Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

ΑΠ’ ΤΟ ΠΡΩΙ ΚΟΙΤΑΖΩ ΠΡΟΣ Τ’ ΑΠΑΝΩ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ

(… απ’ το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου…)

Σπασμένα φλιτζάνια στα χαλιά

πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας

όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι

κάτι θα φυτρώσει απ’ αυτή τη χαρά

ένα νέο δένδρο χωρίς ανθούς ή ένα αγνό νέο βλέφαρο

ή ένας λατρεμένος λόγος που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά.

 

Έξω αλαλάζουν οι καμπάνες

έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι

σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μια χαραυγή

τι κούραση τι κούραση

κίτρινο φόρεμα – κεντημένος ένας αετός – πράσινος παπαγάλος – κλείνω τα μάτια –

κράζει πάντα – πάντα - πάντα

η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς

τι μάτια παθιασμένα τι γυναίκες τι έρωτες τι φωνές τι έρωτες

 φίλε αγάπη αίμα φίλε

φίλε δώσ’ μου το χέρι σου τι κρύο.

 

Ήτανε παγωνιά

δεν ξέρω πια την ώρα που πεθάναν όλοι

κι έμεινα μ’ ένα ακρωτηριασμένο φίλο

και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά

[Η ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ από την ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ 1945 – Στην ίδια συλλογή ανήκουν και τα ποιήματα που ανθολογούνται παρακάτω:

2. Ο Πυρετός της Χαράς

3. Τ’ Όνειρο

4. Ομορφιά,

5. Η Συννεφιά

6. Ο Σωτήρας

7. Τα Δάκρυα του Θεού

8. Η Λατρεία

9. Natura

10. Η Νύχτα της Λησμονημένης

11. Οι Τρεις Εραστές και

12. Χριστούγεννα 1943 και

13. (το ποίημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή) Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ





Ο ΠΥΡΕΤΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ 1945)

Ηλεκτρικές κουρτίνες σ’ άλλη εποχή

ηλεκτρικοί πολυέλαιοι

δυο πρωινά παράθυρα

δυο μάτια φωτισμένα

η σκιά του ανθρώπου διαβαίνει

μέρα να ’ναι για νύχτα

κι η φωνή: μην τρέχεις μην φεύγεις

σαγαπώ

la voix du reve

 

Τ’ ΟΝΕΙΡΟ (από την ίδια συλλογή)

Το αιωνόβιο το όνειρο   χαϊδεύει τ’ άσπρα του μαλλιά

 

Παιδιά γδυθήκανε στο φως

πετάξανε το τόπι κι ανακράξαν θρίαμβος

ένας φραγκόπαπας δείχνει με το δάχτυλό του το Λυκαβηττό

ένα γυμνό χαμογελάει στα κορίτσια

ψηλώνουν στα κλωνάρια τους φωνάζουνε

είναι κουτσός είναι κουτσός

βουτάνε ντροπιασμένες έπειτα στο κόκκινο νερό

 

Νέες γυναίκες γδυθήκαν στη σκιά

στ’ απέραντο λιμάνι τρομαγμένες

ένας χειρούργος στο μπαλκόνι παίζει τα νυστέρια του

παραφυλάνε κουρασμένοι εκφορτωτές

να κόψουν τα σκοινιά του καραβιού

να κουρελιάσουνε τ’ απάρθενα φορέματα

να στασιάσουν να κρεμάσουνε τον καπετάνιο

στο μεγάλο κατάρτι τ’ ουρανού

να σφίξουνε τα δάχτυλα οι γυναίκες

να κλείσουνε τα μάτια να στενάξουνε

να δείξουνε τα δόντια τους τις γλώσσες τους

 

Αρχίζει το ταξίδι της χαράς

 

Η πονεμένη γδύθηκε στο σκοτάδι

αναρριχήθη στο άθλιο σπίτι και

σταμάτησε τη μάταιη μουσική

γέλασε στον καθρέφτη σήκωσε τα χέρια

έβαψε το πρόσωπό της με το χρώμα

μιας προσμονής είδε τον ήλιο

μέσα στο ρολόγι της τότε θυμήθηκε:

-Δες το ποίημα αλήθεψε

και το νόθο αγόρι και το χρώμα

χαρίζουν τη χαρά

και τον τόπο αυτό πώς να φωτογραφήσουν

είναι ο τόπος της υποκρισίας

είναι η χώρα που παραμονεύουν

παιδιά που ’χασαν την αγνότητά τους

κι απλώνουνε τα χέρια στ’ ανοιχτά παράθυρα

να πέσουν τ’ άρρωστα φιλιά

να πέσουν κλαίγοντας απ’ τα παράθυρα

τα νέα λιγόζωα ορφανά

σφίγγοντας μες το πληγωμένο χέρι τους

μια τουφα άσπρα μαλλιά

 

Απ’ το πανάρχαιο όνειρο

 

ΟΜΟΡΦΙΑ

Ράντισε την ασκήμια με ομορφιά

πήρε μια κιθάρα

πήρε ένα ποτάμι πλάι πλάι

Τραγουδώντας

 

Έχασε τη φωνή του

του την έκλεψε η έξαλλη γυναίκα

που ’κοψε το κεφάλι της στα κόκκινα νερά

κι ο φτωχός δεν έχει πια φωνή να τραγουδήσει

και το ποτάμι το ήρεμο κεφάλι

κυλάει με βλέφαρα κλειστά

 

Τραγουδώντας

 

Η ΣΥΝΝΕΦΙΑ

Αυτός ο αράπης  πλάι στην αστραφτερή γυναίκα

έχει μια καρδιά τόσο πονετική

όσο δεν έχουν οι λευκοί με τα εβέννινα μπαστούνια

περνούν, γελάνε, χαιρετούν

κι ο φίλος γύρισε από την Ελβετία τόσο ταπεινός

τόσο θλιμμένος για τους γυμνούς στα κεραμίδια

κι όμως δεν υπάρχει ούτε ένα γλύκισμα της προκοπής

υπάρχουν όμως άπειρες γλυκές γυναίκες

μόνο που κρέμασαν στον ώμο τους ένα γκρίζο σύννεφο

που όσο πάει και μαυρίζει

κι ο κόσμος ξέχασε τα αδιάβροχα και τις ομπρέλες του

το σύννεφο σηκώνει το μαύρο δάχτυλο του.

-Δεν είμαστε για σας γλυκές ταπεινοί

φωνάζουν οι γλυκές γυναίκες

πού θα κρυφτείτε πλανόδιοι πουλητές

μασώντας στο στόμα σας μαστίχα ή μια βλαστήμια

όλοι κοιτάζουν έκπληκτοι

στους δρόμους των τοίχων κρεμασμένους πίνακες ζωγραφικής

χρώματα χτυπητά κόκκινο και πράσινο

κι η βροχή αργεί να ’ρθει και το χαμόγελο αργεί να ’ρθει

κι η χαρά αργεί να ’ρθει

όλοι κρατιούνται από το χέρι με γλυκές ματιές

όμως το ξέρουν πως έπεσε κιόλας

 

ο πρώτος Κεραυνός

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ 1945]

 

Ο ΣΩΤΗΡΑΣ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ 1945)

Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου

τις ώρες που πλανιέμαι στα δωμάτια αυτά τ’ ανέμου

δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες

δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι

 

Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά

με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)

ένα γαλανό παράθυρο

πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά

δίχως μια χαραμάδα φως

δίχως μια αναπνοή οξυγόνου

για τον άρρωστο αναγνώστη

 

Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια πληγή

πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται

ανάμεσα απ’ το βούρκο πάλι και τ’ άγρια σκυλιά

να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες

κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό

κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό

κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου

 

Όχι όχι τελείωσε δεν υπάρχει σωτηρία

 

Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι

με τον άνεμο και τα καλάμια του

με τα συντρίμμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε

με την άχρωμη αιμορραγία τους

με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα

με την ασυγχώρητη λησμονιά

 

Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κοπήκαν

την ώρα που μετρούσαν την αγωνία τους

 

ΤΡΙΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (από την ίδια συλλογή)

ΠΡΩΤΟ ΔΑΚΡΥ

Σ’ αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα

σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια

από τις πόρτες τρεις άνδρες μπήκανε χαρούμενοι

πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες

απ’ τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά

μιλούνε – φίλοι μου – σαν άνθρωποι

κι έπειτα ήσυχα - ήσυχα πεθαίνουν

τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά

και μία-μία ανοίγουν τα φτερά

οι σκυθρωπές μορφές    ενός χαμένου κόσμου

 

ΔΕΥΤΕΡΟ  ΔΑΚΡΥ

Αυτό το βουνό τόσο κοντά μου

απλώνω το χέρι ξεριζώνω

τα δένδρα και τους θάμνους του

τους στύλους τους ηλεκτρικούς

αυτά τα πονεμένα δόντια

μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής

 

Πάνω που τρέχουν πρόβατα πονηρά

είναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα;

μα αυτά εδώ πέρα πόνεσαν πολύ

κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα

 

Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα

χτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τους

απορούν κι ούτε που ξέρουνε να κλάψουν

Σήμερα κοιτάξτε καλά αυτό το βουνό

κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεού

γιατί αύριο θα στεγνώσει

 

Αύριο δε θα βλέπετε πια τίποτα

 

ΤΡΙΤΟ  ΔΑΚΡΥ

Μπρος μου ψηλά σ’ αυτό το βουνό

ένας λευκός άνθρωπος κόβει μαργαρίτες

σωριάζει πέτρες μέσα σ’ αυτό το σάκο του θεού

κάπου - κάπου γυρίζει και με βλέπει λυπημένος

μου ρίχνει ένα λουλούδι ξακολουθεί το δρόμο του

 

Στο στήθος μου φυτρώσαν κοπάδια μαργαρίτες

αυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ

 

Η ΛΑΤΡΕΙΑ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ 1945)

Ακούσατε ποτέ να σας φωνάζουν από την άλλη ακρογιαλιά

χέρια κομψοτεχνήματα μετέωρα

φίλες χαρούμενες βγάζουν καπνό από τα μάτια

κι έχουν τριπλοδεμένο ένα χρυσό βραχιόλι στα μαλλιά

στην άμμο χαρτογύφτισσες ρίχνουν αλλόκοτα χαρτιά

ανοίγουν ένα πελώριο μαύρο μάτι

Εδώ –λένε- και καρφώνουν το χαρτί στην άμμο με το δάχτυλό τους

 

Πόρνες φορούν καπέλα οργισμένα

κι αυτές δεν έχουνε χρυσό βραχιόλι

δεν έχουνε ξανθό καπνό

ονείρου ευτυχίας

έχουνε όμως μια σειρά δόντια ολόχρυσα

λένε – Αυτά τα δόντια που τα βλέπετε

ίσως δεν σας αρέσουν

τα ’χουμε για τους εραστές μας

καταλαβαίνετε τον πόνο μας σύμφωνοι

 

Όλοι σύμφωνοι

μια μπόχα συμφωνίας ανθίζει την αγγελική ζωή

άνθρωποί μου άγγελοι άγγελοι χρυσοί

ανοίξτε με λίγο ροδόνερο τα πρησμένα μάτια σας

εδώ παρακάτω είναι το σπίτι ενός θεού

(υπάρχουν πολλοί θεοί μην παραξενεύεστε)

λοιπόν αυτός ο θεός

δέχεται από την Άνοιξη έως τον Κεραυνό

ελάτε μαζί μου να σας τον συστήσω

γιατί αλλιώς θα μείνετε σαν Πάσχα δίχως κόκκινο αυγό

σαν το ζητιάνο που δεν ξέρει τι να κάνει το δισάκι του

σαν τη γυναίκα που δεν ξέρει τι να κάνει το φιλί της

και σαν το βοσκό που ψάχνοντας για τα χλωμά τ’ αρνιά του

περιπλανήθηκε και χάθηκε στο χάος της ψυχής του

 

NATURA (από την ίδια συλλογή)

Του ρόδινου νήπιου η μαύρη μάνα

όλη τη νύχτα με τα δένδρα με τα σύννεφα αγαπιόταν.

 

Τ’ άλλο πρωί

νέα πουλιά ραμφίζαν ηλιαχτίδες

γεμίσανε σπυριά τα πρόσωπα στ’ αγάλματα

γύρω τους στήσανε χορό κοπέλες οργισμένες

και τραγουδήσαν με μάτια κουρασμένα άλλους ουρανούς.

 

Όλες φορέσανε τη νέα χλόη

πήραν στα χέρια τα νήπια του κόσμου

στις αυγινές παλάμες κρατούν δροσοσταλίδες

 

Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗΣ

Αυτός ο άνδρας   με τα δύσκολα λόγια

μέσα στη νύχτα

δίχως τη φωνή του

έρχεται σε φωνάζει

κόβεις το ένα χέρι σου

λησμονημένη

έρχεται σε φωνάζει

κόβεις το ένα στήθος σου

λησμονημένη

έρχεται σε φωνάζει

δεν έχεις πια μάτια

λησμονημένη

έρχεται σε φωνάζει

πηγαίνεις

λησμονημένη

ψηλαφητά

μεσ’ στα μαύρα πηγάδια

ούτε το φιλί σου

να κάψεις

ούτε στο πηγάδι    να πέσεις

ούτε το αίμα σου   να συνάξεις

όταν θα σκύβει   βαρύς επάνω σου

να πάρεις ένα δάχτυλό του

να κάνεις δική σου   τη νύχτα

να ξημερώσεις  πάλι ολάκαιρη

πάλι ωραία τη χαραυγή

 

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΡΑΣΤΕΣ

Ο πρώτος εραστής

κρέμασε σ’ ένα δένδρο την αγάπη του

τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω από το δένδρο

να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα

να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων που λιώνουν

τα δάκρυά του στο χώμα τα πίνεις ένας σκύλος

η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει

το δένδρο ουρλιάζει ο αγέρας ο σκύλος

 

Ο δεύτερος εραστής

χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή

ο τρελός την επήρε τραγούδι

βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα

αντηχούνε οι δρόμοι το ολέθριο βιολί

της αγάπης το τραγούδι το ’χουν μάθει τώρα όλοι

με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν

μόνο αυτός δεν το ξέρει

 

Ο τρίτος εραστής

έκανε την αγάπη του καράβι

την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες

τώρα έγινε πάλι παιδί

σιάχνει πύργους με άμμο

και μαζεύει χαλίκια κοχύλια

και προσμένει να γυρίσει ξανά

το καράβι η αγάπη

 

Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δένδρο

ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θαν τους τρελάνει

κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ 1945]

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1943

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ 1945)

Οι γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες

γυναίκες αγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δεν κλαίνε

κι ο γέρος εθνικός κήπος κουβαλάει στις πλάτες του

τρεις πεθαμένους κύκνους

και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό

οι γιορτινές μέρες έχουν ένα λείο πρόσωπο

ένα μικρό Χριστό στο κάθε δάκρυ της λησμονημένης

ένα αρνάκι μια σταλιά στις παγωμένες της παλάμες

ένα πουλί αστέρινο καρφίτσα στα μαλλιά της

 

(και το ποίημα που έδωσε τον τίτλο στην πρώτη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη)

Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ

-I-

Δεν είναι αυτό το αυλάκι αυλάκι αίματος

δεν είναι αυτό το πλοίο πλοίο θύελλας

δεν είναι αυτός ο τοίχος τοίχος ηδονής

δεν είναι αυτό το ψίχουλο ψίχουλο γιορτής

δεν είναι αυτός ο σκύλος σκύλος λουλουδιών

δεν είναι αυτό το δένδρο δένδρο ηλεκτρικό

δεν είναι αυτό το σπίτι σπίτι δισταγμού

 

Δεν είναι η λευκή γριά γριά ετοιμοθάνατη

 

Είναι μια κουταλιά γλυκό κρασί δύναμη χαράς

για τη ζωή της λησμονημένης

 

I-

Η λησμονημένη ανοίγει το παράθυρο

ανοίγει τα μάτια της

κάτω περνούνε φορτηγά με μαυροφορεμένες

που δείχνουνε το φύλο της γυμνό

με οδηγούς μονόφθαλμους που βλαστημάνε

το χριστό της και την παναγία της

οι μαυροφορεμένες θέλουν το κακό της

κι ας της πετάνε τα ματωμένα τους γαρίφαλα

απ’ τον αναβρασμό του κήπου της ηδονής τους

απ’ την εξάτμιση της μπενζίνας μέσα στο σύννεφο του καπνού

οι οδηγοί

σκίζουν το σύννεφο και τήνε κράζουν πόρνη

όμως αυτή είναι μια θλιμμένη παναγιά

με τον αγαπημένο της μέσα στα εικονίσματα

έτσι όπως τον φύλαξε ο χρόνος

με τα κεριά όλων των προδομένων

που βάδισαν στο θάνατο ανάμεσα στις μαργαρίτες και τα χαμομήλια

με βάγιες δούλους κι αστέρια του βουνού

με σπαθιά που κόβανε λαιμούς και φοινικόδεντρα.

 

-ΙΙΙ-

Η λησμονημένη απλώνει τ’ άσπρο χέρι της

παίρνει όμως ένα χρωματιστό γυαλί και τραγουδάει

-Σε φωνάζω όχι μέσα από τ’ όνειρο

αλλά μέσα από τα συντρίμμια των πολύχρωμων αυτών γυαλιών

μα εσύ όλο φεύγεις

τώρα ναι με φοβίζει αληθινά το πρόσωπό σου

όσο και να ταιριάζω τα σπασμένα αυτά γυαλιά

δε μπορώ πια να σ’ αντικρίσω ολάκαιρο

κάποτε φτιάχνω μόνο το κεφάλι σου

ανάμεσα σε χίλια άλλα άγρια κεφάλια

που μ’ αποξενώνουν

άλλοτε μονάχα τ’ αγαπημένο σώμα σου

ανάμεσα σε χίλια άλλα κορμιά ακρωτηριασμένα

άλλοτε πάλι μονάχα το ευλογημένο χέρι σου

ανάμεσα σε χίλια άλλα χέρια τεντωμένα

που παιδεύουν τα πόδια μου κάτω απ’ τα φουστάνια μου

μου δένουν τα μάτια με τα μαύρα μαντίλια τους

με προστάζουν να περπατήσω να μη γυρίσω πίσω το κεφάλι μου

να δω τα μάτια σου να θρυμματίζονται

 

V-

Η λησμονημένη μέσα στο βυθό του νικηφόρου ύπνου της

κρατώντας ένα μήλο στο δεξί της χέρι τ’ άλλο χαϊδεύοντας τη θάλασσα

ξεδιπλώνει ξάφνου τα ωραία μάτια της

είναι μονάχα μια πνοή ένας βρόντος κανονιού

είναι ο ποδηλατιστής η αγαπημένη του κι η ανθοδέσμη

είναι ο βόγγος της καρδιάς καπνός των ορυχείων

το μίσος τα κορμιά που σμίγουνε με λύσσα και βυθίζονται

είναι ένα τρομερό φιλί στα σύνορα της ηδονής

που βρίσκονται σπαρμένοι μεσ’ στις παπαρούνες πέντε θάνατοι

είναι η σκιά του αγαπημένου της που πέρασε

 

-V-

Αυτά τα λόγια θα τα ξεριζώσει μετά σαράντα

χρόνια η λησμονημένη. Και σ’ αυτό το δρόμο

να πω πως γίνονται θαύματα; Όχι. Τα θαύματα

γίνονται μόνο στις στοιχειωμένες εκκλησίες.

Να πω για τον άνθρωπο που έγινε δένδρο και για

το στόμα του που φύτρωσαν λουλούδια; ντρέπομαι

κι όμως πρέπει να μιλήσω κι ας μη με πιστέψουν

Ο μόνος που θα μπορούσε να με πιστέψει τον σκότωσαν

εκεί μπροστά στο βωμό κάτι γυμνά αγόρια

τον σκότωσαν με τις πέτρες. Ήθελαν να πληγώσουν

ένα λυκόσκυλο ήθελαν να πουν ένα τραγούδι

ήθελαν να φιλήσουν μια γυναίκα. Πάντως τον σκότωσαν

και τον ’κόψαν στα δυο μ’ ένα σπαθί. Από τη μέση

κι απάνω τον έστησαν άγαλμα σ’ ένα παράθυρο.

Από τη μέση και κάτω τον έμαθαν να περπατάει σαν

τα μικρά που αρχινάνε. Γι’ άγαλμα δεν φάνηκε άξιος

γιατί δεν μπόρεσαν να γίνουν άσπρα τα μάτια του,

Τα πόδια του πάλι κάνουνε ένα σωρό τρέλες και

τρομάζουν τις γυναίκες που νυχτώνονται στα

παράθυρα. Τώρα πλάι στα χείλια του έχουν φυτρώσει

δυο φυλλαράκια πικρά. Καταπράσινα. Είναι άνθος

ή άνθρωπος; Είναι άνθρωπος ή άγαλμα; Είναι

άγαλμα ή απόκρυφος θάνατος, Αυτά τα λόγια

θα τα ξεριζώσει μετά σαράντα χρόνια η λησμονημένη

 

-VΙ-

Η λησμονημένη είναι ο στρατιώτης που σταυρώθηκε

η λησμονημένη είναι το ρολόγι που σταμάτησε

η λησμονημένη είναι το κλωνάρι που άναψε

η λησμονημένη είναι η βελόνα που έσπασε

η λησμονημένη είναι ο επιτάφιος που άνθισε

η λησμονημένη είναι το χέρι που σημάδεψε

η λησμονημένη είναι η πλάτη που ανατρίχιασε

η λησμονημένη είναι το φιλί που αρρώστησε

η λησμονημένη είναι το μαχαίρι που ξαστόχησε

η λησμονημένη είναι η λάσπη που ξεράθηκε

η λησμονημένη είναι ο πυρετός που έσπασε


[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό… Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες και ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ