Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΙΔΑ…

 (… ένας μετεωρολόγος δικαιούται να λιποθυμήσει;  )


Ήτανε δύσκολη βραδιά, βρισκόμουνα σύρριζα μόνος

ανατρεπόμενα όνειρα – φορτηγά   στου ύπνου το γλυκό κατηφόρισμα

κι απόβλητο φεγγάρι συνέχεε μνήμη κι απώλεια.

Είχα λοιπόν εγκαταλείψει

καθώς έβγαινα   στο χρόνο που είναι άχρονος

το αχανές   δεσμωτήριο της γλώσσας

ερχόμενος προς το στήθος ωσάν μόλις

άγγελος πειραγμένος από φαρυγγίτιδα.

(Φαίνεται πως το κάπνισμα συγγενεύει με τα ουράνια·

ο καπνός που μας ενώνει ανεβαίνοντας).

Εκεί δεν έχει δευτερόλεπτα κι ανάσαινα νήστις

αλλ’ αυτήκοος αθανασίας.

Είχα λοιπόν εγκαταλείψει

πράγματα κι ανθρώπους , εκατόμβες ομοιοφρένειας

ήμουνα ο γόνος   ο Γυμνιστής Αχάλκευτος Ήχος

φρυγικό σύντριμμα

οι θεοφρούρητοι χημικοί τύποι.

Βεβαίως ήμουνα   ο άρτιος πόνος

αυτοδίδακτο σκοτάδι

θα ’λεγες με σιγαστήρα   θα ’λεγες με μουσουλμάνικο γαλάζιο

η ώρα είναι πράγματι ώρα;

Σας είπα, έβγαινα ξελησμονώντας ασημοκάντηλα

πάμφωτα   στη φαντασίωση

τα στίλβοντα μανουάλια της αγάπης.

Πετάχτε μου λέξεις απ’ τα παράθυρα

πετάχτε μου λέξεις απ’ τους εξώστες

η πτήση της αγριόχηνας νεανισμός από εγρήγορη   αρχαιότητα

 

Ευτύχησα μόνος μου.

Χωρίς ιερότητα χωρίς υγεία.

Μερίζοντας τρόμους

ανώφελα μεγάλα κομμάτια

σήμερα πεθαίνω   αύριο πεθαίνω.

Στον άγιο αριθμό των ανέργων   είμαι πάντοτε μέσα.

Διεθνής κι ακάθεκτος   υποφέρομαι

στη θρησκεία του  σκούληκα.

Επώνυμο:   Πλήρης   

 [ΣΤΕΡΕΥΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΑΣΠΡΕΣ  και  ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΕΙΣ ΥΨΟΣ, εισαγωγικά ποιήματα στη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ, εκδόσεις Καστανιώτη 1986]

 


ΤΙΤΛΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ  το… ολάξαφνο  ερώτημα του Ποιητή για έναν μετεωρολόγο στην Αυλίδα!..

 

IN   MEDIAS RES:   η ΜΟΡΦΗ ΚΑΤΑΠΛΗΞΕΩΣ:

Οι άρρωστοι ξεχωρίζουν αναμεταξύ τους    οι υγιείς είναι οι ίδιοι

περνώντας απ’ το γέλιο γνωρίζω αλάνθαστα και τους μεν και τους δε

τείνω στην άπνοια του νου με λευκότητα

οι δυστυχίες διαφέρουν    η ευτυχία είναι μία!..

 

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ ο εμβόλιμος αφορισμός:  

ΣΥΝΙΣΤΟΡΕΣ ΠΑΓΕΤΩΝΩΝ·   εννοώ τους αγίους!.. 

 

ΒΕΒΑΙΩΣ…

Είναι η άβυσσος αυτή και πέφτουν έρημα τα πουλιά  (τουφεκισμένα)

ωσάν σκοταδιασμένα φρούτα!,,

 

ΕΞΟΒΕΛΙΖΩ ΝΙΚΟΤΙΝΗ   ροχαλίζοντας  

ΠΡΟΣ  άλλα άυλα υλικά ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ  

 

 

ΛΕΚΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΑΡΟΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986)

Ας μαίνεται ο διχασμός μιας άρρωστης εννοιολογίας.

Καμιά θεόνυμφη δέσποινα τινάζοντας τα λαγόνια της έκφρενη!

Κι απόμεινε ο ταπεινός ληστής ο αγαθιάρης

περίπου σε αποκρήμνιση

μ’ ένα πουλί που ράμφισε απάνω στο σταυρό ολάξαφνα το μάγουλό του

τίκτοντας αίμα για να φτερουγίσει αμέριμνα σε αστάθμητο ύψος.

Η θάλασσα όρμημα κι οι σκοτεινές μου εκείνες όψεις

ανατέλλοντας αναγέννηση

στοιχήματα παιγμένα στο λιθόστρωτο μ’ αγριοφωνάρες

τα υλικά φρονήματα της κυρίας Πιλάτου.

Τι θόρυβος που γίνεται τι θάνατος λαλούμενος

υπεράγαν…

Χρώματα συν αρώματα τοις αρχιερεύσι μα ο ιπτάμενος κακούργος ευλαβείται

την πτήση με τρισύλλαβο μνήσθητι

χωρίς ελπίδα για βροχή χωρίς την ευωδιά

να διαχέει χάρμα γαιώδες ο ληστής.

Η μοναξιά δεν είναι αμαρτία στην Ελλάδα

κι ο χρόνος

φραγγελώσας την αιωνιότητα

με ξεκοκαλίζει.

 

ΚΑΙΝΕ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ

Σκουληκιάζω ή είμαι θαλερό ναυάγιο;

Δεν το καλοξέρω.

Σαθρότητες του μυαλού με σωρούς αποκαϊδια.

Κι όμως

υπήρχε κάποτε χρόνος αρθρώσιμος κι η αντανάκλαση

φοβισμένη καθώς πάντα και τρέμουσα

του φωτός εξορία για λίγο.

Μα να! ο ήλιος φασκιωμένος με ομίχλη χαμουρεύεται

τη νύχτα θα ποζάρει το φεγγάρι

γιαουρτωμένο.

Ζεμάτισμα στο δέρμα κι απειλή

με ξανθό περίστροφο.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986]

 

ΑΝΑΚΑΛΗΜΑ  

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986)

Στους δρόμους περπατώντας τηλεφώνου κουδούνισμα

τ’ άκουσα σαν τρίλια του έαρος

κι αναθυμήθηκα την επίδοση του πόνου στο θάνατο

τη βροντή να μοιράζεται στο δάσος μνημονεύοντας

το νευρικό γεωμέρτημα της αστραπής αιωρούμενο

θυμήθηκα το χθεσινό μου όνειρο (πιωμένος) και ξαφνικά!

ο Πάπας στην εντέλεια ξυρισμένος και υακίνθινος

με τόση γλωσσομάθεια στη δοξασμένη μύτη.

Καθάριζε το άχραντο και χύνονταν αηδόνια

πέφτοντας από τη φύση τα ονόματα

κι όπως ο ήλιος απ’ τον ένα βράχο

στον άλλο σέρπεται ως ιμάτιο

τις λέξεις έβλεπα να χώνονται στις χαράδρες τ’ ουρανού

με τ’ αστραπόφωτο της ερημιάς τυλιγμένες.

Βαθιά μεσάνυχτα την άλλη μέρα κι ολάνοιχτο

ευαγγέλιο το φεγγάρι

στα νώτα της χαράς ταξιδεύοντας προς το χάραμα

να παραδώσει τη σκυτάλη στον ήλιο

με τα μεγάλα εκείνα ζυγωματικά του Ιουλίου

με κείνη τη γαλάζια καρωτίδα που φουσκώνει.

Θεόληπτος ο διάβολος και δεν το ’χουμε νιώσει.

 

ΘΕΛΩ ΝΑ ΥΠΑΡΧΩ

Μισώ το λάκκο μου φθονώ την ακαμψία

την όμορφη νεκρώσιμη ακολουθία

μισώ την ορατή μυθολογία, τους παπάδες

τη λεκτική τους αθανασία

τους χλοερούς τόπους ψαλτικής αναψύξεως

τρομαχτικά ψέματα

δεν εννοώ να πεθάνω δεν ταιριάζει σε μένα

θα σκίσω τα επιθανάτια σεντόνια

θαν τη δαγκώσω άγρια την άγνωστη νοσοκόμα

τους αμέριμνους γιατρούς

θα ουρλιάξω απόγνωση που δεν ερωτεύτηκε ποτέ της απόκριση

θ’ αναστατώσω το νοσοκομείο

πλην αν πεθάνω ξαφνικά μονάχος μου στο σπίτι

θες η καρδιά θες άχραντο επεισόδιο.

Να μην ξεχάσω όμως κι ας την εύχομαι ο έρμος

την άμυνα της αφασίας

όταν το σώμα μένει μόνο του φευγατίζοντας

την επικατάρατη συνείδηση.

Θρίαμβος ανωριμότητας που με κατατρύχει!

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986]

 

 

Ο ΧΟ ΤΣΙ ΜΙΝΧ ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΜΦΩΤΟ ΟΧΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986)

Βλέπω σήμερα δίχως ειρήνη τα πράγματα.

Μα όχι! λάθος κάνω, δεν πρέπει

ν’ ανοίξω τον τάφο μου στις λέξεις ανάμεσα:

ειρήνη και πόλεμος, ανασταίνοντας μ’ όλη τη βλάστηση

τα εφήμερα γιασεμιά τους.

Τέτοιος άγγελος όπως εκείνος ο χειροποίητος ηγέτης

όπως εκείνο το ψιλόλιγνο χορτάρι

τον αγέρα του κακού πολεμώντας

πώς να λείψει απ’ τον άμαχο της αστραπής παράδεισο;

 

ΜΟΡΜΟΛΥΚΗ

Φαινόμαστε άναυδοι κι ας φλυαρούμε

χρωματιστά·   βυσσινί κυρίως

κι ας αναδίνουνε χνώτο πορτοκαλένιο.

Μήπως ο άνεμος;   μήπως η άσπονδη καταιγίδα;

Μη χειροτερεύεις!

Έχουμε όνειρα κι ανταλλακτικά οπτασίας

ερχόμαστε άναυδοι.

Κι όταν λέμε το σκότος επουλώνει, τότενες   χωρατεύουμε

δίχως πλήγιασμα·  

οι πληγές αγνοούν   εμείς υποφέρουμε

γάζες επίδεσμοι στο αίμα ποτισμένα

μα οι λέξεις ακούνε;

Μαντεύω εξολόθρευση στο στήθος μου

κι ό,τι παρωδήσεις

αναγυρίζει και πυρσοκροτεί εκτός οράσεως.

Χεστέα η κατάσταση.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986]

 

ΑΣ ΕΠΑΝΕΛΘΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986)

Τώρα τα χελιδόνια.

Χωρίς πυξίδα·

ούτε η έννοια παιχνίδι   λέει τίποτα για τον κόσμο.

Κωφαλαλία.

Τεχνικές από διαθέσιμη νοημοσύνη.

Μαύρη θεότητα σκάσε πια!..

Η βαγνερική κατακρήμνιση του Hitler·

άλλη κόλαση από τότε.

 

ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ

Νεκρός με τους νεκρούς

αγέλαστος με τους αγέλαστους

αρουραίος μ’ αρουραίους

ο κ. Νέκυς ο διαχειριστής

κι θυρωρίνα σε φραστική    διασκέδαση

φερμένη από την Πίνδο

συντήρηση ανελκυστήρων   ερημότοπος.

 

ΗΣΥΧΙΑ: ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΝ

Αυτό το ξαφνικό μελάνιασμα του έαρος!

Τι λαλητό ανάμεσα στους πόλους

κι ο νους μου ψένεται σιγαλητά την ώρα τούτη

στον οξύθυμο ήλιο που διαδέχεται

τη βροχή χαρισάμενος.

Η Αγία Καμπύλη κι ο αττικός τόπος ατόπημα

με αναίμαχτους ωροδείχτες   ανά δευτερόλεπτο.

Μοιραίος ο διάττοντας τη νύχτα·

λύθηκε το Θεού το βρακοζώνι σε βαθυκύανα   ύψη.

Καταρράκωση.

 

ΡΗΜΑΧΤΗΚΑ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ

Ο καίριος εικαστής που ακμάζει σε διανοήματα –

η φυσική καλλονή του Ισκαριώτη

τερματίζει μυθεύματα κι απολάμπει σε λανθάνουσες

γοητείες η αέναη καινοφάνεια

διαφημίζοντας αρωματώδη αποσμητικά της αλήθειας.

Τεκταίνομαι κι αρμέγω εξαγόμενα

μετέχω σε υποχονδρίες

το κορμί μου δεν απέχει καθόλου

μα αντιθέτως έγκειται στη μουσική

περίπου πυροφάνι

κι ασπάζομαι σειρά κρανία στα κοιμητήρια συνέχεια   (νεύρωση μήπως;)

αλλ’ όταν πάλι ξημερώσει πλησιάζω την όχεντρα

στις βοερές βυζάρες    όπου εξέχει η πιο πρωινή τριαντάχρονη

θεόρατα του στήθους μετέωρα

ζαλίζει η όρθια γύμια της ίλιγγος…

Απόψε μεγαλοστομία το φεγγάρι·πέφτει στο νυχτοπήγαδο.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986]

 

ΤΟ ΠΕΥΚΟ ΠΟΥ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ΠΡΟΧΘΕΣ Μ’ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕ ΣΗΜΕΡΑ  (1)

(3. Η αυθάδεια για λοξήν αθανασία μας εμποδίζει να ξαναλάμψουμε στη συνήθη μας ύπαρξη!..  8. Ύλη της σιωπής: η νύχτα… Μονάχη για μένα οπλοφορία το στήθος… 7)

2. Ματοβαμμένο κρύο: η εκθαμβωτική ασυνέπεια της ύλης!..   4. Μια πρώτη μεταφυσική των κροκοδείλων: όλα αυτά τα αυτοκίνητα στους φυσικούς δρόμους οι σειρές τ’ αυτοκίνητα…   5. Το βλέμμα της αγάπης ποτέ του δεν τη δέχτηκε της ύλης τη δωροδοκία μες απ’ τις αισθήσεις!..   6. Θα τάξω την άβυσσο στη ματωμένη ταχύτητα.   7. Δίπλα στην ώχρα την ελεημοσύνη κι αμίλητη παλλακίδα του ήλιου δεν έχω να κάνω με καμιά πραγματικότητα – είναι αλλήθωρα τα σκοτάδια μας τα ηλιόλουστα.   Μονάχη για μένα οπλοφορία το στήθος!..    9. Στο δικό σου στόμα η αλήθεια είναι ελάχιστη, μικραίνει  κι ας ξέρεις πως το σβήσιμο είναι εκείνο   που κάνει το άναμμα να υπάρχει  κι ας την ξέρεις απ’ το εύοσμο σώμα  την ψηλόλιγνη λεξούλα γιασεμί  με όλα της τα φύλλα και με όλα της  τα μυρωμένα τ’ άνθια, την ορμή της,  και με όλα της τα κλαδιά και τα θροΐσματα  στο δικό σου στόμα  φυτρωμένη  σα στο χώμα  βλέποντας ατελεύτητα το αόρατο  που χωρίς ιδιότητα ρυακίζει  ποτίζοντας τη δίψα των εικόνων – ένας άγαμος κύκλος  χαραγμένος απ’ το βίαιο φάντασμα:  τον έρωτα!..  10. Δημοκρατία είναι η μάνα της πολικής η χρυσοχέρα  κι η κόλαση μητέρα του παράδεισου!..  11. Στην Καλαμάτα κλάματα, στο Δίστομο μαχαίρια.   12. Χερουβεικά σκουπίδια κι αστράφτουν εξαίσια στ’ απόμερα της Αθήνας ερημιασμένα!..  13. Είναι καιρός για μάτωμα πιο πέρα και από το αίμα στην ερημιά που νέμεται μειλίχια το πνεύμα!.. 14. Τα δόντια της αγάπης είναι από χαμομήλι   τ’ αφτιά της ερημιάς είναι από δείλι!..  15. Κανένας άγγελος δεν αρρωσταίνει κι ούτε θέλει τόνωση,  κανένας ίσκιος δεν είναι σ’ απομόνωση.  Κι ανάμεσα στις θυγατέρες του καιρού  (τις τέσσερις) με δώδεκα ρυθμούς χορεύει  πρώτη κι ακόρεστη η βροχή μες στα ερέβη του μαύρου ήλιου του ιερού.   16.  Βαρέθηκα να τέρπομαι στην τέφρα ρίχνοντας μέσα σ’ ένα ερημόλακκο  το έπαθλο της νύχτας: το φεγγάρι!..  17. Κρατώντας την ουσία θαν τα χάσεις όλα  κλοτσώντας τον ήλιο στο γοερό μεσουράνημα!.. [ΜΥΧΙΟΘΗΚΗ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ, εκδόσεις Καστανιώτη 1986]

Πέμπτη, 27 Απριλίου 2023

Κυριακή 23 Απριλίου 2023

ΕΝΑΣ ΜΕΤΕΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ

 (… με σταγόνες ονείρων στο φεγγάρι σαν το υφαίνουν αραιά νέφη εξουσιάζοντας το θαύμα…)


Πέρα στους Ιουνίους των προγόνων θέρισα τους γαλανούς συλλογισμούς

τη μαύρη νύχτα που μ’ έζωνε θάλασσα χρυσών ανέμων …

 

Πόσοι άγγελοι φτερουγισμένοι και πόσο νερό στη δίψα

κι η κάθε πράξη μου σαν χαραυγή στους κοπετούς

να διαλύεται η εναστροσύνη…

γιατί δεν έχει απόσταση ως του Χριστού το σώμα

όμορφη νύφη παχουλή των ουρανίων… 

 

Κόκκινο  σύννεφο μικρό σαν έρημο ψαροκόκαλο

πάρε, πάρε μακριά το φθινόπωρο.

Σκοτάδι που βγάζει ο αιματωμένος  Ιησούς…

 

Ω ανθρώπινη φύση κι αγάπη

που μυροβόλησε απ’ τον αφάγωτο Σπαραγμένο

για λίγη ζέστη στα κόκαλα ο θνητός αναγαλλιάζει

λαλεί το στήθος υη ελπίδα το φουντώνει στα πελάγη

με κρουνοφόρους υετούς ως τη μεγάλη περιπέτεια.

Σα γάμος είναι ι θάνατος και σαν την πεταλούδα 

γυρίζω τις πράξεις απ’ τον ήλιο γοερά

και πλουτίζω το κίτρινο

ξηλώνω τις πράξεις απ’ τις ώρες

και τις βαφτίζω σ’ όλα τα δευτερόλεπτα

που τα ’χει δικά της η άγρια πίστη.

Γιατί έχτισα το ναό μου σε τρεις γοητείες

έρωτας   πόνος   αθανασία

  

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου

«η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις»

γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα

(φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):

πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα»,

ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».

Για του λόγου το αληθές… ΤΥΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ από τη συλλογή του Ο ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ 1964, αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο: ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 – 1978, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία

 


ΜΕΤΕΩΡΟΣ ή ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΣΤΗ ΖΟΥΓΛΑ

(από τη συλλογή  του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ 1964)

Μ’ αγιασμένο στήθος την καρδιά να πάλλει

καθώς ο ήλιος ανέρχεται σε παρθένα φυλλώματα

και διαγράφει κύκλους η ανία του φωτισμένου

σα γεράκι στον αέρα που μισεί

πήρα το δρόμο με τα φύλλα τα ιερά θύμησην έχοντας την αγάπη.

Δεν ήτανε δρόμος

ούτε θέλησα τη μητρική αλληλογραφία των ωρών

ακόμη δεν προσπέρασε κανείς τον ίσκιο του

δεν έφτασε στο ξέφωτο κρατώντας το δίκαιο ζυγό της αναπνοής.

Το ένα ζούδι περισσεύει αντίκρυ στο άλλο

συγχέεται στα δένδρα ο Αστερισμός

οι φυτικές ηγεμονίες

μάχονται με καταληψία

υγρές λεγεώνες πλημμύρισαν τη μορφή σου Κύριε.

Χτύπησα δυνατά τους φλοιούς ανοίγοντας τις φλέβες

ώσπου δεν βρήκα πουθενά τα τρόπαια.

Κι όμως ήρθε φωνή τις ρίζες αντηχώντας

εμένα τον ίδιον αντηχούσεν η φυλακή του καρπού

με καθρέφτες από χυμούς και καλή πρασινάδα

μια ηχώ βγαλμένη απ’ τα στήθη

και τα ζώα έβλεπαν ολόκληρη τη φωνή σταματημένα.

Λέγοντας η κατηγόρια είναι η κατηγόρια του ίσκιου για τον ίσκιο

έγραψα το όνομα: Ιησούς

έγραψα: Έλληνας

άγγιζα το όνομα κι ήτανε μονάχα φύλλα…

 

Πόσοι άγγελοι φτερουγισμένοι και πόσο νερό στη δίψα

είδα τους φρέσκους αετούς

είδα τον Υιό να καίγεται σε διάφορες φλόγες

κι η κάθε πράξη μου σαν χαραυγή

στους κοπετούς να διαλύεται η εναστροσύνη.

 

Βλέπω τα ζώα κι αισθάνομαι τις θείες ομοιώσεις

αξόδευτη νοσταλγία ο λιγοστός

θόρυβος απ’ τη σαύρα που χάνεται στη βλάστηση

μ’ ένα χρωματιστό πουλί αφιέρωμα στο δένδρο

κι επάνω κελάηδημα της μοναξιάς εξουσιάζοντας το θαύμα.

Δάσος απόρθητο κι ο θάνατος  η τάξη του δάσους

αγγίζω τη νωπή βάψη στους κορμούς

των δένδρων απ’ τον ήλιο γκρεμισμένο

κι ένα ελάφι πλησιάζω ταξιδεύοντας τα χέρια μου.

Θύμηση που είναι το φεγγάρι σαν το υφαίνουν αραιά νέφη

νύχτες αλλού ψηλότερες απ’ τ’ αστέρια μου

νύχτες αλλού μεγάλες όσο κι ο πόνος.

Ένας μετέωρος άγγελος στο μαύρο του κενού με σταγόνες ονείρων

όπου λάμπουν ερήμωση στο μέτωπό του

θα κρατήσει τ’ ωφέλιμο δρεπάνι πριν η φωτιά της αγάπης

φορώντας το τελευταίο προσωπείο ο χρόνος τον αποτεφρώσει.

Και θα κόψει τις ατραγούδητες φυλλωσιές

που θεριεύουν, αλήθεια, με τους αγέρηδες

για ν’ ανεβώ στο κρύο πόχει ο Θαλερός απάνω απ’ τους χειμώνες.

 

Έντυσα τη χελώνα και λαμπερά τη βλέπω στολισμένη

πέρα στους Ιουνίους των προγόνων

θέρισα τους γαλανούς συλλογισμούς

όταν η νύχτα γεμάτη παράθυρα

και την ατμώδη μιλιά των δένδρων όταν

η μαύρη νύχτα μ’ έζωνε από θάλασσα χρυσών ανέμων

εγώ φώναξα κλεισμένος αστερόφυλλα: Θυσία

και δεν έφερε καρπό η φωνή μου

δεν έφερε δρόμους.

Χελώνα στον κήπο της αγάπης άγια μου χελώνα

τραγούδησε, τραγούδησε

γιατί δεν έχει απόσταση ως του Χριστού το σώμα

όμορφη νύφη παχουλή των ουρανίων.

 

Στη λήθη που ’χε ρημάξει το άδειο

δεν έζησα τη δικαιοσύνη της ύαινας

υπήκοη στο δεσμό της  με τ’ αστέρια ενώ

στάζοντας η τρομαγμένη εφηβική

νύχτα των φυλλωμάτων

ο φυτικός πλούτος παραφρονούσε μες στον άσκοπο χρόνο.

Έφτασε ως τα έγκατα όπου ξεχνιέται απ’ τα δόντια η λεία

το σύγκορμο τραγούδι γυρεύοντας

ό,τι κι ο μυκηθμός του νερού σ’ αφανέρωτους ήχους μας κρύβει.

Αχ πώς αγγίζοντας ένα καλώδιο της βροχής

να μεταδώσεις ηλεκτρισμό των επιθυμιών ως τα ουράνια…

Τώρα κλειδώθηκαν οι ταπεινοί για πάντα

δίχως ελπίδα με τα ρούχα ποτισμένα χιόνι.

Σήκωσε κύμα το αίμα των ανθρώπων

τώρα που βασιλεύει νύχτα κίτρινη στον κόσμο

και κρατούν αστραπές τα χέρια.

Όμως την ουσία του δένδρου με ποθούμενον ήλιο πως έχω πεινάσει

περνώντας ανάμεσα από ζαρωμένους ελέφαντες

όπως φυτεύουν σε αργά βήματα τα πόδια τους

τρέμω τη λεοπάρδαλη

και χαράζω σε φύλλα την ορατή καταγωγή μου

σαν κουτό τραγούδι νιώθω την Άνοιξη στα πιο πικρά δευτερόλεπτα

κι όταν το δάκρυ λυγά στην άκρη του ματιού

και μέσα του σπιθίζει τ’ όνειρο μόνος που είμαι…

Κι απ’ το φως η δική μου φυλλωσιά κρεουργημένη.

Σκόνη των αστεριών οπού μας έπλασες με τη φωνή στη γλώσσα

φανερώνοντας όγκο φλούδα τροχιά στον πλανήτη μας

και πύρινα σπλάχνα  για ονειρομαχίες

διαιώνια σκόνη που έχτισες ναούς η μόνη

γιορτάζει το ειδύλλιο στα δένδρα με τους σπίνους

κι έχει τ’ άγριο δάσος χαρωπά ώρς-ώρες προβλήματα.

Τι δοξασμένο πράσινο τι απουσία…

Ο αγγελόφωνος όρθρος μες στο πήλινο κορμί

καθώς ασπρίζει η νύχτα

κι υμνολογιέται μόνο του το μύχιο φεγγάρι με τ’ αηδόνια

λέει στον ουρανό για τόσους πόνους τόσες θλίψεις

όπως αλλόκοτος στην πάχνη και στις ηλιοχαραμάδες

από βόρειες ζέστες υψωμένε ως τ’ άστρα

με θάρρος βλέπεις εμπροστά και λες: ο άγριος δρόμος ονομάζεται σιγή.

Χλωρίδα δύσκολη και πανίδα τυφλή στα χρόνια τ’ αρίφνητα

να είμαστε, να είμαστε χωρίς εξήγηση

και μες στο φως η μύγα η μακροπόδα να υφαίνεται

σε βρώμικα σε σκονισμένα φύλλα

καθώς απ’ τις νυχτόχαρες ανθήσεις πέφτει στους γρύλους τ’ όνειρο…

Να είμαστε κι άλλη χαρά δεν έχει, γλυκέ μου έλληνα.

 

Θάνατος έρωτας ελευθερία η κλίμαξ

αδελφική φορά των βαθμίδων απάνω

αδελφική προς τον ¨Αδη

ο δρόμος είναι μονάχα ένας

αρχαίος των ελλήνων.

Απ’ το θάνατο βγαίνουν ωραία μυστήρια

και του άνθους το μέγεθος

η φιλία των όντων υψωμένη στον ήλιο

για να λάμπει μόνη της η ομορφιά των κρίνων.

 

Εδώ σιγή ως τα πλάτη επαινώντας το θείον όστρακο.

Η αμαρτία εξουσιάζει και τους σπόρους εξουσιάζει τ’ αστέρια

κι ανάμεσα σε δυο βροχές μαθαίνω το δένδρο, βγάζει το φως

αλλ’ όχι το φτηνό φως στα ξύλα των δημοσίων λαμπτήρων

άψητο φως θυμίζοντας την Πολιτική το Κράτος και τον εύκολο τρόμο.

Τι αρμονία που έχει το φίδι

νιώθω την άγνωστη λαλιά περνώντας απ’ τα γελαστά μάτια του

περνώντας από ένα κύμα σπίθες ολόιδιες στα φανερεία της ψυχής

όπου η λάμψη βασιλεύει μόνη και τ’ όνειρο βραχύ

δίχως τον ήλιο και δίχως φεγγαράδα χωρίς ευωδιασμένο στερέωμα

κι έχει χαθεί το παράφορο πράσινο γύρω μου σα να ’χει σβήσει

της γης η μοίρα στη χύτρα μιας φτερωτής

μάγισσας που’ ναι ντυμένη στ’ άσπρα με λεμονανθούς

στο στόμα μοσχοκάρφι

κι αντί για ζώνη πορφυρή

αίμα προβάτου την τυλίγει ως ακίνητη

στα χέρια να κρατά σκυλοθυμάρι.

Με ποιαν αύρα έρχεται ο έρωτας απ’ το φίδι κι ευωδιάζει το Απόλυτο

ήχος δεν ακούγεται λουλουδιών, δεν έχει περιστέρια

βαθύ και μονάχο το απρόκοφτο ζουζούνι στη λευκότητα

κι όχι εδώ στα μαχόμενα φύλλα να ζήσουν

ενάντια στα ζώα ενάντια στ’ ανθρώπινα χέρια

σε τι ξαστεριά καίγεται ο πίδακας του Αίματος κι η φων΄

που ακούω, στο σκουλήκι να μπεις για ν’ αλλάξει ο ήλιος

τρέξε στον ιδρώτα της μεγάλης ταραχής.

Το φίδι αστράφτει δυο φορές

από νοσταλγία τετραπέρατη για τον αετό, πώς ανεβάζει

τους χυμούς η κούραση της γης κι έχουμε τ’ άνθη πώς αναρίθμητα

τόση μουσική μες την ορφάνια των δροσοσταλίδων

άσπρες ειδήσεις τραγούδησα κι ας μην ανατρέφω χαμηλή ελπίδα

πώς φτάνει στους νεκρούς πώς φτάνει στους καρπούς

η κρυαδερή του τάφου δυνατότητα το χώμα που είναι αταξίδευτο

κι ο θάνατος ο ταξιάρχης μια γαλάζια διαδοχή

σαν όταν δρασκελά το ένα πόδι εμπρός απ’ το άλλο.

Τι βλέπεις ακόμη στην πρασινισμένη στέρνα και χάνεις

ώρες με τα βατράχια να επιμένουν στο μυστήριο που ’χει κουκούλα του

ο στερνός Κωμικός ο κοκαλιάρης απ’ όλη την ακούρευτη γαλήνη

ο κεντημένος στην πλευρά στα πόδια και στα χέρια

σηκώνοντας τον τάφο ψηλά στη θεϊκή καταιγίδα

με νήπια στην αγκαλιά στην κόμη όλο σπουργίτια

ο μέσα δρόμος της εικόνας του μύρμηκα

δίστομη ευτυχία ξημέρωμα στους αόρατους αυλούς…

Όμως κινούνται κωμικά

χυδαίοι πίθηκοι βρωμίζοντας τα δένδρα

μακρόχερες αρπαχτικοί.

Πώς είναι το κακό σαν το λειρί του κόκορα

τι σάλπιγγα που είναι το κακό…

Συνάντησα τους σκύμνους να λούζονται στο γερο-ήλιο

πιο πέρα θα ’βρω και τ’ αρνί σφαγμένο, έλεγα

την εκκλησιά τη ρείπωσαν οι κρεοφάγοι

με τις βαριές από σιδερόξυλο πόρτες

άχρηστο θα ’ναι σαν ηλιοβασίλεμα

τ’ αρνί στην έρημη φωνή του άχρηστου το άχρηστο

μα θα το πάρω στα στήθη και θα τρέχω, θα τρέχω

απορώντας άντικρυ στον ουρανό, πώς θα χαθούν εδώ και τα οστά

μες στη θερμή σφαίρα…

Όμως τον κάτω φόβον όποιος έχει στα δύστυχα φρένα

χύνεται δίχως κίνδυνο βαθύ προς το ρυθμό της νύχτας

ανοίγοντας τα χρόνια σαν όμορφα λουτρά

δεν έχει τέλος ο πόλεμος κι ο Ιησούς δεν έχει τέλος

γιατί να βλέπω και να ’μαι το σκοτάδι;

Μητέρα ερημιά και συντροφιά των άστρων

εσύ πέρα από την Άνοιξη και τα μηδαμινά χελιδόνια

σε πόθησα τόσα χρόνια και τόσα ηλίθια εικοσιτετράωρα

ο αντίμαχος είμαι στα πράγματα κι αυτά τι ξένα στη ρίζα μου

σε πόθησα μητέρα ερημιά καθώς ο ατυχής κροκόδειλος

άθλια στο κλουβί φυλακισμένος βράδυ σ’ ένα λούνα παρκ

είχαν επιδέσμους βάλει στα πληγιασμένα του πόδια…

Πού είναι η τόση πατρίδα

το βασίλειο του αίματος – από λήθαργο τραγουδούσε ο κροκόδειλος-

το βροχερό βασίλειο στα τροπικά παραμύθια του Όντος.

Κι ολοένα τραγουδούσε: Φέρνω φόβο, φέρνω φόβο

μη δεν είναι όμως εργασία και το αίμα

μη δεν είναι όντως εργασία κι η αγάπη;

Ολοένα τραγουδούσε το θηρίο κι εγώ του πετούσα λέξεις

τις λέξεις ανασταίνω, είπα, τα σύννεφα γεμίζω με βροχή

τώρα δεν αντικρίζω πέρ’ απ’ τα λιγοστά μου μάτια

δεν ακούω τη θεσπέσιαν αυγή

πάλι γυρίζει ο τροχός του Υιού με τις ορμές

απ’ τη σκληρότητα πηγαίνω στη σκληρότητα.

Μπορεί να σώζει ένα μοναστήρι π’ αναπνέει τις μέρες και δεν τις μετρά

ή με θανάτους ωσάν τα σταφύλια πατώντας τις επιθυμίες

οι μοναχοί την ουράνια χαίρονται μέθη.

Μπορεί καν να σώζει το μνημονικό μου

στους λειμώνες πίσω της ηλικίας.

Τα πρώτα μου χρόνια σε πόση ευτυχία…

Βαθιά η ανάμνηση στα χείλη με τη γεύση της Μεγάλης Παρασκευής

χαλβάς κι ελιές δώρα της νεφέλης

το αθώο μαρούλι του καλού ζώου μέσα μας

μεγάλη συννεφιά της μέρας η σεμνοχρωμία.

Μπορεί να σώζει πάλι μόνο ο ασκητής

όταν το στήθος καθαρίζει με φωτιές στην αιχμηρή αιθρία.

Σιγή  ως τα πλάτη…

Θυμήσου πως ο Διόνυσος ήτανε αγρότης αξύριγος

με δαίμονες βλαστικούς ολόγυρά του και λαμπρά τ’ αμπέλια

κι ο άλλος οίστρος ο σταχυοβότρυς ο γιος της Μόνικας

ο Αυγουστίνος ιερός όσο και το χορτάρι μες τον ήλιο

κι άλλοι, κι άλλοι πόσοι αυτάδελφοι του Κατσικοπόδαρου

Ευφραίμ ο θρηνητικός με τα μάτια δίχως ρίζα πουθενά

σπαράζοντας άγρια δευτερόλεπτα

έχει ξεχάσει τα χέρια του

Αλέξανδρος των Ακοιμήτων είδε το θάνατο

και πρόσταξε τη χαραυγή μια μέρα να μην έρθει

τη νύχτα διπλασιάζοντας

Συμεών ο Στυλίτης κεραυνώνει ερπετά και τ’ αδειάζει σε λάμψεις

με τη δροσιά του σπαραγμού με χίλια χρόνια γάμου.

Θυμήσου ένα βράχο θαλάσσιο

σαν ιατρική παράσταση εγκεφάλου

σαν προσευχή της ύλης αυλακωμένος ο βράχος

έλεγες ακόμη σωτηρία τον έρωτα κι η πλάση

βαθιά κόκκινη σε πλημμυρούσε.

 

Χάθηκε η παρθένα η όμορφη.

Την έβλεπα να περπατεί στα γαλανά της δένδρα.

Σαν ίσκιος προικισμένος άστρα και ποιος κορυδαλλός ο λαιμός της

έσυρε δυόσμους μέσα στο νερό

μοσχοβολούσε ο ήχος απ’ τα χέρια της

κι ο ήλιος, βασιλεύοντας, Θεία Ευχαριστία.

Πώς λάμπει στη ή λησμονιά η όμορφη

και τ’ άνθη διασταυρώνουν την κίνησή της!

Ο ήλιος αύριο πάλι θα ’βγει ο αθώος πλούτος

όλη η αίγλη της γεωμετρίας είναι ο κύκλος, είπα

μία μέρα, κι εκείνη αμίλητη σαν αναστεναγμένη

στα γόνατα κατάκοπη έφερε το κεφάλι

όμοια καθώς να ’κλεινε ο ουρανός την πύλη

με τον ακράτητο καρπό ανάμεσα στα χείλη

και τα ξανθά μαλλιά της κύματα

στους ώμους γοερά θρηνούσαν.

Ώχρανε γύρω η ζωή κι απ’ τον καιρό των ζώων Άδης

εβγήκε σκοτεινός. Έτσι γλυκιά και μόνη

των αγγέλων η όμορφη

την ευωδιά στον κόσμο είχε αυξήσει.

 

Βρέχει πολύ και μπερδεύει σε κυκεώνα τα φυλλώματα

ορμή και μάτια το φόνο ταγίζουν

η πείνα βασίλισσα και ο βίος ολούθε κλοπή

συμφέροντα των ανέμων.

Όμως έχω ζεστά αεροπλάνα εκεί που ζητωκραυγάζει

ένα χρωματιστός αθώος τη χαραυγή με κελαηδήματα

και την αθρόα μετανάστευση των ταράντων…

Τι έμεινε πλην απ’ τ’ αστέρια;

 

Πολλά χιλιόμετρα νύχτας κι αλίμονο σαν ανοίξει η τρύπα

της μαυρίλας. Όλα τα ζώα κι όλα τα ζούδια κρύβονται για

το γλιτωμό. Θ’ αντικρίσω τον ήλιο; Βρέθηκα εδώ μ’ ένα

χειρόγραφο, το χειρόγραφο της αιχμαλωσίας. Άρχισε κιο-

λας να σπάζει ο κορακάτος ουρανός. Είδε και πώς γκρε-

μίζεται ο άγγελος στα στήθη.

 

Μπήκα στο θαλάμι της καταιγίδας μη γνωρίζοντας πια

και δένδρα και ζωή

μονάχα κρότους φοβερούς ακούγοντας

και το Ουαί στην ιερή σύγχυση της μοίρας

οι στριφτές κραυγές απ’ τα’ αγρίμια πώς κομματιάζουν τη νύχτα

κι η νύχτα μ’ έρωτα θέλει το θεό

για να χυθεί στη γκρέμιση το θέλημά του και να λάμψει

γαλήνιο το λευκό μεγάλο φως πέρα

ψηλά και πέρα απ’ τον πλόκαμο της αστραπής που έχασε τις ρίζες

και πέφτει τρόμος ουράνιος στο χώμα.

Βλέπω Κύριε φτερωτό κρυάρι την οργή σου

δεν έχει όρια τ’ αστροπελέκι

σε βλέπει κάθε λιοντάρι κι ο λιγνός μύρμηγκας

κι η φεγγαρική αηδόνα στα βατόμουρα της συμφοράς.

Τόσο μακριά σωζότανε το φεγγερό ελάφι

και τα βασανιστήρια έμεναν ακόμη στα μάτια του

ίχνη ονείρου και ρυθμός της ολοένα τύχης.

 

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ

Έρχομαι υγιής απ’ την Άνοιξη μ’ ένα πεύκο στα στήθη και διαλαλώ

πως ο χρόνος είναι ο τάφος του νου μες στις ουράνιες οροφές και λάμπει  τ’ αδιέξοδο

με τις εννέα λάμπες του Πλωτίνου για τις εννέα διαύγειες τις χρωματιστές

ο εργαζόμενος στους οισοφάγους

και λάμπει τ’ αδιέξοδο

Η αγωνία ευωδιάζει στον ίασμο με τη φεγγαρόπετρα

κι ο μεγάλος ακούγεται οδυρμός, ο δίδυμός του Κοπετός κι η εποχή των θρήνων.

Ώρα χαράς η ώρα κατακέφαλη

καθώς είτε κοιμάμαι είτε βαδίζω στρέφοντας τ’ αστέρια σα βίδες

είτε ξυπνώ είτε γράφω ποιήματα

γύρω απ’ το κορμί μου είναι πάντα ο αόρατος ξυλουργός.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964, πρώτος συγκεντρωτικός τόμος: ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 -1978, ΙΚΑΡΟΣ]

 

ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΙ ΑΝΕΒΗΚΕ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

(…νοών ο ων…

αφόρητο πάθος το μυστήριο και βρόχος η βροχή για κάθε βαρυχειμωνίτη… 

Η θάλασσα υποκρίθηκε τον Αδάμ;    Όλα πεσμένα κι όλα στη νύχτα…

ΤΥΧΗ ΤΡΙΤΗ στη συλλογή του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964 )

1

Μοίρες χιλιάδες μεσ’ στο ουράνιο σκοτάδι

δάκρυα   το αόμα κόκκινο

που χύνει ο λύκος της μαύρης ηλικίας

ιδέες μαινάδες μεσ’ στου νου το βράδυ

η ανθρώπινη λαλιά

τα συστήματα των φιλοσόφων όπως ανατολές με περιβόλια

φορβάδες της ομορφιάς οι γλώσσες

η αναγκαιότητα της μητέρας

τα ποιήματα δρόμος

και τα επτά στη ζήση αμαρτήματα

ο δυόσμος

το βλέμμα που πάει στ’ αστέρια

ένας θεός μεγάλος   ενδοκρινής

κι ο διάβολος με σιγή και διάρκεια οπλισμένος

απ’ τη θάλασσα έρχονται

2

Πολύς ο τρόμος

η χαρά γεννήτρια των άστρων

ευτυχίες απ’ τα κύματα…

Πολύς έρωτας και χιλιόγλωσσα δάση

φυτικές φυλές ολοσκότεινες

από ηφαίστεια ζωής απ’ τους πυθμένες

ένας παράξενος υπερπληθυσμός

θέλει το παν κραυγάζει Παν

και τα πρώτα μυθόζωα τους αγκαθωτούς

όγκους αναπτύσσοντας

έξω στον ήλιο τυχαίον απ’ αιώνες

οι άγνωστες χλόες μόλις

τ’ αρχικά δένδρα   και  τα ερπετά

με πόδια σαν αργά κλαδιά του τρόμου

θα υψώσουν έχοντας τ’ όνομα χρόνος

μεγάλη μόνη ελευθερία

σε θεόν ανάμεσα και στο χώμα

τα πουλιά

3

Σφάζω δευτερόλεπτα σ’ ένα υπόγειο μπαρ

είναι σαν ειρωνεία στο ποτήρι ο αφρός της μπύρας

και πίνω καπνίζοντας

αισθάνομαι τα χείλη φανταστικά στο φανταστικό πρόσωπό μου

βλέπω μια κατσαρίδα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει

τρώει τις νύχτες τα χαρτάκια των λογαριασμών

ονειρεύομαι στον τάφο της χαράς υπερκειμένης

πρέπει να φτερουγίσει στα χέρια μας η ανατολή σαν κορασίδα

πέρ’ απ’ τα νέφελα που χαστουκίζει ο ουρανός

νε γαλάζια κομμάτια τρομερού φωτός

να μην αντηχήσουμε τις δίκαιες ορμές οι διχαλόψυχοι

σαν αποφράδες μήτρες ω ζώα υπέρτερα

να χαιρετήσουνε το κρεοφάγο ήλιο πετώντας.

Κουράζεται να υπάρχει στο στήθος η αιωνιότητα

κι ο κόσμος τραγουδά με τους κατακλυσμούς

μια ύαινα έχει τελειότητα   κερδισμένη σε χρονικά

διαστήματα κίτρινης εποποιίας  μέσ’ στα κόκκινα.

Ω κραυγή της ψυχής απ’ τον κεραυνό κομμένη

σαν καρπός είσαι γρήγορος

που τον κοκκίνισε η μικρόκοσμη φλόγα .

Κι η κραυγή τον απόρρητο σπόρο δοξάζει.

Χαίρε ραββί,   χώμα η φωνή μας

στην εικοστή εποχή του κενού.

Με βάγια στρώθηκε ο δρόμος για να περάσει το υδάτινο γαϊδούρι

που σ’΄έφερε στη νύχτα των ηλεκτρονίων.

Ιδού λοιπόν ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα

κάθε πόλις ολημέρα δαγκώνει

με τα δόντια των μηχανών

είναι μάζες ποσότητες η φορά κι η ενέργεια

και το νερό που γίνεται κρασί στο γάμο της Κανά

ελαττώσεις αυξήσεις αριθμοί με ησυχία των ίσκιων

έχουν τα όνειρα ξεκλειδώσει με γοερά κλειδιά

περάσματα φρικτής ελευθερίας ο νέος υπερπληθυσμός.

Και τα πρώτα θηρία βρυχιούνται στα πλάτη

σφυρίζουν επίγειες εγκαταστάσεις

οι στιλπνοί λαβύρινθοι των συσκευών

οργάνων και μηχανημάτων

ευτυχίες απ’ τα ραδιοκύματα…

Ο Πυρηνικός Δαίδαλος ηχεί την πλούσια γλώσσα

ο Πυρηνικός Ίκαρος αγκαλιάζει την ακάλεστη πράξη

μ’ αποστάσεις από νεκρά εκατομμύρια

κι η χαρά μυήτρια των ανθρώπων

όπου μεγάλη μόνη ελευθερία

σε θεόν ανάμεσα και σε χώμα

τα πουλιά!..

4

Μοίρες χιλιάδες μέσα κι αξόδευτο σκοτάδι

ένας κρωγμός μετάλλων η νέα μουσική

σα δένδρο η αιθέρια ελπίδα θροϊζει

και το κλάμα των ανθρώπων έχει φως

απ’ την ανοιχτή τούτη Άνοιξη των βροχών

εκεί ψηλά φέρνει αναστάσεις η Πυρηνική Μητέρα

σε χειμώνα τραγουδήσαμε σε χειμώνα

ο Ιησούς έχει ανάγκη από σκάφανδρα κοσμοναυτών

οι μέρες της επιστημονικής χαράς τον προσφωνούν

ΧΑΙΡΕ Ο ΑΝΑΒΑΤΗΣ

ο Ιησούς ανεβαίνει στον ύμνο λησμονώντας το τέρας της βίας

αίμα πολύ στις δεξαμενές του φόνου

και θ’ απομείνει στο πανάρχαιο χώμα της Γης

η λήθη.

Να πληθύνουμε τ’ άνθη ως τα δυσθεώρητα κρεμαστά

φαράγγια σαν τα λούζει ο Μόνος αλλόφρονα με δέσμες ηλίων

εμείς οι της δουλείας ανωφερείς

εμείς οι πρώτοι του ορατού Γαλαξία

των αιμάτων αιχμάλωτοι

και των οράσεων ιδρυτές

οι ναυπηγοί του θείου τράγου.

5

Μεσ’ στα δάση της ελπίδας φυσά ο παράφορος άνεμος

ως το ανέλπιστον ωμέγα της ταραχής

μεσ’ στα δάση του νου κυλιέται το άλογο της υπερηφάνειας

αγγίζουμε τ’ αστέρια!..

Μεσ’ στον χειμώνα των φτωχών

ο σπαθιστής Ανώνυμος ανασπά τους κεραυνούς

ανοίγοντας τις αγγελίες για το πολύχρωμον

έπος της Διαδφρομής

και στροβιλίζονται οι ραγδαίες περιφέρειες

είναι ταξίδι της πλούσιας βροχής

αγγίζουμε τ’ αστέρια!..

Κι όμως

ποτέ δεν θ’ αντικρίσουμε τον Πατέρα.

Είν’ αυτός που βγήκε απ’ τα κλήματα

με τη συμφορά στο μέτωπο και σφαγμένη αγάπη…

6

Ψηλά στην καθάρια νύχτα τραγουδά το άσπρο ποτάμι

ψηλά στη νύχτα είναι ο δρόμος της Παναγίας και πάει στα όνειρα

είναι ο Γαλαξίας η λιπαρά οδός των ελλήνων

και πάει στη θάλασσα της Κρίσεως

και πάνε τόσες ψυχές

κουβαλώντας η κάθε μια τις δικές της πράξεις

άσπρο ελεγείο που καθρεφτίζεται στην ήσυχη ροή του Ιορδάνη

και μ’ ένα όνειρο σαν από αετό

ψηλά το γήινο ποτάμι έχει την κοίτη

7

Κόκκινο  σύννεφο μικρό σαν έρημο ψαροκόκαλο

πάρε, πάρε μακριά το φθινόπωρο.

Σκοτάδι που βγάζει ο αιματωμένος  Ιησούς…

8

Ο ήλιος είναι διχασμός και πόλεμος, είναι κι εχθρός των άστρων

είναι σα γέροντας με τη φωτιά γενειάδα χωρίς άνεμο

και στον ουράνιο αγρό πηγάδι για τις φλόγες

έρωτας στην ανατολή κι αγάπη προς τη δύση

το αίμα που τον απειλεί χάνεται στο σκοτάδι.

Σπαραγμένη μέρα σαν τον Πενθέα σαν τα σφάγια

τι να τον κάνουμε τον ήλιο μεσ’ στο αίμα

και τα χαράματα γιατί μονάχος να τ’ αποστηθίσω;

Φτωχά και τρίφτωχα μάτια

γυρεύω τον Πατέρα πέρ’ απ’ το φωστήρα

και δεν έχει μάτια κανένας

ούτε τα δένδρα που είναι πιο σοφά κι απορεμένα

φωνάζω στις γάτες ο Πόνος φωνάζω στα σκυλιά

μήπως εκείνα βλέπουν τίποτα

κι όλα τα ζώα που σύντυχα βαθιά τα ρώτησα μήπως εκείνα

κι όταν ένα ελάτι βουνίσιο αγριεύει στο ψήλος θα τυφλώνεται

και πάλι ο ήλιος περιγελαστής αόμματος με το μπαστούνι μαύρο

ή τραπεζίτης του πυρός μιλώντας τη γλώσσα μας

ο φωτοδότης και κάτοχος του χρυσίου.

 

ΔΡΟΣΕΡΟ ΚΑΙ ΑΣΠΡΟ ΜΕΛΛΟΝ

(… εδώ στην Ελλάδα χαιρόμαστε τις εποχές με τον γαλάζιο Δία…)

… βλέπω, βλέπω, ποια τύχη να βλέπω   γυναίκες με τα μάτια δροσίζουν το χορτάρι   όλο κανέλα και μοσχοκάρφια πώς ευωδιάζουν οι όμορφες   νύφες αραιές είναι τα ρόδινα νέφη των Νοεμβρίων   εξαϋλώσεις ποταμών πεδιάδων εμβρύων   ο βοτανισμός του ορίζοντα και τα ονειρόδενδρα   που ’χει πλύνει για πάντα ο θαλάσσιος όμβρος   κι η Μαριάμ η γοργόνα σταματώντας αργυρά πλοία με πορφυρογέννητους κι ο λαμπρός φούρναρης ο θεός   απλώνοντας τη χερούκλα για να βλασταίνει το γέλιο.   Ένας χλωρός αέρας σπρώχνει το θάνατο στην ποντικόπετρα   ένας αέρας διώχνει με σφυριγμούς τη δυστυχία   στο μεγάλο τετράγωνο της πείνας   απ’ την Ευρώπη κι απ’ την Αφρική  κι απ’ την Ασία κι απ’ την Αμερική αέρας – αέρας     είναι ο ανθοφόρος Βάκχος με το κοντάρι του του Αι – Γιώργη   και τεντωμένες οι σημαίες απ’ το μεγαλείο που φυσά   στους καιρούς νε χειμώνα της Εξουσίας.   Ανεβαίνει πτηνό σαν πίδακας κρατώντας του Χριστού βραχιόνι   χλοερό μέλλον ο κόσμος ακράτητος   ο κόσμος ηλιακός   απ’ το φεγγάρι φτερούγισαν οι ασημένιες χιλιετηρίδες   απ’ το σκοτάδι γκρεμίζεται η χαμηλή οδύνη   στα φλογοβάραθρα της λησμονιάς μεσ’ στο σκοτάδι πάντα.   Ο χρόνος φουντώνει τα Έθνη τις Επιστήμες τις λεύκες   Τέχνη και Δικαιοσύνη μεγάλες κερήθρες της ψυχής   Ιδανικά  Μητέρες  Οράσεις  Ύμνοι   κι ο ήλιος όχι πια ένας σκύλος   μονάχα φως ατάραχο   που ωριμάζει με περιστροφές το θείο φρούτο.   Και τη νύχτα να·  ο Γαλαξίας   όλο ρέει στην άγρια φυλλωσιά των ουρανών   ο κόσμος αλλάζει και χορεύουν οι δρόμοι!..    [ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΤΗ ΦΥΣΗ κι ΑΝΕΒΗΚΕ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ 1964 από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 – 1978 Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία]

Δευτέρα, 24 Απριλίου 2023

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ