Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

ΜΟΝΟ ΕΣΥ Ω ΠΟΙΗΣΗ ΕΜΕΙΝΕ ΝΑ ΦΕΓΓΕΙΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΒΡΑΧΟ ΔΙΑΦΑΝΟ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΛΟΙΟ:

 Πιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχεις

Χαράδρα η μνήμη μάγμα απέραντο η οργή…

Απάνω που περίμενες έναν υετό μεσσία…

Κι η στέγη σου, λιώμα από του ήλιου τον τροχό,

Το κεραμιδί σου όνειρο καρένα σύννεφου και πάει…  

Άλλο από το παραλήρημα δεν σου ’μεινε φυσίγγι

Που πλημμυράει την πολιτεία συρίζοντας ως τον ενδότοιχο…

 Σφαγμένη εντός σου μια ερώτηση δε λέει να σωπάσει

Ανατέλλει δύει εντάφια πλησιφαής

Με φεγγάρια χαίνει με παλίρροιες

Όπως απλώνει στα ορυκτά το έκζεμα του πλανήτη

Κι από τη βολή του πρόγονου δε σβήνει η ηχώ…

Πόσα να πω για την ειρκτή στο όνειρο

Όταν η θάλασσα ανέκκλητη ανασύρει την απόκρημνη παλάμη του θεού

Γεμάτη αρχαία ναυάγια και πεταλίδες;

Πόσα να πω όταν προέκταση ναυάγιου εντός μου η νύχτα ταξιδεύει,

Όταν σαν έλασμα φεγγοβολά στα ύφαλα του ονείρου η αλμύρα;

 [κτερίσματα στίχων από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ πρώτη έκδοση 1964.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ, Ποιήματα 1943-1974 Α΄ Τόμος, εκδόσεις Άγρα 1990 ανθολογούνται τα 1-16 αποσπάσματα]

 



 

ΠΕΡΑΣΑΝΕ ΛΟΙΠΟΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΠΟ ΕΔΩ; (1-7)

1

Αφότου ’ξώκειλε το ζαφειρί αστέρι

ξέρα ο νους η ουλή βυθός

μόνο εσύ ω Ποίηση

έμεινε να φέγγεις

μεσ’ από βράχο διάφανο

το μόνο πλοίο

 

2

Σκούρος εστήθηκες μονόλιθος κι αναμετράς

σε δυναστείες σε μίλια

οστά παράλληλα στον κόλουρο του λίθου

σε φάος εμβαπτισμένα οξύ

να ψήνονται ύστερα στο αλάτι

 

από τη μαλακιά βροχή

μια χούφτα ψίχουλα δεν σου ’μεινε

πιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή

δεν έχεις

χαράδρα η μνήμη

μάγμα απέραντο η οργή

 

κι ο πράσινος νάρθηκας της αυριανής ημέρας

κι η στέγη σου λιώμα απ’ του ήλιου τον τροχό

το κεραμιδί σου όνειρο καρένα σύννεφου

και πάει

όλα αγριόχηνες αποδημήσανε τα σύμβολα

άστραψε σκέτη πια η ξερολιθιά

και λευτερώθηκες

 

3

Αρχή - αρχή το δέρμα σου

αξία πρώτη ένα στρώμα μέταλλο

κόβεις νομίσματα για τους λαβδακίδες

ένα μίλι πάθος για τον αχαιό ιησού

για τα χειρουβικά σφήνες στις αρθρώσεις

για όλα το δέρμα σου για όλα

 

ώσπου το υπέρμαχο τείχος σχίζεται

ύστερα παιδιά πρησμένα από το φως

ψάχνουν για ένα κομμάτι έλασμα

να κόβει

 

4

Πώς να ξεχάσω τη φραγκοσυκιά σου

τη μόνη που έμεινε

να περιμένει τον υετό

να περιμένει

μέσα σε δεκατέσσερις χιλιάδες ήλιους δυσμενείς

όταν το καθημερινό μου χέρι

δίνεται μουσκεμένη ψίχα

σε οισοφάγους στην κάθε σκέψη;

 

ύστερα πελώρια ρωγμή ως κάτω

το στρόντιο δεσπόζει φρέσκο

απάνω που περίμενες έναν υετό μεσσία

 

5

Άλλο από το παραλήρημα δεν σου ’μεινε φυσίγγι

δεν έχει άλλη εκβλάστηση από τη φλέβα σου

που πλημμυράει την πολιτεία συρίζοντας

ως τον ενδότοιχο

σφαγμένη εντός σου μια ερώτηση δε λέει να σωπάσει

ανατέλλει δύει εντάφια πλησιφαής

με φεγγάρια χαίνει με παλίρροιες

όπως απλώνει στα ορυκτά το έκζεμα του πλανήτη

κι από τη βολή του πρόγονου δε σβήνει η ηχώ

 

6

Όταν το μελαψό μετάλλευμα της νύχτας

διηνεκές επίμονο έμβρυο

εκλιπαρεί το υπόλοιπο της κύησης

που αστράφτει περασμένο στο λαιμό

όπως η πείνα στα εντόσθια

πρόγονε εαυτέ μου πόσα θα ’πρεπε να πω

γι’ αυτά τα σπλάχνα σε κάθειρξη;

 

πόσα να πω για την ειρκτή στο όνειρο

όταν η θάλασσα ανέκκλητη ανασύρει

την απόκρημνη παλάμη του θεού

γεμάτη αρχαία ναυάγια και πεταλίδες

όταν τα σάστισες

που στο πλευρό σου ταίριασε το εύρημα

και φωταψία στο βυθό του ο αύγουστος

χταπόδι κάρφωσε το νου με το καμάκι

 

πόσα να πω όταν προέκταση ναυάγιου

εντός μου η νύχτα ταξιδεύει

όταν σαν έλασμα φεγγοβολά

στα ύφαλα του ονείρου η αρμύρα

 

7

Περάσαμε λοιπόν οι άνθρωποι από δω;

καπνοί αρχαίοι ξέμειναν

στη μνήμη

στους φεγγίτες

κάρβουνα οι παντοκράτορες

κι οι θόλοι μελαψοί

 

πηχτός

απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο

άλλη τροφή από το πέτρωμα δεν έμεινε

πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα;

 

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΑ ΑΠ’ ΤΟ ΚΕΝΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΣΤΗΚΑ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΑΚΟΜΑ; (8-16)

8

Στη νέα μεθόριο πρωτόζωο λαβώνεσαι

απ’ την αυθυπαρξία και το σέλας

να βυθομετράς το θάνατο

στο γνεύσιο

 

η σάρκα σου

γυαλί απέραστο κατά εξάδες

δάσος τα πετρένια οστά

σχίζουν σε βέργες τον άνεμο

μα η ρίζα έγκυα οδοιπορεί σα θειάφι

 

9

Ανυποχώρητος στίλβεις ανθρακίτης

αύριο βλήμα φθείρεσαι σε τροχιά

μένεις μόνο η τροχιά

κι η μοίρα σου κεντρόφυγη

να ερμηνεύεις, να ερμηνεύεις

πολύ πιο πριν δεν ήσουνα έγχρωμη βοή;

 

10

Ποιος για το συμβάν θα πει του λίθου

το ίζημα λέω τ’ αχνάρι μου

στην ίδια φλέβα χυμένο με το φως

το καθημερινό μου σκύρο

η φρέσκια οργή

χιλιάδες χρόνια ανέβαινε με το μεδούλι

λάβα τη λάβα σ’ έλατου κορφή

λίθο το λίθο ως το σύννεφο

το πώς από σκούρα τύρφη αναδύθηκα

αν το ξέρεις δίδυμή μου αστραπή

σε μια κλιτύ αν ασκητεύει με τις ρίγανες

αν στίλβει απλησίαστο

όταν στη θάλασσα βαθιά καίονται τ’ άστρα

το πώς ιερουργείς στο άδυτο αρχιερέα χρόνε

ποιος θα το πει

 

11

Στη φέτα του στεγνού ψωμιού

γλυκό πικρό αλείβουμε το μεσημέρι

η σκέψη από τη γενιά του αλγόλ

γυαλίζει όραμα βαθιά στο αίμα

θρύμματα οι μάχες τα οστά

οι νύχτες οι νίκες

στα δόντια οξείδιο μολυβένιο η δίψα

 

12

Να ενεδρεύεις το τρίξιμο του ήλιου

το μέγιστο μόλυβδο

ασύμμετρος να οδομαχείς

λογισμέ μου αρχάγγελε

όταν οι ορδές είναι κιόλας μες στην πόλη

με πράσινη εξάρτυση λεηλασίας

όταν πυρίμαχος ορθοστατεί ο παιδεμός

κι ο λίθος έγκαυμα

 

13

Τι είναι που έμεινε από το κενό

που δεν ταυτίστηκα μαζί του ακόμη

το εύρος πλατυτέρας ψηλά σε τέμπλα

οι άγιοι ποταμοί που διαπερνούν εγκάρσιοι

η ανυπαρξία ένοχου για το θάμπος της αυγής

και το βυθισμένο όραμα

κι αυτό που σύλησε

το όσο σέρνει στα θαλάμι ο πολύποδας

κι αυτό ακόμη το λογάριασα

μόνο για να επεκταθεί μια ίνα στο κενό

το σχήμα μου η πρόσχωση

στον άφθορο ασβεστόλιθο

 

14

Όταν κατάφωτο

αναδύθηκε το πρώτο ακρωτήρι

με παράπλεες ένας θάνατος πρωτόπλαστος

δεν ήταν έκρηξη το δευτερόλεπτο ακόμη

με είχα κατάσαρκα την κίνηση εσώρουχο

βρήκα το σπέρμα σου

τη μάζα έμβρυο

ένα θεό μέσα στην πέτρα βρήκα που με γνώριζε

κι άστραψα πλάι του κοπίδι λίθινο

 

15

Θυμάμαι τις πιο μάχιμες γενεές του αργίλου

να πέφτουν θερισμένες στ’ οχυρό του λίθου

την όραση να χυμάει στο δρυμό ελάφι

η νύχτα ένα μαμούθ φράζει την είσοδο

σκούρες οι χούφτες των προγόνων

μόλις που πρόφταιναν το εκμαγείο σου

αυτό που ακόμα έχω πρόσωπο

τελευταίος ο ιδρώτας πάνω τους επάγωνε άσπρος

κι ο χώρος άνοιγε στην επαφή σαν αχιβάδα

 

16

Το σχήμα μου ύστερα

ούτε του άργιλου κατατομή

ούτε του δρυ ανάπτυγμα η τσεκουριά

μόνο ένας θόρυβος σε περιδίνηση

ένας θόρυβος υψίσυχνος

όπως ανοίγει ο ήλιος στοές σε νύχτα από νεφρίτη

το σχήμα μου ύστερα

μια  ούριος κύκλος στο όνειρο

μια  σιγοψήνει τη σιωπή σαν κάστανο

 

ΑΡΧΗ - ΑΡΧΗ ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΣΟΥ ΑΞΙΑ ΠΡΩΤΗ ΕΝΑ ΣΤΡΩΜΑ ΜΕΤΑΛΛΟ…

Ένα μίλι πάθος για τον αχαιό ιησού… απάνω που περίμενες  μέσα σε δεκατέσσερις χιλιάδες ήλιους δυσμενείς… έναν υετό μεσσία     Όταν το μελαψό μετάλλευμα της νύχτας διηνεκές επίμονο έμβρυο εκλιπαρεί το υπόλοιπο της κύησης     Η σάρκα σου γυαλί απέραντο κατά εξάδες    δάσος τα πετρένια οστά     Σχίζουν σε βέργες τον άνεμο    μα η ρίζα έγκυα οδοιπορεί σα θειάφι…    Τι είναι που έμεινε απ’ το κενό    που δεν ταυτίστηκα μαζί του ακόμα;    Ύστερα από τα ογκώδη εντόσθια τι είναι όταν ευθύγραμμη η γνώση οδοιπορεί επίμονα μόνο ευθύγραμμη κι έχεις ν’ αναχαιτίσεις τόσες συγκυρίες… [κτερίσματα στίχων από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτα Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ 1964]

Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου 2020

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΣΑΝ ΕΤΟΙΜΟΣ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ, ΣΑ ΘΑΡΡΑΛΕΟΣ… ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΗΝ, ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΠΟΥ ΧΑΝΕΙΣ…

 

Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτα ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά

με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -

την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν,

τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες

μη ανοφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.

Προ πάντων να μη γελαστείς,

μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·

μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,

πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν

 αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,

ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,

κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

[ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ κι άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη που είναι γραμμένα το 1911 ανθολογούνται σ’ αυτή την ανάρτηση από την έκδοση του Ηριδανού 1935 – εδώ ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι]

 

1.    ΜΑΡΤΙΑΙ ΕΙΔΟΙ, Τα μεγαλεία να φοβάσαι , ω ψυχή

2.    ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΑ, Μέσα στο φόβο και στες υποψίες…

3.    ΙΩΝΙΚΟΝ, Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των…

4.    ΤΥΑΝΕΥΣ ΓΛΥΠΤΗΣ, Καθώς θα το ακούσατε…

5.    ΤΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ, Είπε ο Μυρτίας, Σύρος σπουδαστής στην Αλεξάνδρεια…

6.    Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΠΤΟΛΕΜΑΙΩΝ, Είμ’ ο Λαγίδης, βασιλεύς… και

7.    ΙΘΑΚΗ, Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη…

 


ΜΑΡΤΙΑΙ ΕΙΔΟΙ  

Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.

Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις

αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις

να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,

τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.

 

Κι όταν θα φτάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·

έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,

τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμο έξω,

εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,

αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο

κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,

και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,

είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,

μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’ αναβάλεις

κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους

που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις

(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη

κι η Σύγκλητος αυτή, κι ευθύς να τα γνωρίσεις

τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.

 

ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΑ

Μέσα στον φόβον και στες υποψίες,

με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,

λιώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε

για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο

τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.

Κι όμως λανθάνουμε, δεν είναι αυτός στο δρόμο·

ψεύτικα ήταν τα μηνύματα

(ή δεν τ’ ακούσαμε ή δεν τα νοιώσαμε καλά).

Άλλη καταστροφή που δεν την φανταζόμεθαν,

εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,

κι ανέτοιμους –πού πια καιρός- μας σσυνεπαίρνει.

 

ΙΩΝΙΚΟΝ

Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,

γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,

διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.

Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,

σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.

Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο

την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ τη ζωή των·

και κάποτε αιθερία εφηβική μορφή,

αόριστη, με διάβα γρήγορο,

επάνω από τους λόφους σου περνά.

 

ΤΥΑΝΕΥΣ ΓΛΥΠΤΗΣ

Καθώς που θα το ακούσατε, δεν είμαι αρχάριος.

Κάμποση πέτρα από τα χέρια μου περνά.

Και στην πατρίδα μου, τα Τύανα, καλά

με παραγγείλανε συγκλητικοί.

 

Και να σας δείξω

αμέσως μερικά. Παρατηρείστε αυτήν τη Ρέα·

σεβάσμια, γεμάτη καρτερία, παναρχαία.

Παρατηρείστε τον Πομπήιον. Ο Μάριος,

ο Αιμίλιος Παύλος, ο Αφρικανός Σκιπίων.

Ομοιώματα, όσο που μπόρεσα, πιστά.

Ο Πάτροκλος (ολίγο θα τον ξαναγγίξω).

Πλησίον στου μαρμάρου του κιτρινωπού

εκείνα τα κομάτια, είν’ ο Καισαρίων.

 

Και τώρα καταγίονομαι από καιρό αρκετό

να κάμω έναν Ποσειδώνα. Μελετώ

κυρίως  για τ’ άλογά του, πώς να πλάσσω αυτά.

Πρέπει ελαφρά έτσι να γίνουν πού

τα σώματα, τα πόδια των να δείχνουν φανερά

πού δεν πατούν την γη, μον τρέχουν στα νερά.

 

Μα να το έργον μου το πιο αγαπητό

πού δούλεψα συγκινημένα και το πιο προσεκτικά·

αυτόν, μια μέρα του καλοκαιριού θερμή

πού ο νους μου ανέβαινε στα ιδανικά,

αυτόν εδώ ονειρευόμουν τον νέον Ερμή.

 

ΤΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ

Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής

στην Αλεξάνδρεια· επί βασιλείας

αυγούστου Κώνσταντος και αυγούστου Κωνσταντίου·

εν μέρει εθνικός, κι εν μέρει χριστιανίζων)·

«Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη,

εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός.

Τα σώμα μου στες ηδονές θα δώσω,

στες απολαύσεις τες ονειρεμένες,

στις τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες,

στες λάγνες του αίματός μου ορμές, χωρίς

κανέναν φόβο, γιατί όταν θέλω -

και θα ’χω θέλησι, δυναμωμένος

ως θα ’μαι με θεωρία και μελέτη -

στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω

το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό»

 

Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΠΤΟΛΕΜΑΙΩΝ

Είμ’ ο Λαγίδης, βασιλεύς. Ο κάτοχος τελείως

(με την ισχύ μου και τον πλούτο μου) της ηδονής.

Ή Μακεδών ή βάρβαρος δεν βρίσκεται κανείς

ίσος μου, ή να με πλησιάζει καν. Είναι γελοίος

ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή.

Αν όμως εσείς άλλα ζητείτε, ιδού κι αυτά σαφή.

Η πόλις η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή,

εις κάθε λόγο, εις κάθε τέχνη η πιο σοφή

 

ΚΙ ΑΝ ΠΤΩΧΙΚΗ ΤΗΝ ΒΡΕΙΣ Η ΙΘΑΚΗ ΔΕΝ ΣΕ ΓΕΛΑΣΕ. ΕΤΣΙ ΣΟΦΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕΣ, ΜΕ ΤΟΣΗ ΠΕΙΡΑ, ΗΔΗ ΘΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ Η ΙΘΑΚΕΣ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ:

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,    να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος,    γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.    Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,    τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,    αν μένει η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.    Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,    αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.    Να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι πού με τι χάρα θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,    να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά, και τες καλές πραμάτειες ν’ αποκτήσεις,    σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους   και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,   όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·    σε πόλεις Αιγυπτιακές να πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.    Πάντα στον νου σου να ’χεις την Ιθάκη, το φθάσιμον εκεί είναι ο προορισμός σου.    Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου, καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,    πλούσιος μ’ όσα κέρδισες στο δρόμο,    μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.    Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι.   Χωρίς αυτήν δεν θα ’βγαινες στο δρόμο.    Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια…    Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.   Έτσι σοφός που έγινες με τόση πείρα   ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Δευτέρα, 28 Δεκεμβρίου 2020

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

ΣΤΑ ΣΠΑΡΓΑΝΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΠΑΙΖΕΤΑΙ ΣΩΣΤΑ ΜΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ ΠΟΘΟΥ:

 

Η ρόδινή της παρειά ξαναβρήκε την συντροφιά της.

Το κηροπήγιον που κρατούσε μέσα στα δόντια της έλαμπε

και στάζαν οι σταγόνες του και μέσα και έξω από το στόμα της

στα σπάργανα της ευτυχισμένης νύχτας

που σαν εδώλιον της εσπερίδος

παρέμενε στο πιο πυκνό σημείο του όλβου της.

Η εξάτμισις των στεναγμών συνετελέσθη

από λεπτότατες στιγμές του πολυτίμου της πομπού

παρουσία πολλών ευχελαίων

και οι τράγοι που άλλοτε πενθούσαν πανηγυρίζουν

με το πάθος που δείχνουν πάντοτε

και στα ανηφόρια και στους χειμάρρους οι οδηγοί των ταύρων

(ΚΛΩΒΟΣ ΣΤΑΡΙΟΥ από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935)

 

Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται παρακάτω και τα ποιήματα (ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι):

1.    ΕΛΥΤΡΟΝ, Διαυγείς αλλά με πληθυντική παρρησία…

2.    ΤΣΟΧΑ ΡΙΠΙΔΙΟΥ, Έχω μια πολυσύνθετη γυναίκα…

3.    Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΟ ΨΑΡΙ, Καλλίτερα κι απ’ τους κεράμους που δίνουμε στους φίλους

4.    ΠΙΚΡΑΓΚΑΘΙ, Εναφανίσθη και χάθηκε η δεσποινίς…

5.    ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΛΟΥΤΡΟΠΟΛΕΩΣ, Ο κορεσμός των μυκτηριζόντων μαστοφόρων…

6.    ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΤΑ ΦΥΛΙΑ, Της πήραν τα παιχνίδια και τον εραστή της

7.    ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΙ ΣΦΑΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕΙΛΙΧΙΩΣ, Θυμάμαι που έκαμαν εντύπωση τα ράσα…

8.    ΙΣΠΑΧΑΝ, Καταιγίς οξυτάτης μορφής εσκέπασε τη χώρα

9.    ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ ΣΙΓΗΣ, Η αντιστροφή της αφαιρέσεως προικίζει τα κακά πουλιά

10.                       ΣΤΕΛΝΩ, Από σμάλτο και από χάλυβα τα κύτταρα…

11.                       ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ, Η σήψις των ιωηλαίων…

12.                       ΔΕΚΑΔΙΚΕΣ ΜΠΟΤΙΛΙΕΣ ΚΑΠΟΙΟΥ ΛΕΠΤΟΥ ΛΟΣΤΟΥ…

13.                       ΘΡΥΛΙΚΟΝ ΑΝΑΚΛΙΔΡΟΝ, Ο ειρμός του ποταμού διεκόπη

14.                       ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΥ, Επειδή δεν επέζησε η λαγνεία

15.                       ΙΠΠΕΥΩΝ ΟΝΟΥΣ ΑΓΑΠΩΝ ΚΥΡΙΕΣ και επιμύθιο

16.                       ΔΙΚΡΟΤΟΝ ΕΠΙ ΣΤΕΛΕΧΟΥΣ

 

 


ΕΛΥΤΡΟΝ (από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935)

Διαυγείς αλλά με πληθυντική παρρησία δεχθήκαμε στο στήθος μας την ανταύγεια ενός θυμού. Περιορισμός δεν υπήρχε. Το φιλί που δώσαμε μας το πήρε το δρολάπι και ξεριζωμένοι κραυγάσαμε μέσα στα χόρτα της νυκτός την ώρα του περιοδικού φρουρού μας. Η κλοπή του φιλήματος μας προσέδωσε αναπάντεχη ζηλοτυπία αλλά η αλήθεια απεδείχθη και απεδείχθη ιδική μας. Τώρα και το δρολάπι το ίδιο κυκλοφορεί μέσα στην αλήθεια μας με μύρα και με καρπούς και δροσίζει την πυκνότητα των πουλιών του στήθους μας. Τα ποθητά λουλούδια ποικίλουν την γαλήνη των εκτάσεων της καρδιάς μας και πληθαίνουν τα πιστά στίφη των ενιαυτών που μας ανήκουν

 

ΤΣΟΧΑ ΡΙΠΙΔΙΟΥ

Έχω μια πολυσύνθετη γυναίκα περιορίζουσαν τον χθεσινόν μου πόλεμον κατά του δαυλού της χύτρας. Περισσότερο και από την ιστορική εξέλιξη του υποχωρούντος μένους της γραφικής σκιάς της κυπτούσης περιέχεται το στενό παραπέτασμα του γραφείου αυτής της χώρας εις την οποίαν ενεπιστεύθην την καδένα του ωρολογίου κάποιου παλιού πολεμιστού. Έχω την πεποίθηση πως όλοι μας αγαπάμε την γυναίκα κατά προτίμησιν όταν δεν περιορίζει τίποτε. Η φυσική και η χημεία μας εδίδαξαν πάντοτε τα ίδια πράγματα και η πολυσύνθετη γυναίκα συνετέθη για να συγκατατεθή και να τεθεί επικεφαλής της απολυτρωτικής στρατιάς του μελλοντικού οράματός μας που σήμερα ανθεί μέσα στα κιόσκια της πρωινής πυργοδεσποίνης αντί δύο καρπών ή πέντε μαστοφόρων μικτής προελεύσεως. Πάντοτε η παρεξήγησις παρακολουθεί και την πολυσύνθετη γυναίκα μας και την ερωτική ανταύγεια των ρόδων ίσως επειδή το μυρμήγκι πάσχει κάθε φορά που τεντώνει το χέρι του στη σημαία του κονιορτού. Οι κόλποι δεν τρομάζουν. Συστέλλονται και διαστέλλονται και προπηλακίζουν με σθένος την φυλλοξήραν εντός του κύπτοντος ανεξιτήλως επί της τραγωδίας των ανθρωπίνων παρά την εστίαν και πατά τα φαντάσματα της λησμοσύνης.

[από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935]

 

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΟ ΨΑΡΙ (από την ποιητική συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 935)

Καλλίτερα και από τους κεράμους που δίνουμε στους φίλους των νουφάρων περιφρονήθηκε το σήμα της φυγής. Οριζοντίως κεκλιμένη τρέφει τους όνους της και τα λεπτά κοράσια χωρίς να παραμένει στην αδικία του βίαιου κατευνασμού. Γι’ αυτό θ’ ανθίσει ακόμη γι’ αυτό θα αναβοήσει γι’ αυτό θα γκρεμιστούν τα ύπτια ανθρωπάρια κι όλα τα απόκρυφα φαράγγια και θα μείνει αυτή στιλπνή και συμπαθής χοάνη ακμάζουσα μέσα στα χρώματα της ύλης. Ο όρκος των αλλοδαπών και όλων των ομολογιούχων δεν έχει σημασία. Κι αυτοί θα γίνουν δεκτοί φτάνει να ξυλοκοπούν τα χαϊμαλιά φτάνει να σέρνουν όλο τους το βάρος φτάνει να δίνουν σπόρους στις παιδίσκες φτάνει να κρέμονται σωστά μέσα στον πόθο τους φτάνει να διεγείρεται μέσα στο στόμα τους η δόξα του χειμάρρου τους. Εδώ τα τερπνά παιδάρια περιμένουν με την ευχή της μακρουλής των υποστάσεως και οι δρόμοι δεν θα φανερωθούν παρά σ’ αυτούς και στους πιο χαϊδεμένους κροκοδείλους ολόκληρης της περιφέρειας.

 

ΠΙΚΡΑΓΚΑΘΙ

Ενεφανίσθη και χάθηκε η δεσποινίς που συνάντησα μες στο συρτάρι μου. Στη θέση της μία τολύπη κρατεί τον φώσφορο της ζωφόρου της. Άποικοι νέμονται τις εκτάσεις που εγκατέλειψε μα το παιδί των αναμνήσεών μας κομίζει πλοκάμια που μοιάζουν με τις έξη διαφορετικές ηδονές της δεσποινίδος που υπήρξε βασικώς μητέρα του παιδιού της και μητέρα μου. Κάποτε ζω μες το συρτάρι. Μα κάθε φορά που δεν ονομάζονται μερικές περιπτώσεις αλλιώς παρά χλαμύδες κάτω απ’ τις οποίες υποσκάπτονται τα θεμέλια μιας τραγικής κουρτίνας παίρνω το τελευταίο μαντήλι της και παρακαλώ το βάτραχό μου να καταργήσει κάθε οιμωγή που είναι δυνατόν να υπάρχει μέσα στους θώκους και επάνω από τις κουρτίνες.

 

ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΛΟΥΤΡΟΠΟΛΕΩΣ (από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935)

Ο κορεσμός των μυκτηριζόντων μαστοφόρων επέφερε τον κατευνασμόν της ηθοποιίας. Εις τας προθήκας των μαγαζιών τοποθετήθηκαν φανταχτερά απίδια και πολύ μικρά κογχύλια που δεν εσάλευαν παρά μόνον όταν αναστέναζαν τα παιδιά των εργοδοτών. Γι’ αυτό οι συρμοί πολυτελείας εσταμάτησαν μίλις εξεπορεύθη το ποτήρι της δοκιμής των γενικών δοκιμών εντός του οίκου του δυστυχήσαντος κωπηλάτου. Η φύσις τους εφόρεσε τους θυσάνους των γυναικών που γιόρταζαν και οι δωρηταί των πεπιεσμένων θωρηκτών προπηλακίζουν έκτοτε την ανθοδέσμη εκείνη που έλαβε την υστάτην αποφασιν να διασαλεύσει την τάξιν καθώς και τα τελειότατα φρούτα που περικλείουν εντός ανεστραμμένων κυπέλλων οι δραματουργοί της ενδόξου νυμφομανίας.

 

ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ

Της πήραν τα σταφύλια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνει. Με τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερα της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Κανείς δεν μίλησε. Κανείς δεν έτρεξε να την προστατεύσει κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μύγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. Κι έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από το δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος

 

ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΙ ΣΦΑΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕΙΛΙΧΙΩΣ  (από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935)

Θυμάμαι που μας έκαναν εντύπωση τα ράσα. Είχαμε δίκαιο γιατί ήδη διεγράφετο κάτω απ’ τις πτυχές η πολύεδρη σκοπιά των στεναγμών μιας μοιχαλίδος. Η παρόρμησίς μας δεν εξηγήθη αρκετά. Υπήρξε όμως ουσιαστική όσον και τα ρέοντα δάκρυα μιας καθυστερημένης εποχής. Κάτω απ’ τα ράσα η διαδήλωσις υπερίσχυσε εν τέλει και μόλις τα κατέλυσε διεδραματίσθη η σκηνή του λυτρωμού της νέας γυναικός από τους διαξιφιζομένους λογισμούς. Το πλήθος δεν έστερξε να την εγκωμιάσει μέχρι τέλους και η πρώτη απογοήτευσις της μοιχαλίδος χτυπά κατάστηθα την δεύτερη για την εκδίκηση των τίτλων που της αφήρεσαν προσθέτοντας φτερά φασιανών εκεί που άλλοτε οι ερασταί της ελάτρευαν τα μάτια της. Θα έλθει όμως μια μέρα ευωχίας κατά την οποίαν θα ανατείλει το διαμάντι και θα κοσμήσει λυσιτελώς την αδικοκλειδωμένη χάρη της στερουμένης σήμερα τα πάντα ήβης της και τούτο ενώπιον αλαλαζόντων ταύρων και μπρος στα υπερμέτρως ανοιγμένα μάτια των σημερινών δημίων γιατί ποτέ ουδέποτε δεν σταματούν οι νότες μιας αρχινισμένης εποποιίας έστω κι αν το ποτήρι της αδειάσει πολλές φορές έστω κι αν στέκεται στο κεφάλι του ο πεπλατημένος συρφετός.

 

ΙΣΠΑΧΑΝ

Καταιγίς οξυτάτης μορφής εσκέπασε τη χώρα. Βράχοι ωρυόμενοι επέπεσαν κατά των πλατυγύρων λιμνών και το πονεμένο ψάρι σύρθηκε ως τον σταθμόν των αναχωρητών. Εκεί δεν βρέθηκε καμιά βοήθεια γιατί το βέλασμα των μεγαλοσαύρων εσκόρπισε τα φτερουγίσματά του κι από δω κι από κει και τα μανιτάρια παρεσιώπησαν τα πραγματικά γεγονότα στην περιιπτάμενη  γαμήλιο πομπή των στεναγμών ενός νέου πλανήτου. Κατόπι δεν είχε τίποτε την ίδια σημασία. Η ησυχία δεν υπήρχε ως οντότης πραγματική. Ο όλεθρος εχαλιναγωγείτο από καμήλους. Οι κρόταφοι των νεκρών ανθούσαν. Τα λίγα περιστέρια εκοπίαζαν γιατί ο πολτός της λίμνης είχε σχηματίσει διώρυγα στο στενότατο σημείο του περάσματός τους από χιλιόστομες ύβρεις καταπατημένας με γδούπο αλλοφροσύνης μανάδων και μικρών παιδιών ισχνοτέρων και από τα κόκκαλα μιας νυχτςερίδος.

 

ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ ΣΙΓΗΣ (από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935)

Η αντιστροφή της αφαιρέσεως προικίζει τα κακά πουλιά με χώματα και με τολύπες από την ώχρα του θυμού. Ο μωλωπισθείς παμμέγιστος και τα ζεστά του υποσάγματα φτερνίζονται στο πελιδνό και άνευ έρματος περίβλημα της νεαρής του ηλικίας. Πιο πέρα από τα στίγματα που μας αφήρεσαν οι πίδακες καραδοκούν οι σεμνότεροι τιτάνες την πιο θερμή σταγόνα. Η κυρτή συνηχία του δρυμού τεντώνει τα μπράτσα της και προστρέχουν κρατώντας την ανάσα τους και κλάδους κιμωλίας οι βέβηλοι της νηνεμίας. Ο πλάγιος των ουραγών κυριαρχεί μεσ’ την αδέσποτη γαρυφαλλιά και στάζουν επί χρόνια στο τριχωτό κιγκλίδωμα τα πέταλα μιας σπάθης. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε μακρόθυμη η θημωνιά με τα ολόρθα στήθη της και το καταζητούμενο προσάναμμα. Έτσι την έντυσαν για να φανούν καλλίτερα τα μήλα.

 

ΣΤΕΛΝΩ

Από σμάλτο και από χάλυβα τα κύτταρα της ανείπωτης μάζης εν μέσω λόχμης δροσερής καταγωγής γυμνής σαν γνήσιου αναπαλμού χτυπούν τα κρηπιδώματα. Λευκή και κάποτε προς το κίτρινο λάμπει λαμπρά η σφενδόνη. ορυμαγδός σαν γλοιώδης μαρμαρυγή κυκλοφορεί μέσα στους λαχανόκηπους του κυλινδρικού κατευνασμού μιας αλησμόνητης παιδίσκης. Και όμως και όμως. Τα ραπίσματα του πολιού στρατάρχου των κρωγμών της άνευ τέλους νύχτας κατέπεσαν στην είσοδο της συμπαθεστάτης σφενδόνης. Γιατί λοιπόν οι σερμαγιές αφού τα θρύψαλα της ανερούσας δεν πέφτουν αφού πέσανε τα κρηπιδώματα μεσ’ στους ανταυγαστήρες τους με λεμονιές που ανθούν για πάντοτε τον χρόνον.

 

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ (από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935)

Η σήψις των ιωβηλαίων αποδίδει την ηχώ που δεν εσκέπασαν οι μπόρες. Στην άσπιλη στην ακραιφνή μανία των αστέρων σέρνεται το βήμα μιας ψυχής με μάτια χαύνα και με αετούς συσπειρωμένους στα πολυτάραχα φυσήματα της σμίλης. Το δράμα των ιωβηλαίων δεν είναι ασφυκτικώς παραμεριζομένη αίθουσα όπου αναπαύονται οι νόμοι μα θάλασσα των ογκοπάγων κυμαινόμενη στο τραγούδι του περαστικού μας νήματος που καταλήγει σε γιορτή. Κάποτε περνά το θρόισμα μιας φλέβας κάποτε η αίγλη μιας πολύνεκρης μάχης κάποτε οι δόσεις της ειμαρμένης μα πάντοτε χαίνουν και σπαρταράνε οι πειρατές.

 

ΔΕΚΑΔΙΚΕΣ ΜΠΟΤΙΛΙΕΣ ΚΑΠΟΙΟΥ ΛΕΠΤΟΥ ΛΟΣΤΟΥ

Ήταν η μέρα σαν λεπτότατο καράβι και πίστευσαν πολλοί πως έφερε στους ώμους της το νόστιμον ήμαρ. Ο πρώτος της σειράς συνεκλόνισε την αφετηρία του ψαλμού κι έκτοτε ρέει το γυάλινο τραπέζι προς δυσμάς. Είναι τρομαχτικά τα γεγονότα μιας στιγμής και πάντα ο πόθος μας πηγαίνει πέρα απ’ τις κλεψύδρες. Είναι τρομαχτικά τα μάτια των δεσποινίδων όταν δέρονται εν μέσω ερώτων εν μέσω κολυμβήθρας εν μέσω ή εμμέσως εν μέσω γυπαετών. Μένουν εν τούτοις τ’ αναστάσιμα ψάρια τα κρίνα των αγοραπωλητών τα φάσγανα των μαρμαρένιων πραξικοπημάτων και εν τέλει το δέος του λυκάνθρωπου των αγρών. Κορεσμός δεν υπάρχει για την δισκοθήκη. Η εποποιία δεν χρησιμεύει σε κουφώματα ούτε υπέρ ούτε κατά της δονήσεως του κανδηλανάπτου όταν αποκόπτει την ακροστιχίδα του δεξιού μηρού της ιεράς αιγός. Ίσως γι’ αυτό τα μάτια του πρασίνιζαν άνευ οίκτου. Ίσως γι’ αυτό το μάθημα μας το ’πανε γαρίδα.

 

ΘΡΥΛΙΚΟΝ ΑΝΑΚΛΙΔΡΟΝ (από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935)

Ο ειρμός του ποταμού διεκόπη. Η συνοχή όμως του τοπίου ήταν τόση που κι ο ποταμός κυλούσε. Μέσα από τα φύλλα των αγρών προς το γεφύρι που χτυπούσε ο ήλιος τα σπάρτα τα λευκά στήθη τα λουλούδια μέσα στα διάφανα πουκάμισα που ακουμπούσαν στα χαράματα τα κορίτσια σκύβαν γυμνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να χαϊδέψουν γενικά τα σώματά τους και τα σώματα των ανθών. Ο περιφερικός δρόμος του έγινε δρόμος ολοκλήρου πόλεως και το ποτάμι που την χωρίζει σε έξη μέρη αγκαλιάζει την ώρα που συνελήφθη το τοπίο στα δάχτυλα του πεπρωμένου.

 

ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΥ

Επειδή δεν επέζησε η λαγνεία του δένδρου επειδή επτώχευσε το καμάκι επειδή απεθρασύνθη ο σκαρφαλωτής των νυχτερίδων επειδή υπνώττει στα χάμουρα της οινοπομπής ο τζίτζικας κατεβλήθη και καταβάλλεται κάθε επιγονατίς και διαπομπεύονται και οι δυστυχέστεροι λέοντες. Η δυσπραγία αναστενάζει και ζητεί να της βγάλουν το επανωφόρι της μα τα δόντια του είναι τόσο βαριά που πέφτουν στις κάμπιες και οι νυκτόβιοι των ιπποφορβείων νέμονται τις αναμοχλεύσεις των δεσποινίδων που κατοικούν ακόμη στις τζέπες των αλουργίδων. Πέρα απ’ αυτές υπάρχει μόνον η κόμη τους και οι σωματοφύλακες εορτάζουν.

 

ΙΠΠΕΥΩΝ ΟΝΟΥΣ ΑΓΑΠΩΝ ΚΥΡΙΕΣ (από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935)

Ο πιο ακατανόητος στρόβιλος εξικνούμενος από κλειδοκύμβαλον παρέσυρε την ασπάλακα που κρατούσε η κανονική μύτη της μικρής νοσοκόμου. Ενώπιον του μεγαλομάρτυρος διελύθη το χέρι της νοσοκόμου και κατέπεσε με φοβερό πάταγο το δεξί μάτι ενός μαυροντυμένου ερπετού. Όμως ο καπνός δεν παρεσύρθη. Κάθε τολύπη έγινε σπίνος και επέμεινε με επικίνδυνο φανατισμό να οραματίζεται την μυγδαλιά του κρησφυγέτου μιας αριστοτεχνικής ορχήστρας. Ο θηριοδαμαστής ενικήθη και έλαμψε για χιλιοστή φορά ο φιόγκος που παρέσυρε πολλές λουόμενες γυναίκες προς το καφενεδάκι του χωριού του εξηκοστού ογδόου ονάγρου. Κανείς δεν κατεσπιλώθη περισσότερο από σπασμένο καρπούζι. Η ανημπόρια του παλαιού κρονόληρου επατάχθη και στη θέση της σηκώθηκε μια για πάντα μια κορυβαντιώσα ομίχλη.

 

ΔΙΚΡΟΤΟΝ ΕΠΙ ΣΤΕΛΕΧΟΥΣ

Κοντά – κοντά στην εσπεριδοειδή βραδιά δεσπόζουν τα υπερήφανα μανάρια.    Κουμπώνουν και ξεκουμπώνουν τον βελούδινο θησαυρό της ζώνης τους. Σπέρνουν φουντούκια συλλαμβάνουν πέριδκες περιφέρουν κουρέλια πολυτίμου θυσάνου κρυαγάζουν υπέρ της αγάπης κάτω από θόλους γυάλινους.    [από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ 1935]

Παρασκευή, 25 Δεκεμβρίου 2020

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ