Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΦΙΛΗΣΩ ΝΑ ’ΝΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

(108 Λυρικοί Στοχασμοί Αγάπης Μάρκου Μέσκου, ΑΝΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ)

2. Σκοτάδι απροσδόκητο – ξαφνικό φιλί κατάλευκη λάμπει η κρήνη!
 
3. Μετά το τραγούδι η Σιωπή. Μετά τη σιωπή η Αγάπη
 
4. Σύννεφα βροχής σκεπάζουν το φεγγάρι. Υπήρξε άλλη Αγάπη;
 
5. Τι να σου δώσω εγώ τι να σου δώσω; Και την ψυχή μου πάρε!
 
6. Αγάπη αλαφροΐσκιωτη στη σκάλα βήματα δεν άκουσες ποτέ!
 
7. Γενναίο λουλούδι λέει το σ’ αγαπώ με λόγια που τρεκλίζουν!
 
8. Μην κλαις μη φοβάσαι. Ασύλητος, από σένα θα τελειώσω.  
 
11. Δεν έχει παράθυρα,  ποιο λένε φως;  Πέταξε  - πέταξε  ψυχή μου ψηλότερα 
 
12. Αν κοπεί το σκοινί θα ’ναι καθώς η μέρα λιγοστεύει το φως και το τελειώνει.
 
16. Σε φιλώ παντού γαλαξίας να γίνεις! Χωρίζουμε πικρά και τρέχω πίσω να σε φιλήσω!.
 
17. Την ψυχή πώς δολώνεις και μέσα σπαρταρά το σπλάχνο! Λησμονιά δεν έχει.
 
19. Όνειρο, αν όνειρο είσαι, μην ανοίγεις τα βλέφαρά σου!
 
20. Στην άκρη των χειλιών το μυστικό. Πού να το πω; Τρέμω. Το φεγγάρι και το κρασί θα με προδώσουν.
 
21. Στον Έρωτα πάω όπως στο θάνατο: καθαρός, σώμα που το σκούπισε σύννεφο και βροχή.
 
25. Ποτέ μη λησμονήσεις: υπάρχεις και υπάρχω. Σε ομίχλες σύννεφα και καταχνιά να λάμπει ο ήλιος!
 
31. Θάνατος αν υπάρχει λήθη τεφρή και λησμονιά κακή υπάρχουν και τ’ άνθη υπάρχουν και τα όνειρα και η καλή Αγάπη.
 
33. Ψηλά, πολύ ψηλά πέταξα το νόμισμα άνεμος να το πάρει. Πάλι στα πόδια μου έπεσε γράφοντας: ΑΓΑΠΗ!..
 
35. Από πού μπάζω ξέρεις: κακή βροχή μαύρο νερό. Φίλησε με. Και κλείσε το ρήγμα που βγάζει τον καπνό της ψυχής μου!
 
41. Τη νύχτα ασπρίζει η κερασιά ανθισμένη – τρελή-τρελή! αρκεί να ’χει λίγο φεγγάρι, λίγο αεράκι, λίγη αγάπη!
 
42. Σκάψε βαθιά όσο θες, πήδα ψηλά όσο το επιθυμήσεις. Χρυσάφι είναι τα μάτια που θωρείς – τίποτε άλλο.  
 
47. Πάνω απ’ τον ύπνο μου πέρασε το πουλί·  δεν ξύπνησα γιατί τ’ όνειρο στόλιζε φτερό κεντημένο:   της Αγάπης!..
 
54. Στα μάτια σε κοιτώ: κύματα η αγάπη καλπάζει, με λιώνει, χάνομαι. Δεν βλέπω τα χέρια που πνίγονται μήτε το φιλάργυρο που σκοτεινά μετράει τις λίρες. Εκείνοι σκοτώνουν, εγώ αγαπώ.
 
63, Βαθιά πράσινα φύλλα, το αγιόκλημα ευωδιάζει.   Μια κίνηση αγκαλιάς,  μετά φιλί,   μετά ο χαμός!..
 
67.  Θα βρω τρόπο, πάλι, να ξεχαστώ!..  Να θάψω, ζωντανός, το σώμα μου!..
 
72. Σκιαγμένη ψυχή τη νύχτα φοβάται συννεφιασμένη – ραμφίζει η αγωνία στα χείλη και φεύγεις πουλί μου!..
 
77. Σήμερα ανθισμένη κερασιά  και  το φεγγάρι στον ουρανό λευκό.   Ας βραδιάζει·   στον μαγεμένο Μάη των αιώνων γράψε:  σ’ αγαπώ!.. 
 
83. Θε μου  τι δόξα,   τι ηδονή!.. Το σώμα μου μέσα στο σώμα σου   γλυκά δάγκωμα ρώγας,  φωνίτσα δροσερή στην πυρωμένη τρέλα του ήλιου!..
 
88. Στην απέραντη γλώσσα των αισθημάτων   τι να σου κάνει ένα φιλί από μακριά!.. 
 
101. Σ’ αγαπώ γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τη γηρατειά σου  - τη χαμένη μου ζωή θέλω να πάρω πίσω
 
 [ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ, ΛΟΙΠΟΝ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ; 
κι άλλες επιλογές από το βιβλίο του Μάρκου Μέσκου ΑΝΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ, ιδιωτική έκδοση το 1983 – β έκδοση Ύψιλον/ Βιβλία 1986 και 3η  Νεφέλη 1998]



9. ΠΟΤΕ ΘΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ 

(… στα Τάρταρα πάω και γυρίζω: μαύρο αδιέξοδο, κοντινό μου πουλί, ψυχή μου!.. 10)

13. Βραχνό κοκοράκι μέσα στη καταχνιά. Άμυαλο γιατί επιμένεις;

14. Δύο το μυστικό, να που στεριώνει. Κάλφα της γης, τον ήλιο βγάλε από τη Δύση.

15. Τα φύλλα στα δένδρα χλομιάζουν. Κει πάνω βλέπω τους ανθούς!

18. Ξύπνησα χαράματα· όλη μέρα καρτερώντας σε δεν έσπασα ποδάρι!

22.  Η γυναίκα μέτρησε το σπίτι φωλιά. Τόσο μήκος τόσο πλάτος τόσο ύψος ουρανού, καρέκλες κασέλες κάντρα κιλίμια κρεβάτι, το μαξιλάρι πλάι στ’ άλλο, η χαρά πραγματοποιημένη - έβγαλε μια κραυγή, φίλησε τον άνδρα τρυφερά και πέρασε πάλι στο δάσος. Το πουλί τώρα κελαηδεί στον κόρφο και στη φυλλωσιά την πράσινη.

23. Πάνω απ’ το κεφάλι μου τρία σπαθιά σφυρίζουν: γιατί σκεπάζω μέσα μου πουλάκι τρομαγμένο.

24. Άστρο ψηλά στον ουρανό, λαδάκι της ψυχούλας στα ενύπνια μου κατοικείς βαθιά κρύβοντας τ’ όνειρό μου!

26. Γελάς χαρούμενα, πουλί που πάει μέχρι τον έβδομο ουρανό. Χαρά βραδυπορούσα και λησμονημένη τώρα σ’ αγκαλιάζω.

27. Κουβέρτα ο τοίχος, παράθυρο το φεγγάρι και καθρέφτης νυχτερινός, μάτια στα μάτια, η Αγάπη

28. Το λίγο είναι πολύ και το πολύ ποτέ; Αετός σκίζει τα σπλάχνα απ’ τ’ αρχαία χρόνια.

29. Από τη μια φωνή ως την άλλη καρτερώ και συλλογίζομαι το διάστημα: Γεμίζει, φουσκώνει από χίλια δυο, οι γάτες του αδιέξοδου κι ο εγκαταλειμμένος σκύλος στην πρώην γειτονιά, κορναρίσματα αυτοκινήτων, σκέψεις από μέσα, τι φορώ και πως τρώω το ψωμί, η μουσική πάλι από το ραδιόφωνο, η κατάρα σαν νύφη τυφλή, το τίποτε και το σύμπαν – θα τα εννοήσεις αγάπη;

30. Μελάνια ο καιρός, άγρια καταιγίδα ξεριζώνει το σύμπαν. ξαφνικά κοπάζει το βούκινο του ανέμου. Μα εγώ νανουρίζω ακόμα το παιδί μου.

32. Η μέρα κρύσταλλο, συναίσθημα γοερό: να κλάψει ή να γελάσει; Απ’ την Ανατολή με φτερά σφιγμένα τρυγόνα σιμώνει. Είσαι εσύ;

34. Ένα πρωί ξεκίνησες την Πούλια και τους Γαλαξίες να πιάσεις. Τώρα μπορείς όσο ψηλά τακουνάκια να φορέσεις.

36. Τωρινή παπαρούνα είναι για σένα. Κι αυτή που θα φυτρώνει αύριο στον γκρεμό. Κι εκείνη που στις φλέβες μου, όσο ζω, από χαρά βροντώντας κοκκινίζει.

37. Πίσω βαδίζει ο δρόμος του κρασιού πίσω ο καπνός σταχτής σα βάραθρο μαντρόσκυλου μα πίσω είχαν τα πόδια μας κλαρί και ξόμπλι.

38. Πάντα ήσουνα κλέφτης; Μέλι γλυκό και κατάρα μαζί; Το χέρι μου απλώνω βιαστικά να πνίξω το μαστό σου.

39. Ψες βράδυ όνειρο είδα: εκεί στο ξεδοντιασμένο σπίτι του Ανώνυμου, το μικρό γεφυράκι από ξύλο. Και το νερό δεν ήταν βρώμικο, κελάρυζε δακρυσμένο κάτω απ’ την κοιλιά του τόξου. Ένα φιλί στον άντρα από τη γυναίκα που έστρεψε για λίγο την κεφαλή πίσω, μετά πήρε τα δάκρυα από το ποτάμι και γύρισε σπίτι.

40. Όποιο και να ’ναι το άσχημο μέλλον ευλογημένη να ’σαι! Στον κατάλευκό σου κόρφο κελάηδησα σούρουπο και πρωί.

43. Άλλο αίμα να βροντήσει μέσα σου άλλος ρυθμός να κοκκινίσει· ως το τέλος σπυρί-σπυρί, το πουλί στο παράθυρό του, να ’χει το φως – ως το τέλος.

44. Για τελευταία φορά αγαπώ στη ζωή· στο πανί αεράκι (ξέρει πού πάει: δένδρα φθινοπωρινά, σκοτάδια του θανάτου πάλι).

45. Νερό μαύρο σε κατάπιε – η φωνή δεν ακούστηκε. Τρελή επιθυμία να σε δω πάνω από τα νερά, ξύλα καστανιάς τα χέρια σου ν’ αγγίξουν και τα βήματα να ενώσουν τον ποταμό. Κείνη την ώρα ησύχαζαν τα σφαγεία αλλά το μαύρο μοσχάρι δεμένο από την κεφαλή, τα μάτια αναστρέφοντας ψηλά, μουκάνιζε απελπισμένο

-Δεν θα μου πεις καληνύχτα;

 

 

ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ ΛΟΙΠΟΝ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ;

(κι άλλα αποσπάσματα λυρικών στοχασμών Μάρκου Μέσκου από τα ΑΝΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ, εκδόσεις Νεφέλη 1998)

46. Σκέφτομαι πως λίγο δεν είναι το μέγεθος του Προσώπου εκείνου που καλύπτει: χρόνια και χρόνια, περιστατικά και γεγονότα, συνεχείς πόνους και κάποιες χαρούλες. Και πώς καλύπτοντάς τα, αρνούμενο τύχη και μοίρα και κοινωνικούς προσδιορισμούς τα σβήνει, τ’ ανατρέπει, δεν έχουν φωνή, σιωπούν στη γωνιά αποσβολωμένα.

Τώρα κυριαρχικά και παντοδύναμα δεν επιτρέπει την όποια άλλη ζωή, πολιορκεί με φωτιές το τρόπαιο του, αυτό που παραδομένο στην απεριόριστη αγαθή σύμπτωση, αφήνεται μετρώντας κάποιο μήκος προ-θανάτου με μουσικές όνειρα και χορούς.

-Πείτε μου λοιπόν τι είναι η Αγάπη;

48. Πασχαλίζει το αηδόνι στο ρέμα μόλις βραδιάζει· μα τρεις η ώρα της νυκτός πλαντάζει μόνο στη σκοτεινιά, πεθαίνει από αγάπη.

49. Από χθες το απόγευμα έχω να μιλήσω (με την πέρα φωνή και τη μέσα). Κάθομαι εδώ και περιμένω δικαιολογώντας καρέκλα – τραπέζι – μολύβι – φως από το πορτατίφ. Τα προσχήματα ως πότε θα σώζουν; Έτσι λοιπόν είναι η σιωπή του κάτω κόσμου; Φωτεινή, ελπίζουσα και απούσα; Ποιος να το πει;

50. Δένδρο που φαίνεται γυμνό, σκοτεινό, καταραμένο. Να βγάλει μια κορφούλα του ψηλά, να ξεμυτίσει από τον Άδη!

51. Βαρύ ρεμπέτικο, μαύρο αδιέξοδο η Αγάπη. Μα να λευκό πουλί σαλεύει μέσα στα κλαριά!

52. Μουσική από ανέγγιχτη μοναξιά, σιωπηλή κοιλάδα· ένα δένδρο μοναχό στο τέλος – θε μου! άδειο το χέρι.

53. Κακές κουβέντες πίσω να πάνε, στον τάφο. Εκεί έρημες να ξεχαστούν. Κρασί, μόνο κρασί στα χείλια κι όταν μεθύσεις πάλι να με θυμάσαι.

55. Φιλιά με το δάχτυλο, παντομίμα στα μάτια κλαμένη. Αγάπη του άλλου κόσμου καταποντισμένη, το χαίρε πληγή.

56. Πάλι μπροστά τα συν και τα πρέπει. Τι μέλει να μείνει και τι να χαθεί…

Α, πρέπει να γίνω τιποτένιος, κακός, μοχθηρός, ανεύθυνος, απόμακρος – να χαθώ!..

57. Νεκρός· κι όμως υπάρχεις. Πιάσε την ανεμόσκαλα γερά όπως το σύννεφο τη σκιά, όπως κι συ, να υπάρχει.

58. Ροή της ακροποταμιάς (σκιάς μυστήριο στους όχτους). Το νερό είμαι και συ –θα το ξεχάσεις; - λουλούδι αμάραντο.

59. Κεραυνωμένος το κοιτώ λουλούδι στο νερό. Αγάπη μ’ έπιασε στο λαιμό με δάγκωσε.

60. Δυο ανθρώποι κλείνουν το σύμπαν: μεγάλη αγκαλιά (τον ήλιο μέσα, το φεγγάρι, τα ποτάμια και τα πουλιά).

61. Μέγας βυθός ταράζει το μέσα της νυκτός, απελπισία σκοτεινή. Ανατολή λεπίδι και πρόσωπο χαράζει – πάνω στα κύματα βαδίζω.

62. Φυσάει ο αέρας ξάστερα, καράβια σκίζουνε τη θάλασσα στα δυο. Στο λόφο χτίζεται το σπίτι, γιασεμάκι μ’ έκοψαν τ’ αμύγδαλά σου.

64. Σκληρό αδιέξοδο, δρόμος τυφλός με την πυρά σημαδεμένος. Η αρχή του τέλους των ονείρων; Και πώς ν’ αγκαλιάσω το κορμί σου;

65. Μείωσε την ένταση, το φως σβήσε· οι ενοχές δεν υπάρχουν στον ηλίθιο ύπνο.

66. Σκοτεινιά βρεγμένη παντού, κρύο ψιλοχαράζει. Έρημος κόκορας, πάνω στ’ άχυρα, μάταια την ώρα υπογραμμίζει.

68. Τώρα γνωρίζεις πώς ζω, τι φορώ, πώς περπατώ, πώς σπάω τον πηλό στα χέρια. Και πώς φυσώντας την πνοή το Χάρο ξεστρατίζω.

 

ΚΑΚΟ ΚΙ ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΠΕΤΟΥΜΕΝΟ ΕΙΜΑΙ· ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ ΑΛΗΤΗΣ, ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΠΝΟΣ, ΑΧΥΡΟ ΤΟΥ ΑΛΩΝΙΟΥ ΛΙΩΜΕΝΟ (κι άλλα αποσπάσματα λυρικών στοχασμών Μάρκου Μέσκου από τα ΑΝΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ, εκδόσεις Νεφέλη 1998)

70.  Μάγια δεν ξέρω στο Θεό δεν πιστεύω και πώς να εξηγήσω πώς κουδουνίζουνε συχνά κοκκινωπά γαρίφαλα στο αυτί μου;

71. Στα γέλια ανάμεσα ο λυγμός – έτσι λοιπόν θα πάμε; Με το χέρι πιάνω το φεγγάρι, το δάκρυ σου με πνίγει.

73. Αγάπη από στάχυα και μετάξι, κόκκινα πορτοκαλιά του δειλινού. Ο ήλιος στο υπόγειο κάτω – λάμπεις πάλι εσύ.

74. Διπλές τριπλές αλυσίδες· στο μέσον πανέμορφο ζώο. Κοιτάζει την Ανατολή βογγάει, μόλις βραδιάζει κλαίει.

75. Θηρίο της διπλής μοναξιάς δεν νυστάζεις ούτε κοιμάσαι. (Τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα, φίδι δαγκώνει το μυαλό μου)

76. Λησμόνησε όσα κακά είπα, δεν είναι η ψυχή μου από χολή. Αύριο πεθαίνω. Και ένα λουλούδι στο στόμα μου φυτρώνει.

78. Γενναίος είσαι! Μη σκιάζεσαι καθώς λαγός στη χαμηλή χλόη. Δες τον αϊτό από ψηλά, φτερά τρεμοπαίζουν στο φως – σπάνια η Αγάπη!

79. Στην άκρια τ’ ουρανού αρμενίζει, επώνυμη κι οριστική. Ανθός ουδέποτε εξαφανιζόμενος, γυναίκα ευτυχισμένη; Ποιος να το πει;

80. Άγριο γιασεμί, ψύχα αμυγδάλου, δόντια που ματώνουν χείλη. Μια κίνηση μνημείου η Αγάπη: το χέρι μου πάνω στο βυζί σου.

81. Όπου κι αν πάμε οικείο τ’ αγέρι φίλιος ήλιος και σκοτάδι γνωστό. Στον πάνω κόσμο και στον κάτω δυο σκιές μαζί: πότε μόνοι, πότε ξένοι!

82. Γλυκιά μου αγάπη, Μαρία αναπνοή στα στήθια σκληρό το ψέμα της ζωής να μοιάζει αλήθεια.

 

ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΠΑΜΕ ΟΙΚΕΙΟ Τ’ ΑΓΕΡΙ, ΦΙΛΙΟΣ ΗΛΙΟΣ και ΣΚΟΤΑΔΙ ΓΝΩΣΤΟ (σκληρό το ψέμα της ζωής να μοιάζει αλήθεια)

84. Αγάπη τρελή, πολύχρονη δύο μηνών και, ζεστή, μεγάλη, αντιφατική, γελοία, ωραία σαν κυνηγημένο σύννεφο, κλαίουσα στον ποταμό, χαρούμενη με δυο παλαμάκια, αγωνιούσα, ταξιδεύουσα συχνά, επιστρέφουσα πάντα, το τελευταίο αντίο πάλι, τον ουρανό τρυπώντας και τη γη καταρώμενη, φυλακισμένη σε τέσσερις μικρούς τοίχους, πανελεύθερη, μια κίνηση πουλιών για το Βορρά, χιόνια που λιώνουν, φιλιά που αχνίζουν τρέμοντας, παλιόπαιδο του δρόμου, νύχτα με σεντόνια λευκά, τέλος γνωστό, ανονόμαστο άνθος σε κρυμμένο λιβάδι, νύχι της πέρδικας φοβισμένο, μωρό κοιμισμένο στο βυζί, υγρασία στα σκέλια, ποτάμι βαθύ, κόκκινη κατάσαρκη μπλούζα, κουρέλι αγαπημένο, καρφί στο μυαλό, βουνό αγέρωχο, κατεβασιά λύκων, αμνοί βελάζουν, φωτιά μεγάλη, δάκρυα που δεν σβήνουν τίποτε, λεύκες ψυχούλες, γκρεμός με αγριοπερίστερα, πουκάμισο φιδιού δεν βρέθηκε, δαχτυλίδι αρχαίο, φωνή τώρα στο κάστρο, στάρι που λυγάει στον κάμπο, κρασί σταφυλίσιο, μια πενιά από ούτι, τα πάνω κάτω του κόσμου, τρελή Αγάπη, Εσύ

85. Τη νύχτα λοιπόν θα πολεμάμε να πάει το μαύρο πίσω – ο δρόμος ο φαρδύς κλειστός, στο χώμα δηλητήρια φίδια.

86. Το αγρίμι μην το προκαλείς, βγάλε το αγκάθι από το στόμα, φίλησε το. Να λάμπει η ταπεινότητα άσπρο φανταστικό και τότε τι να φοβηθείς;

87. Πίνω νερό τρώω το ψωμί στον κύκλο των ωρών αναπνέω. Φυλλορροεί το δένδρο μα σε λίγο ανθίζει – έτσι μιλώ έτσι αγαπάω.

89. Τ’ αστέρια των σκοτεινών αιώνων στα μάτια σου φιλιά μου

στα χείλια σου στο λαιμό – αθάνατη Αγάπη!

90. Με τα μεράκια και τα ωραία του κόσμου είμαι. Χόρεψε πολύ να σε χαρώ. Τραγούδησε μου το θάνατο.

91. Θάλασσα είσαι – χάθηκες μακριά κύμα το κύμα. Τι μένει από μένα; Όστρακο στεγνό στην άκρη.

92. Έρωτας στον καπνό, δαγκωμένα τόσα τσιγάρα. Σε λίγο στρίβει το μονοπάτι, γιατί να σ’ ανταμώσω, γιατί;

93. Αργότερα θα πονέσουμε πιο πολύ, έλα, κόψε το χέρι. Η καρδιά λυγώντας μορφάζει, πόσο θ’ αντέξει;

94. Κρύο φιλί λευκό. Είσαι νεκρή ή εγώ πεθαμένος; (Τα χόρτα από τη άκρη γέρνουν να με σκεπάσουν)

95. Σαν την ψιλή βροχή στα πόδια ήρθες νυχοπατώντας. Εκείνου του νερού που λησμονάει, μια σταγόνα σκοτώνει.

96. Το απόγευμα ψηλά πετούν πουλιά για το Βορρά. Τι βλέπουν άραγε; πού παν και πού τη νύχτα θα περάσουν;

- κάποιο κλωνί στασίδι του ύπνου για το άγνωστο ταξίδι καθώς στα μάτια τους θεούς κοιτούν αυτοκτονώντας.

97. Ψέματα δεν είπα: υπάρχει το κοκόρι, νόμισμα και τρυγόνα. Ψιλόλιγνη λεύκα χαϊδεύει τον αέρα λέγοντας σ’ αγαπώ.

98. Νύχτα και μέρα ένα, πνιγμένα τ’ άστρα του φωτός και η χλωμή σελήνη, όνειρο και κρασί, καρδιά και νους, τα μπλε σου και τα λευκά σου μήλα.

99. Βουρκώνει ο καιρός κι όμως ένα δένδρο στολίζεται. Έχει το νερό και το φως, το μυστικό αεράκι, στοχάζεται μακριά – στολίζεται. Θα βάλει τα λευκά άνθη προς συνάντησιν, λυχνάρι της νύχτας και γάλα του Έρωτα και φιλιά στην αιωνιότητα της Γης.

Τρέμουλο στην ψυχή. Μαζί με το παμπάλαιο ρήμα καρτερώ.

100. Τσιγγάνικα βαλτόνερα, σύννεφα από κυπαρίσσια θα φύγουν μια νύχτα τρελαμένα, θα χαθούν. Και μόνο εσύ θα ’σαι κοντά μου.

101. Σ’ αγαπώ γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τα γηρατειά μου – τη χαμένη μου ζωή θέλω να πάρω πίσω

102. Χαίρονται οι κάργες την ομίχλη τ’ ουρανού. Γιατί ρωτάς πού είναι η χαρά; Δεν ξέρεις;

103. Σημείο αποχαιρετισμού τρέλα της δαμασκηνιάς ανθισμένη – σαν μόνος στο δωμάτιο με τη νεκρή μου μάνα.

104. Μαζί δεν είναι ψεύτης ο ντουνιάς λέει το πουλί γοερά μα ευθύς σβάρνα το πήραν άνεμοι, χάνεται στη μαυρίλα.

105. Σπαθιά στον ήλιο, λεπίδι στο φεγγάρι – τέρμα λοιπόν; Κλάψε. Το βραχνό κοκοράκι φωνάζει, ακόμα, σφαγμένο.

106. Όνειρο και ζωή, ζωή και θάνατος – τίποτε νέο παλιό τίποτε. Έλα να σε δω πάλι στα μάτια, να σε φιλήσω.

107. Γρήγορα σκοτεινιάζει γιατί δεν έχω το πρόσωπό σου.

108. Φύλλα που σαλέψανε μετά το φτεροκόπημα του πουλιού. Φύλλα.

[επιλογές λυρικών στοχασμών από τη συλλογή του Μάρκου Μέσκου «ΑΝΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ, Τρίτη έκδοση Νεφέλη 1998 – Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτη φορά σε ιδιωτική έκδοση το 1983 – Ακολούθησε η 2η έκδοση Ύψιλον/ βιβλία 1986]


(υστερόγραφο)

«ΞΕΡΩ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΝΑΠΝΟΗ…  

(… που βγάζουν πολλές φορές η βροχή, και το χιόνι, και η ομίχλη και η λιακάδα.    Όλα τα τοπία, όμως, κρύβουν από πίσω τους μια ανάγκη - την ανάγκη να φανερώσουν ή  να κρύψουν μια σκέψη, έναν συλλογισμό, ένα πρόβλημα…»)

«Η ποίηση υπάρχει σαν ένας κρυμμένος θησαυρός στα αισθήματα των ανθρώπων. Είναι μια κρυμμένη ομορφιά, η οποία - σαν ένα τεράστιο μυστικό - καταφέρνει και εκμαιεύεται από κάποιους γραφιάδες, ποιητές. Εγώ πιστεύω ακράδαντα ότι η ποίηση είναι ένα από τα ουσιαστικά μεγέθη που προσδιορίζουν και τη ζωή και την έκφραση των όντων επί του πλανήτη Γη. Και, επιμένω να ισχυρίζομαι ότι, αν ο πλανήτης Γη μαυρίσει τελείως από τους επιχειρηματίες, από την αγορά, από όλα τα κακώς κείμενα, η ανθρώπινη φύση θα μεταναστεύσει σε άλλους πλανήτες - κάποτε. Και εκεί θα βρει τις καινούργιες αγκαλιές της, τις καινούργιες φωλιές της. Και εκεί θα εκφραστεί... Το λέω σ' αυτούς που υποστηρίζουν ότι έρχεται το τέλος της ιστορίας, το τέλος της ποίησης... Δεν είναι έτσι, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Δεν τελειώνουν τα πράγματα, όσο υπάρχει ζωή θα υπάρχουν και η ομορφιά και η ποίηση και οι αναζητήσεις που ολοκληρώνουν τα όντα της Γης…» (απόσπασμα από συνέντευξη του ποιητή)

ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΠΑΜΕ ΟΙΚΕΙΟ Τ’ ΑΓΕΡΙ, ΦΙΛΙΟΣ ΗΛΙΟΣ και ΣΚΟΤΑΔΙ ΓΝΩΣΤΟ

(… σκληρό το ψέμα της ζωής να μοιάζει αλήθεια... )

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα της Μακεδονίας το 1935. Εκεί οι εγκύκλιες και οι γυμνασιακές του σπουδές. Κατ' αρχάς στο εμπορικό κατάστημα του πατρός του και κατόπιν, 1965-1980, στην Αθήνα. Απεφοίτησε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών το 1968. Εργάστηκε, μεταξύ άλλων εργασιών του ποδαριού, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία αλλά και επιμελητής εκδόσεων. Πολύ πριν, από το 1957, είχε συνδεθεί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού ΜΑΤΥΡΙΕΣ. Γράφει ποιήματα από το 1952. Συνεργάστηκε με ποιήματα, μελέτες και πεζογραφήματα σε πολλά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1981 είναι εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Φίλος και συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ενώ από το 1987-1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος των εκδόσεων της Α.Σ.Ε. Έχει τιμηθεί με το βραβείο ποίησης του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ για τους ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ 1995, και με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη.

ΤΟ ΑΝΤΙΟ

Φύλλο ξερόφυλλο  σαν πεταλούδα φθινοπωρινή πέφτοντας

νανουρίζεται –  στο καλό! στο καλό!  

 

Ήταν δικό σου το αντίο

τύχη και μοίρα και ειμαρμένη

λέξη που κουδουνίζει σαν κάτι άλλο'  

 

φύλλο φυλλαράκι  γνωστό από τα παλιά

όχι ζούδι νεκρό  μα προσδοκία

λευκής νιφάδας  στο μέτωπό σου τώρα

που έγινες σιωπή  και ποίημα και σκοτάδι

έγινες  δύσβατο φως καθώς θερίζει την αιώνια ματαιότητα.                                   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Α ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΪΔΕΥΕΙΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΕ ΧΑΪΔΕΥΕΙ…

  (…και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον…) … σαν μέλλον ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα, το φιλί που αγριεύεται κ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ