Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

ΣΤΟΝ ΕΛΑΦΡΟ ΚΥΜΑΤΙΣΜΟ ΕΝΑ ΝΗΣΙ ΛΙΚΝΙΖΕΙ ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ:

       -I-
Ο έρωτας    Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι

Ο έρωτας   Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι

Ο έρωτας   Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.
       -II-
Παιχνίδια τα νερά
Στα σκιερά περάσματα
Λένε με τα φιλιά τους την αυγή
Που αρχίζει
Ορίζοντας –

Και τ’ αγριοπερίστερα ήχο
Δονούνε στη σπηλιά τους
Ξύπνημα γαλανό μεσ’ την πηγή
Της μέρας   Ήλιος -

Δίνει ο μαΐστρος το πανί
Στη θάλασσα
Τα χάδια των μαλλιών
Στην ξεγνοιασιά του ονείρου του
Δροσιά-

Κύμα στο φως
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η ζωή αρμενίζει προς
Τ’ αγνάντεμα
Ζωή –
       -III-
Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη άμμο – Έρωτας
Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος
Δίνει στον ορίζοντα
Κύματα φεύγουν έρχονται
αφρισμένη απόκριση στ’ αυτιά των κοχυλιών

Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη;
Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημα
Γέρνει πανί του ονείρου
Μακριά την υπόσχεσή του μουρμουρίζει –   Φλοίσβος.
 [ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ από την ενότητα ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ στη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ  Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία 1940]
Από την ίδια ενότητα – Πρώτα Ποιήματα ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΩΝ - ανθολογούνται παρακάτω:
1.     ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ (Όλα τα σύννεφα, Η Ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας, Απόγευμα
2.     ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ (Χαμόγελο! Η Πριγκίπισσά του, Ο Χρόνος είναι γρήγορος, Επίγραμμα)
3.     ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ (Όνειρα κι Όνειρα, Ευνοϊκές Αστροφεγγιές, Όλα τα κυπαρίσσια, Ένας Ώμος, Την αφρούρητη Νυχτιά, Ανεξιχνίαστη Νύχτα, Το Διάδημα του Φεγγαριού) και
4.     ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ (Ξέρεις την κόμη, Ένα ποδοβολητό τελειώνει, Τι όμορφη! Έχει πάρει, Στ’ αμπέλια που δεν έχουνε ηλικία, Ένα δίχτυ αόρατο, Ένα ζαρκάδι τρέχει και Παραμύθια γαλουχήσανε)



ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ  (από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)
       -I-
Όλα τα σύννεφα στη Γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε

Κι όταν μέσ’ στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι

Δέθηκα σε’ ένα κόμπο λύπης
       -IΙ-
Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Με το δένδρο της αμίλητο
Προς τη θάλασσα
Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Με την όψη της ακίνητη
Προς τη θάλασσα
Βραδιάζοντας
Δίχως έρωτα
Με το στόμα της ανένδοτο
Προς τη θάλασσα

Κι εγώ –μεσ’ στη Γαλήνη που σαγήνεψα.
       -IΙΙ-
Απόγευμα
Και η αυτοκρατορική του απομόνωση
Κι η στοργή των ανέμων του
Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του
Τίποτε να μην έρχεται Τίποτε
Να μη φεύγει

Όλα τα μέτωπα γυμνά

Και για συναίσθημα ένα κρύσταλλο.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ  (από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)
       -I-
Χαμόγελο! Η πριγκίπισσα του θέλησε
Να γεννηθεί κάτω απ’ τη δυναστεία των ρόδων!
       -IΙ-
Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μεσ’ στις εικόνες του

Γύρω απ’ την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων
Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες

Ενώ η αθωότητα
Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα

Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά
Η Ζωή.
       -IΙΙ- (επίγραμμα)
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον έρωτα Έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.

ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ  (από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη  ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)
       -I-
Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων

Η δροσιά γεννιέται μεσ’ τα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα
       -IΙ-
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ’ τη σιωπή μια μελωδία παρείσακτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα

Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Κι η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του – εκεί
       -IΙΙ-
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή

Έξω από τ’ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά - σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σα θωριά λοξοδρομάει προς τ’ άστρα!
       -IV-
Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ’ τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου
       -V-
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες

Τ’ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή
       -VI-
Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βγει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός

Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται
       -VII-
Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της όρασης

Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μεσ’ την ιδέα που αχρηστεύεται απ’ το μελαγχολικό
Σιωπητήριο

ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ  (από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)
                      -I-
Ξέρεις την κόμη που έγραψε τον άνεμο; Τις ματιές που παραλληλίσανε το χρόνο; Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της;
Αλλά είσαι εσύ μια νυχτερινή επινόηση που αρέσκεται στις βροχερές εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του πόντου. Είσαι μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασιλεύει. Μια φανταχτερή καταστροφή είσαι…
Α! Θέλω να ’ρθουν τα στοιχεία που ξέρουν ν’ αρπάζουν. Η μέση των συλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν ανέβουν μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το χρώμα της προτελευταίας μου αμαρτίας
Ενώ η τελευταία θα γοητεύεται ακόμη από τα μοναχικά τούτα λόγια!
                      -IΙ-
Ένα ποδοβολητό τελειώνει στην άκρη της ακοής. Μια σουρωμένη καταιγίδα χυμάει μέσα στο νεανικό στήθος που σπαταλάει την ανεξήγητη φεγγοβολή του.
Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της καίει η απουσία.
Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει να περπατήσει. Φεύγει…

Κι ένας λαός από χέρια προς εκείνη ανάβει θαυμασμού παρανάλωμα!
                           -IΙΙ-
Τι όμορφη! Έχει πάρει τη μορφή της σκέψης που την αισθάνεται όταν αυτή αισθάνεται πως της είναι αφιερωμένη…
                           -IV-
Στ’ αμπέλια που δεν έχουνε ηλικία κρύφτηκαν οι καλοκαιρινές μου εγκαταλείψεις. Ένας κυματισμός ονείρου τραβήχθηκε τ’ άφησε κεί δε ρώτησε. Στα κουφά δίχτυα τους το βόμβο στριφογύρισαν σμήνη μέλισσες. Τα στόματα μοιάσανε στα χρώματα φύγαν μέσ’ από τ’ άνθη. Τα νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τη μηλιά τους νυχτερινή κι άθικτη.

Είναι για να μην ξέρεις πια τίποτε.

Κι όμως πίσω από το αγνοημένο αυτό βουναλάκι υπάρχει ένα συναίσθημα. Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση.

Δεν φεύγει δεν επιστρέφει.
                                  -V-
Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλήθειες. Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβολία. Φυσάει το αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι επιθυμητές επιφάνειες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό του. Να νιώσει την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του.
Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε την παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο νυχτερινής  χλόης μου.
                      -VI-
Ένα ζαρκάδι τρέχει την κορυφογραμμή. Κι εσύ δεν ξέρεις τίποτε γι’ αυτό είναι τόσο καθαρό το διάστημα. Κι αν μάθεις ποτέ η βροχή που θα σε κατακλύσει λυπητερή θα είναι.

Φεύγα ζαρκάδι! Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή.
                           -VII-
Παραμύθια γαλουχήσανε τη βλάστηση της ηλικίας αυτής που ανεβάζει τις νεραντζιές και τις λεμονιές ως την έκπληξη των ματιών μου. Τι θα ήταν η ευτυχία με το ακατόρθωτο σώμα της αν είχε μπερδευτεί μεσ’ στις ερωτοτροπίες της των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων; Δυο χέρια περιμένουνε. Στον αγκώνα τους στηρίζεται ολόκληρη γη. Στην αναμονή τους ολόκληρη ποίηση. Πίσω από το λόφο υπάρχει το μονοπάτι που χάραξε η φρέσκια περπατηξιά της διάφανης εκείνης κόρης. Είχε φύγει μέσα απ’ το πρωί των ματιών μου (καθώς τα βλέφαρα είχανε κάνει το χατίρι του ήλιου τους) είχε κρυφτεί πίσω απ’ τον ίσκιο της επιθυμίας μου –κι όταν μια θέληση πήγε να την κάνει δική της αυτή χάθηκε φυσημένη από στοργικούς ανέμους που η προστασία τους ήτανε φωτεινή. Το μονοπάτι αγάπησε το λόφο κι αυτός πια ξέρει καλά το μυστικό.
Έλα λοιπόν αλαργινή εξαφάνιση! Τίποτε άλλο δεν ποθούν περισσότερο οι αγκαλιές των κήπων. Στην αφή της παλάμης σου θ’ αναγαλλιάσουν οι καρποί που τώρα μετεωρίζονται άσκοποι. Στο διάφανο στήριγμα της κορμοστασιάς σου τα δένδρα θα βρουν τη μακροχρόνια εκπλήρωση των ψιθυρισμένων τους απομονώσεων. Στην πρώτη σου ξεγνοιασιά θ’ αυξήσουν τα χορτάρια σαν ελπίδες. Η παρουσία σου θα δροσίσει τη δροσιά.
Τότε θ’ ανοίξεις μέσα μου τα ριπίδια των συναισθημάτων. Δάκρυα συνειδήσεων πολύτιμες πέτρες επιστροφές κι απουσίες. Κι ενώ θα τρέχει ο ουρανός κάτω απ’ τις γέφυρες των πλεγμένων χεριών μας ενώ οι πιο πολύτιμοι κάλυκες θα ταιριάζουνε στα μάγουλά μας θα δώσουμε το σχήμα του έρωτα που λείπει από τις οράσεις αυτές
Τότε θα δώσουμε
Στη λειτουργία των δυσκολότερων ονείρων μια σίγουρη παλινόρθωση!

 «Έχω συλλάβει τη μορφή μου κάπου ανάμεσα σε μια θάλασσα, που ξεπροβάλλει από το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησιάς, και σ' ένα κορίτσι ξυπόλητο, που του σηκώνει ο άνεμος το ρούχο, μια στιγμή τύχης που αγωνίζομαι να αιχμαλωτίσω και της στήνω καρτέρι με λόγια ελληνικά. Να τι είδους είναι ο ελάχιστος καμβάς όπου μπορεί επάνω του να κεντηθεί το ιδεόγραμμα της ζωής μου' που, ωστόσο, αν έβρισκε κανείς ότι αξίζει τον κόπο να το αναλύσει, θα ‘φτανε να σχηματίσει ένα χώρο, που η σημασία του δε βρίσκεται στα στοιχεία τα φυσικά που τον απαρτίζουν, αλλά στις προεκτάσεις και στις αντιστοιχίες τους μέσα μας, ως τις απώτατες άκριες, έτσι ώστε, σε τελική ανάλυση, ολόκληρο το νόημα του οράματος να συγκεντρώνεται στην καθαρότητα ψυχής που προϋποθέτει, για να γίνει ευανάγνωστο και κατανοητό. Πρέπει να ‘χει, φοβούμαι, πεισθεί κανένας προηγουμένως ότι η ψυχική διεργασία που απαιτείται για να συλλάβει έναν άγγελο είναι πολύ πιο επώδυνη και τρομαχτική από την άλλη, που κατορθώνει να εκμαιεύει δαιμόνους και τέρατα, για να μπορέσει να καταλάβει τι θέλω να πω…  Αν μίλησα στην αρχή για κορίτσι και για εκκλησάκι με κίνδυνο να φανώ ελάχιστα σοβαρός είχα το λόγο μου. Θα 'θελα να τραβήξω το πρώτο μέσα στο δεύτερο και να το κάνω δικό μου, όχι διόλου για να σκανδαλίσω, αλλά για να ομολογήσω πως ο έρωτας είναι ένας και, μαζί, για να κάνω πιο πυκνό το ποίημα, που θέλω, με τις ημέρες του βίου μου, ν' αποτελώ…  Κι η μικρή Σειρήνα που κάποτε, γλείφοντας μ' ένα κύμα το σώμα του καλοκαιριού, σιγοτραγούδησε και τρέχει έκπαγλη σκορπίζοντας γύρω της μυριάδες αστραπές. Είναι οι αστραπές που αλωνίζουν τα νιάτα· καθεμιά τους αντιστοιχεί και σε μια λαχτάρα, κι είναι όλες οι λαχτάρες κοπέλες, που με ονόματα δροσερά, σα να μεγάλωσαν στο πέλαγος, ή να 'ζησαν με μια γαλάζια άνοιξη στα στήθια, βγαίνουν να φιλήσουν τα παιδιά που αγαπούν... Α! τι καθαρά που φαίνονται σε μια τέτοια στιγμή τα παιδικά χρόνια του κόσμου ετούτου! Να, εδώ είναι που κυνηγούσε χρυσόμυγες, το μορτάκι του άσπρου σύννεφου!... Σ' εκείνον κει το βράχο δάκρυζε αναίτια η Μαρίνα. Και το τραγούδι «Νεότης, νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου» αντηχούσε και τότε, όπως και σήμερα!...» [αποσπάσματα από τα «Ανοιχτά χαρτιά» του Οδ. Ελύτη]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ