγή που δεν κλείνει – περνάει μα δεν κλείνει.

Δύο οι δρόμοι, θαρρείς, είτε αερομαχίες ονομάζονται είτε γεωμαχίες.  Διάλεξε εσύ.

Μα το Ποίημα δεν είναι ένα πράγμα, δεν είναι εύκολο ν’ αποφανθείς υπέρ της μιας περιπτώσεως ή της άλλης· το απόλυτο δίκαιο δυσεύρετο.

Ανάλογα, πάλι, με το περιβάλλον, τα γεγονότα και τις συγκρούσεις της Εποχής, ανάλογα με το ταμπεραμέντο του δημιουργού, πλείστες οι διαβαθμίσεις και οι εκκρεμότητες της ώρας τόσον στις αφετηρίες όσον και στο τέρμα της πορείας.

Ωστόσο ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις μπορεί κάτι άλλο να συμβαίνει· υπάρχει και ο τρίτος (χιλιοστός) δρόμος – καθείς με τα όπλα του – καθώς σμίγουν οι αρετές κάθε πλευράς, που δεν υπηρετούν τον μοναδικό Θεό. Η πολυσημία παρούσα. 

 

Κάθε ποίημα ξεκινάει από τον τίτλο (εάν έχει). Το αυθεντικό Ποίημα έχει το πριν και το μετά σίγουρα. Το σήμερα διεκδικείται από ένα σωρό μνηστήρες.

 

Συχνά ο Ποιητής καταφεύγει στο παρελθόν (όχι μόνο συγκριτικά). Και με νοσταλγία επιλογής όπως και για το εδώ και τώρα, όπως και για το προσδοκώμενο μέλλον (ακόμα και για το ουτοπικό). Απλώνει έτσι το δίχτυ προσπαθώντας να πετρώσει τον Χρόνο εναντίον του Θανάτου, της φθοράς και της απουσίας.

Ο ποιητής ο ψύχραιμος, ο ταραγμένος, ο σαλός.

 

Το Ποίημα σέβεται την αξιοπρέπεια της ζωής και του θανάτου.

 

Ο Ποιητής είναι αλήθεια ότι αδικεί συνεχώς τον εαυτό του; 


ΣΑΝ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:  Το Ποίημα η απόλυτη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!..

[κτερίσματα αφοριστικών στοχασμών από το βιβλίο του Μάρκου Μέσκου ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ, εκδόσεις Κίχλη  2015. «Συμπαρομαρτούσες και οι παρούσες σημειώσεις, δηλώνει ο Ποιητής προεισαγωγικά, εμπειρίες και βιώματα και παρατηρήσεις γύρω από την αναντικατάστατη Ποίηση. Φυσικά δεν είναι οι μοναδικές…».

Ανθολογούνται παρακάτω κάποιες αντιπροσωπευτικές]

 


ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΟΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ; 

Στον πόλεμο των ονείρων ποιο θα επικρατήσει, τι; Θεός ή θνητοί, θάνατος ή ζωή;

(τα ερώτημα απευθύνει στον εαυτό του ο Μάρκος Μέσκος και δοκιμάζει να δώσει κάποιες απαντήσεις στο βιβλίο του ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ, Κίχλη 2015. Ιδού μερικές)  

Λέξεις ταραγμένες, άγνωστος υπόγειος ρυθμός, άτι το Ποίημα με την οπλή του το χώμα. Σε λίγο, οι έμμονες ιδέες μαζί του θα τρέξουν πετώντας.

 

Το βασίλειο, το δάσος των λέξεων που απλώνουν κλαδιά στον ουρανό και στο χώμα, που δηλώνουν πράγματα – ιστορίες – ανθρώπους είναι απέραντο. Όσο βαθύτερα σκάβεις τόσο ανοίγεται ο κόσμος πολεμώντας τη μαύρη στάχτη του θανάτου.

Μέλημά σου τα χνάρια της Ποίησης να επιβιώσουν όσο γίνεται μακρύτερα στο μέλλον.

 

Η Λέξη, χώμα και άμμος και σίδερο και ξύλα και αμόνι και σχήμα, προσδιορίζει και κυριολεκτεί στην Ποίηση κυρίως. Μαζί με το ρυθμό, τα όνειρα, τα πάθη και τις ουτοπίες.

 

Μη φοβάσαι τις λέξεις· εκείνες να σε φοβούνται· αφού έδωσαν το κρασί στο Ποίημά σου, τελειωμένες (ίσως) είναι.

 

Η ζωή είναι πολύ ισχυρή· κι ο θάνατος το ίδιο (ο αλύγιστος). Ανάμεσά τους συντρίμμια το Ποίημα.

 

Οι αμαρτωλοί ανέκαθεν έγραφαν ποιήματα. Ακόμη και σήμερα.

 

Διπλή η όψη της ανθρώπινης φύσης, καλό – κακό, άσπρο – μαύρο κι ανάμεσά τους οι αβυσσαλέες διαβαθμίσεις, ο «φονιάς Καραβάτζιο, ο ατίθασος Τιντορέττο, ο «παράφρονας» Βαν Γκογκ, οι μπαλάντες του Φρανσουά Βιγιόν, ο μέθυσος Έντγκαρ Άλλαν Πόε, οι αμαρτίες του Σαρλ Μπωντλερ, ο αυτόχειρας Μαγιακόφσκι, ο «αναρχικός» Όσιπ Μαντελστάμ και η απόκοσμη Άννα Αχμάτοβα – στο βάθος καρτερεί η αθωότητα του παιδιού, εκεί καταλήγουν οριστικά.

Τελικά η Ποίηση μπορεί να εκτιμηθεί και ωσάν ανιδιοτελής εργασία εκτός των άλλων κανονικών – φυσιολογικών συμπεριφορών, προσήλωση «ανισόρροπη» μέχρι το τέλος.

 

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ «ΤΕΛΕΙΩΣΗ» ΥΠΑΡΧΕΙ, ΘΑΡΡΕΙΣ, ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

Περιλάλητον το ύψος των κειμένων, πτήσεις – πτώσεις – εκπτώσεις – χαμηλό πέταγμα – ουράνιο, ανάλογα με τη δύναμη των φτερών και τη γλώσσα των Ποιημάτων. Μαζί ο καημός και ο αναστεναγμός τους.

 

Σε ποια πέτρα αλυσοδεμένος, ποίος ο γύπας που τρώει το συκώτι του – βαθιά η επιθυμία του να λευτερωθεί και να κατέβει από κει βοηθώντας τους ανθρώπους, απλά.

 

Τι το φίλιο και τι το αντίπαλο· τι γνωρίζεις και τι δεν γνωρίζεις· τι είναι Ποίηση και τι δεν είναι – πάλι από την αρχή του πάθους στη θνητή πορεία.

 

Ποτάμι που τρέχει ή καρφωμένο αστέρι στον ουρανό; Μόνο ζωή, μόνο θάνατος; Τίποτα λαγαρό, ξεκαθαρισμένο κι οριστικό. Το δίκαιο ανήκει στη στιγμή που η απόφαση επιλέγει. Εκεί ψάξε.

 

Ψεύτη κόσμε! Κι όμως ο άνθρωπος πρέπει να πιστέψει στη ζωή, ν’ αγωνιστεί για την όποια (χρονικά) διάρκεια του.

 

Η ζωή πανίσχυρη τραβάει το δρόμο της. Ο σιωπηλός θάνατος, έρποντας, αδιαφορεί ποιον θα πάρει και ποιον θ’ αφήσει.

 

Παραχωρώντας μεγάλο μερίδιο ζωής στο υπάρχον (πανοπτικό, γνωστό πεδίο του θανάτου) προσεγγίζεις το περιλάλητο μέτρο.

 

Κάθε λέξη σημαίνει κάτι· ενίοτε περισσότερα, ανάλογα με τη θέση της στον στίχο.

Αναντικατάστατη. Λίγο να μετακινηθεί γκρεμίστηκε το οικοδόμημα, το Ποίημα θέλω να πω.

 

Στην άκρη ενός χαρτιού ένας Ποιητής κάποτε σημείωνε: «Δώστε μου τρεις λέξεις να σας φτιάξω το καράβι του Κόσμου!.. Τρεις λέξεις μόνο»!..

 

Οι αφιερωμένοι, ταμένοι Ποιητές ισχυρίζονται πως κατάφεραν να γίνουν ένα μουσικό όργανο· όπως κι αν χαϊδέψεις τις χορδές του, εκείνο θα σημάνει Ποίηση.

-          Αν, εσύ, μπορείς να σηκώσεις το άχθος, πάρε το δρόμο.

 

Πάντα η Ποίηση είναι πιο δυνατή από τον Ποιητή. Όσο ταλαντούχος κι αν είναι δεν μπορεί να υποτάξει πλήρως την Ποίηση. Δεν μπορεί, τελικά, να την υπερβεί. Κάτι περισσεύει.

Εκείνη, πολλαπλασιαζόμενη διαρκώς, κρατάει για τους μεταγενέστερους την αναμέτρηση. Την ίδια αναμέτρηση με τους προηγούμενους «μαχητές» και με τα ίδια αποτελέσματα. Γράφεται, θαρρείς, για το πριν και το μετά. Άχρονη – και όμως παρούσα.

[αποσπασματικές επιλογές στοχασμών Μάρκου Μέσκου από το βιβλίο του ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ, εκδόσεις Κίχλη 2015]

 

ΜΠΑΝΤΖΟ ή ΜΠΑΛΑΛΑΪΚΑ, ΛΥΡΑ ή ΣΑΛΠΙΓΚΑ ή ΠΕΝΘΙΜΟ ΚΛΑΡΙΝΟ – ΔΙΑΛΕΞΕ!.. ΜΑ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΩΝ ΤΥΜΠΑΝΩΝ ΤΟ ΥΠΟΧΘΟΝΙΟ ΒΟΥΗΤΟ

 (αποσπάσματα από τη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ, Κίχλη 2015)  

Κυρίως ο ρυθμός στο Ποίημα. Α, ο ρυθμός και η μουσική του, πόσους δεν ταλάνισαν!.. Από καταβολής των γραφών, έπος – ωδές – ελεγείες –μπαλάντες – ρίμες αδελφές της μνήμης – αποσπάσματα νεωτερικά. Ρήματα και ουσιαστικά, επίθετα κι αντωνυμίες, μετοχές και μακρινά απαρέμφατα, η Γλώσσα, που ζητάει απελπισμένα την Επικοινωνία, με όλα τα μόρια και όλα τα λάβαρά της όταν κυριολεκτούν ολοκληρώνοντας τις συγγραφικές προθέσεις. Και ο Λόγος οδεύει, ελπίζω, στο άγνωστο μέλλον πανίσχυρος.

 

Ο Ρυθμός, το ρίγος κρατάει όρθιο το Ποίημα· δεν καταρρέει. Ο κάθετος άξονας του Ποιήματος, ανάλογα με το τέμπο που ο Δημιουργός προσδίδει στο κεντρικό του θέμα, χαρακτηρίζει και το αποτέλεσμά του.

 

Μεγαλόσχημα εμβατήρια, παράτες, φανφαρόνικοι ρυθμοί (της χαράς τάχα), υπάρχουν όλα αυτά, όμως μην τα ζηλέψεις.

Υπάρχει και η χαμηλή φωτιά που καίει μέσα στη στάχτη ασταμάτητα – προς τα δω η εκτίμησή μου!

 

Κατ’ επανάληψη εμφανίζεται ο ισχυρισμός του ψεύδους στην Ποίηση· μεγάλη η πλάνη θαρρώ,, καθώς η Ποίηση δεν φοβήθηκε ποτέ την Αλήθεια προσποιούμενη. Και στα πιο μαύρα χρόνια η Ποίηση, δεν φοβάται την Αλήθεια.

 

Δεν είναι λίγες φορές που υστεροφημία και ποιητής ανταμώνουν. Της μετριοφροσύνης και της σεμνότητας η απουσία γίνεται αιτία να προβάλει η πλανεύτρα, μακράν της γωνίας του χαρτιού και του μολυβιού, η μάγισσα υστεροφημία – η άχρηστη!

 

Μεθυσμένος, βαδίζοντας στα χνάρια του μυστηρίου, μια ζωή με τα σκοτάδια παλεύεις.

 

Πλήθος τα φαντάσματα, ζωντανοί νεκροί θα ’ρχονται πυκνά στα όνειρά σου· χαμένος στα τρίστρατα της νύχτας, στη νύχτα την πεθαμένη το άρρητο μυστικό.

 

Ίσως γκρεμίζοντας τις όποιες βεβαιότητες πλησιάζεις την απαράμιλλη αίσθηση του Μέτρου· που ολομόναχος τότε ανακαλύπτεις.

 

Αν κάνεις προσευχές προτού πλαγιάσεις, βαθιά θυμήσου και τα ονόματα των Ανωνύμων Αγίων Ανθρώπων.

 

ΣΑΝ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:   Το Ποίημα η απόλυτη ελευθερία

 

ΕΔΩ, ΚΑΘΕ ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΑΛΕΚΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΑ…

Εάν το ασκημένο ένστικτο είναι πάντοτε παρόν σαν αυτονόητη έξη στον Δημιουργό, που χρόνια δοκιμάζεται στα βάσανα των Γραφών, μεγάλα τα φτερουγίσματα της Ποίησης στον αέρα!.. Μια πάνω μια κάτω· μια λευκό μια μαύρο.    Το λευκό Έρωτας είναι, το σοβαρό παιχνίδι της Ειρήνης επίσης, η Ελευθερία, τα ιδανικά των οραμάτων, τα όνειρα, η Μνήμη.   Το μαύρο είναι το χρώμα της αβύσσου, το κακό της σύμπτωσης, ο σκοταδισμός και η παρακμή των ελπίδων, ο Άδης με τον Πλούτωνα, τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, η Λήθη.   Εδώ, η κάθε λέξη της άλεκτης γλώσσας είναι μια νέα ιστορία [από τη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ, εκδόσεις Κίχλη 2015

Δευτέρα, 23 Αυγούστου 2021

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ