Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΑ ΖΗΣΩ ΜΑΖΙ ΣΟΥ

(…δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες μαβιές, θέλω να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου…):

Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.

Σε περιέχω όπως το αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.

Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.

Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει τον καλπασμό του αλόγου

 

Δεν ήτανε ανάγκη βασίλισσα να με κάνεις του Περού.

Ανάγκη ήτανε να σκύψεις από πάνω μου, να δω στα μάτια σου εκείνα τα δυο φωσάκια.

Φωσάκια που λένε ότι είμαι τ’ ονειρεμένο σου νησί στην Ωκεανία,

 ξωτικό πρωτόγονο, ηλιοπλημμυρισμένο, καθάρια, γαλάζια τα νερά του,

κι οι βυθοί του ανθόσπαρτοι σαν το πιο γόνιμο χωράφι

 

Σκέπτουμαι  μια ζωή που θα ’τανε βαριά σα σήμερα, μονάχα αν έλειπες ταξίδι.

Το πρωί σκέπτουμαι τα μέλη σου σφιχτοδεμένα –εκεί κάπως εντοπίζω την αγκαλιά σου.

Το βράδυ βλέπω τα χείλια σου σαν το δαγκωμένο φρούτο.

Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία –

τα ποιήματα που αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου. 

Μπορούσα τόσα πράγματα να τα μετατρέψω σε χαρά και να στα δώσω.

Κάθε στιγμή μπορούσα να στην κάνω μουσική πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που βουλιάζει βαθιά μέσα.

Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από μέλη να ’χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου.

Ή μυρουδιές - μήπως θέλεις μυρουδιές;

Τότε θα ’ναι μυρουδιές δροσερές, σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι –

 ή σαν γιαλός το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός, ο αχινός –

 και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό, μα παίζει.

Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.

 

Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη που ξαναφέραμε μαζί.

Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης

-τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ

της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν αχνίζουν τα τζάμια.

Ζωή μου, δίπλα σου βλέπε την αναπνοή και ακούω το καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων.

Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου.

Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.

 

Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι  το πρωί σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη    τη λεπτή.

Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα,

και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού.

 

Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι στο σώμα μου, τα χέρια σου δυο μικρά τρυφερά καβούρια.

 

Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες,

θέλω να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου,

που ’ναι σα χόρτα στην άκρη του ποταμού!..

 

Τα λουλούδια των δένδρων είναι τα πουλιά.

Το σιγανό κελάιδισμα της θάλασσας είναι η πτώση

της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού.

Τη μυρουδιά του ήλιου τη χύνει το σφαγμένο πεπόνι.

Η Ποίησή μας είναι η ζωή

 

 [στίχοι ερωτικοί αφιερωμένοι στον Ανδρέα (Εμπειρίκο) από τη Μάτση Χατζηλαζάρου.

Είναι τα πρώτα αποσπάσματα από τη συλλογή της  ΕΡΩΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ.

Αποδελτιώνονται σ’ αυτή την ανάρτηση κι  άλλα αποσπάσματα από την ίδια ενότητα που με τον υπότιτλο Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης  κυκλοφόρησε το 1944 ]





ΚΑΠΟΤΕ ΑΚΟΥΜΠΑΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΣΑΝ ΕΝΑ ΚΟΥΜΠΙ ΓΥΜΝΟ…

(…επάνω σ’ ένα καθρέφτη, και την αυγή βρίσκουμε ένα χαμομήλι μες στον ανοιξιάτικο κάμπο…)

Κάποτε ακουγόμαστε σαν την πιο θριαμβευτική κραυγή ζώου,

κι όταν ξανασταθούμε ν’ ακούσουμε ο ήχος είναι

σκληρό γρατσούνισμα φκυαριού πάνω στον άγονο βράχο.

 

Εθωρούσεν ο νιος πίσω απ’ την αγναντεύτρα κουρτίνα.

Επερίμεναν οι σπιλιάδες του Αυγούστου μες στους φουσκωμένους φλόκους.

Ένα αγιόκλημα εσκαρφάλωνε αναστενάζοντας και μοσχοβολώντας -

ίσαμε που έμπλεξε μες στο σύννεφο του δειλινού.

Τόσα δάση φλέγονται,   τόσα παγόβουνα λιώνουνε,

τόσες μανόλιες μας λιποθυμούν,   τόσοι κόμποι μας παιδεύουνε.

Εμείς ας σταθούμε γοργόνες, τα στήθια ξέσκεπα στον ήλιο

-η κεφαλή ριγμένη πίσω, τα μάτια στο κατάρτι.

Η θάλασσα είναι παντάνασσα – πλένει όλους τους καημούς μας

 

ΣΗΜΕΡΑ ΜΗ ΜΟΥ ΚΡΕΝΕΤΕ. Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙ

(… αχ, γιατί μου σιγοτραγουδάνε οι καλαμιές   στην ακροποταμιά…)

- τι είναι πια τούτα τα νέγρικα άσματα

τα σιροπένια, οι λυγμοί και τ’ αναφιλητά.

Φέρτε, δώστε, να πιω όλες τις μυρουδιές

του γαλάζιου ατμού,   της λυρικής μελάνης,

του φουντωμένου κόκορα,   της ερωτευμένης μασχάλης.

Εκεί στο χώρα που ανατέλλουν οι πέντε ήλιοι  –

εκεί θα την εύρω τη χαμένη μου αγάπη.

Εγώ όμως φόρεσα τ’ αλμυρά μου δάκρυα και πήγα

στον ξένο κάμπο όπου οι πρωινοί πόθοι των κοριτσιών

πέφτουν σαν τ’ άνθη της ανεμισμένης μυγδαλιάς.

 

ΑΠΛΩΝΩ ΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΑΖΩ ΟΛΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΗΜΟΥΣ

(… τα βράχια,  τ’ ακρογιάλια,  τους αετούς,  τη μουσική όλων των κλαριών,  τον αφρό όλων των κυμάτων…)

Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,

όλους τους ασφόδελους που φύτεψα στα βράχια, όλα μου

τα μεράκια, τα ντέρτια – το τσιφτετέλι και το ζεϊμπέκικο,

το κρεμεζί μου το μαντήλι και τις γαλάζιες μου τις χάντρες.

Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,

όλα μου τα κολύμπια στην Κινέτα, τον έρωτά μου με το φως

και τα βότσαλα, την αναπνοή μου όταν αγαπώ, το φόβο μου

όταν με διώχνουνε, την έξαρσή μου όταν θέλω, την χαρά μου όταν ζω.

Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,

όλες τις μέρες του χρόνου – δικές μου είναι, από τη μιαν

αυγή στην άλλη – με πλημμυρίζουνε ανοιξιάτικες ευωδίες,

ξεφάντωμα και κορεσμός του ήλιου.

 

Η ΝΥΧΤΑ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ – ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΡΑ;

Που ’ναι οι αχτίδες του ήλιου πάνω στα βλέφαρά μου,

που ’ναι οι καημοί της σάρκας μου πάνω στην άμμο, που ’ναι

ο γκιώνης, τα τζιτζίκια κι οι πέντε μου φωνές;

Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό

λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina.

Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να πεθάνω όλους τους θανάτους.

Μερικές χορδές μουσικής φτάνουνε για να τρέξουμε

γυμνοπόδαροι μες στη χλόη του Βορρά, για να μετρήσουμε

όλες τις σταγόνες του σώματός μας και για να πλέξουμε

με το ’να μας χέρι όλες τις ψάθες των ρεμβασμών μας.

 

ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΧΑΡΤΙ

(… γιατί χάσαμε στη ζωή τον οίστρο κάποιου λυρικού τραγουδιού…)

Είναι η καρδιά μου το εκστατικότερο καστανό μάτι, τα δάκρυα

στέρεψαν, τα φτερά μου πια δεν με ζυγιάζουνε, σ’ όλα μου τα

βουνά δε βρίσκω πια ούτε πηγή, ούτε δένδρου φυλλωσιά, ούτε

νύχτα δε βρίσκω απάνω στα βουνά μου, είναι πάντα μέρα

Κάνουμε  την ποίησή μας στο χαρτί,  γιατί χάσαμε στη ζωή τον

οίστρο κάποιου λυρικού τραγουδιού.

Η αρμονία μας υπάρχει (όταν τη βρούμε) μες στον κάλυκα

ενός μηδαμινού αγριολούλουδου την άνοιξη, στην παλιά Κόρινθο

Θα παίζω πάντα εκείνο το παιχνίδι που δεν ξέρω τους κανόνες του.

Θα μπαρκάρω στο καράβι που δεν πιάνει πια λιμάνι.

Την άγκυρά μου θα τη ρίξω καταμεσής στον Ειρηνικό Ωκεανό.

Θα διαβώ τα πέντε γιοφύρια, από κάθε μου μαλλί θα γεννιέται ένα λουλούδι ορχειοειδές.

Ο αέρας θα παίρνει τις μυρωδιές μου και θα τις κρύβει μες στις σκιές που ’χουν τα βότσαλα.

Παλικάρια! Σιμώστε, καβαλήστε μας, είμαστε τ’ άσπρα σας άτια, είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες.

Εχάσαμε τα φρένα μας μες σ’ όλες τις σπηλιές και τους γιαλούς και τα στοιβαγμένα φύκια και τους λουλουδιασμένους βυθούς του Αιγαίου.

Εχάσαμε τα φρένα μας, γιατί ζητάμε το τραγούδι μας.

Δεν το λένε μονάχα

ούτε ελευθερία,    ούτε έρωτα,    ούτε πέος,

ούτε βλάστηση, γονιμοποίηση,    ούτε σχήμα,

ούτε πάθος,    ούτε και πόνο. 


ΕΤΟΥΤΕΣ ΤΙΣ ΛΑΧΤΑΡΕΣ ΤΟΥ ΜΑΓΙΟΥ ΠΩΣ ΝΑ ΤΙΣ ΣΒΗΣΩ;

(… ετούτα τα κλάματα ενός αιθέριου σούρουπου πώς να στερέψουνε; )

Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που είναι ριγμένες

επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα.

Θα τους δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο

κι ένα κόκκινο – ίσως να δούνε, ίσως να μυρίσουνε.

Θα τους δώσω μια χρυσόμυγα που βρίσκει ξαφνικά τον ήλιο

τραγουδώντας μες τα μαλλιά μου – ίσως να δούνε, ίσως ν’ ακούσουνε.

Θα τους πω: κοιτάτε τους άνδρες τους λεβέντες, τους ελεύθερους,

τον άνδρα λιοντάρι, τον άνδρα καραβιού κατάρτι, τον άνδρα έλασμα

και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι, τότε ίσως του δοθούνε, ναι, ίσως ερωτευθούνε.

Αν είχα τη φωνή που ζητάω, μια πολιτεία ολάκερη

δε μου ’φτανε για να την παρασύρω στο ανοιξιάτικό μου διάβα.

Ρωτάω: άνθεξε ποτέ κανένας στα δειλινά που δεν πεθαίνουνε,

και στις ευωδίες που δεν χάνουνται αλλά γίνουνται  σκιές μας,

και στις πέντε μας αισθήσεις όταν λογαριάζουνε και κράζουν την καρδιά μας;

Τα μεταξωτά μου μέλη  θε ν’ απλώσω πάνω σε μιαν άμμο δροσερή,

το βλέμμα μου θε να χάσω μες στ’ ανεξάντλητο γαλάζιο

της δικής μου θάλασσας, οι αναπνοές μου κι οι παλμοί μου

θε να ’ναι οι αναπνοές και οι παλμοί του διάχυτού μου έρωτα.

Έρωτα,    αγάπη,    πόθο,    ηδονή

Έρωτα,    Έρωτα!..

 

ΜΗΝ ΕΝΑΙ ΓΗΤΕΙΑ; ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΟΝΕΙΡΟ; ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΘΑΥΜΑ;

(…το πλάνεμα της σκέψης μου, ο πυρετός κι οι νοσταλγίες κι ο όιστρος ο τρομερός της σάρκας μου…)

Όλα μου σου τα χαρίζω – μες στον ήλιο και μες στο ερωτικό χρώμα των ματιών σου.

Πώς πέφτει το φύλλο της λεύκας, το φύλλο που μαγεύει το φως;

έτσι θα πέσω μες την αγκαλιά σου.

Πώς σβήνουν τα τραγούδια των κοριτσιών το σούρουπο;

έτσι θα σβήσω μες την αγκαλιά σου.

Το γυμνό μου σώμα βρίσκεται πια στην εύκρατη ζώνη.

Γητειά είναι, όνειρο, ή θαύμα;

Η παλάμη μου σε περιμένει, η παλάμη μου σ’ αποζητάει,

η παλάμη τρέμει και φτερουγίζει μες στα κλαριά –αχ!

μες τη φούχτα μου κούρνιασε ένα πουλί είναι η τρυφερότης σου.

Ποιος να ’ναι ο έρωτας που περιέχει το κλίμα της αιθρίας;

Γύρωθέ μου βλέπω μονάχα όλες τις λαχτάρες της Μεγάλης Παρασκευής.

Το κλάμα μου ας είναι το ημερότερο τραγούδι, η θλίψη μου,

πομπή Μαγιού από τη θάλασσα ως τον κάμπο, οι ρεμβασμοί μου,

δέκα καΐκια στολισμένα που αρμενίζουν για το πανηγύρι.

Ποτέ, ποτέ ζωή μου δίχως γητειά.

Κι είναι η γητειά η μυρουδιά του ανοιξιάτικου πόθου

μες στα χαμομήλια.

Κι είναι η γητειά όλος ο έρως ενός ξερού βράχου – με το φως με τον ήλιο.

Κι είναι η γητειά, απ’ την κούνια μου ως τον τάφο οι στεναγμοί μου εκείνοι που γεννάνε το θαύμα.

 

ΕΝΑ ΚΑΝΑΡΙ ΕΜΠΛΕΞΕ ΜΕΣ ΤΣΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΟΙ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ ΕΡΑΝΤΙΣΑΝ ΟΛΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Ίσως να ’μαστε αθωότεροι κι από ένα καναρίνι, αγνοί όμως δεν είμαστε.

Κι όλα τ’ άρμπουρα να λύσω, κι όλες τις μέδουσες να σκοτώσω,

πάλι ο εαυτός μου θα ’ναι μια εξορία.

Α! α! α! ελάτε να πούμε το τραγούδι που ποτέ δε σβήνει –

τον ψίθυρο της αγράμπελης όταν χαϊδεύεται με τις σκιές

το σάλο της φάλαινας όταν ’ξωριχθεί και σωθούνε τα μικρά της,

τον ύμνο της ζωής μας όταν χάνεται, και βρούμε την καρδιά μας.

Τι να τους κάνω τους καημούς, τους οίστρους, τα μεράκια;

ο ήλιος μία τροχιά ακολουθεί μονάχα.

Κάποτε θ’ ανοίξω τα βλέφαρά μου και τα σκέλη μου, για να δεχθώ τη βροχή.

Θ’ ανοίξω και τους δρόμους που μου ’φραξαν οι αντιστάσεις μου.

Ναι! Ό,τι δεν φτάνει το χέρι, το ξεπερνάει η καρδιά μας.

 

ΑΥΤΗ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΜΙΑΣ ΜΠΟΥΡΟΥΣ…

(… πάνω σ’ ένα κύμα αρμενίζει η σταρένια μου ψάθα…)

Α, στάσου! γιατί εκεί δεξιά στον ουρανό είδα το σύννεφο της καρδιάς μου.

Είναι δικό μου παιδί το δελφίνι, οι αχιβάδες είναι τα μάτια μου, τα στέρεψε η θάλασσα.

Εμέτρησα τα γλαστράκια του μπαλκονιού – απ’ αυτόν τον τιποτένιο αριθμό πάντα λείπει ο εαυτός μου.

Μέσα στα βράχια έζησα μαζί με τόσες πεταλίδες – σε κάθε τρυφερή λακκούβα της σπηλιάς κρεμάω τη γαλανόλευκή μου.

Δεν εκοίταξα ποτέ μου πίσω απ’ τις παλιές μου φωτογραφίες

(εκεί που ’μαι τόσο απροστάτευτη) – φοβάμαι μη μου φανερωθεί το προσωπικό μου δράμα.

Έτσι θα βρω μια μέρα μέσα στα σεντόνια μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο – μες στην έντασή του θα παραμονεύει το βάρος της τρυφερότητάς του.

Κι ας μην με πείθουνε τα χέρια των πολλών κι οι αναπνοές

των πολλών ας μην θαμπώνουνε κανένα μου καθρέφτη –

κάποτε σωπαίνει ο άνεμος που ροβολάει απ’ το βουνό μ’ ένα μονάχα στεναγμό ανθρώπου!

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ

(… κάνουμε την Ποίησή μας στο χαρτί, γιατί χάσαμε στη ζωή τον οίστρο κάποιου λυρικού τραγουδιού):  

ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝΕ ΧΘΕΣ ΒΡΑΔΥ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ, ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ ΚΑΒΟΥΡΙΑ: Δε θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ’ναι σα χόρτα στην άκρη του ποταμού. Τα λουλούδια των δένδρων είναι τα πουλιά. Το σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού. Η μυρουδιά του ήλιου τη χύνει το σφαγμένο πεπόνι. Η Ποίησή μας είναι η ζωή! Κάποτε ακουμπάμε τον εαυτό μας σαν ένα κουμπί γυμνό επάνω σ’ έναν καθρέφτη, και την αυγή βρίσκουμε ένα χαμομήλι μες στον ανοιξιάτικο κάμπο. Κάποτε ακουγόμαστε σαν την πιο θριαμβευτική κραυγή ζώου, κι όταν ξανασταθούμε ν’ ακούσουμε ο ήχος μας είναι σκληρό γρατσούνισμα φτυαριού πάνω στον άγονο βράχο… Παλικάρια! Σιμώστε, κουβαλήστε μας, είμαστε τ’ άσπρα σας άτια, είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες!...  [επιλογές λέξεων από τη συγκεντρωτική ;ekdosh  ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ της Μάτση Χατζηλαζάρου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1944-1985] εδώ αποσπάσματα από την πρώτη ενότητα  της συλλογής ΕΡΩΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ αφιερωμένη εξαιρετικά στον Ανδρέα (Εμπειρίκο  ή Καμπά]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ