Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΟΣΟΙ ΧΑΘΗΚΑΝ

 (… τώρα που οι αστραπές φέγγουν το πρόσωπό του με αγωνία ρωτούσε…)

 

ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ σελ. 42

Τίποτε να μη βλέπει  -  να φύγει  να φύγει  να φύγει

στη  μονιά του λύκου να κουρνιάσει

μαύρη πέτρα της κατάρας   αθάνατη

 

Αστέρια τ’ ουρανού φύλλα των δένδρων

τώρα στο χώμα λιώνει το φεγγοβόλημά τους

ωχρό αντίο από το Νοτιά  και  τη γριά βροχή

 

δεν τα έσωσαν πριν  μήτε οι φτερούγες των αρχαγγέλων

μήτε τα δάκρυα στ’ ακροκλώναρα 

που στάζουν λαμπυρίζοντας   και  κλαίνε·

 

φύλλα

φύλλα των ίσκιων κι αβασίλευτα αστέρια –

 

αν άνθρωποι φτωχοί αναζητούν το ελάχιστο της καλημέρας

 μόνο τα τρελά όνειρα αποφεύγουν το τέλος

 

ΙΣΗΜΕΡΙΑ   σελ. 36

Σαν αίσθηση διπλό αγέρι ταραχή και πάθος

και προσδοκία ανολοκλήρωτη Αγαπημένη μου άγνωστη

μυστήριο χωρίς προσωπείο φτερούγισμα πουλιού

που προβάλλεις μόνον όταν κινδυνεύω άλλοτε στη λάσπη

κι άλλοτε αναληπτόμενη στον ουρανό!

 

ΑΕΤΟΣ   (σελ. 31)

Κάποτε στη Χώρα   ρώτησαν πολλοί

τι απόμεινε από την Ποίηση

αν υπάρχουν σήμερα Ποιητές…

 

Κανείς δεν έδινε απάντηση·

μια μέρα απρόσμενη   φάνηκε ένα παιδί δεκάχρονο

(είπανε κάποιοι πως είναι γέροντας σοφός

πως άλλαξε την ηλικία του   τα ρούχα  και  την όψη του)

 

Μίλησε λοιπόν το παιδί:

Οι Ποιητές και σήμερα υπάρχουν – τα πουλιά είναι!..

Πουλιά του κάμπου  και  της αετόπετρας

που βλέπουν μακριά πέρα από το ατλάζι  και  τους κεραυνούς

καταδικασμένα ανάμεσα στη βαρβαρότητα να ζουν

σκλάβοι ακούσιοι με σίδερα στα πόδια

στη μιζέρια το σκότος  και  την ντροπή

με τους λωτούς  της Λήθης εκμαυλισμένοι·

 

οι Ποιητές σήμερα χωρίς ακρόνυχα

χωρίς άλογα  και  αγαπημένα

βάλτωσαν στη νοσταλγία του Ύψους!..

 

(Αυτά είπε το παιδί  μα  κανείς δεν το πίστεψε)

 

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΘΑΥΜΑ  (σελ. 54)

Την Ποίηση έχουν ανάγκη  και  η μέρα και η νύχτα

 

Σαλεύουν τα φύλλα στο αεράκι   όπως

μικρό γιαβρί ζητάει τρέμοντας   τροφή από τη μάνα

 

αλίμονο   πόσον άραγε κρατάει το νήπιο ευτυχία;

 

-Καλότυχος εσύ   που αντάμωσες το θαύμα!..

 

στη  συλλογή του Μάρκου Μέσκου

ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ:  Τίτλος που με μια έννοια παραπέμπει στην αφετηρία της πολύχρονης σχολικής μας αγωγής. Φαίνεται πως πρόθεση του ποιητή είναι ν’ αρχίσει εκ νέου τη διερεύνηση και γνώση του γύρω του κόσμου θητεύοντας στην αυτογνωσία, στον εντοπισμό και σχολιασμό των στοιχειωδών συστατικών της ζωής, υπό το πρίσμα των ολοένα μεταβαλλόμενων συνθηκών!.. 

Ο Μάρκος Μέσκος, κουβαλά βέβαια ένα βαρύ φορτίο από μνήμες και γεγονότα.  Έχει όμως την ευφυΐα να απαλύνει τις καταστάσεις που περιγράφει προσφεύγοντας στον ανοιχτό ορίζοντα, στα πουλιά, στα δένδρα, στο χώμα και τα άνθη!.. 

 

Κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του  Μάρκου Μέσκου ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ, εκδόσεις Κίχλη 2015  εφημερεύουν σήμερα στο ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ μου

 

 


Ο ΚΑΠΝΟΣ

(από τη σελ. 32 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου  ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ, Κίχλη 2015)

Γκρίζος καπνός βγαίνει ακόμη πονώντας

από την κορυφή του έρημου σπιτιού

σημάδι  (λένε)  προφητικό καθώς σπαθιά κυπαρίσσια

αδιάκοπα τάχα υποδέχονται τη ρίζα της ημέρας – α,

να ήσαν κοντά τ’ αγαπημένα πρόσωπα τα μπαρουτοκαπνισμένα

που χάθηκαν δίκαια  (λένε)  πολεμώντας στο μέτωπο   της Νύχτας

 

όταν βάρβαρη η γλώσσα του Κακού

μοίρα διπρόσωπη συχνά πλησίαζε το Λίκνο

τον Θυμό που δεν μεγάλωνε ακόμη

και δεν γνώριζε τη φωτιά

στα βήματα του φωτεινού Ήλιου

 

ΤΟ ΧΙΟΝΙ   

Κι εσύ που γέρασες

ενοχές θα ’χεις τύψεις θα σε τυραννούν

 

Κοντή πνοή βήμα μικρό λίγος αέρας μια στάλα νερό

 

θα ’μαστε πιο δυνατοί αν ανταμώσουν τα νερά μας έλεγες

τώρα χαμηλωμένα τα μάτια στον ήλιο    εκεί

ψηλά στους αετούς  και  τα κορφοβούνια  και  στις πλαγιές που λάμπουν

χρυσάφι κι ασήμι ανιδιοτελώς μέρα νύχτα

έτσι να λιώσει επιθυμεί

γιατί αγαπώντας δοξάζει τον κόσμο –

 

φοβισμένο πουλί μέσα στο χιόνι

να πιει τα δάκρυα σου φιλώντας σε    τάχα

λόγια νεκρά   να φυτρώνουν πάλι

 [σελ. 33 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου  ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ  Κίχλη 2015]

 

ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

(σελ. 37 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ Κίχλη 2015)

Μόλις χτες οι ομίχλες σέρνονταν στα πλάγια

και στις κορφές του Χειμώνα·  κρύα

τα κύματα μα λάμπει ο ήλιος σήμερα

με το γλαρόνι ψηλά στον ουρανό που δεν λέει

να κατέβει στον γιαλό της μπουνάτσας –

 

ποτέ του δεν μαρτύρησε

αυτό να παραπαίει εκείνο να τρεκλίζει

και το άλλο που πεθαίνει σιωπηλά·

 

μάτια   φωνή   τραγούδι   χώμα

μέχρι το κόκαλο μαζί

 

ΞΙΝΟΣ ΚΑΡΠΟΣ

Πρέπει να σπείρεις για να θερίσεις

 

Δίφορο το δένδρο δεν έπαψε να γεννά·

 

τη μια στιγμή άνθη λευκά της νύφης

πράσινος καρπός σε λίγο και να

ο πορτοκαλής κύκλος

νεράντζι μεγαλωμένο  στο  παγερό αγέρι της Ελευθερίας

ξινός καρπός του φτωχού

χαρά και τραγούδι απαρατήρητο

των Εποχών μαγικό νανούρισμα - νάνι

[σελ. 39 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου  ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ  Κίχλη 2015]

 

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ ΛΕΟΝΤΑΡΗ

(σελ. 41 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου  ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ 2015)

Οκτώ του Αυγούστου 2014   κατέβηκε στο χώμα.

 

Μεγάλο το κύμα πάφλαζε σκάβοντας το ακρογιάλι

με τον θυμό της καταιγίδας μιλούσε το πέλαγος μα κανείς

δεν εννοούσε·  μήτε ο βαρκάρης χωρικός  μήτε  τα καΐκια

μήτε τα ιστιοφόρα στρίβοντας τον κάβο περήφανα –

κύματα   μηνύματα   μνήματα   θαλασσινά

 

όταν

βοριαδάκι και σήμερα ακόμη

αδιάφορο φυσούσε στη γραμμή των οριζόντων

 

αδιάφορο αν τα χέρια του γεμάτα αστέρια

του πανέμορφου ουρανού

και ροδοπέταλα του Μάη   μαζί του

 

ΕΙΡΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ  («Πάρε μαύρο γιαταγάνι» σ. 44)

Γνώριζε από το πέταγμά του κάθε πουλί

αν ήταν νέο πουλί  ή χρονιάρικο

αν γυρνούσε αγριοπερίστερο από τη βοσκή

αν ήταν «χαμένο»  ή γύριζε σταθερή σκοπιά

πάνω από τη φωλιά του·

 

αν ήταν στη χαρά  ή  λυπημένο   αν…

 

Ο ΛΟΓΟΣ ΓΛΥΤΩΣΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟ

(… μήπως  μπροστά η αγκαλιά του τέλους  

Ουτοπία  ή  Πλάνη  ή  Τραγωδία… συνήθως…)

Είναι λουλούδια θέλουν τον ήλιο  και  τον ίσκιο τους·  και το νερό –

τις νύχτες σκέψου πώς  θα περάσεις  το μαύρο ποτάμι!..

 

Τρυφερό μελτέμι στο μέτωπό τους!..

 

Ο Λόγος γλύτωσε τον κατακλυσμό

μαζί με το πουλί και το κλαρί στο ράμφος  - λένε·

 

ψέλλιζε κατ’ αρχάς γράμματα των συλλαβών

από το μέγα βάθος αναδύονταν ταπεινά

βάδιζε λίγο – λίγο

ξάφνου   σήκωσε το ανάστημα βρήκε τη φωνή του!..

 

Τώρα ακούγεται ο ήχος της νυκτός

χαράματα κοντά στα παιδικά τους βλέφαρα και

στα σοβαρά παιχνίδια του ύπνου

άγρια άλογα περνούν λιβάδια την έρημο διψασμένη

κατάκοπα δύσκολα σπάνε το γόνα τους

 

μα οι σκοτωμένοι πολλοί ανεξιχνίαστοι οι φόνοι

καθώς η οργισμένη φωνή του Λόγου νιογέννητη πάλι

πήρε το Δρόμο θαρρείς ένα τσιγάρο μια τζούρα δρόμος

 

-μήπως μπροστά η αγκαλιά του τέλους

Ουτοπία  ή  Πλάνη  ή Τραγωδία  (συνήθως)

[σελ. 46 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου  ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ  Κίχλη 2015]

 

FADOS*   (το κόκκινο λουλούδι,  τραγούδι της πληγωμένης φάλαινας  - σελ. 48)

Χορός μέρα νύχτα

 

Μνήμη καρφωμένη στο τραγούδι η κραυγή της φάλαινας

 

-κύμα γαλάζιο τρέχεις στους αιώνες

κρωγμοί πουλιών πάνω σου οικογένειες ψαριών στον αφρό

και στ’ άδυτά σου μαύρα σκοτάδια θανάτου κοράλια χρω-

ματα σφουγγάρια και ιχθείς ανάμεσα μύρια μυστήρια

στον πυθμένα όταν αρχίζουν τα Φάδος στερνή πνοή

της φάλαινας και πρώτη στο μοιραίο ταξίδι ταχταρίζουν –

τας το μικρό της και παίζοντας και θρηνώντας μόνη

τώρα μετά το καμάκι της λόγχης και στ’ άγρια σαγόνια

της αλύπητης όρκας το συκώτι του μονάκριβου·

φανταστικός χορός στα κύματα αίμα θανατωμένο στ’ αβυσ-

σαλέα έγκατα τέλος και αρχή του λάλου κύκλου –

 

σχεδία πανί κατάρτι   αέρι κατευόδιο  -  για πού;

*FADOS: Το κόκκινο λουλούδι, τραγούδι της πληγωμένης φάλαινας

 

ΣΤΗΝ ΠΛΑΓΙΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ σ. 49

Άγρια γκορτσιά θυμήθηκες πάλι ν’ ανθίσεις

στην άκρη του δάσους κοντά στο θολό νερό

της λυπημένης τρυγόνας

 

σκόρπια τροφή το φθινόπωρο

κάτω από τα ξερόφυλλα εκεί

το διάλειμμα της αρκούδας πριν πάει στον ύπνο

κέρασμα κάποιων διαβατάρικων πουλιών που δεν

μισεύουν χαρά δική μου καθώς σ’ αντικρίζω στα

όνειρά μου ίσως

πρόωρη επίσκεψη ματαιωμένη πάλι

[από τη συλλογή του Μάρκου Μέσκου  ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ  Κίχλη 2015]

 

ΑΦΑΝΤΑΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΟ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΙΗΜΑ…

… ψαράς να γίνει μαγεύοντας τη θάλασσα υπό

το σεληνόφως την αυγή την ησυχία του καμάτου

με τη μοναδική του βάρκα

σε κάποιο ακρογιάλι του κόσμου  - ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ σελ. 40

 

ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΘΩΣ…

(… έγειρες στον ώμο μου αναζητώντας  και  το άλλο χέρι της αγκαλιάς πάνω στα μαλλιά σου  -  ΤΡΙΣΤΙΧΟ σελ. 47)

ΧΕΙΡΑΨΙΑ (σελ. 43):  Ούτε μπάτης μήτε άμμος ξανθή   φίλιο έρεβος μπροστά  και  Τάρταρα μαύρα τώρα·    πήραμε τη ζωή μας λάθος  μα  δεν αλλάξαμε ζωή   τρελή απόφαση μέχρι να ξημερώσει σαν   τελευταία μέρα γραφής  και  Ποίημα στερνό.   Πλησίον η απόσταση   Κάποιο δειλινό πήραν το δρόμο του δάσους   και χάθηκαν·   φύλλα αγαπημένα κλωνιά κορμοί   νέοι φτερά πουλιών χαρτιά πεταμένα τους σκέπασαν·   Δεν φάνηκε ξανά το πρόσωπό τους  -  ποιος άραγε τους θυμάται;  ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙΣ (σελ. 45):  Υγρή τεράστια επιφάνεια η θάλασσα ποτάμια γίγαντες   μανιασμένα κύματα   νερά   νερά   νερά   ροή σχεδόν παντοτινή   αρμόνιο που συνήθως πονάει   όταν τρέχουν σκυλιά στη γραμμή του ορίζοντα   η τρελή πέστροφα της λίμνης   η φάλαινα του βυθού κάτω   ίσως λόγια φαρμακωμένα   ίσως μέλι στο τζάκι   φέγγος της φωτιάς στα μάτια·   πέλαγος ωκεανός αδέξια λόγια στα χείλια του βρέφους   παιδί της αλφαβήτας τώρα ξεκινώ κι εγώ  -  μόνο ζωντανό το ρολόι στον αιώνιο τοίχο   τικ τακ  τικ τακ  τικ τακ πουλί αναστατωμένο κελαηδεί   γιατί γνωρίζει…    [κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Μάρκου Μέσκου  ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ 2015]

Τρίτη, 30 Ιανουαρίου 2024

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

 (…  ενώ το παρόν στην αμείλικτη τελειώνει σιωπή…)


Ημέρες ρευστές  παραγραφές του αίματος

Οδοφράγματα καθημερινών παρενθέσεων

Ακόρεστος ο καιρός,  άπληστος πριονίζει

Τα παρελθόντα του μέλλοντος θεμέλια

Χειραγωγεί  την εξέγερση των ονείρων

Ρυθμίζει  τη μεταφυσική της γλώσσας

Των πράξεων  την αρχέγονη καταγωγή

 

 Διαγράφοντας το παρελθόν  αγνοούμε το μέλλον

Ενώ το παρόν στην αμείλικτη τελειώνει σιωπή 

 

Ημέρες καθημερινές,  μιας χρήσης,  σωριάζονται!..

 

Θάλασσα  νύχτα  σιωπηλή

Σελήνη  σχισμή απρόσιτη

Σάρκα του έρωτα  Βερενίκη

 

Ήλιος σκαρφάλωνε στα φωτερά σου τα μαλλιά

Στην αγκαλιά σου ανθισμένοι κήποι

Ενδοφλέβια έρρεες στη σκοτεινή μου την καρδιά

Έστω μια σπιθαμή από τα μάτια σου ας μένει

 

Φως παγωμένο φέγγει σαν κρύσταλλο

Τύμπανα χτυπούν στον ιπτάμενο ουρανό

Κοράκια ραμφίζουν στάχτες λυρισμού

Κι η νοσταλγία πάντα της επιστροφής πληγώνει

 

Επί ονείρων τότε  βαδίζω,  επί κυμάτων

Στη σκοτεινή αμίλητη ακτή σκοτοδίνης!..

 [ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΩΝ ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΩΝ  και  ΕΠΙ ΟΝΕΙΡΩΝ, ΕΠΙ ΚΥΜΑΤΩΝ, δυο  ποιήματα από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ 2002   - αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:  ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ Ποιήματα 1958-2010, εκδόσεις Ένεκεν 2016]  

 



 

ΠΟΤΑΜΙ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΗΝΗ 2002)

Μεσ’ από την κάμαρή μου παγωμένο
Μ’ ορμή περνά το φοβερό ποτάμι

Όχι το που καθόταν του Κίτσου η μάνα

Αλλά το άλλο που γυρισμό δεν έχει

 

Φεγγάρι τροχίζει τα σκοτεινά νερά

 

Στην τσακισμένη στέκομαι ακροποταμιά

Χτυπάνε τα δόντια στην ερημιά

Πράξεις ακαταμάχητης αναίρεσης

Ανεκπλήρωτες πράξεις μου μαυρίζουν την καρδιά

Ορμητικά νερά με πνίγουν στις δίνες

 

Αγέρας παίρνει τη φωνή,  τα λόγια σκορπά

Θολό ποτάμι στην παγωνιά κατέβαζε κλαδιά

Σώματα τσακισμένα κατέβαζε γυμνά

Και κατεβάζει τώρα όλες τις ερμηνείες του κόσμου

 

Έκτοτε

Όνειρα μ’ εκβράζουνε στα εδώ χρόνια

Στη σιωπηλή αγριότητα του Σύμπαντος

 

ΕΓΚΑΘΕΙΡΚΤΟΣ

Συνομιλώ με τις ουτοπίες του κόσμου

Και ταξιδεύουν τα μαύρα σύννεφα

Πλούσια απ’ τα δάκρυα των ταπεινωμένων.

 

Στον καινούργιο αιώνα βαρύθυμος προχωρώ

Πάλι την αναγκαιότητα προτείνουν της κτηνωδίας

Άδεια μάτια,  του κέρδους παντού πυρετός

 

Στη σηψαιμία κλειστών ιδεών

Εγκάθειρκτος της ουτοπίας δραπέτης

Ήττες αθροίζω πράξεων,  των ιδεών ήττες

 

Αμείλικτα ερωτήματα,  αχειροποίητες εικόνες

Πώς τώρα να ερμηνέψεις το παρελθόν

Μόνη αλήθεια το αίμα,  η φωνή των ταπεινων

 

Φυσά ο άνεμος μια χούφτα χώμα

Στίχους κρατώ παλιούς,  μνήμες οργής

 

Ποτέ δεν υπήρξα ελεύθερος

 [από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ 2002]

 

ΕΝ ΣΥΓΧΥΣΕΙ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΗΝΗ 2002)

Λέξεις ακυρώνουν μνήμες

Φωνές ακυρώνουν προθέσεις
Χαρτιά ερμηνεύουν χειρονομίες

Φωτογραφίες τεκμήρια αφανίζονται

Πρόσωπα που σβήνουν  και  χάνονται

 

Φράζει κάποτε η μνήμη από παλιές αποθέσεις

Προσχώσεις από νεκρούς που καθυστέρησε ο χρόνος

Πρόσωπα αγαπημένα πρέπει τώρα να σαρωθούν

 

Άνεμος φυσά απ’ τη θάλασσα αλαφιασμένα

Οδυνηρές εγγραφές στις εγκοπές του καιρού

Τίποτα δεν θα ξεχαστεί  κι  όλα μένουν

Αφού υπήρξαν μένουν σε άπειρες εκδοχές

 

Κροταλίζει το φως,  χαμηλώνει ο ορίζοντας

Σε πόσα ερωτήματα μπορούμε ν’ απαντήσουμε

Αφού τίποτε δεν αλλάζει  αν δεν καταργηθεί

 

Εν συγχύσει σας μιλώ ακρωτηριασμένος!..

 

ΕΠΙΒΙΩΣΗ

Χαοτικά άπατρις στην εξορία του φωτός

Στο μεταίχμιο πράξεων τετελεσμένων

Αναγομώσεις λέξεων τώρα αφαιμάξεις γραφών

καθώς καμιά αλήθεια δεν συγκρατεί το μέλλον

Κι ο αγέρας ψυχρός φαρμακερά δονεί την καρδιά μου

 

Με φαντάσματα συνομιλώ,  μια φρεναπάτη αλλοτινών συντρόφων

Δυσοίωνοι ακούγονται τριγμοί,  αρρυθμίας αίματος

Γράφοντας ποιήματα  υπνοβάτης ονείρων

Φράσεις στυγνές,  σπογγώδεις λέξεις,  ρωγμές ήχων

Στην οντολογία της σιωπής  μακρύς βαθύς ο λάκκος

 

Το χέρι σου κρατώ,  πληθαίνουν οι ψευδαισθήσεις!..

 [από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ 2002]

 

ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΗΝΗ 2002)

Έρχονται δεκαοχτούρες και μιλούν

Λυπημένα μιλούν με τ’ ανερμήνευτα μάτια τους

Πρόσωπα έρχονται απ’ το σκοτάδι βαθιά

Να καταθέσουν ζητούν επισωρεύσεις πράξεων

Να ερμηνέψουν ζητούν προσωρινές αλήθειες

Λέξεις αρθρώνουν χωρίς μέλλον φασματικές

 

Πνοή ανέμου στα βαθυπράσινα πεύκα

Επιστρέφει η ηχώ  φωνές πεπερασμένες

Φωνές ποντισμένες στα βάθη της ουτοπίας

 

Σαρώνει τώρα των ονείρων η προστιθέμενη αξία

Ακόμη βαδίζουμε επί πτωμάτων

 

ΕΝΥΠΝΙΟΝ

Ένα φάντασμα πλανιέται τις νύχτες

 

Έκτοτε διανύσαμε συμπαντικά μεγέθη

 

Άστεγοι από καταβολή κόσμου

Στο χάσμα ζήσαμε ιστορίας και ουτοπίας

Στα χρόνια της επαγγελίας δοθήκαμε θεληματικά

Κι είδαμε με γνώση εκείνη να μεταλλάζει σε προδοσία

Καθώς γενιές δαπανήθηκαν λίπασμα της ιστορίας

 

Το μέλλον τώρα στην άνυδρη βουλιάζει έκταση της εποχής

 

Πώς άνθρωποι χωρίς μνήμη θα μας διαδεχθούν

Χρήστες εθισμένοι ηδονών στο τώρα  και  στο πουθενά

Πώς λησμονημένα όλα θα ξεχαστούν στη σιωπή;

 

Παγωμένος φυσά αγέρας  και  τρίζουν τα τζάμια.

[από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ 2002]

 

ΓΡΑΦΩ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΗΝΗ 2002)

Νύχτα γεμάτη σιωπή,  σκοτεινό φως ανερμήνευτο

Καμιά αλήθεια δεν σε διαπερνά

Κι έτσι οι χρησμοί ποτέ δεν τελειώνουν

 

Με λέξεις σφιγμένες στα δόντια γράφω

Για τη διαρπαγή του αίματος  και  των ονείρων

Καθώς καμιά ανάγκη δεν διαρκεί πέρα απ’ την ηδονή

Επιθυμίες αρχέγονες ελπίζουν στη σωτηρία του κόσμου

 

Με χέρια άδεια από δωρεές γράφω

 

Νύχτα γεμάτη σιωπή,  σαρκοβόρο φως ανερμήνευτο

Κάτω απ’ τα δένδρα περπατώ

Και στις φυλλωσιές ψιθυρίζει το άχρονο

Καθώς η λάμψη του φωτός πεπερασμένα ερμηνεύει τη φωνή μου

Στην ατέρμονη με παραδίδει κοινοκτημοσύνη του τίποτε

 

Άσπρες φυσάει λέξεις,  λευκές,  η Σελήνη άγραφες

 

ΕΝ ΕΥΘΕΤΩ ΧΡΟΝΩ

Μαζεύεις τα παλιά χαρτιά,  όλες τις παλιές εγγραφές

Χαρτιά που πάνω της χαράχτηκε μια μόνη λέξη

Μαρτυρίες οδύνης αφόρητης,  ορύγματα των ημερών

Των ημερών που γδέρνοντας το σώμα σου περάσαν

 

Σφραγίζεις τα κιβώτια,  κλειδώνεις το δωμάτιο

Στον υπόνομο ρίχνεις το κλειδί,  όπως εκείνος ο Ποιητής

Τη συνείδηση αφήνεις των εγγραφών   στην εκδοχή τρωκτικών

Στις πολλαπλές ερμηνείες σιωπών κι αφανισμών

 

Εκεί αμνήμονες μετά από χρόνια θα τα διαβάσουν

Ανερμήνευτη θα μένει η εκδοχή της φωνής σου

Θα μένει το αίμα πετρωμένη κηλίδα πυρετικών ονείρων

Κι οι λέξεις ακατανόητες θα σε προδίδουν στον καιρό

 

Βουβά όλα θα ξεχαστούν οδεύοντας στην ανακύκλωση

 [από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ 2002]

 

ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΖΕΙ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΗΝΗ 2002)

Ταχύτατες εικόνες  στα μάτια κωδικοποιούν

Ήχοι πλημμυρίζουν των έσω εκρήξεων

Εισρέουν φωνήεντα ρωγμών,  σκοτεινή ύλη της γλώσσας

Σωματικά τώρα διεκδικεί η σάρκα να διηγηθεί

Με τους δακτυλικούς ρυθμούς του αίματος

Ενώ η μέσα πλευρά του χρόνου καμπύλα χρεοκοπεί

 

Φυλλορροεί η βουή μιας εκκωφαντικής ημέρας

Τι προσδοκάς μες στη ζεστή αποπνικτική νύχτα

Με τον ιδρώτα να διαλύει το μελάνι στις χούφτες

 

Τι προσδοκάς ποιήματα γράφοντας δίχως μετάληψη αποδέκτη

Χρεόγραφα ποιήματα ονείρων απατηλών

 

Σκοτεινιάζει,   σκυλιά ουρλιάζουνε στη νύχτα

 

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

Κλείνω το στόμα,  συγκρατώ εκρήξεις λόγων

Αναγνώστης του μέσα κόσμου παραμένω χρεώστης

Χρησμούς ερμηνεύω σιωπώντας παραληρηματικά

Χωρίς πατρίδα,  χωρίς γλώσσα στη βίαιη καταστολή

Και φθίνει αβυσσαλέα το άχρονο χρονομετρικά

 

Σπουργίτια άδολα,  κοτσύφια ραμφίζουν τον ουρανό

Σχίζουν το μαύρο  και  ρέει  το φως στη σιωπή

 

Καμιά μεταμέλεια για όσα πράξαμε  ή για όσα παραλείψαμε

Για όσα με λέξεις καταδικάσαμε  ή αθωώσαμε  για πάντα

Για όσα παράφορα αγαπήσαμε ή μισήσαμε εξακολουθητικά

Αφού ιστορία παραμένει το συντελεσμένο που δεν ξεγίνεται

 

Νύχτα μεσίστια το πελιδνό φιλούσα στόμα της Σελήνης

 [από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ 2002]

 

ΑΡΓΑ

(από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΗΝΗ 2002)

Ο χρόνος ποτάμι στεγνό κόκαλα ανέκκλητα ασπρίζει

Κι έρχεται πια η Εποχή που όλες τελειώνουν οι θεωρίες

Αφού καμιά λέξη δεν ερμηνεύει τον κόσμο συντριπτικά

 

Στον καιάδα του φωτός  σκοτάδι της σιωπής σαρώνει

Ιστορίες ψυχών  μετράς,  αποτεφρωμένων ονείρων ποιήματα

Αφού καμιά πράξη δεν αλλάζει τον κόσμο οριστικά

 

Αργά καμιά πράξη δεν αλλάζει τον κόσμο οριστικά

 

Αργά στην ιλύ των ημερών   στον εφιάλτη της νύχτας βουλιάζεις

Κι έρχονται κύματα φωνές,  σκοτεινές εξωνημένες φωνές

Μάταια άπληστες  αφού τίποτε σε κανέναν δεν ανήκει

 

Γυμνά βουνά  κι  άδειο γαλάζιο πέρα αβυσσαλέα μακρινά…

 

ΚΑΘΙΖΗΣΗ

Φουσκώνει η θάλασσα στην έλξη του φεγγαριού

Νοτιάς ρίχνει  τ’ άνθη της κερασιάς

Στην άγονη νύχτα μελλοντικών θανάτων

 

Ρινίσματα τραυλίζω λέξεων ταπεινωμένων

Μνήμη φωνής σαν αίτημα δικαιοσύνης

Ερμηνεύει σκοτάδια παρελθόντων χρήσεων

 

Σε σπλάχνα συμπαντικά, στο αίμα γήινων ιδεών

Χέρια φτωχά ανθρώπινα προμαχώντας

Ανακυκλώνουν λέξεις αιώνων ενδοχώρας

 

Βαθαίνει η καθίζηση της νύχτας,  πυκνώνει

Ποτέ καμιά ηδονή δεν ακυρώνει το πένθος

Και ως λέγεται κανένα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ

[από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ 2002]

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

(… έκτοτε όλα τα ποιήματα φτιαγμένα είναι απ’ τις πλάνες μας…)

ΕΝΟΧΟΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ:  Στο φαράγγι των πολυκατιών πεζοπορώ   Εκεί την εκπλήρωση απαριθμώ ανεκπλήρωτων πράξεων   Επαίτης της μνήμης στην παγωνιά της λήθης εντιδικώ   Ένοχος όλων των ονείρων που ερμηνεύουν μόνο τη ζωή  Η φωτιά τώρα της ιστορίας  στάχτες της ουτοπίας σκορπά   Ποια ελευθερία φάρμακο γεννιέται μιας άτολμης ψυχής   Πρόσωπα συντρόφων στους δρόμους του θανάτου  μετρώ   Σκοτάδι  συμπαντικό στην αλληλεγγύη μένω των απελπισμένων   Αλλοπαρμένη φυσά η Σελήνη,  κρύσταλλο αιμορραγεί   Τη σιωπή διεκδικώ,  κομμάτια των σκοτεινών ονείρων   Έκτοτε όλα τα ποιήματα φτιαγμένα είναι  απ’ τις πλάνες μας!..   ΟΝΕΙΡΩΝ ΞΕΦΤΙΔΙΑ:  Στον άνεμο ρίχνω μια χούφτα χώμα   Χαράζει το χέρι λέξεις των θλίψεων   Πως τώρα το χάσμα της σκέψης των ονείρων να γίνει φωνή   Στη διττή της να μετέχει η σάρκα μορφή   Κι οδηγημένη απ’ το χέρι η σιωπή να γίνει γλώσσα   Σούρουπο σταματούν οι δεκαοχτούρες το θρήνο   Ροκανίζουν στο πλατάνι οι κάργες τη μέρα   Ποια λόγια να σου απευθύνω τραυλίζοντας   Ονείρων ξεφτίδια απορρίπτουν τον κόσμο μας   Μ’ εγκαύματα  μ’ εγκαλούν ατέρμονης καταδίκης   Στο ρήγμα του πένθους  βυθίζονται όλα βαθιά,   Κάποτε στου είχα γράψει:   Ο Έρωτας ακυρώνει τη σκοτεινή απώλεια του χρόνου,   Κάποτε σε μιαν άλλη εποχή   Φυσάει νύχτα στα σύννεφα των πεύκων   Πλησιάζει όμως πάντα η θλιβερή μουσική   Ο ασίγαστος μονότονος ήχος των αργυρίων   Ποια δικαιοσύνη ερμηνεύει το αβάσταχτο        [ποιήματα από τη συλλογή του Πρόδρομου Μπάρκογλου ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΥΝΗ 2002 από το συγκεντρωτικό τόμο: ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ Ποιήματα 1958 – 2010, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ]

Δευτέρα, 22 Ιανουαρίου 2024

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΗΜΑΣΤΑΝ ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΕΙΧΑΜΕ ΟΝΕΙΡΑ

 (…ο ουρανός αμίλητος και σταχτής το ίδιο αδιάφορος  και  για τους νικητές  και  για τους νικημένους…)


Η μέρα πέθανε πάνω στις ραχιτικές βρώμικες στέγες.

Πίσω απ’ τα τζάμια, θολά στριμωγμένα πρόσωπα κοιτάζουνε τον κόσμο να βουλιάζει.

Ύστερα είδαμε πως δεν ήταν πρόσωπα

μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος

που σχεδιάζανε πάνω στα τζάμια της πολιτείας   λίγη ζωή.

Κι ύστερα    τίποτα!..

Τα  τελευταία κάρα χάθηκαν στο βάθος του δρόμου

κουβαλώντας πέτρα κι ασβέστη.

Μα όλες τώρα οι πέτρες της γης   δε θα μπορούσαν

ν’ αναστήσουν πια αυτήν την πόλη

που κάθε βράδυ γκρεμίζεται  μες στις παλιές μεγάλες αναμνήσεις της.

 

Μια γριά σήκωσε το αδράχτι της κι έδειξε μακριά την πυρκαγιά

ο καπνός ανέβαινε φιμώνοντας τ’ ουρανού το στόμα

κάποιος σε μια πλατεία φώναζε: αργήσαμε,  αργήσαμε

μα δεν ακουγόταν καλά, γιατί φυσούσε.

 

Ένα σκυλί ολομόναχο στον βραδιασμένο κάμπο.  Βρέχει.

Ακούστηκε μακριά κι ο εσπερινός

σαν ένας θεός που τον ξέχασαν  κι  από το βάθος του χρόνου καλούσε βοήθεια.

Και οι οργανοπαίχτες στις γωνιές των καπηλειών

με τις φτωχές ωχρές κιθάρες σταυρωμένες πάνω στα λιγνά τους χέρια

παρηγορούσανε τη θλίψη  και  την καταφρόνια  και  τη λησμονιά.

 

Κανένας.  Ερημιά.  Μονάχα στους τοίχους των ερημωμένων  δρόμων

τα σημάδια απ’ τις παλιές μας σφαίρες κοιτάζουνε την πόλη σκοτεινά

σαν τα πικρά τρομαγμένα μάτια ενός αδελφού που τον προδώσαμε

στα όπλα…   στα όπλα…

 

Κοιμήσου, δεν είναι τίποτα.  Μονάχα εκείνος ο τρελός λοχίας απ’ τον πόλεμο

που κάθε νύχτα κλαίει  και  φωνάζει απ’ το γειτονικό νοσοκομείο.

Τίποτα,  κοιμήσου!..

Εμείς τελειώσαμε.  Δεν έχει δάκρια πια.  Κλαίνε όσοι στο βάθος ελπίζουν.

Ούτε θάνατο.  Οι νικημένοι δεν μπορούνε να πεθάνουν.

Σαν ένα μαχαίρι που ανοίγει ένα σφηνωμένο φέρετρο

η απελπισία κρατάει τα μάτια τους ανοιχτά

στα όπλα…

 

Θυμάσαι, λοιπόν, καθώς υποχωρούσαμε

ο δρόμος γεμάτος αναποδογυρισμένα φορτηγά, πεταμένους γυλιούς, σπασμένα ντουφέκια

αριστερά, στο λόφο, το γέρικο ξεθωριασμένο νεκροταφείο των αλόγων

οι μεγάλοι σκελετοί σαν τ’ απογυμνωμένα πλευρά των παλιών συντριμμένων καραβιών

θυμίζοντάς μας την πικρή μοίρα των πραγμάτων

που την έκανε ακόμα πιο πικρή

εκείνη τη τρυφερή ανάμνηση απ’ τους ταρσανάδες του νησιού μας

-τότε που ήμασταν νέοι κι είχαμε όνειρα

και μας περίμεναν.

Ο ουρανός αμίλητος και σταχτύς

το ίδιο αδιάφορος  και για τους νικητές  και για τους νικημένους.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1  1957 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό Α ΤΟΜΟ ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ  1950 – 1966, Δέκατη Τρίτη Έκδοση ΚΕΔΡΟΣ]



 

ΚΙ ΟΜΩΣ  ΘΥΜΗΣΟΥ  ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΠΟΤΕ ΟΝΕΙΡΑ

(,,, σημαίες στους δρόμους, βήματα, ζητωκραυγές  

τα χέρια μας  σχεδίαζαν  στον ορίζοντα τις αυριανές μεγάλες πολιτείες…)

Είδες ποτέ σου, αλήθεια, στρατιώτες να γυρίζουν απ’ έναν πόλεμο που χάθηκε

νικημένοι και σιωπηλοί, πηγαίνοντας δυο –δυο γιατί φοβούνται τη μοναξιά

κοιτάζοντας άπληστα τριγύρω για να μη θυμούνται

κλέβοντας τα χωριά  και  βιάζοντας τις γυναίκες

στο βάθος μονάχα για να νιώσουν λίγο απ’ τον παλιό πυρετό της μάχης

όταν δεν είχαν όλα ακόμα   χαθεί.

Και ξαναφεύγουνε πιο νικημένοι  και  πιο σιωπηλοί.

Είδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιωτών την πικρή θέληση να ζήσουν!..

 

Και καθισμένοι στα χαντάκια βασανίζουν ώρες ένα κομμένο κλαδί  ή  ένα μικρό έντομο

σαν την ορμή των κοριτσιών που ξαφνικά στου δειλινού την ομορφιά

μην μπορώντας ακόμα ν’ αναβρύσει στο άφθονο πλημμυρισμένο μητρικό γάλα

ξεσπάει σε δάκρυα  και  αναφιλητά.

Οι νικημένοι στρατιώτες,   οι νικημένοι στρατιώτες

έχουν τη σιωπή της απεραντοσύνης!..

 

Κι όμως , θυμήσου

είχαμε κάποτε όνειρα – σημαίες στους δρόμους,  βήματα,   ζητωκραυγές

τα χέρια μας σχεδιάζαν στον ορίζοντα τις αυριανές μεγάλες πολιτείες

και τραγουδούσαμε όλοι μαζί   κι   ελπίζαμε όλοι μαζί   και   πέφταμε όλοι μαζί…

 

Τώρα

κομμάτια απ’ το μεγάλο ασύγκριτο όνειρο που κάποτε κρατήσαμε

και μας το πήραν

ζεστά κομμάτια από χαμένες δόξες

σφηνωμένα μες στα νύχια μας

σαπίζουν, τα χέρια μας πρήζονται, πονάνε – χρόνια τώρα

μας κλέβουνε τον ύπνο,  στα όπλα…

και τραγουδούσαμε όλοι μαζί  κι  ελπίζαμε όλοι μαζί  και  πέφταμε όλοι μαζί

πλημμυρισμένες οι πλατείες από χειρονομίες  κι  οράματα

καθώς γονατίζαμε στους νεκρούς μας,  έλεγες πως βουλιάζει ένα μεγάλο κομμάτι γη

μέναν τα φέρετρα μετέωρα, ανασηκωμένα από τον ξαφνικόν άνεμο των τραγουδιών μας

στα όπλα…

 

Κι οι νικημένοι στρατιώτες βαδίζουν στους αδιάφορους δρόμους

τα παιδιά τους βγάζουν τη γλώσσα  κι  αυτοί γελάνε για μια στιγμή

μ’ ένα θαμπό απόμακρο γέλιο,  σα να βλέπουν για πρώτη φορά

πόσο όμορφη είναι η ζωή.

Ή κάποτε σηκώνουν κουρασμένα μια πέτρα  και  την πετάνε μακριά

μέσα στο διάστημα

κατά κει που ίσως η τύχη περνάει!..

Και προχωράμε μέσα στο ανοιξιάτικο χλιαρό φως

πετώντας το γυλιό,  το χιτώνιο,  τ’ άρβυλα  και  μένοντας γυμνοί

με τις ψείρες,  τη σιωπή  και  την τρέλα της διάρκειας μέσα τους.

Οι νικημένοι στρατιώτες,  οι νικημένοι στρατιώτες

έχουν τη θλίψη της απεραντοσύνης!..

 

Ώσπου τους βρίσκουν τέλος ένα πρωί πνιγμένους  ή  λιθοβολισμένους

πίσω απ’ τα καμένα κτίρια της πόλης που είχαν κάποτε  υπερασπίσει…

 

Κι  η πόλη αφανισμένη απ’ την πυρκαγιά, ερημωμένη κι απρόσιτη

με τα τυφλά παράθυρα  και τους ερειπωμένους τοίχους

με μόνο τις σκάλες όρθιες,  μαύρες πάνω στον αμείλιχτο ουρανό

μην βγάζοντας πουθενά, όπως όλες οι σκάλες κι όλα τα λόγια.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1  1957]

 

ΣΒΗΣΜΕΝΕΣ ΘΛΙΒΕΡΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ

(,,, με αμφίβολα νομίσματα από μελλοντικές αβέβαιες εποχές…)

Κι οι ανασκαμμένοι δρόμοι με τους σπασμένους υδροσωλήνες

που το νερό κυλάει – κυλάει

σβησμένες θλιβερές γυναίκες στις πόρτες

δυο ζητιάνοι μαλώνουν γύρω από κάτι σκόρπιες πεντάρες

γέροι αμίλητοι καθισμένοι πλάι σ’ ένα παιδί νεκρό

άνθρωποι χειρονομούν σε μισοσκότεινες κάμαρες

ύστερα βγαίνουν, παίρνοντας καθένας έναν δρόμο χωριστά

περνάνε τα χρόνια  και  το νερό κυλάει – κυλάει

κι εκείνος στο αντικρινό μπορντέλο με το στόμα παραμορφωμένο

από μια παλιά χειροβομβίδα

η πόρνη γυρίζει απ’ το άλλο μέρος για να μην τον βλέπει

κι αυτός θυμάται τις μέρες του αγώνα

για να μην κλάψει   και το νερό  κυλάει – κυλάει

αθόρυβο,  αόρατο,   απέραντο

κάτω απ’ τα δάκρυα,  κάτω απ’ τα χρόνια,  κάτω απ’ τους νεκρούς

ποτίζοντας τους σπόρους που αύριο θα βλαστήσουν –

οι φίλοι είχαν χαθεί

κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου

πλανόδιοι αργυραμοιβοί από μελλοντικές αβέβαιες εποχές

αργήσαμε,  αργήσαμε,  φώναζε,  μα δεν ακουγόταν  γιατί φυσούσε!.

 

Ένα ζευγάρι τουρτουρίζει κάτω απ’ το υπόστεγο

κοιτάζονται στα μάτια,  γεράσαμε

δεν πρόφτασαν ν’ αγαπηθούν νωρίτερα

πόλεμοι,  φτώχια,   δισταγμοί

η δυστυχία σε κάνει πάντα ν’ αναβάλλεις – έφυγε η ζωή.

Τώρα κοιτάζονται στα μάτια  και  κλαίνε, τουρτουρίζοντας κάτω απ’ το υπόστεγο

και το νερό κυλάει – κυλάει

κι οι σπόροι φουσκώνουν  κι αναδεύονται  και  τρίζουν  και  σπάζουν μονομιάς

πνίγοντας σε μια πράσινη πλημμύρα  και τα ζευγάρια  και τα υπόστεγα  και  τα δάκρυα  και τους δισταγμούς

και τις θυσίες  και  τα εγκλήματα  και τις εποχές

αδιάφορο,  αγέραστο,   ασύγκριτο   κυλάει – κυλάει…

 

Κάθε μέρα τα παραρτήματα κραυγάζανε για πυρκαγιές

κι αμαξοστοιχίες εκτροχιασμένες  και  βιασμούς  και  δολοφονίες

Οι γυναίκες κλείναν νωρίς τις πόρτες τους,  πολλές απόβελναν από ξαφνικούς φόβους

οι γέροι κάναν το σταυρό τους  και κουβέντιαζαν στις γωνιές για τη συντέλεια του κόσμου

άλλοι βλέπαν παράξενα οράματα  και  κομήτες  και προαναγγέλαν σεισμούς

κι άλλοι μιλούσαν για οικονομικούς ανταγωνισμούς  και για τον κίτρινο κίνδυνο!..

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1  1957]


ΜΕΝΟΥΝ ΜΟΝΑΧΑ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ,  ΕΡΗΜΟΙ ΚΑΙ ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΟΙ,  ΣΑ ΓΕΡΟΙ ΖΗΤΙΑΝΟΙ…

(αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΣΥΜΦΩΝΙΑ Νο 1,  1957)

Πολλοί τότε βάζαν αποστολή στη ζωή τους την ανακάλυψη και την συντριβή των ενόχων

και σχημάτιζαν στρατούς και φιλονικούσαν για την αρχηγία  και  τα επιτελικά σχέδια

κι εξοντώνονταν  και  ξαναφτιάχναν στρατούς  και ξανά φιλονικούσαν

κι οι πυρκαγιές ρημώνανε τις πόλεις  κι  ανατινάζονταν οι γέφυρες

κι οι στρατιώτες βρισκόντουσαν πνιγμένοι  ή  λιθοβολημένοι

πίσω απ’ τα καμένα κτίρια της πόλης που είχαν κάποτε αγαπήσει  και  τραγουδήσει.

 

Ποιος  ήταν, λοιπόν, ο ένοχος;  Ας παρουσιαστεί, επιτέλους,  ο ένοχος!..

Και χιλιάδες άνθρωποι βγαίναν μπροστά στ’ αποσπάσματα και διεκδικούσαν την ενοχή

άλλοι από μεγαλοψυχία  κι άλλοι από εγωισμό,  άλλοι από γενναιότητα  κι  άλλοι από απελπισία

κι όλοι από την ανάγκη στο βάθος

να τους αγαπήσουν λίγο

στα όπλα…

 

Μένουν μονάχα οι δρόμοι,  έρημοι και σκονισμένοι,  σα γέροι ζητιάνοι

βαδίζοντας πάνω στα ωχρά ετοιμοθάνατα λιθόστρωτα με το δισάκι της βροχής στον ώμο

σταματώντας μια στιγμή στις πόρτες,  που ανοίγουν  και  κλείνουν βιαστικά

φωτίζοντας για λίγο μικρά τετράγωνα ερημιάς.

Και συνεχίζουν να φεύγουν,  σαν εκείνους τους ήρεμους τρελούς

που κανείς δεν τους καταλαβαίνει

και περνάνε πλάι μας αθόρυβα,  γυρίζοντας χρόνια τώρα τον κόσμο

μέχρι που χάνονται  -  τρελοί, τρελοί

ψάχνοντας για λίγο ουρανό

και  λίγη φιλία.

 

Κι εκείνη η ρομβία καταμεσής στο σταυροδρόμι  ενώ γύρω η μάχη άναβε

θυμάσαι;

Ένα λιγνό παιδί έπαιζε ένα επαναστατικό τραγούδι

σ’ αυτό το παλιό σακατεμένο όργανο

ώσπου μια σφαίρα το χτύπησε   κι  έπεσε

Ένας άλλος έτρεξε κι άρχισε πάλι το τραγούδι

ώσπου έπεσε κι αυτός.  Κι ύστερα άλλος  κι  άλλος   κι  άλλος.

Και το τραγούδι ατέλειωτο συνόδευε τους πολεμιστές μέχρι κάτου,  τον Άδη.


ΥΣΤΕΡΑ ΕΙΔΑΜΕ ΠΩΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΡΟΣΩΠΑ…

(…μα σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…

σαν ένας θεός που τον ξέχασαν  κι απ’ το βάθος του χρόνου καλούσε βοήθεια…)

Ύστερα πέρασαν τα χρόνια.  Ο τελευταίος που έπαιζε τη ρομβία έζησε.   Κι ενώ οι άλλοι ήταν θαμένοι κάτω απ’ τον απέραντο δεκεμβριάτικο ουρανό   αυτός μάθαμε   έγινε κλέφτης ή προδότης,  κάτι τέτοιο…   και τραγουδούσαμε όλοι μαζί  και  πέφταμε όλοι μαζί…   Τώρα, κάθε που μια ρομβία περνάει τα βράδια στο δρόμο   είναι σαν ο σκυφτός ανθρωπάκος που την σπρώχνει   να την πηγαίνει ενάντια στα χρόνια   άλλες μέρες λάμπουν   σαν να βαδίζουν πάλι οι δρόμοι,  οι γέφυρες,  τα μπαλκόνια,  τα καμπαναριά   σημαίες από στάχυα,   σημαίες από όνειρα   σημαίες από γυμνά λεύτερα χέρια   έτρεμε η πόλη τρανταγμένη απ’ τα βουερά συνθήματα στους τοίχους   σαν καταρράχτες οι χειρονομίες του λαού πλένοντας τις αυλές του ορίζοντα   πελώριοι νεκροί παρηγορούσανε το χώμα   κι εμείς άγρυπνοι μες στη νύχτα ανασαίναμε όλο το αύριο   σαν τους τυφλούς, χωρίς να βλέπουν   που από το γέλιο νιώθουνε την ηλικία των κοριτσιών!..   Και ξαφνικά οι τελευταίοι πυροβολισμοί της πόλης που παραδίνεται   ο άνεμος έφερνε βήματα  και  ντουφεκιές  και  σπασμένα τραγούδια   πολλοί φορούσαν πολιτικά  και τόσκαγαν πηδώντας τους τοίχους   τα σπίτια σαν πεθαμένα πρόσωπα στην παγωνιά του φεγγαριού   άθαφτοι οι νεκροί στους δρόμους,  αφημένοι στα σκυλιά  και το Θεό   και στις γωνιές ιο πυροβολητές με τ’ όπλο αγκαλιασμένο   σαν το κορμί μιας γυναίκας που ξέρουν πως τους πρόδωσε.   Κι ύστερα πάλι ο ίδιος δρόμος, ανάμεσα στα σκοτωμένα άλογα  και  τα σπασμένα ντουφέκια   στις άκρες των καμένων χεριών καθόντουσαν οι γυναίκες  και  κλαίγαν   βρέχοντας λίγο αλεύρι στην παλάμη  και  ταΐζοντας τα μωρά.   Κι υποχωρούσαμε ανάμεσα στο χιόνι, τον τύφο, την προδοσία, τα ξερατά   όταν σε μια στιγμη, ένα θαμπό  και  μακρισμένο τραγούδι ανέβηκε στα χείλη μας   σαν ένα ξερό πολυκαιρισμένο αντίδωρο,  που το βρίσκεις ψάχνοντας μια παλιά τσέπη   ύστερα από τόσα χρόνια απιστίας  και  περιπλανήσεων   και χωρίς να το νιώσεις,  σα χαμένος, το ακουμπάς στα χείλη σου  και  τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά   από παλιούς λησμονημένους θεούς  και  παντοδύναμες παιδικές ευπιστίες…   Κι οι νικημένοι στρατιώτες βαδίζουν πολιορκημένοι από μακρινά οράματα   με τις πληγές να τους κρατάνε άγρυπνους  και  τις μεγάλες αναμνήσεις να τους υποβαστάζουν.   Και μες στα μάτια τους καθρεφτίζονται παιδικά τοπία  και σπασμένες εικόνες από μάχες   κι ήρεμες σοβαρές σκηνές απ’ την αιωνιότητα.   Οι νικημένοι στρατιώτες έχουν την πείνα της απεραντοσύνης!..  [σκόρπια αποσπάσματα από τη ΣΥΜΦΩΝΙΑ Αρ 1 του Τάσου Λειβαδίτη]

Παρασκευή, 19 Ιανουαρίου 2024

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ