Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΓΓΕΛΩΝ ΕΝΤΟΣ ΑΤΜΟΜΗΧΑΝΗΣ (υπέρ της εκλάμψεως της αληθείας)

 Όταν με τη βαρύτητα του ανέμου που συναρπάζει τα φρόκαλα

 μεσ’ από τα πόδια των μανάδων

 εσάλπισε το πεφταστέρι

τις τελευταίες εντολές των θεανθρώπων,

σηκώθηκε υπερήφανος ο φθόγγος

και μ’ ευκαμψία τελείου μηχανικού λεπτολογήματος

παρέσυρε την ευτυχία προς τα πελάγη μιας παμμεγίστης παλιρροίας.

Τότε συνέβη να φτερνιστούν οι φυσητήρες

και όλα τα κήτη ανέστρεψαν την κοιλιά τους

και κατεποντίσθησαν αύτανδρα τα περασμένα κουφάρια

υπέρ της εκλάμψεως της αναγεννήσεως της ευτυχίας

υπέρ της εκλπηρώσεως των εσχατιών

υπέρ της ειρήνης υπέρ της αμαυρώσεως

υπέρ της εκλάμψεως της αληθείας

υπέρ της κατισχύσεως των ρόδων

και της μαγικής αράχνης εν έτει χαράς

για τον αιώνα των μεγάλων ολισθημάτων

των κυμάτων επάνω στα στεκούμενα καράβια.

(ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΓΓΕΛΩΝ ΕΝΤΟΣ ΑΤΜΟΜΗΧΑΝΗΣ, από την ποιητική συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935)

 

Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται παρακάτω και τα ποιήματα (ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι):

1.    ΦΕΝΑΚΗ, Καμία προκοπή. Παντού στάχτη…

2.    ΑΣΒΕΣΤΗΣ, Δεν έχουμε κυδώνια. Μας πήραν το ισόποσο…

3.    ΤΟ ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΑΔΩΝ, Ενωρίτερα κι απ’ την αυριανή της συνουσία…

4.    Η ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΠΑΛΛΑΛΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ, Όταν η ρουκέτα τελείωσε την εκσπερμάτωσή της…

5.    ΟΤΑΝ ΣΤΕΓΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΚΩΣΕΙΣ, Δεν ήταν ο ζέφυρος…

6.    Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΝΗΜΑΤΟΣ, Η τέρψις των παρθένων στην καρδιά μας…

7.    ΤΑ ΣΠΥΡΟΥΝΙΑ ΤΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥΤΗΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ, Η σημασία των λοστών εκορυφώθη…

8.    ΑΝΤΙ ΦΛΥΤΖΑΝΙΟΥ, Μια φίλη συνήντησε μιαν άλλη φίλη

9.    Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ, κουρνιάζει στην βρεφοδόχο της…

10.                       ΠΥΡΟΤΡΙΧΕΣ ΟΛΟΛΥΖΟΝΤΕΣ, Κήπος περισυλλογής…

 



ΦΕΝΑΚΗ (από την Υψικάμινο του Ανδρέα Εμπειρίκου 1935)

Καμιά προκοπή. Παντού στάχτη. Παντού φόνοι. Κάθε μέρα φέρνει μιαν άλλη μέρα και εξαντλείται βαθμηδόν η παρακαταθήκη των στιλβωτηρίων. Λίγοι γενναίοι ακόλουθοι ξεπετσώνουν τα μπράτσα τους και φορούν μεγάλες ομπρέλες μπρος σε καθρέφτες γαλακτερούς. Οι νέες που έμειναν ριζωμένες επάνω στα ίχνη τους γονιμοποιούν τις σκιές τους. Δυο νεράιδες ασθμαίνουν. Ένας κόλουρος επιμένει. Οι τρίχες της κεφαλής του απεδείχθησαν τετελεσμένα γεγονότα

 

ΑΣΒΕΣΤΗΣ

Δεν έχομε κυδώνια. Μας πήραν το ισόποσο του βραχυτέρου μας πολτού και μένουν κάτω από το φλοίσβο του οι νεαρές λεοπαρδάλεις μόνο και μόνες τους  με τα μαύρα φλουριά τους και την ψυχρή ερήμωση του τελευταίου γλάρου. Δεν έχομε κυδώνια. Φορτία ευκαλύπτων πεθαίνουν μέσα στην παλάμη των παλμών μας και ό,τι κι αν πούμε και ό,τι κι αν δούμε κερνάμε την εξέχουσα νοημοσύνη των αρωματισμένων μειρακίων. Δεν έχομε κυδώνια ή μήπως έχομε την κυδωνόπλαστη τραχύτερή τους μορφή καταιγισμών κόποι και χλιαρά σταχυολογήματα μεταβατικών και αρνητικόν κλωθογύσριμα πόλου και τρύπα.

[από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935]

 

ΤΟ ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΤΩΝ ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΑΔΩΝ (από την Υψικάμινο του Ανδρέα Εμπειρίκου 1935)

Ενωρίτερα και από την αυριανή της συνουσία η δεινοπαθήσασα αιχμή της τελευταίας οροσειράς χαμήλωσε τα βλέφαρα για να δεχθεί τα δώρα των αυτομάτων περιστροφών. Τριάντα μέλη της ερμαφρόδιτης συνομιλίας κατέσχον την ανεπανόρθωτον δενδροστοιχίαν εν χορδαίς και οργάνοις ενώ τα νυμφοπάζαρα έβριθαν με αστακούς κυρίως και με κομψές λεμονάδες του κουτιού. Επειδή όμως κανείς δεν σήκωσε το δίχτυ που άλλοι σ’ αυτή τη χώρα ονομάζουν βαυαρική προεξοχή η λεπίς των υφασμάτων σχίστηκε σε δυο και βγήκε μια για πάντα ο κοσμήτωρ της ιερής μανίας απαράλλαχτα σαν το πουλί που βγαίνει από μια κάλτσα.

 

Η ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΠΑΛΛΑΪΚΗ ΓΙΟΡΤΗ

Όταν η ρουκέτα τελείωσε την εκσπερμάτωσή της εξηκολούθησε ο βόμβος των πλωτών επαύλεων. Μέσα στην κρυφή δεξαμενή μία σταγών καρφώθηκε στο στήθος μιας νέας που περιποιείτο τους μεταξωτούς καρπούς της ιδικής της νωχελείας. Η νέα λεγόταν Μαρία και στο αριστερό της πόδι κρεμόταν μια σαύρα χωρίς μάτια και με διπλή ουρά. Όταν διελύθη ο βράχος εις τον οποίον εστέκετο έγινε τολύπη και η σταγών που έπεσε από το στήθος της άνθησε και έμεινε από τότε στη θέση της υποτυπώδης μυγδαλιά

[από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935]

 

ΟΤΑΝ ΣΤΕΓΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΚΩΣΕΙΣ (από την Υψικάμινο του Ανδρέα Εμπειρίκου 1935)

Δεν ήταν ο ζέφυρος. Ήταν ο συρφετός της λίμνης και γύρω του ολοφυρόμενοι θάμνοι γδέρναν την χειμωνιάτικη λεπίδα τους γιατί κατάντικρυ στο στήθος τους  πλέκαν τ’ αφιερωμένα του παιδιά την συστοιχία της μικροσκοπικής σελήνης. Η άνοδος του στρογγυλού λυγμού δεν διεκόπη γιατί σιγά απαλά και με στιλβηδόνα υφάσματος πονετικής κυρίας έγινε η προώθηση του πενιχρού αδάμαντος που αναμασούσε το μυρμήγκι. κατόπιν ήλθε ο σωφρονιστής. Η λεπίς ανδρώθηκε και οι γόοι δεν ακούονται πια παρά μέσα στα πράσινα ποτήρια των ερωτευμένων πουλαριών. Όλες οι σκευασίες καθιερώθηκαν σαν στάμνες και θεωρείται από τότε ως γαλούχησις το κάθε τι που το στέαρ εν πεποιθησει αποκαλεί και προς τα επάνω και προς τα αριστερά Εκβάτανα.

 

Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΝΗΜΑΤΟΣ

Η Τέρψις των παρθένων στην καρδιά μας και το πένθος των κίτρινων κυμάτων διαρκεί μέσα στην κάθε φυσαλίδα μας. Ωστόσο το πένθος θα χαθεί και από τα νήματα της ουσιαστικοτέρας ώρας θα σηκωθούν τα μπράτσα μας για την οριστική κατίσχυση των τέρψεων των παρθένων και των ισοβαθμίων ανδρογύνων. Τότε θα πέσει για πάντα ο σάπιος μακαράς και θα σηκωθεί ο γδούπος του όπως σηκώνεται το κεφάλι μιας ραπτομηχανής ή το κεφάλι ενός κριού εντός δενδροστοιχίας. 

[από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935]

 

ΤΑ ΣΠΙΡΟΥΝΙΑ ΤΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥΤΗΣ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ (από την Υψικάμινο του Ανδρέα Εμπειρίκου 1935)

Η σημασία των λοστών εκορυφώθη μετά το πέρασμα των τρωκτικών. Καμιά πλεούμενη πόλις δεν καθωρίσθη περισσότερο από το λίκνισμα των εναυσμάτων. Κατάστηθα πέφτουν τα φιλιά κι όταν περνούν οι πέρδικες κι όταν περνούν τ’ άλογα των λογισμών και των φρεάτων. Οι Φαρισαίοι πέθαναν. Το βαθουλό κελάιδισμα δεν θα φθαρεί. Οι λόχμες και τα κρύσταλλα ανήκουν και σε μας και στις παρθένες. Μέλπουν εδώ και οι καλύτερες γυναίκες. Αμφίστομα τα κράσπεδα των ενιαυτών δημιουργούν τα ρόπαλα. Η οριζόντια λέξη δεν φανερώθηκε. Υπάρχουν όλα και οι βαρύτιμοι δεσμοί της οικουμένης παρατηρούνε πάντοτε τα πάντα.

 

ΑΝΤΙ ΦΛΥΤΖΑΝΙΟΥ

Μια φίλη συνάντησε μιαν άλλη φίλη. Τα δεσμά που συγκρατούσαν τα τζιτζίκια των ομφαλών τους λύθηκαν σαν φρεσκοχυμένοι χάλυβες κι οι δυο φίλες έγιναν μια πόρπη.

[από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935]

 

 

Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ… (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935)

… κουρνιάζει στη βρεφοδόχο της αντί της ύλης των γιγάντων και στάζει στην περιφέρεια του μαγικού ματιού τις σποραδικές της σπίθες αυτομάτων κυναρίων. Τα τροχοφόρα δεν μιλούν. Είναι το θάμπος πεδιάδα μακρινή μα περιβρέχεται κα φωτίζεται επάνω από τη συννεφιά από τον εκδικητή που οι στιλβωτές αποκαλούνε ήλιο και το μαράζι διαλύεται. Παρόμοια διελύθη και το ιώδιον των λυπημένων κοριτσιών και τώρα περισσότερο παρά κάθε πρωί συμπίπτουν οι χαμηλοί μας ψίθυροι και τα δύστροπα κελεύσματα μαχόμενα με την άδηλη παράταση των κόλπων της σιωπής. Το παρατηρητήριον δεν μούχλιασε μπροστά μας. Διατηρεί την κόμη του και τίποτε μα τίποτε σ’ αυτό την κοσμικό πυθμένα δεν έχει ψαύσει την γλυκυτάτη του προεξοχή.

 

ΠΥΡΟΤΡΙΧΕΣ ΟΛΟΛΥΖΟΝΤΕΣ

Κήπος περισυλλογής πελασγική παράθεσις κειμένων με αυλούς λεβήτων παρατεταγμένων εις εαρινή αιθρίαν μακροθυμεί ακόμη. Αλλά το σιντριβάνι της καρδιάς μου δεν θα ικανοποιηθεί δεν θα ικανοποιηθούν ούτε οι παίδες ούτε τα παιδιά της κατακαημένης πολιτείας. Ίσως ένα καλάμι σκύψει απάνω από την άχνα της περασμένης νύχτας μα η κλίσις του δεν θα είναι τελεσίδικος. Θα σηκωθεί το ταβάνι του και από το μίσχο προς τους τοίχους και τον γελαστό ουρανό θα φύγουνε καρποί πολύ πιο ρόδινοι και από τα χρώματα των ερωτομανών τυμβωρύχων. Κατά του ολέθρου παίζεται τώρα μία κωμωδία. Έχουμε όλοι μας αυτή την ευχέρεια. Δεκακισχίλιοι αιώνες μας δίδαξαν. Εκλεκτοί επιβήτορες μας εγαλούχησαν. Πόθους δεν κοροϊδεύουμε. Έχουμε ακόμα καρούλια που το νήμα τους κατασκευάσθη από γάλα κι ελπίδες

[από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935]

(προσεχώς) ΔΙΑΥΓΕΙΣ ΑΛΛΑ ΜΕ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΗ ΠΑΡΡΗΣΙΑ ΔΕΧΘΗΚΑΜΕ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΑΣ ΤΗΝ ΑΝΤΑΥΓΕΙΑ ΕΝΟΣ ΘΥΜΟΥ

ΜΙΑ ΦΙΛΗ ΣΥΝΗΝΤΗΣΕ ΜΙΑΝ ΑΛΛΗ ΦΙΛΗ. ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΡΑΤΟΥΣΑΝ   τα τζιτζίκια των ομφαλών τους λύθηκαν σαν φρεσκοχυμένοι χάλυβες κι οι δυο φίλες έγιναν μια πόρπη…    Εδώ περαστικά σαλπίσματα των βρυχωμένων γυπαετών εκεί σημάδια στα μάγουλα των ημίγυμνων γυναικών που μας προσμένουν αντί βοής των χήρων ερπετών…  Μια δεσποινίς σηκώθηκε μέσα στο σκότος και αντικαταστάθη αμέσως απ’ άλλη δεσποινίδα η οποία παρέθεσε γαμήλιο προπόνημα σε συσχετισμένες αναλαμπές εικοσακισχιλίων αιώνων…  Ό,τι κι αν πούμε κι ό,τι κι αν δούμε κερνάμε την εξέχουσαν νοημοσύνη των αρωματισμένων μειρακίων…     Υπέρ της αναγεννήσεως της ευτυχίας υπέρ της εκπληρώσεως των εσχατιών υπέρ της ειρήνης υπέρ της αμαυρώσεως υπέρ της εκλάμφεως της αληθείας υπέρ της κατισχύσεως των ρόδων…   Έκτοτε άλλαξαν οι καιροί και άλλαξε σχήμα και η γυναίκα!... Οι εποχές αλλάζουν και η γυναίκα της εποχής μας μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδος…  Άνοιξε το στήθος της σαν βεντάλια και έγειρε την ώρα που σηκώνονται οι θρύλοι των σκοτεινοτέρων πόλεων. Μόνο μια οδοντοστοιχία κροτάλισε και το παρόν εχάθηκε για πάντα. Στα παλιά του βήματα έμεινε κάτι από κατιτί άλλο.  Η νύχτα συνεπήρε τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του δένδρου έμεινε σποδός…  Η νέα λεγόταν Μαρία και στο αριστερό της πόδι κρεμόταν μια πλουμιστή σαύρα χωρίς μάτια και με διπλή ουρά… Καμιά προκοπή. Παντού στάχτη. Παντού φόνοι. Κάθε μέρα φέρνει μιαν άλλη μέρα και εξαντλείται βαθμηδόν η παρακαταθήκη των στιλβωτηρίων!.. Η τέρψις των παρθένων στην καρδιά μας και το πένθος των κίτρινων κυμάτων διαρκεί μέσα στην κάθε φυσαλίδα μας…   Κατάστηθα πέφτουν τα φιλιά κι όταν περνούν οι πέρδικες κι όταν περνούνε τ’ άλογα των λογισμών και των φρεάτων…   [κτερίσματα στίχων από την ΥΨΙΚΑΜΙΝΟ 1935 και την ΕΝΔΟΧΩΡΑ  1945 του Ανδρέα Εμπειρίκου]

… την άλλη φορά ΕΛΥΤΡΟΝ, ΤΣΟΧΑ ΡΙΠΙΔΙΟΥ, Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΟ ΨΑΡΙ κι άλλα

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

ΕΦΕΡΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΩΣ ΕΔΩ ΣΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΕΤΟΥΤΟ ΠΟΥ ΠΑΛΕΥΕΙ ΠΑΝΤΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

       -α-

Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος

Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια

Η νύχτα ελαφρωμένη   Από το θόρυβο και τη φροντίδα

Μέσα μας μετασχηματίζεται

Κι η καινούργια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη

 

Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του θεού

       -β-

Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της

Αλλάζει κοίτη ο χρόνος

Και γυμνούς από έγνοια επίγεια   Σ’ άλλα νοήματα μας οδηγεί

 

Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους

Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας

Ο αυτούσιος πηγαιμός;

       -γ-

Των φθαρτών δακρύων απόγονοι

Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών   Αφήσαμε το γήινο δέρμα

Και στον ψίθυρο των δένδρων ψαύσαμε   Τα λόγια μας

Για τελευταία φορά

 

Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!

       -δ-

Εικόνα ω αναλλοίωτη   Φωτοχυσία

Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια

Που προσεγγίζει την ελπίδα μας   Προς την απραξία

 

Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται

 

Είσαι παντού Μοιράζεσαι   Τις σκοτεινές μας άρπες

Άυλο περίβλημα

       -ε-

Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας

Στη συνάντησή τους μεσ’ στους ουρανούς

Έλαμψε καθαρή στιγμή   Τρεμούλιασμα εναγώνιο

Το πιστό καθρέπτισα των σωθικών μας

 

Πιο ψηλά

Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της

Θρονιάζεται η Γαλήνη

 

Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας

Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας

Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας

 

Ξαναγεννάει αισθήματα.

       -στ-

Μέσα μας αναλύθηκε η Σιωπή

Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια

Σ’ ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη

Όταν χαριστήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη

 

Όχθη των ελαφρών σκιών   Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα

Τα χρυσά στίγματα μας κοίταζαν

Τόσο που αποσπαστήκαμε απ’ το βάρος μας

Όπως αποσπαστήκαμε από την αμαρτία!

       -ζ-

Νοητή λάμψη   Κυανό διάστημα

Κάθαρση της ψυχής!

Σα να ’λειψε ο επίγειος θόρυβος

Σα να σταμάτησε η κακία της μνήμης

Καθαρό πάλλεται   Το καινούργιο μας όνειρο

Μας τραβάει απ’ το χέρι αόρατο χέρι

 

Όπου η Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός

Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.

 [ΩΡΙΩΝ από την ενότητα ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ της ομότιτλης συλλογής του Οδυσσέα Ελύτη που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1940 από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Τίτλος της ανάρτησης οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα ΕΠΕΤΕΙΟΣ,

«νιάτα στα βράχια επάνω,

στήθος με στήθος προς τον άνεμο

που να πηγαίνει ένας άνθρωπος που δεν είναι άλλο από άνθρωπος…»

που ανθολογείται αμέσως παρακάτω μαζί με το ποίημα ΔΙΟΝΥΣΟΣ,

«με δάδες που ξενύχτησαν μεσ’ στις οοργιάζουσες πλαγιές των ξανθών ορχησρίδων

και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με ύαινες…»]

 


ΕΠΕΤΕΙΟΣ  (από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)

       (… even the weariest river winds somewhere safe to sea!)

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Στο σημάδι τούτο που παλεύει

Πάντα κοντά στη θάλασσα

Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος

Με στήθος προς τον άνεμο

Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος

Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος

Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες

Στιγμές του, με νερά τα οράματα

Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του

Α, Ζωή

Παιδιού που γίνεται άνδρας

Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος

Τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται

Η σκιά ενός γλάρου.

 

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα

Λίγα δένδρα και λίγα

Βρεμένα χαλίκια

Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο

Ποιο μέτωπο

Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια

Κανείς δεν είναι

Ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο

Ν’ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη

Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας

Όνομα πιο γλυκό μεσ’ τον ορίζοντά τους

Λίγα χρόνια λίγα κύματα

Κωπηλασία ευαίσθητη

Στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.

 

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει

-Όποιος είδε δυο μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του

Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους

Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους

Πιο κοντά στο φως

Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα-

Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται

Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανήλεη

Μαδά η επιτυχία

Στρόβιλοι φτερών

Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα

Χώμα σκληρό κάτω απ’ τα ανυπόμονα

Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο

Ηφαίστειο νεκρό.

 

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ

Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο

Πιο πέρα απ’ τα νησιά

Πιο χαμηλά απ’ το κύμα

Γειτονιά στις άγκυρες

-Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος

Ένα καινούργιο εμπόδιο και το νικάνε

Και μ’ όλα τα δελφίνια της αυγάζ’ η ελπίδα

Κέρδος του ήλιου σε μι’ ανθρώπινη καρδιά -

Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε

Μια μορφή από αλάτι

Λαξεμένη με κόπο

Αδιάφορη άσπρη

Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της

Στηρίζοντας το άπειρο.

 

Στη λειτουργία των δυσκολότερων ονείρων μια σίγουρη παλινόρθωση!

 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ (οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας)

α΄

Με δάδες που ξενύχτησαν μεσ’ στις οργιάζουσες πλαγιές των ξανθών ορχηστρίδων

Και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με ύαινες

Αντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε βρίσκουν πρωί

Με όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους άθικτες

Μαζί με τις υδρίες των όρθρων που συμπερπατούν φωτοσκιασμένες με ήλεκτρο

Και με τους πέπλους των ξεχτένιστων ελπίδων που ατενίζουν τον εαυτό τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων

Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας

Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας

Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση μαρτίων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!

β΄

Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ’ εδώ φύγετε απ’ την ευθυμία του καταρράκτη

Που σπάζει όλο τον ήχο του τσαγρίζοντας τα μέτωπα των εσπερίων παρθένων

Ουράνια τόξα πλεύσετε μεσ’ στους κρυστάλλους και τους ουρανούς που έστειλαν ως εδώ κεχριμπαρένια πλοιάρια

Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέσα στα εμβρόντητα ταξίδια μας

Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ’ την τυχερή κατηφοριά των λαγκαδιών μιας νεότητας

Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως

Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυρά τους υάκινθοι

Κυανοί και μυοσωτίδες με μικρούς ιβίσκους όλους χάρη όταν ταπεινώνονται

Στις ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επιθυμιών

Στα μεγάλα τόξα των μεγάλων θριαμβευτών δάσους εφήβου.

γ΄

Έλκηθρα δίδυμα σύρετε πυρσούς μέσα στο ανώνυμο τάνυσμα της ατμοσφαίρας

Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο κι άνεμο

Μάγουλα των νυμφών νιφθείτε όλη την άνοιξη ανασαίνοντάς την

Κατά δω θα πλεύσει μια αιωνιότητα!

Σ’ όλες τις κρήνες σ’ όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναενώνεται

Ιαχή ζωής όλη ελιγμούς μεσ’ απ’ τις δροσιές ως την ηχώ της που σαλπίζει
Στα πεζούλια των άστρων το γενναίο σύναγμα των άσπιλων χεριών

Των χεριών μας που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρτημα…

Ω να σας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ριγος κι υψωθεί απ’ τον τέτοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα

Των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις ρίζες της Χίμαιρας!

δ΄

Σαν τις φρεσκοχυμένες οπτασίες που στίλβουν την πολύεδρη τύχη των κυνηγητών τους μεσ’ στο ξάγναντο

Κι αφήνουν τα μαλλιά τους διθυραμβικά να πλέκονται μεσ’ στις λατάνιες φεγγερών στοών

Σαν φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού των θριάμβου

Σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια

Σα μύθοι που έσπασαν τις πύλες των βουβών ανακτόρων τους βοώντας μια καινούρια αλήθεια

Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας

Μ’ ανοιξιάτικα χείλια και χορδές πτηνών που βγαίνουν απ’ το σφρίγος τους

Χαράζοντας μια νέα καμπύλη στο κενό οι ώρες έρχονται που αγάπησαν της ώρες μας…

Κι είναι όλος τους ο αιθέρας ποίημα που πλαταίνει κι ανοίγεται

Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή
Σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό κι από τον κάθε χτύπο τους ένα κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα

Τραγουδώντας μεσ’ στα τούλια των χρωματιστών ανέμων α! υπάρξεις περιούσιες….

ε΄

Πυρόξανθο μαστίγωμα! Πούπουλα εκτυφλωτικά σαν στροβιλίζονται μέσα στ’ αλώνια

Κι ο άνεμος τα λυμαίνεται με θημωνιές που κρύβονται από τη μονομαχία του ήλιου

Όταν αρχίζει στα ξανθά κεφάλια των πρωτόβγαλτων περιπετειών

Εκρήξεις – όταν οι βηματισμοί των πόθων φλέγονται τραντάζοντας τις θυμωμένες γέφυρες

Κι όλος ο κόπος στάζει σε διαμάντια

Κι όλος ο κόπος πέφτει από τη δόξα ημέρας που εγνώρισε το αχόρταγο ξεδίπλωμα της νεότητας…

Αίμα στην πράξη αυτή! Αίμα στις πράξεις μας – στις καυτερές αφές του γήινου κόσμου αίμα!

Γιατί πετάξαμε μιαν αγκαλιά φλοιούς με χαραγμένα ονόματα στην αμμουδιά που ελπίζει πάντα

Γιατί λασκάραμε όλα μας τα χαλινάρια κατακτώντας τις νωπές κοιλάδες της νοτιάς

Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης μέσα σε πανδαιμόνιο βόμβων και χρωματισμών

Πιστέψαμε τα Βήματά μας – ζήσαμε τα Βήματά μας – είπαμε τα Βήματά μας άξια!

στ΄

Μόχθος περιστεριών οι πλάτες της ημέρας γέρνουν στην ευδία του ήλιου τους

Σύγκορμα τρέμουν τ’ απαράμιλλα πουλιά στα λατρευτά ροδάκινα

Είναι το φως που ενστερνιστήκανε και τ’ ανυψώνει ως τις καρδιές μιας ύπαρξης που αλλάζει

Όλους τους δρόμους των ζεφύρων προς τα εκεί που φλέγονται τα αισθήματα

Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους ακατανίκητα έπαθλα μιας καθαρής ζωής

Κι είναι η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει την άνοιξη

Άπλωμα δύναμης βαθιά κι ως τ’ άστρα που αγναντεύουν!

Α τα γυμνά κορμιά στ’ αετώματα του χρόνου χαραγμένα – οι κύκλοι των ωρών

Που ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα ώσπου να λάμψει ο Έρωτας

Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μεσ’ στην ποδιά της Γης!

ζ΄

Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου

Με χρυσές μπρατσέρες θα βγούμε στον κίνδυνο πιο πέρα απ’ το ακρωτήρι της καλής ανταύγειας

Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς

Υψώνοντας τις φλόγες των σαν αλαφριά κορμιά της καλοσύνης

Θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανογραφίας

Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν’ ακούσει η Γη κι ανοίξει όλα τα πέταλα των μυστηρίων της

Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλευση

Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ’ άλλο μούχρωμα – σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν

Ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μες στη χλωρίδα μιας ψιθυρισμένης οάσεως

Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης με άνεμο και λόγο!

 

ΦΩΤΟΣΤΕΦΑΝΑ ΕΙΔΥΛΛΙΩΝ ΠΟΥ ΕΠΛΑΣΑΝ ΜΕ ΦΩΣ ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟ ΙΔΕΑΤΟ ΤΟΥΣ ΣΚΙΡΤΗΜΑ:  

Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέσα στα εμβρόντητα ταξίδια μας    Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ’ την τυχερή κατηφοριά των λαγκαδιών μιας νεότητας    Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως    Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυρά τους υάκινθοι…    Στις ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επιθυμιών…    Όταν οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων…    Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο κι άνεμο…   Κατά δω να πλεύσει μια αιωνιότητα   Ω σα θα μας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ρίγος  κι υψωθεί απ’ τον τέτοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα    Των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις ρίζες της Χίμαιρας    Σαν φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού των θριάμβου    Σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια…    Κι είν’ όλος τους ο αιθέρας ποίημα που πλαταίνει κι ανοίγεται    Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή…   Τραγουδώντας μες στα τούλια των χρωματιστών ανέμων α! υπάρξεις περιούσιες…     Εκρήξεις – όταν οι βηματισμοί των πόθων φλέγονται τραντάζοντας τις θυμωμένες γέφυρες   Κι όλος ο κόπος στάζει διαμάντια    Κι όλος ο κόπος πέφτει από τη δόξα ημέρας που εγνώρισε το αχόρταγο ξεδίπλωμα της νεότητας…    Αίμα στην πράξη αυτή!.. Αίμα στις πράξεις μας – στις καυτερές αφές του γήινου κόσμου αίμα!..    Πιστέψαμε τα Βήματά μας – ζητήσαμε τα Βήματά μας – είπαμε τα Βήματά μας άξια!    Είναι το φως που ενστερνιστήκαμε και τ’ ανυψώνει ως τις καρδιές μιας ύπαρξης που αλλάζει    Όλους τους δρόμους των ζαφύρων προς τα εκεί που φλέγονται τα ασιθήματα    Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους έπαθλα μιας καθαρής ζωής    Κι είναι η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει την άνοιξη…    Άπλωμα δύναμης βαθιά κι ως τ’ άστρα που αγνανεύουν!..    Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μες στην ποδιά της Γης.   Κι αύριο είναι πρωί –  μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου…    Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς    Υψώνοντας τις φλόγες των σαν τ’ αλαφριά κορμιά της καλοσύνης    Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση   και θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση    Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ’ άλλο μούχρωμα – σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν    Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ’ εδώ φύγετε απ’ την ευθυμία του καταρράκτη!...   [αποσπάσματα από το ποίημα ΔΙΟΝΥΣΟΣ από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, εκδόσεις Ίκαρος 1940]

ππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππππ

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

ΟΙ ΤΕΛΕΥΑΤΑΙΕΣ ΑΝΑΛΑΜΠΕΣ ΤΗΣ ΣΕΜΝΗΣ ΧΑΡΑΣ ΤΩΝ ΟΔΟΣΤΡΩΤΗΡΩΝ (Ελεωνόρα το σφυρί των Πόθων του Ποιητή)

 ΕΛΕΩΝΟΡΑ (προσθία όψις)

τα μαλλιά της είναι    σαν χαρτόνι και σαν ψάρι

τα δυο της μάτια είναι    σαν ένα περιστέρι

το στόμα της είναι    σαν τον εμφύλιο πόλεμο (στην Ισπανία)

ο λαιμός της είναι ένα κόκκινο άλογο

τα χέρια της είναι    σαν τη φωνή του πυκνού δάσους

τα δυο της στήθη είναι   σαν τη ζωγραφική μου

η κοιλιά της είναι η ιστορία    του Βέλθανδρου και της Χρυσάντζας

η ιστορία του Τωβία   η ιστορία του Γαϊδάρου

του λύκου και της αλωπούς

το φύλο της είναι   οξέα σφυρίγματα μέσα στη γαλήνη του μεσημεριού

οι μηροί της είναι

οι τελευταίες αναλαμπές της σεμνής χαράς των οδοστρωτήρων

τα δυο της γόνατα    ο Αγαμέμνων

τα δυο της λατρευτά μικρά πόδια   είναι το πράσινο τηλέφωνο

με τα κόκκινα μάτια

 

και ΕΛΕΩΝΟΡΑ (οπισθία όψις)

τα μαλλιά της είναι   μια λάμπα του πετρελαίου που καίει το πρωί

οι ώμοι της είναι   το σφυρί των πόθων μου

η πλάτη της είναι   τα ματογυάλια της θάλασσας

το άροτρο των απατηλών ιδεογραμμάτων   σφυράει θλιμμένα στη μέση της

οι γλουτοί της είναι   ψαρόκολλα

οι μηροί της είναι   σαν αστροπελέκι

οι μικρές της φτέρνες    φωτίζουν τα πρωινά κακά όνειρα

 

και τελικά   είναι μια γυναίκα

μισή ιπποκάμπη   και μισή περιδέραιο

ίσως ακόμη να είναι   εν μέρει πεύκο

και εν μέρει ανελκυστήρ

[ΕΛΕΟΝΟΡΕΣ – από τη μια κι από την άλλη πλευρά της φαντασίας του Ποιητή - στη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

 

Από αυτή τη συλλογή που κυκλοφόρησε το 1938 ανθολογούνται παρακάτω τα ποιήματα (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):

ΑΜΑΖΟΝΕΣ, Η Ωραία Μαρίκα η Πολίτισσα ήτο…

ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ, Ένας λύκος ουρλιάζει πένθιμα στη γωνιά της σκάλας

ΙΣΩΣ, Βρέχει… Κι όμως λυπούμαι να σας το πω…

ΑΓΑΠΗ, Φεύγουμε, αλλά προτού ν’ αποχωριστούμε…

ΕΚΕΙ, Τα δικτυωτά ανύπαρκτα ριπίδια της λησμονιάς…

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, Η σκιά της λίμνης απλώνονταν μεσ’ το δωμάτιο

ΤΑ ΞΟΑΝΟΜΟΡΦΑ ΕΙΔΩΛΑ ΤΟΥ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΟΣ, Έφυγαν για πάντα.. και

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΜΑΡΙΑ, Την επομένη ακριβώς του θανάτου μου

 

 


 

ΑΜΑΖΟΝΕΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)

Η «ωραία Μαρίκα η Πολίτισσα» ήτο η μόνη αναδεκτή του Πάπα Ιννοκεντίου του VII. Αυτός ήτο τότε μικρό παιδί, ίσως μάλιστα κα να μην είχε γεννηθεί ακόμη. Εκείνη ήτο ήδη πανδρεμένη. σύζυγος του εξ ηγεμονικού οίκου Αρτάβαζου Σφυρικτρόπουλου, ανεψιού = επ’ αδελφή – του Νώε. Όμως το έγκλημα τούτο δεν ημπορούσε να μείνει χωρίς σκληράν τιμωρίαν, προς παραδειγματισμόν. Πράγματι, αμέσως από της επομένης, εδόθη διαταγή εις ικανόν αριθμόν πλοίων να πλεύσουν εσπευσμένως  προς τας Καναρίους Νήσους και τας νήσους Φίτζιϊ, με τον σκοπόν να περισυλλέξουν όσον το δυνατόνπερισσοτέρας νεφέλας, χειμερινά ψεύδη, λησμονημένας αναμνήσεις, θανάσιμα αμαρτήματα και βελόνας φωνογράφου, ίσως αγγλικής κατασκευής. Τα περί ου ο λόγος πλοία ήσαν εν όλω 7 τον αριθμόν, δήλα δη: 4 σακολέβες, 12 πρεγαντίνια, 2 βασιλικοί ντονανμάδες και μία πεθαμένη αρρεβωνιαστικιά. Ο στόλος επέρασε λίαν πρωί κάτω απ’ τα παράθυρα μου. Έψαλλε ύμνον ωραιότατον, αλλά κάπως θλιμμένον και μελαγχολικόν. Ενθυμούμαι ακόμα και τώρα, αμυδρά βέβαια, τον σκοπόν: ήτο πολύ ανώτερος από χτύπημα κουδουνιού, αλλά πάντως κατώτερος από σκούπα.

 

ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ

Ένας λύκος ουρλιάζει πένθιμα στη γωνιά της σκάλας. Κι είμαι εγώ ο ίδιος, ή μάλλον είναι η καρδιά μου, που προσμένει, χρόνια τώρα, τον ερχομό του Σαρδανάπαλου, υπό μορφήν είτε φυσιγγίου δυναμίτιδος, είτε άνθους χαρίτων. Διασκεδάζω την ανία μου διαβάζοντας τα κεφάλαια «των ψαριών» μέσα στα σεξουαλικά συναξάρια των λωτοφάγων. Κι όμως αισθάνομαι γύρω μου να ογκούται η αγανάκτησις κι η εχθρότης του πλήθους των ιερέων.  Κατηγγέλθην ήδη ως «προσήκων σεβασμός» υπό ομάδος αλλοπροσάλλων παμφάγων ερυθροδέρμων αλιέων. Ομογενείς εφοπλισταί και αντισφαιρισταί των δύο φύλων μ’ εστιγμάτισαν ως «ποδήλατον εγκέφαλον» των Χετταίων. Μου προσήφθη ασυστόλως το έγκλημα ότι ελάχιστα, εν στιγμή οργής, το ιερόν οστούν των δεινοσαύρων. Εγώ όμως μένω ήρεμος. Γαλήνη και αταραξία βασιλεύουν μεσ’ στην ψυχή μου, ενώ βρέχει συνεχώς απ’ το πρωί. Όλοι μου φωνάζουν:

παραδόσου!

Αλλά εγώ δεν παραδίδομαι. Αρκούμαι να παραδίδω μαθήματα αγγλικής γλώσσης δις, ή και τρις ακόμη της εβδομάδος, εις τα θνησιγενείς ραπτομηχανάς των επάλξεων. Όλοι μου φωνάζουν:

παραδόσου!

Όχι. Θα παραδώσω μόνον τις εξάγωνες φωτοβολίδες των λαιμητόμων στο μαρμαρωμένο βασιλιά. Όλοι μου φωνάζουν:

παραδόσου!

Καλά… Να παραδοθώ… Έστω. Αλλ’ όμως γιατί; Είμαι ή δεν είμαι ο συμμέτοχος του νυκτερινού εγκλήματος; Είμαι ή δεν είμαι το αλαλάζον άροτρον, ο κροκόδειλος-βενζίνη; Είμαι ή δεν είμαι η πύρινη περικεφαλαία του σκυτοτόμου, ο πολέμιος των αστραπών; Καθώς καταλαβαίνω μολαταύτα πως η ζωή μου ήτανε το φιτίλι της λάμπας, ήτανε με μια λέξη, ο ηλεκτρικός διακόπτης των αραμαϊκών κλειδοκυμβάλων της σιωπής, γι’ αυτό,

παραδίδομαι!

 [από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

 

ΙΣΩΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)

Βρέχει… Κι όμως λυπούμαι να σας πω: ήταν να, ένα σπίτι, ένα μεγάλο θεόρατο σπίτι. Ήτανε έρημο. Δεν είχε κανένα παράθυρο, κι είχε όλο μπαλκόνια και μια μεγάλη καπνοδόχο. Εκεί καθόταν μια κοπέλα δίχως μάτια, και αντίς για φωνή είχε ένα λουλούδι. Με ρώτησε:

-Μα τι είχατε και καρφώνατε, έτσι, ολημερίς από το πρωί;

-Α, τίποτες… τίποτες. Μιλούσα με τον Όμηρο.

-Με τον Όμηρο τον ποιητή;

-Ναι, με τον Όμηρο τον ποιητή, και μ’ έναν άλλο Όμηρο, απ’ τη Μοσχόπολη αυτός, που έζησε όλη του τη ζωή πάνω στα δένδρα, σαν πουλί, κι όμως ήτανε γνωστός σαν «άνθρωπος του γιοφυριού» στις γειτονιές κοντά στη λίμνη.

 

ΑΓΑΠΗ

Φεύγουμε!.. Αλλά προτού ν’ αποχωριστούμε, ας πούμε όλοι μαζί το τραγούδι του πέτρινου αυτοκινήτου. Κι όταν λέω «πέτρινο» να εννοούμεθα: έχει πέτρες μόνο στις γωνιές, το υπόλοιπο είναι καμωμένο, ως συνήθως, με τούβλα και σανίδες, κι οι ρόδες είναι από βάμμα ιωδίου. Ας πάρουμε μαζί μας την ανάμνηση των ακτινωτών δαιδάλων και τα ετεροθαλή χαλίκια των εμπρηστικών κουτιών. Όπως πάντα, κατεύθυνση, δεξιά, προς τα φωτεινά ξυλάρμενα της αγάπης μας, Θύμησις και θέλησις ασφάλτου: ο Ποσειδών. Για μένα, ένα άστρο θα λέει μεσ’ στο σερτάρι το τραγούδι της χαρά μου μ’ ένα πριόνι. Ας μη μ’ ακολουθεί κανείς. Όλοι μας, σαν μυθολογικοί πολυέλαιοι και σαν αλεξικέραυνα ελάσματα, ας αναπαυθούμε. Μαζί με τα πουλιά, μ’ ένα πουλί, με δυο πουλιά.

[από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

 

ΕΚΕΙ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)

τα δικτυωτά ανύπαρκτα ριπίδια

της λησμονιάς

ήταν η μόνη

παρηγοριά

μέσα στα αίματα μιας

παρθένου

που δεν είπε ποτέ τ’ όνομά της

μεσ’ στα τραγούδια

της τεφρής ουσίας

μέσα στους κόκκινους λεπτομερείς ανέμους

 

κι όμως ήτανε γραφτό

ανάμεσ’ απ’ τους κρίκους

τις ρόδες

τις σούστες

και τα κλάματα της φαλαινίδος

να φυτρώσει έτσι

ένας φύκος

που ήταν το μόνο στολίδι

της πτωχής αιθούσης

 

φωνές

και τα ξέστρωτα τραγικά κρεβάτια

σπασμών

 

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

η σκιά της λίμνης

απλώνονταν μεσ’ στο δωμάτιο

και κάτω από κάθε καρέκλα

κι ακόμη κάτω απ’ το τραπέζι

και πίσω απ’ τα βιβλία

και μεσ’ τα σκοτεινά τα βλέμματα

των γύψινων προπλασμάτων

ακούγονταν σαν ψίθυρος

το τραγούδι της μυστικής ορχήστρας

του νεκρού ποιητή

 

και τότε μπήκε η γυναίκα που περίμενα

τόσον καιρό

ολόγυμνη

μεσ’ στ’ άσπρα ντυμένη

κάτω απ’ το φως του φεγγαριού

με τα μαλλιά λυμένα

με κάτι μακριά πράσινα χορτάρια μέσα στα μάτια

που κυματίζουνε αργά

ωσάν τις υποσχέσεις

που δεν δόθηκαν ποτές

σε μακρινές άγνωστες πόλεις

και σ’ άδεια

ερειπωμένα εργοστάσια

 

κι έλεγα να χαθώ κι εγώ

σαν το νεκρό ποιητή

μέσα στα μακριά μαλλιά της

με κάτι λουλούδια

που ανοίγουν το βράδυ

και κλείνουν το πρωί

με κάτι ψάρια ξερά

που κρέμασαν

μ’ ένα σπάγγο

ψηλά στην καρβουναποθήκη

 

κι έτσι να φύγω μακριά

απ’ την οχλαγωγή

και το θόρυβο του σκοπευτηρίου

να φύγω μακριά

μεσ’ τα σπασμένα τζάμια

και να ζήσω αιώνια

πάνω στο ταβάνι

έχοντας όμως

πάντα

μέσα στα μάτια

τα μυστικά τραγούδια

της νεκρής ορχήστρας του ποιητή

[από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

 

ΤΑ ΞΟΑΝΟΜΟΡΦΑ ΕΙΔΩΛΑ ΤΟΥ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΟΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)

έφυγαν για πάντα

μακριά μας

τα λιθάρια της ανατολής

-επιθαλάμιοι νεκροί κροκόδειλοι

μέσα στ’ ανάκτορα

που έβαψαν κίτρινα

οι ραπτομηχανές –

και τώρα μένουν - και θα μένουν αιώνια – εδώ

σαν αεροστεγή συμπεράσματα

της πιο λεπτής Ιθάκης

τ’ απόκρυφα οξύκεστρα των πατροκτόνων

για να ξυπνούνε μέσα μου

βαθιά – όταν γελώ –

τα βρωμερά σεντόνια της θυσίας.

 

όμως το δάσος που θα βρει παρηγοριά στα σπέρματα

των ψαριών του ύπνου μεσ’ τα χείλη

ζητεί τα συστηματικά πετρέλαια της ζωής

και λέει μονάχο το τραγούδι

που λέγαν τα μικρά παιδιά τα νυχτωμένα στο σοκάκι

για τα βελούδινα κοράλλια

των ματιών

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΜΑΡΙΑ

Την επομένη ακριβώς του θανάτου μου, ή μάλλον της θανατώσεως μου, πήρα να διαβάσω όλες τις εφημερίδες, για να μάθω όσο το δυνατόν περισσοτέρας λεπτομερείας ως προς τα της εκτελέσεως μου. Φαίνεται ότι ωδηγήθην εις το ικρίωμα υπό αυστηράς συνοδείας. Φορούσα, λέει, κιτρίνου χρώματος επενδύτην, δικτυωτόν λαιμοδέτην και περικεφαλαίαν. Τα μαλλιά μου ήτανε όμοια με βούρτσα, ίσως μπογιατζή, ίσως πιτυοκάμπτη. Κατόπι πετάξανε το πτώμα μου μακριά, σ’ ένα βαλτοτόπι, όπου ήτανε άλλοτε λημέρι του γάλλου Καρτεσίου κι όπου βρισκόταν επίσης, χρόνια τώρα, βορά των ορνέων και μιας ιεροδούλου λεγομένης Ευτέρπης, το ένδοξο πτώμα του αειμνήστου Καραμανλάκη. Κι ενώ πολλά ελέγοντο ιεροκρυφίως, ότι κατά την εποχήν εκείνην ευρισκόμουνα, κατ’ άλλους μεν στο Μαρακάϊμπο της Νοτίου Αμερικής, κατ’ άλλους δε στον Πειραιά, στο Πασσά Λιμάνι, ενώ βρισκόμουνα απλούστατα στο Ελμπασσάν (της Αλβανίας). Και το μόνο πράμα της προκοπής, που έτυχε να διαβάσω εκείνες τις ημέρες, ήτανε μα μακροσκελεστάτη επιστολή του Ιταλού Γουλιάμου Τζίτζη, του εγκαρδίου και μοναδικού μου φίλου, τον οποίον άλλωστε δεν γνώρισα ποτέ και για το οποίον αμφιβάλλω ακόμα κι αν υπάρχει. Με λίγες λέξεις, όλο το περιεχόμενο της επιστολής του αυτής ήτανε το εξής: «Είσαι», έλεγε, υπονοών βέβαια την Πολυξένη, «είσαι ένα παλιό γραμμόφωνο με μπρούτζινο  χουνί  κάτω από ένα μαύρο πανί»

[από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

 

Το απελευθερωτικό μήνυμα του υπερρεαλισμού αγγίζει και τον Νίκο Εγγονόπουλο (1910-1985), ποιητή και ζωγράφο ή μάλλον πρώτα ζωγράφο και έπειτα ποιητή, όπως του άρεσε να δηλώνει. Στην πραγματικότητα ο Εγγονόπουλος λειτουργεί σύμφωνα με ένα μοναδικό τρόπο που δίνει ζωή και στις δύο εκδηλώσεις της τέχνης του, τουλάχιστον όσον αφορά γενικά τη διάθεση να προκαλεί· θέτει το ένα δίπλα στο άλλο σχήματα αντικειμένων ή λέξεις καταργώντας τη συνήθη τάξη ή συνδυάζοντάς τα απροσδόκητα, με αποτέλεσμα να ερεθίζει την περιέργεια και να αιφνιδιάζει τον απροετοίμαστο θεατή ή αναγνώστη. Σε σχέση βέβαια με τις ζωγραφικές παραστάσεις, οι λέξεις προσφέρουν ευρύτερες δυνατότητες απόκρυψης και υπαινιγμού και σε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα αποβλέπει ο Εγγονόπουλος. Δίχως να ξεπέφτει στο απλό αίνιγμα, αποκρύπτει το κεντρικό θέμα, φωτίζοντας λέξεις και πράγματα που δεν φαίνεται να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Ανατρέπει την τάξη στην ακολουθία των λέξεων και στις στερεότυπες ιδέες της απλής λογικής, αλλά δεν απορρίπτει την ιστορία, ούτε και το λογοτεχνικό παρελθόν: οι πολιτισμικές του αναφορές είναι μεν υπαινικτικές αλλά αρκετά συχνές… Είναι γεγονός, πάντως, πως δεν θα μπορούσε να στήσει τον λόγο του με τρόπο προκλητικό, εάν δεν είχε στον νου του έναν συγκεκριμένο συνομιλητή. Απευθυνόμενος σε αυτόν ο λόγος του γίνεται προφορικός, κουβεντιαστός, πρόθυμος να υπακούσει στη συντακτική δομή της γλώσσας, κάποτε εμφατικός (κάτι που εντείνεται με τη χρήση της καθαρεύουσας). Ένα χρόνο μετά το πρωτόλειό του Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), αγνοώντας τις υβριστικές επιθέσεις που το υποδέχτηκαν, ο Εγγονόπουλος δημοσιεύει Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. […] [ Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003]


Α ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΪΔΕΥΕΙΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΕ ΧΑΪΔΕΥΕΙ…

  (…και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον…) … σαν μέλλον ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα, το φιλί που αγριεύεται κ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ