(… στο δραματικό μονόλογο της Γυναίκας με τα Μαύρα που
εξομολογείται σε ένα νέο την ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ
ΜΟΝΑΞΙΑΣ της…)
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (κρατικό βραβείο ποίησης
1956) είναι το πρώτο από μια σειρά ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου (ΤΕΤΑΡΤΗ
ΔΙΑΣΤΑΣΗ) όπου ο ποιητής λογοδοτεί στην Ποίηση και όχι στην Πολιτική
(Πρεβελάκης), μια σύνθεση για την οποία
ο Αραγκόν, όταν την διάβασε σε μετάφραση, αισθάνθηκε «το βίαιο τράνταγμα μιας
μεγαλοφυίας» και αποφάνθηκε πως ο δημιουργός του «είναι ο μεγαλύτερος από τους
ποιητές του καιρού μας που βρίσκονται στη ζωή».
Κατά γενική ομολογία είναι από τα πιο αγαπημένα γνωστά
κείμενα του Ρίτσου: ένας σκηνικός μονόλογος, μια εκ βαθέων εξομολόγηση, μια
παρατεταμένη ικεσία για ζωή και ελπίδα, μέσα από ροή παραστάσεων και συμβόλων.
Η ικεσία του ατόμου για ζωή καθώς το τραγικό αδιέξοδο
της μοναξιάς το μεγεθύνει η καταλυτική πορεία του χρόνου που όλα τα
συμπαρασύρει στη φθορά του, είναι το βασικό θέμα του ποιήματος.
Ιδού το σκηνικό: και τα πρόσωπα του έργου:
Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο
δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ’ ένα
νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ’ τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο
φεγγαρόφωτο. Η Γυναίκα με τα Μαύρα,
ηρωίδα του ποιήματος, έχει εκδώσει
δυο-τρεις ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Εδώ μιλάει στον νέο –βουβό
πρόσωπο στη σύνθεση του Ρίτσου - και σε κάθε στροφή της εκ βαθέων εξομολόγησής
της επαναλαμβάνει την παρατεταμένη ικεσία της για ζωή κι ελπίδα που
συμπυκνώνεται στην κατακλείδα σχεδόν κάθε στροφής: «Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου»…
Σ’ όλη τούτη τη σκηνή, τον
παραληρηματικό μονόλογο της ηρωίδας του Ρίτσου συνοδεύει χαμηλόφωνα μια πολύ
γνωστή μουσική φράση, το πρώτο μέρος από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του
Μπετόβεν.
Ο Νέος παραμένει βουβός σ’
όλη τη διάρκεια της εξομολόγησης και μόνο στο τέλος θα γελάσει –ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο που
δεν θ’ ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ’ το φεγγάρι- και θα πει:
«Η παρακμή μιας εποχής»…
Όσο για τη Γυναίκα με τα
Μαύρα, ο ποιητής δεν ξέρει αν, τελικά, βγήκε από το σπίτι…
Γιατί Το φεγγαρόφωτο
λάμπει ξανά και στις γωνίες του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη
μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση.
Μέσα στις προθέσεις του ποιητή πάντως πρέπει να είναι
η παρουσίαση μιας ηρωίδας που θέλει να εξερευνήσει την ψυχή της, να αποφορτίσει
το συναισθηματικό της κόσμο, να κάνει τον απολογισμό της ζωής της, να
διαμαρτυρηθεί για τη σκληρή της μοίρα, να ξεδιπλώσει τα φτερά της μοναξιάς της
και να ονειρευτεί ερωτικές στιγμές που τόσο τις στερήθηκε στην πραγματική της
ζωή, να μιλήσει γενικά για όλα τα «απωθημένα» της και με όλα αυτά, στο τέλος,
να προβάλει την ακατανίκητη θέλησή της για ζωή...
[Παρακάτω,
χωρισμένο σε στροφές όλο το έργο και ανάμεσα σχόλια και κριτικές για τις
μοναδικές στιγμές της κορύφωσής του]
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ’ρθω μαζί σου.
2η ΣΤΡΟΦΗ:
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.
3η ΣΤΡΟΦΗ:
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Άφησε με να ’ρθω μαζί σου.
4η ΣΤΡΟΦΗ:
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησε με να ’ρθω μαζί σου.
5η ΣΤΡΟΦΗ:
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ’ρθω μαζί σου.
ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑ ΤΗΣ ΣΟΝΑΤΑΣ
(… λυρική απογείωση της μοναχικής πορείας σ’ όλα τα
επίπεδα…):
Η φιλοσοφία της γυναίκας που έζησε μακριά από τον
κοινωνικό περίγυρο συνοψίζεται στη λέξη «μονάχος». Οι έννοιες που συνδυάζονται με τη μοναχική
πορεία της έχουν έντονη συναισθηματική φόρτιση: ΕΡΩΤΑΣ, ΔΟΞΑ, ΘΑΝΑΤΟΣ. Και τα
ρήματα που χρησιμοποιεί ο ποιητής σχολιάζουν αυτές τις έννοιες επιγραμματικά:
ΤΟ ΞΕΡΩ, ΤΟ ΔΟΚΙΜΑΣΑ, ΔΕΝ ΩΦΕΛΕΙ.
Τον έρωτα και τη δόξα τα έχει δοκιμάσει η ηρωίδα του
ποιήματος και δεν αποκόμισε ουσιαστικά οφέλη. Τη μοναχική πορεία προς τη φθορά
και το θάνατο τη βιώνει βήμα
- βήμα μέσα στο σπίτι, στο οποίο επανέρχεται με την 6η στροφή όπου:
τα γερασμένα αντικείμενα του σπιτιού (καρφιά,, κάδρα, καπέλα και ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα) κουβαλούν πάνω
τους τη φθορά και το θάνατο…
Και το κλίμα της
κατάρρευσης και του θανάτου αισθητοποιείται με εικόνες και παρομοιώσεις, έξοχα
δείγματα υπερρεαλισμού:
τα καρφιά είναι ΣΑΝ
ΝΑ ΒΟΥΤΑΝΕ ΣΤΟ ΚΕΝΟ,
οι σουβάδες πέφτουν
ΟΠΩΣ ΠΕΦΤΕΙ ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΤΟΥ
ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ ή ΟΠΩΣ ΠΕΦΤΕΙ ΤΟ ΓΑΝΤΙ ΤΗΣ
ΣΙΩΠΗΣ ή ΟΠΩΣ ΠΕΦΤΕΙ ΜΙΑ ΛΟΥΡΙΔΑ ΦΕΓΓΑΡΙ.
Λίγο παρακάτω στη
10η στροφή η
γυναίκα συνοψίζει τον ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ
ΖΩΗΣ ΤΗΣ με την τριπλή επανάληψη σε τρεις συνεχόμενους στίχους του επιθέτου
ΜΟΝΗ:
1] ΜΟΝΗ: τόσα
χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια (στ. 95)
2] ανένδοτη, ΜΟΝΗ
και πάναγνη (96) και
3] ακόμη (και) στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και ΜΟΝΗ. Το επίθετο ΜΟΝΗ συμπληρώνεται από τα ΑΝΕΝΔΟΤΗ
(= ανυποχώρητη) και ΠΑΝΑΓΝΗ (δυο
φορές).
Εκείνο που ξαφνιάζει είναι το γεγονός ότι η ηρωίδα του
ποιήματος διατήρησε την αγνότητά της και στη συζυγική κλίνη και ότι η ψυχική
μοναξιά της ήταν βασανιστική και στη διάρκεια του γάμου της: ο ποιητής θέλει μάλλον να μιλήσει γι’
εκείνο το ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΕΝΟ που συχνά νιώθει ο άνθρωπος όταν στερείται την
ανθρώπινη επικοινωνία και επαφή. Το σημαντικό είναι ότι ούτε στο καταφύγιο
της ποίησης, ούτε «γράφοντας ένδοξους
στίχους στα γόνατα του Θεού», βρήκε το δρόμο που θα αναπλήρωνε το κενό της
μοναξιάς της. ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ αφορμή για την ποίηση είναι το εσωτερικό κενό, το
αποτέλεσμα όμως είναι ακόμη μεγαλύτερη μοναξιά διότι οι στίχοι που είναι
αφιερωμένοι στο ΘΕΟ, την φέρνουν κοντά στη θρησκεία αλλά την απομακρύνουν από
τους ανθρώπους. Με αυτό τον τρόπο
βρίσκει την ευκαιρία ο ΡΙΤΣΟΣ, όντας ο ίδιος στρατευμένος ποιητής, ν’ ασκήσει την αυστηρή κριτική του στην ΤΕΧΝΗ που
είναι απομακρυσμένη από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα (= Η ΤΕΧΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ), να υποδηλώσει την
αποστροφή του για τους «στίχους που θα μείνουνε λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο»
(= δηλαδή για τους στίχους που είναι άψογοι από αισθητική άποψη, αλλά
ανούσιοι ως προς το περιεχόμενο, άμεμπτοι καλλιτεχνικά, μεμπτοί όμως ως προς
την ιδεολογία)
6η ΣΤΡΟΦΗ:
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
7η ΣΤΡΟΦΗ:
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
ή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.
8η ΣΤΡΟΦΗ:
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64 -
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 -
κ’ οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ’ρθω μαζί σου.
9η ΣΤΡΟΦΗ:
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,
σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. –
Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να ’ρθω μαζί σου.
10η ΣΤΡΟΦΗ:
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
11η ΣΤΡΟΦΗ:
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
12η ΣΤΡΟΦΗ:
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
13η ΣΤΡΟΦΗ:
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή
παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
14η ΣΤΡΟΦΗ:
πως έξω άπ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με την γριά βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω
μ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου-
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.
15η ΣΤΡΟΦΗ:
Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να ’ρθω μαζί σου.
16η ΣΤΡΟΦΗ:
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
– δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
17η ΣΤΡΟΦΗ:
στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να ’ρθω μαζί σου.
ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΝΑΥΑΓΙΣΜΕΝΩΝ ΠΛΟΙΩΝ
(… «κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια»
προ-οικονομούν τον ΕΞΑΙΣΙΟ ΑΝΑΛΑΦΡΟ ΙΛΙΓΓΟ που είναι η
Ποίηση στην αυθεντική της μορφή…)
Εκεί στο βάθος
του πνιγμού, αποφαίνεται ο Γιάννης Ρίτσος στη Σονάτα του, είναι θαμμένοι
πολύτιμοι θησαυροί ναυαγισμένων πλοίων: «κοράλλια και μαργαριτάρια» «απρόοπτες
συναντήσεις, χθεσινές και μελλούμενες»!.. Όλα μαζί μας κάνουν, σύμφωνα με τη
λυρική έκλαμψη του Ποιητή, «ένα ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο Αθανασίας, μιαν
ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμό ακόμη»!..
Ναι!.. Αυτό
είναι το «κρυφό μυστήριο» της ποίησης: όνειρα
που δεν πραγματοποιήθηκαν, στόχοι που ναυάγησαν, τώρα, στον απολογισμό μιας
ζωής, με τα μάτια της ποίησης είναι ΜΙΑ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΣΧΕΔΟΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ…
Πάει να πει: οι εμπειρίες του παρελθόντος, όσο άδοξες και
αποτυχημένες κι αν ήταν, γίνονται πολύτιμο υλικό μνήμης για την ηρωίδα του. Μια
εκ των υστέρων δικαίωση επιλογών ζωής;
Δεν είναι τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα, γιατί αμέσως μετά, η Γυναίκα με τα
Μαύρα, αμφιταλαντεύεται και αμφιβάλει για τα αποτελέσματα των δοκιμών της:
«μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι τα δίνω, μονάχα δεν
ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω…»!..
Η ηρωίδα θέλει να μοιραστεί τα δώρα της ποίησης με τον
περίγυρό της αλλά δεν ξέρει πώς ή προβληματίζεται για το αν μπορούν να γίνουν
αποδεκτά. Ο προβληματισμός αυτός και οι επιφυλάξεις της μπορεί να είναι ένα
σχόλιο του Ρίτσου σχετικό με την αξία ενός ποιητικού έργου, που είναι ξεκομμένο
από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα…
Από λαβύρινθους αναπολήσεων και ελεύθερων συνειρμών, ο
ποιητής μας οδηγεί μεθοδικά σε μια από τις πιο σπουδαίες κορυφώσεις της Σονάτας
του Σεληνόφωτος: τον Εξαίσιο Ανάλαφρο Ίλιγγο.
Η
ψυχολογική κατάσταση της ηρωίδας, που με μαεστρία οικοδομήθηκε στις
προηγούμενες στροφές, είναι το όχημα για
τη μετάβαση. Το καταλληλότερο μέσο για να το πετύχει αυτό είναι οι
υπερρεαλιστικές εικόνες και οι ποιητικοί του συνειρμοί:
Το ίχνος που
αφήνει πάνω στο σκονισμένο τραπέζι το φλιτζάνι του καφέ γίνεται με το μαγικό
ραβδάκι της ποίησης «μια τρύπα σιωπή»!..
Η τρύπα της
σιωπής δημιουργεί ταραχή:
«βάζω αμέσως την
παλάμη επάνω να μην κοιτάξω μέσα» και άλλο συνειρμό:
«και το φεγγάρι
μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου, μην κοιτάξεις μέσα».
Έτσι, η γυναίκα
αισθάνεται μια ΔΥΝΑΜΗ ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ να την τραβάει, βλέπει «ίσκιους να σαλεύουν»
και ακούει «μυστηριακές φωνές»!..
Αυτός είναι ο
ΩΡΑΙΟΣ ΑΝΑΛΑΦΡΟΣ ΙΛΙΓΓΟΣ
Αυτή η αέναη
κίνηση ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗΣ και ΑΠΟΓΕΙΩΣΗΣ είναι ο εξαίσιος ίλιγγος, που μόνο οι ποιητές
των οποίων η θέση τους είναι στο «ταλάντευμα» μπορούν να τον δοκιμάσουν άφοβα
(εξ ου και οι συμβουλές προς το νεαρό: «ΠΡΟΣΕΞΕ ΘΑ ΠΕΣΕΙΣ... μην κοιτάς εμένα»)
18η ΣΤΡΟΦΗ:
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;
19η ΣΤΡΟΦΗ:
τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω
– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, -
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;
20η ΣΤΡΟΦΗ:
βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
21η ΣΤΡΟΦΗ:
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο
πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; -
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας
απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; -
Άφησε με να ’ρθω μαζί σου.
22η ΣΤΡΟΦΗ:
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου