Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΤΟΜΑΡΙ ΣΤΗΝ ΤΑΒΛΑ ΜΕ ΚΑΡΦΙΑ ΚΑΙ ΓΑΝΤΖΟΥΣ αλλά ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ ΞΕΡΟΥΜΕ (σ’ άλλα ποιήματα)

Η ψυχή μας καρφωμένο τομάρι στην τάβλα.

 

Μεγαλώσαμε όπως το δένδρο απλώνει σταθερά τους κύκλους του,

ενώ οι εμπρηστές το απειλούνε,

ταξιδέψαμε ακίνητοι κι οι ρίζες μας πέσανε

σε καθαρές φλέβες, σε σάπια νερά,

ο κεραυνός πολλές φορές μας διάλεξε για καταφύγιο

 

δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας

γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος,

γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο

 

Η ψυχή μας τομάρι στην τάβλα,

με καρφιά και γάντζους,

κάθε μέρα στα χέρια των κερδοσκόπων.

 

(όμως) ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ ΞΕΡΟΥΜΕ

Πόσο δύσκολο έγινε να μιλήσεις καθώς τα μάτια σε ερευνάνε

περιμένουνε ν’ αδράξουν τις λέξεις σαν πουλιά στα δίχτυα,

μια ζεστή χειρονομία ζητάνε να σκοτώσουν,

γιατί ποιος θα πιστέψει πως τα χέρια ζητάνε ν’ αγκαλιάσουν κι όχι να πνίξουν,

ποιος προσφέρεται να κινδυνέψει

αφήνοντας την ψυχή του σε ξένα χέρια,

και πώς να ζήσεις με χειρονομίες ακρωτηριασμένες, ανέκφραστες,

κραυγές που δηλώνουν τον αρχέγονο πόνο,

πολιορκημένος από τις φοβισμένες ψυχές των άλλων.

 

Αυτή η ζωή δεν είναι για μας

δεν είναι για κανένα μας αυτή η ευτέλεια

θα ζήσουμε όπως εμείς ξέρουμε

κι ας φτάσουμε στην τέλεια απόγνωση

κι ας καρπωθούν ακόμα και την απελπισία μας οι άλλοι,

μέσα στη μέθη του κέρδους δε θα υποψιαστούν την αγάπη μας,

την απέραντη χώρα που εδραιώνουμε

σταγόνα-σταγόνα χύνοντας, το αίμα μας.

 [Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝ και ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ ΞΕΡΟΥΜΕ από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΦΩΝΕΣ 1971  - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016 – ακολουθούν κι άλλες επιλογές από την ίδια συλλογή]

 


ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Αφήστε με στα σκυλιά κι εις του θεριού το στόμα (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΤΟΠΙΟ, πρώτη ενότητα της συλλογής)

Ο ουρανός από γυαλί και σίδερο

επίστρωμα ασφάλτου οι πολιτείες,

πέφτουνε απ’ την καρδιά μας τα δόντια

τραυλίζουμε

στα όνειρά μας ζητάμε νερό,

διψώ πάντα για σένα,

στα χέρια μας καρφωμένα γυαλιά

τα στήθη σου μνήμη λεπτής σκιερής χλόης,

φωνάζουμε    μέσα στη νύχτα

από έναν πόνο αγιάτρευτο

και στην προθήκη τα κρύσταλλα ραγίζουν

εκθέτουμε σε κίνδυνο τα εμπορεύματα

ανησυχεί ο καταστηματάρχης   ωρύεται

απαιτεί ησυχία, αφοσίωση

σ’ ένα ορίζοντα δύο χιλιοστών

τα υλικά κατεδαφίσεως   σωρεύονται

καρφί στο καρφί   σφαίρα στη σφαίρα

 

και αίμα,   αίμα πολύ

 

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΤΟΠΙΟ

Σχεδόν γυμνοί

και πρέπει τώρα να μετρήσουμε την τάφρο

λάσπες, πέτρες, ξύλα και σύρματα

σχήματα οργανωμένα

πούπουλα από φτερά πρώην αγγέλων

εδώ   ένα πεδίο εκτελέσεων

μια ταφή λαμπρή

γεμάτη υποσχέσεις

ένας θάνατος με προϋποθέσεις,

που εμείς   ποτέ δεν αποκτήσαμε

[από τη συλλογή ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

Η ΝΑΥΣΙΚΑ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971)

Κάποτε μας ωθούν οι ανάγκες

επιστρέφουμε στους παλιούς κήπους

όπου    αγαπήσαμε τις περίβλεπτες γυναίκες

αυτές   που τις πήραν

οι μηχανές, οι εύκολοι δρόμοι.

 

Επιστρέφουμε

στους κήπους που τώρα είναι αμμουδιές

κι η θάλασσα

αφήνει μαλακά κορμούς μιας άνοιξης,

λησμονημένα οστά,

όπου αναγνωρίζουμε

ή μέσα στις ανάγκες μας πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε,

το λευκό χέρι και την κρυπτή κοιλότητα

της Ναυσικάς.

 

ΑΝΟΙΞΗ

Τώρα είναι μια πληγή

Το φως τη διαστέλλει,

οι πάντες αναλογίζονται την αποσύνθεση,

όπου να ’ναι θα καταρρεύσει.

 

Όμως εκείνη η πληγή,

αλλεπάλληλα μαχαίρια την έχουνε ανοίξει,

μόνον εκείνος ξέρει

μπορεί ν’ ανθίσει.

 

Τώρα γνωρίζει την υπομονή των φυτών,

όταν αργά περιστέλλουν τα δάκρυά τους,

ήδη η πληγή είναι μια παραπλάνηση,

αφού   αυτός γνωρίζει

πως σχεδόν ανθίζει,

μιαν άνοιξη οδυνηρή,

 

μιαν άνοιξη

προετοιμασμένη με χίλια βάσανα.

[από τη συλλογή ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

ΜΕ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ ΣΤΑ ΔΟΝΤΙΑ (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971)

Η αγάπη δεν κουβαλάει το φως,

καθώς σ’ αδιέξοδους δρόμους τη συναντάμε,

μ’ ένα πρόσωπο που χρόνια χτίζαμε

κι ένας σεισμός το ραγίζει

και φέγγουνε τα χάσματα, καίνε,

οι περιστάσεις το αφανίζουν,

πώς να σταθούμε

ενώ αυτή σχεδόν δεν μας νιώθει,

φοβόμαστε μην πέσουμε   πρόσωπο με πρόσωπο

και τότε απελπισμένα

την αγκαλιάσουμε   με κλάμα αντρίκιο,

εμείς που πολύ αγαπήσαμε

και δεν μπορούμε να προδώσουμε,

εμείς που μείναμε μακριά

και δεν εγκαταλείψαμε τις θέσεις μας.

 

Λοιπόν

πώς να μιλήσω με το μαχαίρι στα δόντια.

 

Ο ΔΡΟΜΟΣ

Ακόμα

αυτός ο δρόμος με τα σπασμένα γυαλιά,

ακόμα το αίμα να τρέχει

συντηρώντας τα επικίνδυνα όνειρα,

μέχρι πότε θα κρατήσουμε τα σφιγμένα δόντια,

ν’ αναχαιτίζουν τις κραυγές,

τα νύχια μας μέχρι πότε θα κρατήσουν.

 

Κάποτε θα πέσουμε   στο λιθόστρωτο

με την ύστατη κραυγή στο στόμα,

μ’ ένα κρότο πολυσήμαντο,

ενώ γύρω τα μεγάφωνα   θα μας κατηγορούν,

οι θεατές,   για λιποψυχία.

[από τη συλλογή ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

(2η ενότητα συλλογής Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ)

Α. ΑΦΑΝΗΣ

Σε κατηγορούσαν για τη φτώχεια σου,

για τα χρόνια που πέρασες στην αφάνεια,

τρώγοντας τις σάρκες σου,

σε κατηγορούσαν

με λόγια χυδαία, με υπεροψία    αυτοί οι ανίδεοι

 

κι εγώ ένιωθα υπερήφανος

που ήσουν δική μου   σ’ όλο το βάθος,

και μου είχες εμπιστευθεί το αφανές μεγαλείο σου

 

Β. ΣΕ ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΡΙ

Σε κρατούσα από το χέρι

σου ’λεγα για τα χρόνια τα σκοτεινά   αυτά που εσύ δεν γνώρισες,

για τα τραύματα που έλαβα εγώ και η γενιά μου,

που μας κόψανε τα μέλη και τα πέταξαν στους σκύλους,

εσύ χαμογελύσες,

δίπλα ήταν η θάλασσα κι ο ήλιος του Σεπτέμβρη σκαρφάλωνε στα φωτεινά σου μαλλιά,

λίγο πιο πέρα τραγουδούσαν τα τρανζίστορ την κενότητα των ημερών,

τα αισθήματα είναι περιττά, είπες, σε τι μας χρησιμεύουν

κι η θάλασσα ήταν εκεί ήρεμη

κι ο ήλιος διέσχιζε τέθριππος τα μάτια σου,

κι εγώ σώπαινα νιώθοντας να βουλιάζουν μέσα μου τα λόγια,

να σωρεύονται ογκόλιθοι,

στο χάσμα το μεγάλο της γενιάς μου που πίστεψε,

της δικής σου γενιάς που χλεύασε.

 

Γ. ΠΕΡΙΧΑΡΑΚΩΣΕΣ

Περιχαράκωσες με κύκλο τον κόσμο σου,

τον κόσμο, λέω, που ’μεινε απρόσιτος για μένα,

όπως τ’ όνειρο που κυνηγάμε μέσα σ’ άλλο όνειρο

κι όλο πλησιάζουμε κι όλο μένουμε πίσω θεατές

ή καθώς ανεβαίνουμε τις σκάλες και φτάνουμε   στο φωτεινό εξώστη

κι ύστερα είναι το κενό κι η απόσταση

και δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την υποχώρηση

σ’ έναν κόσμο δίχως ήλιο, άνυδρο,

σε κάμαρες όπου στοιβάζονται τα κέρδη

κι η συναλλαγή ρυθμίζει την απόφαση

κι οι ανελέητοι αριθμοί προσδιορίζουν το μέλλον,

εγώ ο λιτοδίαιτος της αγάπης σου

νηστικός,

μόνος με την αγριεμένη ψυχή μου,

βουβός τώρα κι ακατανόητος

[από τη συλλογή ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

(3η ενότητα συλλογής ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ)

Α. ΚΑΘΟΔΟΣ

Πέθαινε κοιτώντας έναν ουρανό

που κάποτε   έδινε την υπόσχεση πως ξανοίγει

αλλά μόνον την υπόσχεση,

ενώ ουσιαστικά έκλεινε,

έκλεινε καθώς αυλαία κάτω από αόρατα χέρια,

χέρια γνωστά για τη σφαγή,

χέρια που μάθαμε ν’ αναγνωρίζουμε

από το νύχι, από την περίπτυξη, από το δαχτυλίδι.

 

Κοιτούσε ένα τοπίο   που μεταμόρφωσαν τα πεύκα,

ενώ κατρακυλούσαν τα βράχια στη θάλασσα.

και το αρχαίο υδραγωγείο,

ενώ τα σπίτια βούλιαζαν

κι οι στρατιές των άστεγων συνωμοτούσαν στις γωνίες,

ένα τοπίο μαύρο που ξανοίγει στο μολύβι

και σε συντρίβει αυτόχθονα.

 

Τον σήκωνε ο θάνατος απ’ τις μασχάλες

χωρίς αναβολές,

χωρίς περιττές συζητήσεις,

πέταξε τα καταπραϋντικά,

τα άσπρα και μαύρα όνειρα,

ζητώντας περισσότερο φως

απαιτώντας    «περισσότερο φως   περισσότερο φως»

και κύλησε   με τα κοτρόνια στον Άδη

 

Β. ΘΗΛΙΑ

Του περνούσαν τη θηλιά στο λαιμό κάθε μέρα,

και τον άφηναν.

 

Εκείνος γύριζε μέσα στους τοίχους,  

ένα ζώο μέσα στη φάκα:

Με το σχοινί κηδεμονία υψηλή.

 

Βέβαια τον επηρέαζαν   οι ενδείξεις:

Σε πολιτείες και λιμάνια   σπάζανε τα κεκτημένα σχήματα

και τότε ζητούσε ν’ απαλλαγεί,   να πιστέψει.

 

Αλλά κάθε πρωί του φορούσαν τη θηλιά

κι αυτό τη ζητούσε    σχεδόν ανυπομονούσε,

γιατί αν τον ξεχνούσαν

ήξερε

όλα τα σκηνικά θα πέφταν,

αφού τον είχανε πνίξει    με δόσεις,

σε καιρούς σκοτεινούς σαν τους δικούς μας

ήδη ήταν ένας νεκρός από χρόνια

που έπαιζε αυτό το άθλιο παιχνίδι

 

Γ. ΓΑΝΤΖΟΣ

Του κάρφωναν το γάντζο στην καρδιά

και τον τραβούσαν.

 

Έσερνε μαζί του   ένα τοπίο κατάφυτο από αναμνήσεις

ερείπια από γυναίκες να κλαίνε,

να εκλιπαρούν.

 

Με τη γλώσσα σφιγμένη στα δόντια.

 

Οι άλλοι διεκδικούσαν το σώμα,

στο διάβολο η ψυχή,

το σώμα είναι ιδιοκτησία τους,

του ξήλωσαν την καρδιά   και τα μάτια.

 

Δε αρνήθηκε τίποτε,

καμιά κατάφαση,

γιατί κάθε πράξη ή πιθανή χειρονομία τους

δικαίωνε την αγάπη του,

μεγάλωνε την οπτική του προσμέτρηση,

γύμνωνε το ανυπέρβλητο μεγαλείο των τιποτέκιων.

 

Δ. ΑΝΟΔΟΣ: Μας τσάκισαν τα κόκαλα

Μέσα στους φριχτούς πόνους τους ακρωτηριασμούς,   πέφτει το πέπλο κι ο κόσμος βουλιάζει   στο ύστατο σημείο,    όλοι περιμένουνε να παραδώσουμε την ψυχή μας,   το καρφί τρυπάει το κόκαλο   αναδύεται η γνώση,   γυαλιστερό μαχαίρι,   ανέρχεται καθώς βεγγαλικό,   μας ξαναστήνει στα πόδια,   η υπέρτατη και τρομερή γνώση,   μέσα και πέρα από κάθε απώλεια,   έτοιμοι να χάσουμε,   να κερδίσουμε πάλι και πάλι τον κόσμο [από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971  - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

Πέμπτη, 22 Απριλίου 2021 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ