Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

ΜΕΣΑ ΣΕ ΔΑΚΡΥΑ ΚΑΙ ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΩΡΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ…

 

Είδα όνειρο ήμουν ξυλοκόπος απόστασα

και βγαίνοντας από το δάσος ένα δένδρο μοναχό στο φως

το κόβεις με τη σειρά του το λησμονάς

εκεί που έγειρα στη ρίζα του με πήρε ο ύπνος

βλέπω πάλι όνειρο το τσεκούρι μου   γινόταν φίδι τύλιγε το δένδρο απ’ το κορμό του χώθηκε στα φύλλα

τότε κείνο άνθισε με σκέπαζαν τ’ άνθη του

ο ίσκιος του δροσιά   γυναίκας που ν’ αγκάλιαζε με ξαναγύριζε στην πρώτη μου ζωή

πρόσωπο δεν έβλεπα μόνο το γιασεμί στα σκοτεινά μαλλιά της βάθαινα

μέσα σε δάκρυα και φιλιά και μπαίνοντας στη νύχτα τώρα του ονείρου

ήταν  καράβι το δένδρο κι άλμπουρο το τσεκούρι

κι επάνω του δεμένοι με το φίδι για σκοινί

εγώ με τη γυναίκα να μας κόβει ο άνεμος γυμνούς

καθώς η πελώρια πλώρη   έστριβε αργά προς το μεγάλο σκοτάδι.

 (Ο ΕΡΩΤΑΣ   από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 – 2008, Κίχλη 2017)  

Αν ότι λέμε ποίηση δεν είναι μόνο και τόσο το άθροισμα των εκατομμυρίων ποιημάτων που γράφτηκαν πάνω στη γη, αλλά προπάντων ο ρυθμός που συνέχει τον μέσα και τον έξω κόσμο, τότε η τύχη του ποιήματος εξαρτάται από το κατά πόσον αναπολεί και ανακαλεί αυτόν τον κρυφό ρυθμό, που κάποτε γίνεται και ονειρικός εφιάλτης.

Ας πούμε λοιπόν πως κάθε ποίημα είναι ένα βέλος μοναχικό

που σκοπεύει το ρυθμικό κέντρο του κόσμου και φαντάζεται πως είναι και το μοναδικό, σημάδι και σύμβολο, εκείνης της κρυμμένης ποίησης. Αν καθ’ οδόν πολλαπλασιάζεται, τούτο συμβαίνει γιατί ο ποιητής αισθάνεται πως η βολή κάπως και κάπου αστόχησε, και ξαναδοκιμάζει...

«Τα Αντικλείδια» του Παυλόπουλου πρέπει πρώτα να ακουστούν ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος. Είναι η εικόνα ενός δίδυμου κυκλικού δρόμου: του κυνηγημένου και του κυνηγού, όπου όμως από ένα σημείο και πέρα δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος είναι ποιος. Όπως ακριβώς στο όνειρο, δεν ξέρεις ποιος κυνηγάει ποιον: ο ποιητής το ποίημα ή το ποίημα τον ποιητή

Αυτό είναι το σχόλιο του Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗ για ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΛΕΙΔΙΑ της ποίησης του Γιώργη  Παυλόπουλου, που είναι ένα μύθος για την Ποίηση και αφηγείται αριστοτεχνικά μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να παραβιαστεί η ανοιχτή έτσι κι αλλιώς πόρτα της. Το τελικό αποτέλεσμα είναι που μετράει: με αυτό τον τρόπο, από τότε που υπάρχει ο κόσμος, γράφτηκε ένας ατέλειωτος αριθμός ποιημάτων, δηλαδή μια ολόκληρη αρμαθιά αντικλείδια που κάνουν για λίγο να φαίνεται εφικτή η είσοδος στο μαγικό κόσμο της Ποίησης:    

 


Και άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή:

1.   Ο ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ, Είχαν περάσει τα χρόνια…

2.    ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ, Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους

3.   Ο ΠΟΙΗΤΗΣ και το ΦΕΓΓΑΡΙ, Κοιμάται και το φεγγάρι τον κατέχει

4.   Η ΔΟΚΙΜΗ, Απάνω ετοίμαζαν το τραπέζι του γάμου…

5.   Η ΣΚΟΝΗ, Αν σταθείς για λίγο και γυρίσεις να κοιτάξεις…

6.   ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΟΝΕΙΡΟΥ, Ήταν βράδυ την Άνοιξη…

7.   ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ και ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ, Σαν έκλεινε το μουσείο αργά τη νύχτα…

8.   Η ΜΥΓΑ, Η θάλασσα είχε κρεμαστεί απ’ τον ουρανό… και

9.   Η ΔΑΜΑΛΑ, Μια νύχτα την άνοιξε ξέκοβε απ’ το κοπάδι

 

 

 

Ο ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΑΦΤΗΣ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Είχαν περάσει τα χρόνια.

Καθόταν ακόμη μονάχος μέσα στο σπίτι

κοιτάζοντας κατά τον τοίχο, εκεί που κρεμόταν μια εικόνα.

Κάτι σαν καράβι, δεν μπορούσε πια να θυμηθεί

μήτε να ξεχωρίσει τι παράσταινε.

Ήταν σκοτεινά στην κάμαρα και δεν υπάρχει καμιά εικόνα

είπε.

Αυτή που βλέπεις ίσως την φτιάχνεις χρόνια με το μυαλό σου

στο μόνιμο γκρίζο που προετοιμάζει τα όνειρα.

 

Έπειτα σηκώθηκε ήσυχα κι άναψε το φως.

Είδε τότε στο ίδιο μέρος του τοίχου

να κρέμεται ο σπασμένος καθρέφτης της νιότης του.

Μέσα από τη χρυσή παγωμένη φωτιά έβγαινε μια γυναίκα

γυμνή με το σκοτάδι της κι αυτός χαμήλωσε τα μάτια

μήπως φανερωθεί ο πόθος του.

Μα εκείνη τον ένιωσε  κι άρχισε να γελάει ξεδιάντροπα

γυρεύοντας πρόστυχες αφορμές για να τον διεγείρει.

Ώσπου οργίστηκε και χώνοντας τα δάχτυλά του στα μαλλιά της

της έβγαλε τις φουρκέτες κι εκείνα χύθηκαν λυμένα.

 

Έτρεμε τώρα σύγκορμη κι από τη φοβισμένη όψη της

πέρασε γρήγορα και χάθηκε ένα μικρό ιστιοφόρο με τ’ όνομα του μαγαζιού

εκεί που σμίγανε κάποτε με τόση αγάπη.

Με τόση αγάπη.  Κι ήταν η εικόνα που πάλευε να θυμηθεί…

Και ξαφνικά τη γνώρισε.

Και της είπε: «γιατί».

Και του ψιθύρισε πικρά «το ξέρεις, μη ρωτάς».

Και σήκωσε για τελευταία φορά το χέρι της να του δείξει

τον σπασμένο καθρέφτη της νιότης του

 

ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ

Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν
τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.
Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.
Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.
Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τι απογίναν οι μαστόροι.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΔΙΑ 1989]

 

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ και το ΦΕΓΓΑΡΙ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Κοιμάται και το φεγγάρι τον κατέχει

 

Είναι ο δρόμος μέσα στο φεγγάρι

ένα σακούλι κόκαλα και τ’ άλογο.

Είναι το τούλι της αγάπης του

η σάρκα της ο άμμος και η ερημιά.

Είναι το λασπωμένο πρόσωπο της Άρτεμης

κι ο Αλφειός κατεβαίνοντας ανάμεσα στ’ αηδόνια.

Είναι το φοβερό φαράγγι που κανείς δεν το πέρασε.

Είναι το άχερο του Χρόνου που πέφτει αιώνια

στη θάλασσα της λησμονιάς. Είναι το αναπότρεπτο:

η τελευταία φορά που θα ιδείς το φεγγάρι χωρίς να το ξέρεις.

 

Και βέβαια δεν είναι τίποτα απ’ όλα αυτά.

Είναι μονάχα το Ποίημα που πέρασε στον ύπνο του

και μάταια θα παλεύει να το θυμηθεί μετά 

κι όταν ακόμη θα έχει φτάσει στη γραφή αυτή.

 

Η ΔΟΚΙΜΗ

Απάνω ετοίμαζα το τραπέζι του γάμου

κι εγώ με τη μικρή αδελφή της νύφης

κατεβήκαμε στο κατώγι να φέρουμε τυρί.

Άνοιξε το βαρέλι κι έχωσα το δάχτυλο

στη μυρωδάτη φέτα.

Κι όπως το έβγαλα βουτηγμένο στην άρμη

εκείνη μου το πήρε και το ’βαλε στο στόμα της

να δοκιμάσει πρώτη

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΔΙΑ 1989]

 

 

Η ΣΚΟΝΗ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Αν κοιτάξεις

αν σταθείς για λίγο

και γυρίσεις και κοιτάξεις

θα ιδείς τον άνθρωπο που έρχεται

μέσα στη σκόνη.

Χαμένος ο δρόμος μέσα στη σκόνη

κι ο άνθρωπος να έρχεται ολοένα

άσπρος απ’ τη σκόνη

άσπρα τα μαλλιά

άσπρο το πρόσωπο

άσπρα τα ρούχα.

 

Αν μπορέσεις να σταθείς

και γυρίσεις πίσω να κοιτάξεις

και κοιτάξεις καλά

θα ιδείς έναν ίσκιο από σκόνη

που βαδίζει και δεν βαδίζει

που έρχεται και δεν έρχεται

Θα ιδείς τη σκόνη να χορεύει

γύρω από έναν ίσκιο

σκόνη που γίνεται ίσκιος

και ίσκιος που γίνεται σκόνη

και δεν μπορεί να πάρει

το σχήμα του ανθρώπου

γιατί ο άνθρωπος είναι σκόνη

σκόνη τα μαλλιά

σκόνη το πρόσωπο

σκόνη τα ρούχα.

 

Αν έχεις μάτια να κοιτάξεις

και γυρίσεις

και μπορέσεις να ιδείς

τίποτα δεν θα ιδείς.

Δεν υπάρχει δρόμος

μήτε άνθρωπος

μήτε ίσκιος κανένας.

Μονάχα σκόνη

σκόνη

σκόνη

και τίποτ’ άλλο.

 

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΟΝΕΙΡΟΥ

Ήταν βράδυ την Άνοιξη. Μπήκε από την πόρτα του κήπου,

στο πίσω μέρος του σπιτιού και στάθηκε κοντά στη στέρνα.

 

Καθόμουν στο παράθυρό μου που του φώτιζε τώρα το πρόσωπο.

Εκείνος γύριζε τα μάτια του όπως οι τυφλοί κατά το μέρος μου.

Αμίλητος.

 

Παράξενο, είπα, πώς βρέθηκε ο Πρίγκιπας εδώ, πεθαμένος τόσον καιρό.

Και μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια.

Όμως κατάλαβα πως ασυναίσθητα, καθώς τον παρακολουθούσα,

άρχισα να προσέχω τις λεπτομέρειες του ονείρου μου.

 

Πρόσεχα λ.χ. το φωτισμό, τους ίσκιους πάνω στα άνθη,

το μαύρο ακίνητο νερό της στέρνας ή το πρόσωπο του νεκρού που επαράσταινε το θάνατό του,

εκφράζοντας κατά βάθος ένα και μόνο, το δικό μου πρόσωπο.

 

Είχα τάχα κάποια προσωπική ευθύνη για την ποιότητα των σκηνών

που είναι ανεπανάληπτες, κλειστές, χωρίς ν’ αφήνουν περιθώρια για επεξεργασία.

 

Στο διάβολο είπα.

Ο Πρίγκιπας ήρθε να σε δει περνώντας τόσα χώματα, τόσα σκοτάδια

κι εσύ χάνεσαι όπως πάντα με τα αισθητικά και τα παρόμοια.

 

Ίσως πάλι είπα – κι άσε τους συναισθηματισμούς –

ίσως μια τέτοια αγρύπνια  να υποδηλώνει κάτι απ’ τις χαμένες δυνατότητες ενός ανθρώπου προσηλωμένου στην τέχνη,

που μόνο μέσα στον ύπνο βρίσκει χρόνο και ψυχή να δουλέψει τ’ ανύπαρχτα έργα του!..

 [από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΔΙΑ 1989]

 

 

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ και ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Σαν έκλεινε το μουσείο

αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια

κατέβαινε απ’ το αέτωμα.

Κουρασμένη απ’ τους τουρίστες

έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά

ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη

χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.

Η ομορφιά της ήταν για πάντα

σταματημένη  μες στο χρόνο.

 

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί

σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.

Ερχόταν πίσω της αθόρυβα

της άρπαζε τη μέση και το στήθος

και μαγκώνοντας τα λαγόνια της

με το ένα του πόδι

έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα

στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

 

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε

κάθε φορά που της ριχνόταν.

Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.

Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας

με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του

και καθώς χανόταν όλη

μες στην αρπάγη του κορμιού του

τον ένιωθε να μεταμορφώνεται

σιγά – σιγά σε κένταυρο.

 

Τώρα η αλογίσια οπλή του

την πόναγε  κάπου εκεί

γλυκά στο κόκαλο

και τον ονειρευότανε παραδομένη

ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του

να τη λαξεύει ακόμη.

 

Η ΜΥΓΑ

Η θάλασσα είχε κρεμαστεί από τον ουρανό

ξεκόλλαγαν τα σπλάχνα της

δάση νερού κατέβαιναν

φανήκανε από μέσα οι πνιγμένοι

πανάρχαια ναυάγια σκελετοί και ψάρια.

Της έφευγαν τα σάλια

κι από τα πεθαμένα σπάραχνα

βγαίνανε βόθροι και πετρέλαια.

Ήταν όλη μια μαύρη πελώρια μύξα.

Μονάχα στο βάραθρο του χυμένου ματιού της

σα να κυμάτιζαν ακόμη κήποι σκοτεινοί.

 

Ο άνθρωπος που πάλευε στο σπίτι του

να θυμηθεί ποιος είναι

είδε τότε να κάθεται μια μύγα

πάνω στο πτώμα της θάλασσας

«Μια μύγα» είπε και θυμήθηκε

 

μια μύγα μια μύγα μια ΜΥΓΑ

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΔΙΑ 1989]

 

 

ΛΕΝΕ ΠΩΣ Ο ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΓΕ ΑΥΛΑΚΙ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ…

(κι ο ταύρος έβλεπε γυμνή τη γυναίκα μέσα στο χάλκωμα του φεγγαριού…)

… Μια νύχτα την άνοιξη ξέκοβε απ’ το κοπάδι   και με λουλούδια στα κέρατα έπεφτε στη θάλασσα.   Όλη τη νύχτα κολύμπαγε   και τα χαράματα τρέμοντας   έβγαινε πέρα στους άμμους και στα πεύκα   κι έσμιγε μ’ έναν ταύρο!..  Λένε πως ο πόθος της άνοιγε αυλάκι στο φεγγάρι   κι ο ταύρος έβλεπε γυμνή τη γυναίκα μέσα στο χάλκωμα του φεγγαριού   και την περίμενε πλάι στο κύμα   με τα ρουθούνια του να στάζουν.   Λένε ακόμη πως ήταν μια συνεπαρμένη   μια καλόγρια από το μοναστήρι στα Στροφάδια!..  που μεταμορφώνονταν σε δαμάλα.    Αν περάσεις από κείνα τα μέρη   στους άμμους ανάμεσα και στα πεύκα   υπάρχει ένα σκίσιμο   κι ο τόπος πάντα εκεί νοτίζει   κι αυτό είναι θα σου ειπούν    της Καλόγριας το Αυλάκι!..    [Η ΔΑΜΑΛΑ από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989]  

Παρασκευή, 31 Δεκεμβρίου 2021

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

ΛΥΠΗΘΕΙΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ… (… που τα μάτια του είναι παλαιά πολυβολεία και η καρδιά του ταριχευτήριο πουλιών…)

 

Ξυπνάει και κοιτάζει το σπίτι του.

Τα τετραγωνικά του λίγα,   τα έπιπλα με την αξιοπρέπεια ρυθμισμένα, της ανάγκης.

Τα ρούχα του, τα σακάκια του μετρημένα το ίδιο.

Το παντελόνι μεταξύ ατημελησίας και διαφαινόμενης φθοράς.

Τα παπούτσια επίσης, γεμάτα γαζιά, που η τέχνη του μάστορα επιμελώς έχει «κρύψει»,

ενώ τα πόδια του ανυπεράσπιστα, μαλακά

καθώς φοράει τις κάλτσες του θυμίζουν πως δεν ήταν

και για πολύ μεγάλα, εν τέλει, στη ζωή πράγματα.

Ύστερα φτιάχνει τον καφέ του.

Φέρνει δυο μαραμένα φρούτα, λίγο μέλι και θυμάται,

ώσπου έτσι φτάνει πια σιγά – σιγά μεσημέρι,

τρώει, πλαγιάζει και σηκώνεται κατά τις επτά.

Συνήθως – και ύπουλα – τον διαβρώνει την ώρα εκείνη ένα υφέρπον παράπονο

και ένα τζάμι θαμπό, το δάκρυ στα μάτια, του κόβει τον κόσμο στα δυο.

 

Κάπως έτσι λοιπόν το βράδυ

το αίμα μπουκάρει μέσα στο σκάφος – στο κρανίο του

θα τα βρέξει όλα, θα τα γεμίσει και θα πεθάνει!.. 

ΙΙ

Πελεκάει τα συναισθήματα μέσα του σαν τον ξυλοκόπο

που βγάζει κόβοντας κούτσουρα το ψωμί του.

Κλείνει τα μάτια και ακούει φωνές, περίεργες φωνές.

Πρόσωπα παίρνει, στη θύμησή του, η λαίλαπα και τα κάνει αγέρα.

Δύσκολα μιλάει, αλλά δεν  στεναχωριέται 

γιατί ξέρει ότι η σιωπή   είναι η αδικημένη αδελφή της ομιλίας

που κάποτε θα βρει το δίκιο της.

Είναι το ρολόι το χρόνια χαλασμένο, δημόσιου χώρου,

που χτυπά μόνο όταν βλέπει ανθρώπους δικούς του.

Η μνήμη του είναι επίμονη   όπως μια γάτα που ψάχνει ασταμάτητα τα μωρά της

μέσα στη σβησμένη από μέρες φωτιά.

Η ψυχή του ζώο που βόσκει σε τάφο.

Κάποτε ήταν μαζί με τους άλλους, τους πολλούς,

πλην όμως χωρίς ποτέ να το καταλάβει κανείς 

πήγε απέναντι και από τότε παραμένει απών·

όσο απών όμως παραμένει  αυτός που τρέχει σε στιγμές χαράς

για να μας βγάλει μια φωτογραφία.

Πότε η πίκρα τον κυριεύει και πότε ο πόνος

σαν δυο παιδάκια ορφανά που αλλάζουν χέρι

στο καλάθι με τα φρούτα όταν κουράζονται  και ακατάπαυστα συνεχίζουν. 

 

Λυπηθείτε αυτό τον άνθρωπο που τα μάτια του είναι

παλαιά πολυβολεία και η καρδιά του ταριχευτήριο πουλιών!..

[ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ ΧΩΡΟΣ από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ, εκδόσεις Κέδρος 2010 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή]

 


ΣΚΥΛΕ

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ 2010)

Σκύλε που πας πίσω από το άλογο

και σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.

Οδηγείς μέσα από την πάχνη νομάδες

που αθόρυβα σε εμπιστεύονται.

Ιδού, μαζί περπατάτε,

σας βλέπω στα βάθη της πεδιάδας, ατμώδεις,

έτσι πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.

Σκύλε, είσαι αμέριμνος,

πλην όμως οσμίζεσαι το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.

Σκύλε, κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.

Είσαι αδελφός, πλην όμως ασθμαίνεις σαν πατέρας.

Το σούρουπο απ’ το ρύγχος σου κατεβαίνει

κι απ’ τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν, παλιάς πυρκαγιάς.

Στέλνεις τη φωνή σου στο υπερπέραν

και ύστερα έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.

 

Σκύλε που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.

 

ΜΙΛΑΕΙ ΕΝΑΣ ΛΗΣΤΗΣ

Κουράστηκα πια στα υψίπεδα

και θέλω χαμηλά να κατέβω,

το χέρι μιας γήινης να φιλήσω Μαρίας

που ισιώνει στον κήπο τον κισσό

και φτιάχνει, στη μάντρα δίπλα, τη μαρμελάδα.

 

Κουράστηκα, σας λέω, κουράστηκα,

η νύχτα όλο και πιο πολύ με πληγώνει

και ο πυρετός ακάθεκτος,

όπως ο εχθρός τα διαλυμένα φυλάκια, με καταλαμβάνει.

 

Πήρε απόγευμα κιόλας

και τα χωριά, τα πράσινα ολόδροσα χωράφια

πέρα μακριά στον κάμπο κοιτάζω.

 

Πήρε απόγευμα και πάει ήδη προς το βράδυ.

 

Ο θάνατος στους σκουριασμένους νερόμυλους πλέκεται,

τα πουλιά φεύγουν, χάνονται,

και τους τρελούς μέσα βαθιά στ’ αυτιά τους

σκυλιά τους κυνηγούν,

σκυλιά τους κυνηγούν και καμπάνες.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ, Κέδρος 2010]

 

ΑΕΝΑΗ ΕΝΑΛΛΑΓΗ

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ 2010)

-Ι-

Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.

 

Ίσκιος το μαβί μας τύλιγε στους δρόμους το Μάρτη

ενώ λαούτο έπαιζε ο μικρός καθολικός στις γωνίες το Πάσχα

και τα μάτια του ήσαν πιο κόκκινα

και από τη θρησκεία, τα μάτια του ήσαν.

 

Οστά στο νεκροταφείο που τα ’βγαλε η πλημμύρα

κι ο ανθοπώλης «τον νεκρό δεν γνωρίζω,

πλην όμως σέβομαι το πένθος»,

στον περίβολο συνέχιζε τον Απρίλη μονάχος να λέει.

 

«Ένα χρώμα έχετε στο δέρμα

που πάνω του σκοντάφτει το βράδυ, ω γέροι,

και στο πρόσωπο ένα τέλος πολέμου

φωνούλες ακούγονται στα στήθια σας

παιδιών ονείρων πνιγμένων

και στο σύθαμπο του ορίζοντα πέρα μακριά

νοσταλγικές φέγγουν αχνά

φωτογραφίες μέσα στα μάτια σας, παλαιών νεόνυμφων»,

έπαιζε το ξεχασμένο, το Μάη, στο πιάνο κοριτσάκι,

ενώ μυτερά της νεαρής τσιγγάνας τα στήθη

σαν τσαντίρια υψώνονταν τον Ιούλιο

και στα χείλη του αιδοίου της ένα λαϊκό,

χορεύοντας, στηνότανε πανηγύρι.

 

Οράματα αιωρούμενα τον Αύγουστο στον αέρα,

είτε «πενήντα χρόνια γιατί είμαι μόνος πίνω,

και γυρίζω τα βράδια στα μπαρ και βγαίνω απ’ τις ταβέρνες

και τραγουδάω σε όσες μου φαίνεται πως αγαπάω κοπέλες,

και φέγγε μου για τούτο, συκώτι, σε παρακαλώ,

στον ουρανό το μαύρο φέγγε μου,

της πυρκαγιάς μου εσύ γαλακτερό,

της πυρκαγιάς μου εσύ γαλακτερό φεγγάρι»,

έψαλλε στο δρόμο ο τρελός, το Νοέμβρη, ο πότης.

 

Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.

 

Καράβια μες στην ομίχλη το φθινόπωρο πνιγμένα,

άχυρο κίτρινο καλοκαιριού βλέμμα,

ακινησία σκιερή Απριλίου

και γυάλινη, γυάλινη θλίψη Μαΐου

που μόνο εγώ λιαζόμουν στου κήπου τη μάντρα το απόγευμα,

μόνο εγώ και τα φίδια

-ΙΙ-

Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.

 

Δεν είχαν τέλος, θυμάμαι,

εκείνα τα Χριστούγεννα το Δεκέμβρη·

έλαμπε η κοκάλα της γίδας στο πιάτο μου,

έκλαιγα κι εγώ, δάκρυζε και το πεθαμένο,

μου φαινόταν, το ζώο.

 

Ολοφώτεινο ταξίδευε το μανάβικο

με τα ωραία του κόκκινα φρούτα

και ο πωλητής εραστής επίδοξος των γυναικών

μιαν απειλή ενικού σαν τις έβλεπε τον Ιούλιο,

μιαν απειλή ενικού πίσω απ’ τα χείλη κρατούσε.

 

Το μεγάλο έπεφτε του χειρουργείου το φως

για την αφαίρεση γεννητικών οργάνων από κορίτσι μικρό

και τρόμαζαν οι κρυφοί σπασμοί

των οργασμών που δεν έγιναν

ενώ όλα μέσα στη μήτρα καθαρά και επιπλέοντα ήσαν,

σαν τη λεκάνη με το νερό και την πετσέτα

που μπροστά έφεραν κάποτε στον Πιλάτο

και τα χέρια του έπλυνε λίγο πριν το φόνο,

τα χέρια του έπλυνε, τη μέρα εκείνη του Απρίλη, τη Μεγάλη.

 

Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.

 

Άγγελοι προπονούσαν τα φτερά τους

με ασκήσεις ελαφρές στων νησιών τον ύπνο το Μάρτη,

ενώ πέρα, απ’ τα ανοιχτά παράθυρα, μακριά,

με σχήματα ευμετάβλητα

των εφήβων απλωνόταν το σπέρμα στη νάιλον σακούλα

όπως παλιά νομοί στη γεωγραφία, το Μάη.

 

Ναυαγός ο λαγός σε ωκεανούς φτέρης,

εκρήξεις υπόκωφες νταμαριών

και στη σκεπή τ’ ουρανού από πάνω

μαδέρια καρφώναν τον Αύγουστο μαστόροι.

 

Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.

 

Ομίχλη νεκροταφείου, Νοέμβρη, ήλιε, Δεκέμβρη, ασύλου,

ασήμι, Μάρτη, πανέρημου τρούλου ασήμι

και άσπρο νεόκοπου, Ιούλιε,  άσπρο νεόκοπου πάγου

και μυαλό του τρελού ρολόι αλάνθαστο πόλεως,

ρολόι αλάνθαστο πόλεως εξαερουμένης.

-ΙΙΙ-

Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.

 

Του ψύχους την άγρια είδα τη σκοτεινιά το Γενάρη

και του υνιού την ορμή

με βία το πρωί ξεσπιτώνοντας το σκουλήκι

ενώ ιδού, ο άνεμος ακόμη παντού βασιλεύει,

ο πανικός ο μεγάλος  του κεραυνού μέσα στη νύχτα

καθώς τινάζει ο πετεινός το λαιμό στο σκοτάδι

εκσφενδονίζοντας λίρες

κι η αλεπού φοβισμένη το δαγκωμένο πουλάκι

απ’ το στόμα πετά.

 

Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.

 

Χρώμα καφέ του Φλεβάρη,

βροχή στα παράθυρα που επιστρέφει

και μελανί σκοτάδι του δάσους,

κάμπος πνιγμένος στην ομίχλη

εκεί που η καμπάνα το απόγευμα την πλημμύρα σημαίνει.

 

Οποία στιλπνότης κατόπτρου

και σύννεφα ποια στον ουρανό ως γενειάδες Αλή, του Μαρτίου.

Μαδριγάλια του ανέμου ακούγονται στα χειμαδιά

σαν παίρνει το απόγευμα, το βράδυ

και το υδραγωγείο  στα φουσάτα πάνω

έτοιμο είναι και πάλι να λάμψει.

 

Σαν καπνός ο λυρικός της χαρμολύπης ο λόγος

την Πέμπτη αναθρώσκει τη Μεγάλη,

ο μακρινός Ισησούς της ελαιογραφίας είναι

και ο Ιωάννης τη μάνα παρέκει στηρίζει

ενώ κόρη τραγουδώντας το γέροντα λούζει πατέρα της

και η φωνή της, αναιδής ως μέλλουσας πόρνης,

μέχρι εμάς απ’ τα πέρατα φτάνει.

 

Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.

 

Αριθμοδείκτης μαθητού ξύλινος,

που απ’ τα χρώματα θαμπώνομαι,

προτού τα γράμματα μάθω ο Σεπτέμβρης

ενώ την τρέλα, τον Οκτώβρη, έζησα κάποτε

του κινδύνου την υποσχετική

καθώς η ψυχή μας παρά το οξύμωρο τότε αγκαλιά

και ο μικρός που τη σπίθα μέσα του έχει

από κοχλιωτά γύρω φαράγγια μαγεμένος περνά

της λύκαινας είτε του τσακαλιού

την άγρια νικώντας τη μοναξιά.

 

Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο,

στήθος που πάνω του προσέκρουσε κάποτε η αστραπή,

χέρι που τον άνεμο συνέτριψες

και ω θάνατε, αρκούδα, αρκούδα, θηλυκιά,

πράσινε, πράσινε γαλατά.

 

ΠΕΡΙΦΟΡΑ

Ένα νεκρό παιδάκι περιέφεραν στο φέρετρό του.

Το γύριζαν από δρομάκια με κλειστές καπναποθήκες,

με μαγαζιά «γύφτικα», κουρεία και παλιά παντοπωλεία.

 

Ένα νεκρό παιδάκι περιέφεραν

και κανένας στον άλλονε δεν απαντούσε,

στον διπλανό του δεν μιλούσε.

Τα σπίτια λυπημένα έγερναν, σιωπηρά έγερναν,

ο άνεμος χαμηλά σαν κλέφτης, παράνομος,

στους δρόμους απέναντι, απέναντι περνούσε,

και η θάλασσα ανήσυχη,

ανήσυχη μάζευε τα μικρά της, τα κύματά της.

 [από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ, Κέδρος 2010]

 

ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ

(από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ 2010)

Με το χέρι στιβαρό και γενναία καρδιά

αποκαλύπτει τη φθορά απ’ τις φόδρες της.

Ο λόγος της πουλί μαύρο που χέρι απρόβλεπτο

ψάχνοντας για κάτι άλλο το ξεβόλεψε απ’ τη φωλιά του

αψύς και θερμός λόγος, νήπιο κλάμα μωρού

και πρώτο δόντι βγαλμένο παιδιού

σε πετσέτα λευκή βαπτίσεως, κόκκινο ματωμένο.

 

Φωνή λέαινας αλλά και παράπονο γυναίκας

που ξεντύνεται στο άλλο δωμάτιο

ύστερα από ματαίωση πολυπόθητης εξόδου.

ήχοι βημάτων ακαθόριστων, ομιλίες σιωπών, χάσματα κενών

και μπαρούτη λαχανιασμένη σε κοιλώματα βροχής.

Προαίσθημα φόβου ακόμη και φθινόπωρο, θάλασσα,

εξοχή, δάκρυα, παρελθόν, ενάργεια, μοναξιά

και στο βάθος της λίμνης

το δαχτυλίδι της μνήμης να λάμπει.

 

ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ: ΔΑΚΡΥ ΚΡΥΦΟ ΑΠΟ ΠΡΟΣΒΟΛΗ

(… Ανεμόπτερο σε όνειρο γυναίκας… Οι ηττημένοι λύκοι που γυρίζουν στη φωλιά τους…)

Το παιδί που σου αναγγέλλει τη ζημιά τραγουδώντας, για να απαλύνει έτσι το μέγεθος και τη σημασία της.   Το κορίτσι που κάθε βράδυ, γυρνώντας κάπως αργοπορημένο από τον εραστή του, τους έβρισκε όλους να κοιμούνται στο σπίτι, επίτηδες, για να επιτείνουν τις ενοχές του.   Το φεγγάρι που ακολουθεί κατά πόδας το αεροπλάνο ζητώντας, σπαρακτικά, να μπει κι αυτό μέσα.   Το παιδάκι που είναι ταγμένο όταν θα μεγαλώσει κάποτε να σκοτώσει, ενώ κοιμάται αμέριμνο τώρα, πάνω στα καρπούζια.   Τα αμάλλιαγα πουλάκι που πέφτουν από τη φωλιά και, καθώς τα πιάνεις στα χέρια, σου αφήνουν μια αίσθηση σαν να κλείνεις μάτια νεκρού.   Τα παιδιά που τα βλέπεις λυπημένα και ξάφνου λίγο πιο πέρα στήνουν παιχνίδι στη στιγμή, πάνω στη νεκρώσιμη ακολουθία της ίδιας της θείας τους, στο νεκροταφείο.    Ο ληστής που σκοτώνει τη γριά μετανιώνει και αφήνει ως εκ τούτου τα λεφτά στην ψωμιέρα, ώστε έτσι για άλλη μια φορά σε όλο της το μεγαλείο η ματαιότητα αυτού του κόσμου να λάμψει.   Η πυροσβεστική που βλέποντάς την τα παιδιά θαυμάζουν τα νίκελ, το καμπανάκι, το υπέροχο κόκκινο και το μυαλό τους μάλλον ποτέ δεν πάει στη μαυρίλα της πυρκαγιάς.    Το πρώτο φιλί παιδιού στον πατέρα που δεν το θυμάται και ο τελευταίος ασπασμός που θα τον θυμάται για πάντα.    Το κοριτσάκι στην τηλεόραση που, ενώ βομβαρδίστηκαν, συνετρίβησαν όλα, αυτό ασταμάτητα έκλαιγε ζητώντας την κούκλα του.   Τα μάτια των κατάδικων, μεσ’ απ’ τα πλέγματα των παραθύρων, στις κλούβες, έτσι καθώς τους μεταφέρουν από τις φυλακές στα δικαστήρια.   Το παιδί που το αγαπάει κρυφά ο πατέρας του γιατί το έκανε με γυναίκα άλλη.    Το χελιδόνι που κι αυτό δεν ήξερε τι ξέχασε και ανήσυχο πηγαινοερχόταν στη φωλιά, ενώ όλα τ’ άλλα πάνω στα σύρματα έτοιμα ήσαν για πιο θερμά ήδη ν’ αναχωρήσουν μέρη.   Μάτια γυναίκας που κλείνουν, για να σου δείξουν ότι ήρθε η ω΄ρα να τα φιλήσεις.   ΕΠΙΣΗΣ η μουσική που ακούμε μέσα μας ύστερα από δυνατό πένθος και καταλαβαίνουμε έτσι ότι σιγά – σιγά ξαναβγαίνουμε στα ξέφωτα.   Η μακρινή τρυφερότητα του αποχαιρετηστήριου φιλιού γονιών, που περίμεναν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους για να χωρίσουν.   Οι δύο εκείνοι άγνωστοι, όπου κάτω απ’ τη μαρκίζα, συνειδητοποιώντας ότι η ξαφνική μπόρα δεν πρόκειται σύντομα να σταματήσει, άρχισαν δειλά – δειλά να πιάνουν την κουβέντα.   Και η στερνή στιγμή της ζωής μας, τέλος, που καθώς θα φεύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά φίλους και συγγενείς, από τα βουνά ή τη θάλασσα πέρα, κάποιος θα προβάλλει, που όμωως δεν θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι!.. [από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ, εκδόσεις Κέδρος 2010]

Παρασκευή, 17 Δεκεμβρίου 2021

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ