Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

ΤΟΤΕ ΕΙΔΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΙΚΡΙΩΜΑ ΟΠΟΥ ΕΠΡΕΠΕ Ν’ ΑΝΕΒΩ (άγνωστο αν θα στεφθώ βασιλιάς ή θα κυλήσω στο καλάθι των αποκεφαλισμένων)

Βασίλευε ο ήλιος πίσω απ’ τους στρατώνες, οι ζητιάνοι ψάχνανε για λίγο νερό, μα όλα τα λαγήνια ήταν αναποδογυρισμένα στην πόλη Κανά, οι γυναίκες φεύγανε κλαίγοντας μέσα στο κίτρινο σούρουπο, εγώ, κυνηγημένος, μοίραζα πάνω στο λόφο το κρασί μου με ληστές και ψευδομάρτυρες, ενώ ο σταυρός δάγκωνε κιόλας την άκρη του παλτού μου.
Ποιον ν’ αγαπήσω; Σε ποιον να εξομολογηθώ; Μονάχα ο Θεός μπορεί να καυχηθεί ότι με άκουσε να παραπονιέμαι, ήπια όλο το βούρκο στον υπόνομο που μ’ έριξαν, τ’ άντερά μου έγιναν οι δρόμοι που κυλάνε αμάξια θριάμβου, έβγαλα τα φτερά μου και τα κάρφωσα στη γριά, που την θάβαν ολομόναχη μ’ ένα σπουργίτι στο γειτονικό δένδρο, με μια παλιά κασετίνα γεμάτη στάχτη – θυμηθείτε με όταν έρθει η ώρα.
Εργόχειρα φυλακισμένων στέγνωναν στο τζάκι, ήταν φθινόπωρο κι είχαν ερημώσει τα χωράφια, άκουγα τα βήματα των καραγωγέων καταβροχθίζοντας τον κλεμμένο σανό.
Τότε είδα το μεγάλο ικρίωμα, όπου έπρεπε ν’ ανεβώ, άγνωστο αν θα στεφθώ βασιλιάς ή θα κυλίσω στο καλάθι των αποκεφαλισμένων.
 [ΕΝΕΔΡΑ από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ1972, πρώτη ενότητα ΔΙΑΣΠΟΡΑ]



Η ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ σ’ αυτή την ανάρτηση περιλαμβάνει και τα παρακάτω ΠΟΙΗΜΑΤΑ: (ΤΙΤΛΟΣ μαζί με την πρώτη σειρά):
2. ΕΞΟΦΛΗΣΗ, Η παιδική ηλικία μου γλίστρησε ανάμεσα σε παλιά ερμάρια…
3. ΕΡΗΜΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, Μόλις πέθανα, βγήκα απ’ το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού σπιτιού…
4. Ο ΕΠΟΜΕΝΟΣ, Τα παιδιά κοιμόντουσαν ωχρά, δαγκωμένα απ’ τα γαβγίσματα του ταξιδιού…
5. Ο ΗΤΤΗΜΕΝΟΣ, Γονάτισε κι ακούμπησε το μέτωπό του στο πάτωμα.
6. ΧΟΙΡΟΣΤΑΣΙΟ, Είχαν αλλάξει οι καιροί, τώρα δε σκότωναν, σ’ έδειχναν μόνο με το δάχτυλο…
7. ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ, Κρατούσα μια λάμπα και κατέβαινα τη σκάλα…
8. Η ΕΚΤΗ ΜΕΡΑ, Ήταν η έκτη μέρα της δημιουργίας…
9. ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΥΛΗ, Φτερούγες σάλευαν κάτω απ’ τα έπιπλα…
10. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, Καθόταν έξω στα χωράφια και σχεδίαζε πάνω στο χώμα πουλιά.
11. ΝΥΧΤΑ, Μια πόρτα τη νύχτα που τη βλέπουν μόνο οι τυφλοί…
12. ΧΩΡΙΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ, Βράδιαζε και χτυπούσαν ακόμα τα σφυρια…
13. ΕΝΟΧΗ, Τι ζητούσαν, λοιπόν, σε τι είχα φταίξει…
14. ΑΠΛΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ, Ήταν φθινόπωρο, Ιουστίνης μάρτυρος της παρθένου…
15. ΒΙΒΛΙΚΟ ΤΟΠΙΟ Α και Β, Ένας πόνος μακρύς μας διαπέρασε τα σπλάχνα…
16. ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Αόρατα χέρια σβήσανε, ξαφνικά, τη λάμπα…
17. ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, Απ’ τον πατέρα μου κληρονόμησα αυτό το δυστυχισμένο χέρι…
18. ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ, Να σε καρφώσουν στο σταυρό ή να σταυρωθείς…
19. ΤΟ ΧΕΡΙ, Όχι δεν είναι φτερούγα, το χέρι του είναι…
20. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΤΟΛΗ, Ερχόταν μες στη νύχτα ο θρήνος απ’ τ’ άδεια ποτήρια των αλκοολικών…
21. ΤΑΞΙΔΙ, Ζούσε την τελευταία του ώρα.
22. ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ, Άνδρες με μακριές λόγχες κρατούσαν ακόμα και την αναπνοή μας…
23. ΕΞΟΔΟΣ, Η τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα…
24. ΙΣΤΟΡΙΑ, Τόσους αιώνες μετά τον κατακλυσμό κι εγώ στεκόμουν ακόμα στον προθάλαμο με τις βρεγμένες ομπρέλες…
25. ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ, Έπρεπε να φτάσω γρήγορα, παιζόταν η τύχη μου…
26. ΝΟΜΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, Παλιοί φίλοι σκύλευαν τώρα το πτώμα του στην ανασκαμμένη πόλη
27. Η ΣΚΑΛΑ, Σε κάθε σπίτι υπάρχει μια άγνωστη μυστική σκάλα…
28. ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ, Αυτές τις σελίδες τις έγραψα μόλις μ’ είχαν διώξει απ’ τον παράδεισο…
29. ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ, Η νύχτα είχε χαμηλώσει και τα πράσινα κατέβαιναν χαλκοπράσινα…
30. ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ, Έβγαινε ήρεμος, σχεδόν καλοδιάθετος, όταν είδε το θυρωρό.
31. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ, Νύχτωσε. Ώρα που αναρωτιέται κανείς τι έπραξε στη ζωή του
32. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ, Περνούσε έναν έρημο δρόμο, νύχτα, όταν άκουσε κλάματα… και

33. ΕΡΗΜΩΣΗ, Όσο θυμάμαι τη ζωή μου δεν είχα τίποτα δικό μου…  


ΕΞΟΦΛΗΣΗ
Η παιδική ηλικία μου γλίστρησε ανάμεσα σε παλιά ερμάρια, οι αμαξάδες βλαστημούσαν καθώς παίρνανε τη στροφή, αργά, λυγισμένοι απ’ τη σκόνη κι η κοιλιά μου σκουλήκιαζε από αναρίθμητες πείνες.
Στο υπόγειο ονειρευόταν το ραχιτικό παιδί, εγώ πίστευα στους πλανόδιους οργανοπαίχτες, που η δυστυχία τους είναι πιο ουράνια κι απ’ τους ουρανούς, πλαγιάζοντας με γυναίκες κωφάλαλες, για να μη χάσω ούτε έναν ήχο απ’ τους στεναγμούς που άκουγα γύρω μου.
Σε τι χρησίμεψαν λοιπόν οι αμαρτίες μου; Έβρεχε και κανείς δεν με άκουγε, μονάχα ο κούφιος αντίλαλος απ’ τους στάβλους, εκεί που είδα το γέρο, καθόταν στο βρεγμένο στρώμα και έκλαιγε, ζητώντας να του δώσουν την κούκλα του – τότε κατάλαβα πως δεν είμαι μόνος, και πως όταν θα ’ρθει η μέρα της Κρίσεως, εγώ θα έχω όλο το χρυσάφι να πληρώσω.
Το τέλος ήταν απροσδόκητο, με τον καπνό να μου γνέφει πάνω απ’ το σταθμό, με τους τρελούς που ψάχνανε για ένα μικρό κομμάτι κιμωλία κι εκείνους τους χλωμούς άνδρες με τα τύμπανα που φτάνουν όταν δεν υπάρχει έλεος πια.
Κι ύστερα, όταν βράδιασε, άδειασα τα παπούτσια μου απ’ όλους τους δρόμους κι έπεσα να κοιμηθώ, ενώ τα υγρά σιωπηλά χωράφια ταξίδευαν με τους τυφλοπόνικες.

ΕΡΗΜΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
Μόλις πέθανα, βγήκα απ’ το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού σπιτιού, το σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλεγε το παλιό τραγούδι των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολουθούσαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα πού να πάω κι αποκοιμήθηκα στα χέρια των τυφλών, που εντούτοις άναβαν τη λάμπα,
……ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις,
……όταν τέλος έφτασα στο σταθμό, είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο φοβισμένος που αν μ’ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φανεί ο θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. κι εμείς έπρεπε να κάνουμε ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την υπηρετούσε είχε μάθει να πετάει, για να μην της λερώνει το χαλί,
……φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν είχανε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο μακριά κι απ’ τους νεκρούς κι ο άμαξας των παιδικών καιρών έξω απ’ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμαρωμένα άλογα.

Ο ΕΠΟΜΕΝΟΣ
Τα παιδιά κοιμόντουσαν ωχρά, δαγκωμένα απ’ τα γαβγίσματα του ταξιδιού, τα χωράφια ήταν ξέσκεπα κι η μέρα τόσο γαλάζια, ο οδοστρωτήρας αγκομαχούσε τυραννισμένος απ’ τις μύγες, στις άγρυπνες νύχτες μου μάρτυς μου μονάχα  ο Θεός κι η πεθαμένη υπηρέτρια, που ακούγοντας ένα περαστικό κουδούνι σηκώθηκε απ’ τον τάφο της ν’ ανοίξει.
Και είδα ότι είχα φτάσει σε ακτές ουράνιες, ναυαγισμένος μέσα στα παπούτσια μου.
Τώρα, κάθε φορά που θα δω μια σκάλα κάθομαι χάμω και κλαίω, γιατί ξέρω πως δεν θα ξαναβρεθώ – κι έραβα τις πληγές μου για να μη χαθεί ο θησαυρός που μου εμπιστεύτηκαν, για να γεννήσω έναν ακόμα στεναγμό, για να με συγχωρέσει ο άνθρωπος που ασέλγησε πάνω μου, μην ξέροντας πως αυτή είναι η δύναμή μου, σαν τις μηλιές που ανθίζουν όταν ακούσουν το λάλημα του τρελού.
Όταν τέλος αποφάσισα να παραδοθώ, έφερα μεγάλες αγκαλιές άχυρο και σκέπασα τα ίχνη μου, γι’ αυτόν που ερχόταν πίσω.

Ο ΗΤΤΗΜΕΝΟΣ
Γονάτισε κι ακούμπησε το μέτωπό του κάτω στο πάτωμα. Ήταν η δύσκολη ώρα. Κι όταν σηκώθηκε, το ντροπιασμένο πρόσωπό του, που όλοι ξέραμε, είχε μείνει εκεί, πάνω στις σανίδες, σαν ένα αναποδογυρισμένο άχρηστο κράνος.
Ο ίδιος γύριζε σπίτι του τώρα δίχως πρόσωπο – σαν το Θεό.

ΧΕΙΡΟΣΤΑΣΙΟ
Είχαν αλλάξει οι καιροί, τώρα δεν σκότωναν, σ’ έδειχναν μόνο με το δάχτυλο κι αυτό αρκούσε. Ύστερα, κάνοντας έναν κύκλο που όλο στένευε, σε πλησιάζανε σιγά-σιγά, εσύ υποχωρούσες, στριμωχνόσουνα στον τοίχο, ώσπου, απελπισμένος, άνοιγες μόνος σου μια τρύπα να χωθείς.
Κι όταν ο κύκλος διαλύονταν, στη θέση σου στεκόταν ένας άλλος, καθ’ όλα αξιαγάπητος κύριος

ΑΛΚΟΟΛΙΣΜΟΣ
Κρατούσα μια λάμπα και κατέβαινα τη σκάλα, έπρεπε ν’ ανακαλύψω ποιος είμαι, τι είχα κάνει στο παρελθόν, και το σπίτι πώς έστεκε ακόμα, αφού εμείς είχαμε κάποτε γκρεμίσει όλους τους τοίχους, για να χωρέσουν εκείνοι που έφευγαν,
στο βάθος, σακάτηδες χωρίς χέρια παίζαν την τύχη μου στα χαρτιά, ο Ιησούς των μεθυσμένων περνούσε το βράδυ μες τα θαμπά φανάρια κι έπαιρνα από πίσω το φονιά σκουπίζοντας τα ίχνη του πάνω στο χιόνι, γιατί τώρα ήξερα,
κι η γυναίκα, όταν πήγα να την αγκαλιάσω, έκανε μια μικρή κίνηση και μπήκε σε μια δική της πόρτα, κλειστή, αφήνοντάς με  έξω.
Δώσε μου, Κύριε, να ’μαι νεκρός και μεθυσμένος.
Άσε μου μόνο τ’ άστρα, που ήταν το ίδιο φιλικά ακόμα και στους δρόμους που πυροβολούσαν.

Η ΕΚΤΗ ΜΕΡΑ
Ήταν η έκτη μέρα της δημιουργίας, η μητέρα είχε ντυθεί στα μαύρα, φορούσε και το καλό καπέλο της με  βέλο, «δεν έπρεπε να μας το κάνει αυτό ο  Θεός» είπε, στο βάθος χλωμοί άνδρες στήναν τη μεγάλη σκηνή του τσίρκου,
«γύρισε σπίτι είναι αργά», «ποιο σπίτι;» είπα κι αγκάλιασα το φανάρι του δρόμου,
η μικρή ξαδέλφη όπου να ’ναι θα πέθαινε, την έσπρωξα πίσω απ’ την ντουλάπα, «σ’ αγαπάω» έλεγε, μα εγώ την έγδυνα κιόλας σαν πόρνη,  κι όταν τη θάψαμε, εγώ έμεινα για πάντα εκεί, πίσω απ’ την ντουλάπα, μισοφαγωμένος απ’ τα ποντίκια,
κι ήταν η έκτη μέρα της δημιουργίας,
οι τροχαλίες γρύλιζαν καθώς ανέβαζαν το πρώτο ρολόι στη στέγη του σταθμού,
κάθισα στην άκρη του δρόμου, τόσο θλιμμένος, που οι τυφλοί μ’ έβλεπαν.

ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΥΛΗ
Φτερούγες σάλευαν κάτω από τα έπιπλα, και στο βάθος ο σκοτεινός καθρέφτης έκανε τα παιδιά ν’ αρρωσταίνουν συχνά, γιατί δεν ήθελαν να μεγαλώσουν,
η μητέρα έκλαιγε και με παρακαλούσε να κατέβω, μα εμένα ήταν η μοίρα μου να περπατήσω στο ταβάνι, μια μάχη δική μου, μητέρα, όπου πάντα ο νεκρός ήμουν εγώ.
Γι’ αυτό ήξερα και των ουρανών τη μυστική υπόγεια πύλη.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Καθόταν έξω στα χωράφια και σχεδίαζε πάνω στο χώμα πουλιά. Μα τα πουλιά ζητούσαν τον ουρανό. Τότε σχεδίασε γύρω τους την αιώνια θλίψη.
Και τα πουλιά πέταξαν

ΝΥΧΤΑ
Μια πόρτα τη νύχτα που τη βλέπουν μόνο οι τυφλοί,
το σκοτάδι κάνει τα ζώα ν’ ακούνε μακρύτερα,
κι εκείνος τρίκλιζε, όχι απ’ το πιοτό,
μα απ’ την απελπισμένη κίνηση ν’ ανέβει
στον πύργο, που χάσαμε κάποτε

ΧΩΡΙΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Βράδιαζε και χτυπούσαν ακόμα τα σφυριά στήνοντας το ικρίωμα, δεν είχαν ακούσει τη μεγάλη είδηση του αίματος, δεν ξέρανε πως είχα δραπετεύσει κι έγλειφα κιόλας τη χυμένη ζάχαρη στο πάτωμα, μην τρίζουν τα βήματα της παραδουλεύτρας και τη διώξουν.
Όμως έπρεπε κι εγώ να ζήσω, να κάνω ένα επάγγελμα, πήγα στους αργυραμοιβούς και μ’ έδιωξαν, γιατί κατέβαιναν τα πουλιά και τρώγαν το χρυσάφι μέσα στα χέρια μου, κάθισα στην είσοδο του ναού και μου ’ριξαν τις τρύπες των ματιών τους μες το καπέλο μου.
Όλα τέλειωσαν στο νεκροταφείο, με μια σιγανή βροχή, με λίγο φτηνό κονιάκ στα ερειπωμένα μικρομάγαζα, που αύριο θα έχουν κι εκείνα τη θέση τους στο υπερπέραν.
Θυμάμαι τη νύχτα που παρίστανα την κούκλα στο φτωχό μοδιστράδικο κι οι καρφίτσες που μου κάρφωσαν, όταν πεθάνω, θα ’ναι τα σημάδια για να με ξαναβρίσκουν.
Από τότε μου ’μεινε αυτός ο ανεμοστρόβιλος του σκύλου που τρελαίνεται. Όταν τον βρουν νεκρό, έξω απ’ την πόλη, έχει λίγο αφρό στο στόμα και το μαχαίρι μιας ανείπωτης εικόνας στα μάτια,
όπως οι ήρωες.

ΕΝΟΧΗ
Τι ζητούσαν, λοιπόν, σε τι είχα φταίξει, εμένα το μόνο μου έγκλημα ήταν ότι δεν μπόρεσα να μεγαλώσω, κυνηγημένος πάντα, πού να βρεις καιρό, έτσι έμεινα εύπιστος κι αγκάλιαζα το κρύο σίδερο της γέφυρας.
Ενώ στο βάθος, μακριά, με κοίταζε σαν ξένο η πιο δική μου ζωή.

ΑΠΛΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Ήταν φθινόπωρο, Ιουστίνης μάρτυρος της παρθένου, γιορτή παρακατιανή, αλλά για μας, τους παρακατιανούς και τους παρθένους του φτωχοκομείου, ευώδιαζαν οι σταύλοι, εγώ είχα ένα μόνο πρόσωπο, γι’ αυτό και μ’ έκλεισαν στο άσυλο, κι ο Ιωανάθαν τόσο φοβισμένος, που οι πόρτες υποχωρουσαν μόνες τους. Είναι από τότε, ίσως, που τη νύχτα των Θεοφανείων ανοίγουν οι ουρανοί.
Στο αντικρινό καπηλειό πίναν ένα κρασί στο πόδι οι αμαξάδες κι ύστερα παραμέριζαν  τις μύγες κι έμπαιναν να κοιμηθούν μες στις πληγές του Ιώβ. Εκείνο που λίγο τον δυσκόλευε, έλεγε, ήταν τ’ άλογα.
Ήταν εκεί και ο παιδοκτόνος με το άκακο βλέμμα, «γιατί σκότωσες;» ακούσαμε μια νύχτα να τον ρωτάει ο  Θεός, «τα παιδιά, Κύριε, πρέπει να μένουν αγνά» είπε, και κάπου, μακριά, αναστέναξαν μέσα στον ύπνο τους τα παιδιά, που έπρεπε να μεγαλώσουν. Το άλλο πρωί βρήκαμε έξω από την πόρτα του ένα κερί, μια παιδική ζωγραφιά κι ένα τσεκούρι.
Εκείνη τη νύχτα, όταν όλοι κοιμήθηκαν, άνοιξα την πόρτα σιγά και μπήκαν οι Τρεις Μάγοι, τα σκυλιά τους μύρισαν και σώπασαν, εμείς κάθε μέρα κάναμε το θαύμα και χορταίναμε μ’ ένα βρεγμένο πήλινο πιάτο, βοηθούσε, βέβαια, κι ο βούρδουλας, μα πιο πολύ ο Ιησούς, αθέατος φυσικά για το φόβο των Ιουδαίων.
Ήμαστε πολλοί οι δυστυχισμένοι εκεί, στο μαγειρείο βοηθούσε ο άγιος Συμεών, γιατί όχι, λέγαμε, αφού ο διευθυντής είναι ο διάβολος, να μην είναι κι εκείνος ο άγιος Συμεών. Κι η Ραχιτική Ελισάβετ, η πανάρχαιη υπηρέτρια, που είχε σφουγγαρίσει όλη την Κόλαση και τώρα, όπου άγγιζαν τα χέρια της, κυμάτιζαν τα ήρεμα στάχυα.
Το ίδιο βράδυ, βοηθούντος και του αγίου Συμεών, το φτωχοκομείο πήρε φωτιά. Κι έβλεπε κανείς έναν πρωτοφανή συνωστισμό στην είσοδο του παραδείσου.

ΒΙΒΛΙΚΟ ΤΟΠΙΟ Α΄
Ένας πόνος μακρύς μας διαπέρασε τα σπλάχνα, ως πέρα, τον ορίζοντα. Και το αρνί, που μες την παγωνιά το θήλασε η γυναίκα μας, αδελφός του γιου μας τώρα λογιέται.
Ώσπου ήρθε το χιόνι, ασταμάτητο χιόνι, για  να θάψει τη συμπόνια μας, που σε έργα μέτρια μας οδήγησε.

ΒΙΒΛΙΚΟ ΤΟΠΙΑ Β΄
Βάρβαρες φυλές με μεγάλα πέλματα ανάσκαψαν την πατρική γη και μόνο ένα χάνι ερειπωμένο έστεκε ακόμα πλάι στο δρόμο, όπου άφηναν τις ψείρες τους οι περαστικοί,
σαν τον ποιητή στο έλεος όλου του κόσμου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
«Αόρατα χέρια σβήνανε, ξαφνικά τη λάμπα, ο λαός  απέξω ζητωκραύγαζε, ζητούσε να με στέψει βασιλέα, μα εμένα το πτώμα μου ήταν κομματιασμένο μέσα στην ντουλάπα κι είχα χάσει το κλειδί, τότε άκουσα την αλυσίδα που έσπασε, το σπίτι άρχισε να κυλάει, η θεία μπήκε κρατώντας δυο ποτήρια γάλα που φώτισαν ξαφνικά τη νύχτα, «το ένα είναι για το δαίμονα» είπε.
Α, πόση θλίψη εκείνη τη νύχτα, με τα απομεινάρια ενός μεγάλου θρύλου έξω από την πόρτα μας και τα μαύρα νερά των ποταμών που κατεβάζανε το πτώμα μου στην κουζίνα, εξάλλου απορούσα τι ήθελαν τόσοι άνθρωποι γύρω μου – κάπου αλλού παίζεται η ζωή μας!
Το ξεραμένο αίμα κι η σκόνη στον ατέλειωτο γυρισμό, όμως εμένα γιατί μ’ άφησαν έτσι, μισοτελειωμένο, με τα μάτια μου ριγμένα σαν δυο μύγες μέσα στην μπουκάλα του αλκοόλ και το σπίτι που είχα γεννηθεί κατάκλειστο απ’ τους θανάτους, με μόνο το παιδικό παράθυρο ανοιχτό…»
‘Όταν πήγαν να τον μαζέψουν, δεν βρήκαν παρά λίγο χιόνι κάτω στο δρόμο.

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
Απ’ τον πατέρα μου κληρονόμησα αυτό το δυστυχισμένο χέρι κι απ’ τη μητέρα μου ένα μεγάλο φτερό, από κείνα που έβγαζε απ’ την ψυχή της και τα κάρφωνε στο αστείο καπέλο της – είναι από τότε που τις νύχτες η παλιά ντουλάπα ανοίγει μόνη της και βγαίνει η λαιμητόμος, εγώ παλεύω μαζί της, παίρνω τον μπαλτά και την κάνω κομμάτια, ύστερα καταπίνω τις σανίδες για να μην τις βρουν, πολλοί ναυαγοί σώθηκαν έτσι.
Χρόνια έζησα τρέμοντας τις πόρτες, ώσπου μάζεψα τα χαρτιά μου, τις τύψεις μου κι έφυγα. Μα στον πρώτο σταθμό είδα πάλι εκείνο το παιδικό φτερό και κατέβηκα!..
Από τότε έμεινα για πάντα στην Κόλαση

ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ
Να σε καρφώνουν στο σταυρό ή να σταυρωθείς πάνω σ’ αυτό το τίποτα που υπήρξες είναι ο ίδιος δρόμος, έρημος κι ακατανόητος, ανάμεσα στα λιγοστά δένδρα και τη νύχτα που κατεβαίνει.

ΟΧΙ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΤΕΡΟΥΓΑ. ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ, ΚΑΘΩΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ Ν’ ΑΠΟΦΥΓΕΙ ΤΑ ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ (Το χέρι)

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΤΟΛΗ
Ερχόταν μέσα στη νύχτα ο θρήνος απ’ τ’ άδεια ποτήρια των αλκοολικών, αισχρές επιθυμίες με λιάνιζαν στο πλυσταριό, μα έφτανε ο ίσκιος μιας αράχνης για ν’ ανοίξει στον τοίχο ουράνιες μελωδίες, έστεκα όρθιος στα σκαλοπάτια, έτρεχα να τους παραγγείλω καφέ, γι’ αυτό κι εκείνοι δεν κοίταζαν τον ουρανό, να με δουν να κάθομαι στα δεξιά Του, μόνο η γριά έβαζε λιβάνι στο θυμιατό και σκαρφαλωμένη στον καπνό κοιμόταν μαζί μου.
Ήταν αστροφεγγιά και τα παιδιά  περίμεναν να μιλήσουνε τα ζώα, εγώ στη μέση των χωραφιών, τόσο λυπημένος που θα μπορούσε να περάσει από μέσα μου ένα κοπάδι πουλιά, τρώγοντας όλη την καρβουνόσκονη στους έρημους σταθμούς με τους ξεχασμένους, βγήκα στην αγορά και δεν είχα τίποτα να πουλήσω, και πούλησα τις εξομολογήσεις μου στο έλεος των αυριανών ημερών.
Όταν πια κάθισα να ξεκουραστώ ήταν αργά για όλα, ο άνεμος  έφερνε τις καμπάνες, η μέρα ξαναγύριζε –κι όμως εμένα μ’ είχαν διώξει, εγώ που για μια νύχτα έγινα γυναίκα κι έβγαλα μαστούς, για να θηλάσω μέσα στα χωράφια έναν παλιοζητιάνο που ψυχορραγούσε και ζητούσε τη μητέρα του.
Εκείνη τη νύχτα άδειασα τόσο, που όταν μου πέταξαν το μαχαίρι δεν είχε πού να καρφωθεί.

ΤΑΞΙΔΙ (στη Λούλα που δεν θα το διαβάσει)
Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό νύχτα περίμενε το τρένο, που θα ’πεφτε μπροστά του να τελειώνει. Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε, που ήταν ένα αιώνιο παιδί. Τότε, μ’ έκπληξη, είδε η μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντας το χέρι του, για να κρατηθούν, πιο στέρεα πάνω απ’ το όνειρο.
Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δυο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες,
ενώ το πτώμα ενός άνδρα κείτονταν πιο εκεί.

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ
Άνδρες με μακριές λόγχες κρατούσαν ακόμα και την αναπνοή μας μακριά απ’ το στρωμένο τραπέζι. Μα εκείνον, που τόλμησε και προχώρησε, τον κάρφωσαν  και τον σήκωσαν ψηλά,
πάνω απ’ όλους τους συνδαιτυμόνες.

ΕΞΟΔΟΣ
Η τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα, μόλις μ’ είχαν ξεκρεμάσει απ’ το ηλιοβασίλεμα, με τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, μα  οι πληγές φάνηκαν στον τοίχο, το πλήθος συνωστίζονταν στις σκάλες, ζητούσε ν’ αναστηθώ, μα εγώ έπρεπε να παραμείνω αγνός από θαύματα, και κρυβόμουν πίσω απ’ τα παλτά των ξένων στο διάδρομο, τρώγοντας τα φύλλα  απ’ τα παλιά ημερολόγια,
το ξημέρωμα ήταν ωχρό πίσω απ’ τις μπουκάλες, βγήκα στο δρόμο και γονάτισα στον πρώτο περαστικό, «γιατί το ’κανες;» με ρωτούσε ο Θεός, «είναι ο καιρός της βασιλείας μου, Κύριε, πώς ν’ αρνηθώ;» και τότε ο Θεός μου ’βαλε στο χέρι αυτό το κλειδί, έτσι μπορώ ν’ ακούω ήρεμος το ανελέητο βήμα πίσω απ’ τον τοίχο, αθέατος μέσα σε όποια θεία εικόνα.
Ήμουν τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με γάβγισαν στο δρόμο ανέβαιναν τώρα μαζί μου στον ουρανό.

ΙΣΤΟΡΙΑ
Τόσους αιώνες μετά τον κατακλυσμό κι εγώ στεκόμουν ακόμα στον προθάλαμο με τις βρεγμένες ομπρέλες,
ήταν κι άλλοι πολλοί που περίμεναν και τα σημειώματα στο χέρι μας είχαν αρχίσει να λιώνουν,
ο ανακριτής αργούσε και τα χρόνια περνούσαν, «τουλάχιστον, να μου δίνατε μια κιμωλία», παρακαλούσε κάποιος,
η γυναίκα φορούσε μια παλιά βρόμικη ρόμπα, «ακόμα να σταματήσει» είπε λυπημένα, κι έδειξε πέρα, μακριά, τον Τροχό.
Μια ιστορία συνηθισμένη, που λένε.

ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ
Έπρεπε να φτάσω γρήγορα, παιζόταν η τύχη μου, η παραμικρή αργοπορία ίσως μου στοίχιζε το θάνατο ή ίσως και κάτι πιο πολύ. Όμως δεν έβρισκα το δρόμο, είχα χαθεί σ’ ένα λαβύρινθο από υγρές μουχλιασμένες αυλές. «Θεέ μου, πρέπει να βγω’ είπα, κι είδα μια γυναίκα. Το πρόσωπό της είχε μια πράσινη ανταύγεια, σαν να ήταν χλοϊσμένο, στεκόταν ακίνητη μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κι έφτιαχνε τα  μαλλιά της. «Σας παρακαλώ, πώς μπορώ να βγω από δω;» εκείνη δε μίλησε και τότε πρόσεξα πως ήταν ένα άγαλμα, η αληθινή γυναίκα καθόταν πιο εκεί, σε μια κουνιστή πολυθρόνα. «Πώς μπορώ να βγω από δω;» ξανάπα. Χαμογέλασε με κακία «κι εγώ πριν από χρόνια ήθελα» είπε. Τότε, δίπλα στο γυναικείο άγαλμα, φάνηκε το πρόσωπό μου από μάρμαρο, που άρχισε κι αυτό να πρασινίζει με τον καιρό, ενώ εγώ, καθισμένος σε μια πολυθρόνα, χαμογελούσα κιόλας με κακία,
σ’ αυτόν που ερχόταν να ρωτήσει για το δρόμο μου.

ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Παλιοί φίλοι σκυλεύαν τώρα το πτώμα του στην ανασκαμμένη πόλη. Οι αφελείς! Γιατί εκείνος βρισκόταν πάντα σ’ ένα πύργο μακρινό, απ’ όπου δεν είχε βγει ποτέ του.
Σαν τον τρελό που, κλειδωμένος στο κελί του, ζωγράφισε στον τοίχο μια πόρτα κι έφυγε.

Η ΣΚΑΛΑ
Σε κάθε σπίτι υπάρχει μια άγνωστη μυστική σκάλα, που θα σε πήγαινε, ίσως μακριά. Αλλά τη βρίσκεις, όταν δεν έχεις πια σπίτι.

ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ
Αυτές τις σελίδες τις έγραψα μόλις μ’ είχαν διώξει απ’ τον παράδεισο, στην πόρτα μου είχαν κρατήσει τα  ρούχα, κι ο ανεμοδείχτης που σκότωσα όταν ήμουν παιδί έρχεται ακόμα και με βασανίζει στον ύπνο μου.
Η μπόχα του κρασιού έδερνε το πετσί μου και τους έκανε να παραμερίζουν, δε με πλησίαζε κανείς, μα εγώ είχα μες το κεφάλι μου το κλειδί ενός πύργου, και καμιά  φορά τρόμαζα, ακούγοντας το γδούπο απ’ τους πολυελαίους που σπάζαν.
Ζητούσα μια μικρή γωνιά κι ένα κερί μες την πάχνη, κι οι Μαρίες που πλάγιαζαν εύκολα, τόσο που δεν πρόφταιναν ν’ αμαρτήσουν, α, πόσο τις αγάπησα πάνω στα βρόμικα κρεβάτια, ενώ τα μυτερά τους νύχια έσκιζαν τη νύχτα σαν τις λάμψεις της θείας χάριτος.
Δε θυμάμαι παρά το πρόσωπο του νυχτοφύλακα που με είχε αρπάξει από το λαιμό, η γυναίκα με σήκωσε τότε και μ’ ακούμπησε στο βάθος των ματιών της, και γυρίσαμε την πόλη, μες το φθινοπωριάτικο φως, εκεί που ένα βάρβαρο πλήθος έτρεχε στο αιώνια χαμένο παιχνίδι.

ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ
Η νύχτα είχε χαμηλώσει και τα πρόσωπα κατέβαιναν χαλκοπράσινα, «άρχισε κιόλας η τιμωρία» σκέφτηκα,
η πολυθρόνα άνοιγε σαν μια μαύρη τρύπα, μια νύχτα, λένε, αυτή η τρύπα κατάπιε τον πατέρα, ψάξαμε, ψάξαμε, ώσπου βρήκαμε το σκύλο να γλείφει ένα μεγάλο κόκαλο,
ύστερα βρεθήκαμε στην πλατεία, ένας άνθρωπος ήταν γονατιστός, «πάρτε τα, έλεγε, δεν έχω πού να πάω» και ξεκάρφωνε ένα-ένα τα πλευρά του, ώσπου έμειναν μονάχα τα παπούτσια του ν’ ανεβαίνουν τη μεγάλη σκάλα,
πήρα τρομαγμένος τη γυναίκα στην κάμαρα, «κρύψε με» της λέω, της φόρεσα ένα παλιό φόρεμα της μητέρας, κι όπως την έγδυνα και κατέβαινα στο σκοτάδι, μεγάλες ρωγμές άνοιξαν στον τοίχο και βγήκε ο Λάζαρος κάτωχρος, «ξαναγυρίζω, μητέρα»,
τότε θυμήθηκα την πολυθρόνα, τον πατέρα τον είχαν κλωτσήσει τόσο πολύ, που αυτός ήταν ο σκύλος που βρήκαμε,
χτύπησα σιγανά, η γριά που μου άνοιξε είχε γύρω απ’ το λαιμό μια μικρή φαγωμένη γούνα, «Θεέ μου, αυτό είναι έγκλημα» είπε,
γιατί την ώρα που πεθαίνεις, σαν ένας φονιάς που απομακρύνεται βιαστικά,
φεύγει από μέσα σου ο άγνωστος που υπήρξες.

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
Έβγαινε ήρεμος, σχεδόν καλοδιάθετος, όταν είδε το θυρωρό. Παρακαλούσε κάποιον και το βλέμμα του κρεμόταν σαν ψόφιο σκυλί.
Άρπαξε ένα μαχαίρι κι έβγαλε και τα δυο του μάτια, που κύλησαν και χάθηκαν μες στον υπόνομο.
Από τότε οδηγεί τα πουλιά πίσω στο σπίτι

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Νύχτωσε. Ώρα που αναρωτιέται κανείς τι έπραξε στη ζωή του. Κι οι νεκροί πλάγιασαν και σταύρωσαν τα χέρια, σαν αυτό που ψάχναν
να το αγγίζουν, επιτέλους, μέσα τους.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Περνούσε έναν έρημο δρόμο, νύχτα, όταν άκουσε κλάματα. Ένα βρέφος ήταν σε μια πόρτα. Στάθηκε, ύστερα έκανε να φύγει, αλλά ξαναστάθηκε. Σήκωσε το παιδί στα χέρια κι απομακρύνθηκε.
Έκαιγε η λάμπα πάνω στο τραπέζι. Δε χαμήλωσε το φως, όπως άλλοτε όταν γδυνόταν. Άνοιξε το πουκάμισο και κοίταξε το μικρό γυναικείο μαστό που φύτρωνε στο στήθος του.
Και χαμογέλασε αόριστα, καθώς έβαζε τη θηλή στο στήθος του μωρού.

ΕΡΗΜΩΣΗ: Όσο θυμάμαι τη ζωή μου, δεν είχα τίποτα δικό μου, έξω απ’ το φόβο, κι ένα τουφέκι, που τη νύχτα, με σημάδεψαν μ’ αυτό. Σιωπή. Οι νεκροί ας μας συχωρέσουν.

ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΙΣ ΕΓΡΑΨΑ ΜΟΛΙΣ Μ’ ΕΙΧΑΝ ΔΙΩΞΕΙ ΑΠ’ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ (Το Κλειδί από το Νυχτερινό Επισκέπτη): Καμιά φορά αναρωτιέμαι γιατί τα γράφω όλα αυτά, κι αν θα παρηγορήσουν ποτέ κανέναν, προτιμούσα, λοιπόν, να μένω γονατιστός (ήταν το δικό μου σπίτι) όμως, γρήγορα έχανα τον ειρμό με τον ίσκιο εκείνων των μεγάλων φτερών πάνω στον τοίχο, ενώ ήμουν ολομόναχος στην κάμαρα, έτρεχα τότε στο απάνω πάτωμα, ψάχνοντας: κι ύστερα πιο πάνω, ως πέρα τους εξώστες. Ώσπου όταν ξανακατέβαινα είχε τελειώσει η γιορτή. Άνοιγα τότε την πόρτα και κοίταζα ήρεμος τη νύχτα, επειδή τίποτα δεν άλλαζε κι ο καθένας ζει με τον τρόπο του την αιώνια παραπλάνηση! [ΓΙΟΡΤΗ Απ’ το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗ του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ του Τάσου Λειβαδίτη]




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ