Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΑΝΘΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΤΟΥ ΚΡΥΦΟΚΟΙΤΑΖΕ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ:

Μίλησε μου ελεύθερα, πες μου όλη την αλήθεια, μίλησέ μου…

Μα εκείνη δεν μιλούσε παρά κρυφοκοίταζε μέσα στα μάτια της τον ουρανό
σα να ’τανε παρατημένη θάλασσα ανάμεσα στον πρώτο ύπνο και στου μαξιλαριού το κλάμα…

Με την αυγή κι εγώ θα φύγω αθόρυβα
ίσκιος ξεριζωμένος απ’ το σώμα μου,
σιγά-σιγά θα απομακρύνομαι κύκλος μιας πέτρας που βυθίστηκε μεσ’ τα νερά του ονείρου…

Τώρα και συ η ίδια είσαι ένα γυμνό τοπίο…

Η νύχτα χτύπησε τη θάλασσα, δάκρυα κύματα σηκώνονταν μέσα μου.
Το φεγγάρι βασάνιζε τα βήματά μου, μεθυσμένα μαλλιά με ’πνιγαν  μου κάρφωναν τις λέξεις στο λαιμό.
Μια υπόκωφη βουή απελπισμένων ψιθυρισμών στο αίμα.
Έπειτα η βραδιά ξεδίπλωσε τα πλαδαρά της μέλη στα γόνατά μου…
[κτερίσματα στίχων από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΜΠΛΟΚΗ 1971 – συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΣΗ 1971-1992, Ελληνικά Γράμματα 1999]


ΑΝΘΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ απ’ αυτή τη συλλογή ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ: (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):
1.     ΝΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, Ο αέρας απελπίζεται  στα δένδρα
2.     ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ, Γέρνει δίχως χαρά μεσ’ στη βροχή το πρωινό
3.     ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ, Τρέμω τους σκοτεινούς παλμούς σου…
4.     ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ, Εβούλιαζε τον τοίχο μες στα μάτια μου
5.     ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ, Λυγερές λάμψεις γερασμένες λάμψεις
6.     ΤΑΒΕΡΝΑ, Τώρα σβήνω την περηφάνια μου σ’ ένα χλωμό τρόμο
7.     ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ, Θα ’ρθει η νεροποντή του μαύρου
8.     ΕΜΠΛΟΚΗ, Εκεί που κατοικούσες… και
9.     ΤΡΟΛΕΫ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ, Αργά τη νύχτα έτρεχε το τρόλεϊ στον ουρανό


ΝΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
                        -Ι-
Ο αέρας απελπίζεται στα δένδρα
Το φεγγάρι ανοίγει τα πηγάδια
που τα ξεραίνει αργότερα το φως
Μη φεύγεις μεγαλώνεις την τραγωδία
Άλλωστε στο νησί
δεν κατοικεί κανένας πια
Αυτά τα βήματα είναι άλλων εποχών

Κάποτε θα ’ρθεις και θα είναι αργά
Οι κήποι θα ’χουν διαλυθεί στον ουρανό
Δε θα ιδρώνουν πια τα χέρια
δε θα παγώνουν πια
Μεγάλα πατημένα τριαντάφυλλα θα ’χουν αφήσει
μαύρους λεκέδες στο πάτωμα

Όσο για μένα μη ρωτάς
Είμαι η πιο βαθιά πληγή της μνήμης
Είμαι η πέτρα και η μαύρη συκιά

-ΙΙΙ-
Η νύχτα χτύπησε τη θάλασσα
Δάκρυα κύματα σηκώνονταν μέσα μου.

Το φεγγάρι φακός
που βασάνιζε τα βήματά μου
Μεθυσμένα μαλλιά με ’πνιγαν
μου κάρφωναν τις λέξεις στο λαιμό
Μια υπόκωφη βουή απελπισμένων ψιθυρισμών στο αίμα
Τα φθόρια κρεμούσαν τις ταβέρνες μεσ’ τη θάλασσα
Έπειτα η βραδιά ξεδίπλωσε
τα πλαδαρά της μέλη στα γόνατά μας

-VΙ-
Και η χαρά που έρχεται
σαν τιμωρία το φιλί
όταν πια είναι αργά
Μόνο οι καρποί ωριμάζουνε και πέφτουν
Για όλα τα άλλα
η λύπη είναι βαθιά

Παράλυτα χρώματα
μη με λυπόσαστε το καλοκαίρι
Ο ήλιος είναι αυτός
ή το βουνό που σβήνει;
Εμίκρυνε η θάλασσα μέσα στο χέρι
Κι η ελευθερία του πόνου
μου έχει μείνει

Στα φύλλα των πουλιών ο ουρανός αλλάζει

-VΙΙ-
Θάλασσα δεν υπάρχει
Καμιά λέξη δεν την περιγράφει

Φυσούσε το φεγγάρι μεσ’ στα δένδρα
Πέθανε τώρα ή κοιμήσου

Θάλασσα δεν υπάρχει πια
Βυθίστηκε βαθιά στη θάλασσα

-VΙII-
Στο βάζο τρίφτηκαν χαμόγελα
Η καλησπέρα μούδιασε την πόρτα
Είπα δεν είπα λίγες λέξεις
Όταν σε βρήκα έγκλειστο στο πρόσωπό σου

Ο ήλιος αντηχούσε στην ακτή και
τα μαλλιά μου έρημα σε άλλα φώτα
Τι γύρευα εκεί σαν μια πληγή

Μ’ άφησες να ριγώ στη μαύρη θάλασσα και
το γραφείο σου τι γύρευε στην αμμουδιά
[από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΜΠΛΟΚΗ 1971]

ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ (από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΜΠΛΟΚΗ 1971)
Γέρνει δίχως χαρά μεσ’ στη βροχή το πρωινό
Μόνο τα δένδρα σκιτσάρουνε τους δρόμους
κάτω από έναν ουρανό
που μαδάει τους σοβάδες του στο κίτρινο φως

Δεν έχω θλίψη δεν έχω χαρά
μια θανάσιμη λύπη που είχα πέρασε πια
Κι ο ήλιος παλιό τραύμα
φέγγει στο πρόσωπό μου

ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ
Τρέμω τους σκοτεινούς παλμούς σου την αλλαγή
απ’ το μαχαίρι στο χάδι
Δεν σ’ αγγίζω δε σου μιλώ
Είσαι στην άκρη ενός κλώνου πουλί και φεγγάρι
Φεγγάρι και χιόνι
Γονατίζω κι αγγίζω το άγαλμα
ενός εύθυμου μνήματος
Είμαι βαθιά άρρωστη από ευτυχία

Ένας πύργος λυπημένα πρόσωπα με κλειδώνει
[από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΜΠΛΟΚΗ 1971]

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
Εβούλιαζε τον τοίχο μες στα μάτια μου
σα να ’ταν θάλασσα τα χέρια του
δεν οδηγούσαν πουθενά
Θυμάμαι ακόμα εκείνα τα χέρια
στην τρικυμία των τσιγάρων

Όταν έφυγα το πλήθος κι οι μεγάλοι προβολείς
είχανε κιόλας ρημάξει τη μορφή του

ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ
Λυγερές λάμψεις γερασμένες λάμψεις
Δρόμοι που τους ελευθέρωναν φράχτες
με συκιές κι αγγέλους
Θα ζήσω στο φτωχό βασίλειο των πραγμάτων
Θ’ ανακαλύψω τα πράγματα
αν και είναι αργά
Αν και δε βλέπω παρά τόσο λίγο
και τα γυαλιά μου απαγορεύουνε τον κόσμο
Θα φύγω από τα μεθυσμένα βάθη του ονείρου

λεωφορεία μια άγονης γραμμής για την απελπισία
Απαγορευμένο παρελθόν απαγορευμένα δωμάτια
απαγορευμένα συρτάρια
Κι όλη η ζωή απαγορευμένη
πίσω απ’ την παιδική πόρτα της μνήμης
δράκαινες φωνές.
Θυμωμένα γέλια
[από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΜΠΛΟΚΗ 1971]

ΤΑΒΕΡΝΑ
Τώρα σβήνω την περηφάνια μου σ’ ένα χλωμό τρόμο
Κύματα-κύματα το αίμα μου
ζωγραφίζει δηλητηριώδη άνθη
Τα φώτα ζαρώνουν μεσ’ στις χούφτες μου

Γιατί δεν ανοίγουν οι πόρτες;
Με συντρίβει αυτός ο αέρας
τα γκαρσόνια με το κεφάλι στραβά βιδωμένο
ο εφιάλτης μιας κιθάρας
οι αναίτιοι τοίχοι
Δάση που παριστάνουν θάλασσες
Τοιχογραφίες για ένα πιάτο φαγητό

Κύριε μου δεν έχω πια όνειρα να παίξω
παιχνίδια να ονειρεύομαι
δεν έχω νερολούλουδα
για τους μικρούς ερωτιδείς των πάρκων

Β.Λ.
Ανάμεσα στον άνεμο και τη βροχή ένα πρόσωπο
Τα πουλιά το κυνηγούν
ο ήλιος το ερημώνει
Ανάμεσα στον άνεμο και τη βροχή
ριγεί και λάμπει
Δίχως προσωπείο

Η αυλή του σχολείου δίχως αηδόνια
με πυρετό κάτω απ’ τις πλάκες
Κανένας ήρωας καμιά μάχη
καμιά ημερομηνία καμιά πράξη

Μονάχα η πυκνή συννεφιά των θρανίων
Το άξαφνο αίμα του γέλιου
κάτω απ’ τα βιβλία

Ο δάσκαλός μου σβησμένος στο παλτό του
Τα χείλη του σβησμένα στη φωνή του

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Θα ’ρθει η νεροποντή του μαύρου
Θα ’ρθει η στάχτη από το
μέγα φως του Αυγούστου
Δεν είναι το γαλάζιο κύμα
στα παράθυρα που ταξιδεύουν δεν είναι
η πόρτα δένδρο φουντωτό
που ανοιγοκλείνει στον αέρα
Το κόκκινο στα κεραμίδια
μαύρισε απ’ το θανάσιμο φεγγάρι

Θα ’ρθει ξανά το καλοκαίρι να μας πάρει
με τον εφιάλτη των πουλιών και των χρωμάτων

Ήταν η φίλη των φουντωμένων δρόμων
ένας μυστικός κήπος τρυφερότητας
Ανεξιχνίαστα φεγγάρια λίμναζαν
στο μέτωπό της
Την συναντώ στους κάκτους του ονείρου
τραντάζει το τοπίο μ’ ένα επίμονο βλέμμα
Κουρασμένη βεντάλια το γέλιο της
μου ανασηκώνει το πρόσωπο.
[από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΜΠΛΟΚΗ 1971]

ΕΜΠΛΟΚΗ
Εκεί που κατοικούσες
Κουνιούνται πέρα δώθε ξεχαρβαλωμένα παντζούρια
με το φεγγάρι σφραγίδα χιλιοτριμμένη πάνω τους
το σπίτι ετοιμόρροπο στη μνήμη
Η βροχή να σαπίζει τη ραχοκοκαλιά του

Εδώ κατοικούσες πριν χρόνια
Οι γέροι γονείς αποσυρθήκανε στα μέσα δωμάτια
κι η ομιλία τους τρίβεται μες τη νύχτα
σα να μιλάν στα κόκαλά τους

Μαζεύω τα ρόδια με το στραβό τους γέλιο
απ’ τις ξερές συκιές το βραχνό φεγγάρι
Μια ζωή ολοκάθαρο νερό δεν μπόρεσα να βρω
Γύρω μου κεφάλια σ’ ένα δείπνο
που προσπάθησα να τον χρησιμοποιήσω

Είμαι δεμένη απ’ τα μαλλιά μου στα μάτια του
δεμένη απ’ τα μαλλιά μου
Με σέρνουνε τις νύχτες με φωνάζουν

Τώρα που ξενιτεύτηκες στη μνήμη
σα μια φωτογραφία ταυτότητας
πώς θέλεις να σε αναγνωρίσω
Θυμάμαι που άναβες έσβηνες τα τζάμια
με ολάξαφνες λάμψεις

Τώρα τα τζάμια επιστρέψανε στην παγερή σιωπή τους
Οι δρόμοι γίνανε και πάλι δρόμοι
Τα σπίτια γύρισαν απ’ την πλευρά της πέτρας
Και τ’ αυτοκίνητα κατάπιανε τον ουρανό στις μηχανές τους

Με ενέπνεες τότε που το δάσος  ήτανε κυκλωμένο από φλόγες
Τώρα που συ η ίδια είσαι ένα γυμνό τοπίο…

Δεν θα ξαναγυρίσω για ν’ αγκαλιάσω τι
Τα παλιά δένδρα όλα αυτά
τα βαμμένα πάρκα
Θα μείνω μεσ’ τη βάρκα
ως το θάνατο μου
Χαϊδεύοντας το μοβ λουλούδι
που κάποτε ήταν θάλασσα
Κι όλα όσα κάποτε υπήρξαν

Ζω σε μια σκηνογραφία εσένα
σε ζωγραφίζω με το σκοτάδι
στο σκοτάδι


Να ξεριζώσουμε τον ύπνο από το δένδρο του
τον κήπο απ’ τα τριαντάφυλλά του
Να ξεβιδώσουμε τον ουρανό απ’ τα’ αστέρια του
τα γαλανά δάση απ’ τα αηδόνια

Με την αυγή κι εγώ θα φύγω αθόρυβα
ίσκιος ξεριζωμένος απ’ το σώμα μου
Σιγά-σιγά θ’ απομακρύνομαι
κύκλος μιας πέτρας που βυθίστηκε
Μέσ’ τα νερά του ονείρου

ΤΡΟΛΕΫ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Αργά τη νύχτα έτρεχε το τρόλεϊ στον ουρανό
Κομμένη στα δυο από μια ζώνη
μονάχη μπρος στο μαύρο τζάμι ξαναθυμόμουν
την επιδερμίδα των φώτων
Την κάμαρη που ανέβαινε στη σκάλα
δίχως εξώστη
με κουρτίνες σ’ ανύπαρκτα παράθυρα
στο χρώμα του νεκρού κόκκινου
Κι έπειτα το μαχαίρι ενός φιλιού
Κι έπειτα το αίμα στην καρδιά μου

Πεσμένα φύλλα πρόσωπα
που σαπίσανε στη μνήμη
και τα παράθυρα χτιστήκανε με πέτρες

Κοιτάζω τις ανταύγειες του αίματός μου
Ανάσκελα γέλια κι άλλα
που κρεμάστηκαν από απελπισία
Είναι το πένθος της ψυχής
μόνιμη λάμπα στη γωνία

Κρέμονται μέσα μου μελανιασμένα φώτα
Αχ ο αέρας μου ’λειψε
παίζει το πιάνο μόνο του
με παγωμένα πλήκτρα
[από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΕΜΠΛΟΚΗ 1971]

 «Χάσου απ’ τα μάτια μου…»  της είχε πει κάποτε ο μονήρης περιπατητής στις όχθες των ρεμβασμών της… Έτσι απόμεινε το γαλάζιο να τυραννιέται μόνο του από κλώνο σε κλώνο σαν πουλάκι που ξέμαθε τον ουρανό. Τότε άρχισε μια παράξενη ροή του χρόνου… Όλα σταματημένα και βουβαίνονταν ήσυχα στο πέρασμά της. Όχι – καθόλου από την ομορφιά της, βουβαίνονταν από ένα απροσδιόριστο πένθος στις ανάλαφρες και κάποτε χαρμόσυνες χειρονομίες της κι από αυτή την εκμηδένιση στο πρόσωπο σαν σκοτωμένο αίμα βγαλμένο απ’ το σκοτάδι και για το σκοτάδι όταν το θηρίο της ερημιάς ατάραχα το περιβάλλει κι όταν σαν χρησιμοποιημένα σεντόνια πέφτουν οι νύχτες άχρηστες πια η μια πάνω στην άλλη έτσι που το ανθρώπινο πρόσωπο τελειώνει το έργο του Τότε τα λόγια φτερουγίζουν σαν δειλά μισοφέγγαρα βαθαίνοντας τις ρυτίδες στην άκρη του στόματος και εκεί σωπαίνουν για μιαν άλλη –πεισματικά δική τους ζωή… (Ζέφη Δαράκη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ