Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

ΘΑ ’ΡΘΩ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ ΠΑΛΙ ΣΑΝ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΤΟ ΑΓΑΠΟΥΝ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ…

 Είσαι το πλατύ ποτάμι.

Στην ερημιά σου να ’ρχονται το απόγευμα οι βοσκοί να πλένουν τη φωνή τους

 

«Εκεί κάτω είναι σκοτεινιά…», έγραφε ο Γιάννης Κοντός στο ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ του

 

Υπάρχει ένα πηγάδι μέσα στο σπίτι σου που ώρες ατέλειωτες στα βάθη του με πνίγει.

Δεν θέλω πια να ξαναρθώ τα Σαββατόβραδα.

Ούτε τις Κυριακές. Δε θέλω πια να ξαναρθώ.

Υπάρχει ένα πηγάδι στο σπίτι σου.

Και εσύ, που μ’ αγνοείς, ξεχνάς να μ’ ανασύρεις στην επιφάνεια πάλι.

[ΥΠΟΤΑΓΗ και ΠΗΓΑΔΙ, δυο ποιήματα από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΘΛΙΨΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΑΣΤΙΟΥ 1976- από την επιλογή του ιδίου στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του 1968-2010, εκδόσεις Κέδρος 2014 – από την ίδια επιλογή ανθολογούνται παρακάτω τα ποιήματα:

ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΦΕΥΓΕΙΣ,

ΤΟ ΠΑΡΤΥ, 

ΖΙΓΚΟΥΑΛΑ – ΑΘΗΝΑ και

ΒΡΑΔΥ ΒΑΘΥ ΝΑ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΕΡΑΙΑ]

 



 

ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΘΛΙΨΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΑΣΤΙΟΥ 1976)

Τις Κυριακές το απόγευμα, οι πόρτες των πολυκατοικιών

μου θυμίζουν κάτι παλιά αρχοντικά μαυσωλεία

που τα ξέχασαν.

Αν τύχει και έχουν στην είσοδο και κανέναν κισσό

ή κανένα άλλο αναρριχώμενο, τότε πια είναι που είναι.

 

Εδώ κοιμήθηκαν οι φίλες μας, ανώνυμες και ξένες.

Δεν άντεξαν να διαλέξουν

ούτε και την τελευταία ευκαιρία που τους απόμενε:

να παραμείνουν συναισθηματικές.

 

Ανάβεις το φως. Σβήνεις το φως.

Θέλω να σ’ αγαπήσω όσο τίποτε άλλο.

Ανάβεις το φως. Σβήνεις το φως.

Μια γριά θρήσκα ταΐζει τα γατιά της στο φωταγωγό.

Παίζεις ανυποψίαστη. Μαλλιά μακριά, πόδια μακριά, γυμνά.

 

Παίρνει ο αγέρας το φουστάνι σου.

 

ΚΑΘΩΣ ΘΑ ΦΕΥΓΕΙΣ

Καθώς θα φεύγεις,

παίρνοντας την καμπαρντίνα σου και το καπέλο σου

κάνοντας μια κίνηση αόριστη

όπως όλοι όσοι φεύγουνε για πάντα,

η θλίψη σου θα μείνει σαν μνήμη μακρινή

υπαίθριου σινεμά του Σεπτεμβρίου

με την ψύχρα και τους μοναχικούς πελάτες

-ο μουγκός, ο τρελός και ο εργένης –

ή σαν το «πανόραμα», που ο παιδικός συμμαθητής

μας άφησε να δούμε, χάρη, μια εικόνα.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΘΛΙΨΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΑΣΤΙΟΥ 1976]

 

ΤΟ ΠΑΡΤΥ (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΘΛΙΨΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΑΣΤΙΟΥ 1976)

Και ξάφνου λοιπόν, εκείνο το βράδυ, η αυλή της πολυκατοικίας φωτίστηκε, φώτα πολλά.

Αυτοί βγήκαν έξω. Μουσική στη διαπασών αναδίνονταν απ’ το δωμάτιο τους.

Εκείνη η χοντρή γυναίκα, με κάλτσες χούλα χουπ, χόρευε ένα σκοπό φθαρμένης όπερας, ή ένα τραγούδι του Βαμβακάρη, ή τίποτα. Ο κοντός άνθρωπος, που έδωσε μια και έγινε ταχυδακτυλουργός, ο άνδρας της, έβγαζε πουλάκια απ’ το καπέλο του, άσπρα γάντια… Έδωσε μια, κι άλλη μια κι έγινε Λούις Αρμστρονγκ.

Ο μεγάλος γιος, στα κάτασπρα ντυμένος, με καλσόν ολόσωμο, κινιόταν μ’ ένα στεφάνι χορού στη μέση, ή ταυρομάχος ή Μπολσόι ή στο γύρο του θανάτου. – Να κι αυτός, έδωσε μια κι άλλη μια, και γίνηκ’ ακροβάτης σ’ ένα σύρμα. Ο μικρός έστησε πανί, τον μπερντέ κοινώς που λεν, κι έπαιζε, κι έπαιζε και γελούσε και γελούσε μέχρι σκασμού, ώσπου τον έραψεν ο ταχυδακτυλουργός – ο πατέρας του – στην κοιλιά… - Οι κυρίες βγήκαν στα μπαλκόνια. Οι θυρωροί… οι θυρωροί έχουν πάρτυ, καλέ έχουν πάρτυ, φώναξε μία, σιγά μην την ακούσουν… Πάρτυ… Οι θυρωροί… έχουν πάρτυ, καλέ έχουν πάρτυ…

Δεν υπάρχει τίποτα, λοιπόν, εκεί τώρα.

Οι θυρωροί εξανακουμπώθηκαν στο σακάκι τους, προσποιούμενοι τον ανήξερο. Πολλοί μάλιστα είπαν πως εξαφανίστηκαν από τη γειτονιά τελείως, φοβούμενοι διαπόμπευση. Ένας πρότεινε να πάνε στο διαχειριστή… Οι θυρωροί, κύριε, το και το… στο υπόγειο… Πάψτε, βρε παιδιά… πάψτε.

Όμως εκείνο το πηγάδι που βλέπω κάθε βράδυ στην αυλή ποιος θα το κλείσει, τέλος πάντων, να μη χάσκει! Λέω να τους το πω μα φοβάμαι, πού να κατέχουν οι άνθρωποι από πηγάδια, αυλές σκοτάδι, πάρτυ και τα ρέστα.

 

ΖΙΓΚΟΥΑΛΑ - ΑΘΗΝΑ

Ακόμα φοβάμαι ν’ ανοίξω την πόρτα το βράδυ.

 

Κι αν καμιά φορά ανέμελος πετάγομαι στο δρόμο,

ένα χέρι είναι, όπως και τότε, που πισθάγκωνα με δένει,

ενώ ξοπίσω μου αόρατοι φύλαγαν να μ’ αρπάξουν

νομάτοι τρεις χιλιάδες, μαγκουροφόροι, τέως  χίτες,

κουκουλοφόροι και ραβδάτορες της τρισενδόξου Μεσσηνίας.

 

Αθήνα, πόλη επική και χαμένη.

 

Εδώ αφήσαν τη ζωή τους

«λεβέντες» αγαπητικοί και φουστανελοφόροι,

ενώ σε παρακείμενα νυχτόβια μπαράκια πεντέμισι και κάτι

εραστές της αειπάρθενης Γκόλφως

τσοπαναραίοι με κουστούμι κι αόρατη αγκλίτσα

κατέθεσαν το στερνό δάκρυ τους

στη μεγάλη ιστορία του τόπου.

 

Τη μάνα μου τη λέγαν Αγλαΐτσα,

ίδιο το όνομα της Καραγκιόζαινας,

ενώ τα κολλητήρια , που είχε το μάτι τους θολώσει

για ψωμί και για παπούτσι,

πήραν τους δρόμους σβάρνα, αδέσποτα, για γύπες.

 

Αθήνα, πόλη επική και χαμένη.

 

Εκείνοι που παίρνουν βιαστικοί

το τελευταίο τρένο της νύχτας σου

έχουν μια θλίψη στα μάτια.

Κάνουν πρωτοχρονιά στους δρόμους,

αυτοί και ο εαυτό τους, κι ο νέος χρόνος τους βρίσκει

με τράκα ένα τσιγάρο από τον άγνωστο διαβάτη.

 

Γι’ αυτό, κι εσύ αγάπη μου, μην ησυχάζεις στην ιδέα

πως δεν θα με ξανάβρεις μπροστά σου πια ποτέ.

 

Πέντε δρόμοι είναι η Αθήνα

κι εδώ κλειστήκαμ’ όλοι, κάθε καρυδιά καρύδι,

κι εκείνο κει το πούστικο τα’ απωθημένο

που δε λέει ποτέ να βγει,

καθώς έγραφε κι ο φίλος Ταβάνης.

 

Θα συναντηθούμε, αγάπη μου,

εκεί που δε θα το περιμένεις,

ενώ εσύ θα ’χεις «αρνηθεί» μόλις πριν από λιγάκι

και τε τελευταίο σου παιδικό απόγευμα,

κι εγώ μονάχος θα γυρνώ

έχοντας ξεχάσει – άδειος – στο Βοτανικό ή στη Βάθη

μαζί με το ούζο στον υπόνομο

και το τελευταίο πελοποννησιακό μου όνειρο,

έχοντας ξεράσει, τελείως, ακόμα και σένα.

 

Οι κλειστές μπλούζες

είναι για να κρύβουν τις σκοτεινές αραχνιασμένες τρύπες

που άφησαν οι αόρατες σφαίρες μες στα σπλάχνα μας

στα παιδικά μας χρόνια.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΘΛΙΨΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΑΣΤΙΟΥ 1976]

 

 

ΒΡΑΔΥ ΒΑΘΥ ΝΑ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΕΡΑΙΑ (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΘΛΙΨΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΑΣΤΙΟΥ 1976)

Βράδυ βαθύ να μπαίνεις στον Περαία

ψαροκασέλες φέρνοντας και αλεύρι.

 

Γεια σου, Περαία, με τη βρωμιά, το λάδι, τα βαγόνια

και τους ατσαλένιους νταβατζήδες στα σκυλάδικα.

Των μπαρ κατρουλίδικα φανάρια

στου ουρανού τη σκεπή τις νύχτες μας φωτίζουν

κατσικόποδα στο λασπωμένο δρόμο

και ανδρικά σταφιδιασμένα πισινά

σαν του ατάιστου σκυλιού τον κώλο τριγυρνούν.

 

Χίπηδες απ’ τα Πετράλωνα και πούστηδες στην Τρούμπα.

 

Γεια σου, Περαία, με το Πέραμα, τη φτώχεια,

τις πουτάνες και τις σταφιδαποθήκες.

Ο Δημητράκης, που είχε φούρια στο μυαλό,

ξεπετάχθηκε σαν βλήμα που κόπηκαν τα ελατήρια του.

Έκανε μια τροχιά σαν φωτοβολίδα και έσβησε ψηλά,

προτού να πέσει πάλι κάτω.

Ο καλύτερος μας φίλος ήρθε ξαφνικά

μετά από δέκα χρόνια… «Γεια σας, είπε, με θυμάστε;»

-«Καλώς τον Μήτσο», του απαντήσαμε, και έφυγε,

φύσαγε… όξω στους δρόμους βρίζαν και φωνάζαν

μαυραγορίτες, τομάρια, αλάνια και χασίκλες.

 

Να η ζωή σου, Πειραιά, και να το βιος μου.

Να πόρνες τα παιδιά σου, στολισμένες σαν λατέρνες,

στα πεζοδρόμια – να – τη βίζιτα μετα-λαβαίνουν,

στης Φιλολάου τα μπορδέλα, βρωμώντας με τη μούχλα,

ανάσκελα, γυμνές, σαν στεγνές αλουμινένιες λεκάνες,

να προσμένουμε το βρόχινο νερό στο σκοτεινό κρεβάτι,

με τους επισκέπτες πάντα θαμπούς κι ερημικούς,

ανθρώπους απέραντους σαν τα παλιά τριώροφα,

καημούς που βγαίνουν στα ρηχά με της φυρονεριάς την ώρα.

 

Να οι αβανταδόροι σου Πειραιά,

να αβαντάρουν ρολόγια-κελεπούρια μες στους δρόμους.

Να οι πρεζάκηδες τις τουλούμπες και το σάμαλι

αλύτρωτοι να «κατεβάζουν» στον αέρα.

Να οι σωφεραίοι, αξούριστοι, να πίνουν το σαλέπι

«λερωμένο» με καντήλια, σταυρούς και παναγίες.

Να οι άνεργοι ναυτικοί στα οινομαγειρεία.

Να οι Πακιστανοί εργάτες

τη μοναξιά τους τυλιγμένοι στα παγκάκια

και να οι μανάδες τους πληρώματος του πνιγμένου καραβιού

στα γραφεία της εταιρίας, κι αυτά να είναι κλειστά.

 

Να η ζωή σου, Πειραιά, και το βιος σου.

Ο άγγελος πέθανε μες στο σεντόνι

όταν τα μεταξένια του μαλλιά σημάδεψαν τον κόσμο

λίγο πιο πέρα απ’ το μέτωπο,

λίγο πιο πάνω απ’ τα χείλη, στου Τζάνειου την πόρτα.

 

Αφήστε με λοιπόν να τον δω. Ο Χριστός μικρό παιδί.

Το ματωμένο του πουκάμισο γεμάτο τσιμεντόσκονη

και ο εργοδότης του στο διάδρομο, με λυμένη τη γραβάτα.

Αφήστε με λοιπόν να τον δω. Ο Χριστός μικρό παιδί.

Τον Χριστό τον έφαγαν δίχως ποτέ να μάθει,

σ’ όλο τον κόσμο τούτο, από τη νιότη  του τι δίνει.

 

Βράδυ βαθύ να μπαίνεις στον Περαία

ψαροκασέλες φέρνοντας και αλεύρι.

 

Μόνος.

 

Και η πόλη να σ’ ακολουθεί από μακριά, πιστή.

 

Σαν την ποίηση πιστή, στις τελευταίες στιγμές της ζωής σου.

O Γιώργος Μαρκόπουλος έχει κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές, μία με πεζά, δύο τόμους με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δυο μονογραφίες (για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη), ενώ έχει επιμεληθεί βιβλία γύρω από την ποίηση. Το 1966 του απονεμήθηκε το «Βραβείο Καβάφη» στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το 1999 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μη σκεπάζεις το ποτάμι (Κέδρος, 1998)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ