Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΟΥ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΟΥΤΕ ΔΙΑ ΞΗΡΑΣ ΟΥΤΕ ΔΙΑ ΘΑΛΑΣΣΗΣ

 (… πού ξέρω εγώ τα ευαίσθητα σημεία του πελάγους για να σε καταλάβω…)


Τώρα θα κοιτάζεις μία θάλασσα.


Η διάθεση να σε εντοπίσω

στη συστρεφόμενη εντός μου γη των απουσιών

έτσι σε βρίσκει:   πικρή παραθαλάσσια αοριστία.


Εκεί δεν έχει ακόμα νυχτώσει
   κι ας νύχτωσε τόσο εδώ·

των τόπων οι κρίσιμες ώρες   σπάνια συμπίπτουν.

Κάτι σαν φώς και ούτε φώς,

η ώρα του εαυτού σου έχει πέσει.


Χορεύουν φύκια
   κάτω απ το τζάμι του νερού.

Τα ρηχά, έχουν κι αυτά

τα βάσανά τους και τα γλέντια τους.


Τώρα, θα έχουν λύσει τα μαλλιά τους

οι αγνές ησυχίες τριγύρω

με τη σιωπή σου θα τις κάνεις   γυναίκες σου εκπληρωμένες.

 

Ξαπλώνουν δίπλα σου.

Η σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στον αέρα  κι  ανεβαίνει.

Σε κρατάει στο ράμφος της.

Που ξέρω εγώ τα ευαίσθητα σημεία του πελάγους

για να σε καταλάβω;


Θα κοιτάζεις μίαν έρημη θάλασσα.

Το βλέμμα σου δεν παραλλάζει

από πλαγιά που γλυκά  και  με ανακούφιση σκουραίνει

κατρακυλώντας μες στην απομάκρυνση.

Αναπνέεις με το στέρνο των μακρινών ηρεμιών,

που έχω γι αυτές διαβάσει   στους πολύτομους κόπους που έδεσα.

Σ' ένα αβαθή σου στεναγμό βούλιαξε ένα βαπόρι.

Δεν θα ήτανε βαπόρι. Θα ήτανε σκιάχτρο

στα υγρά περβόλια της φυγής

να μην πηγαίνουν οι διαθέσεις   να την τσιμπολογάνε.


Η τερατώδης του πελάγους δυνατότητα,
   η κίνηση του πλάτους,

φθάνει στα πόδια σου αφρός,

ψευτοεραστής στα πρώτα βότσαλα.

Τούς σκάει ένα φιλί και ξεμεθάει.


Τώρα, θα σου έχουν πει ό,τι είχαν να σου πουν

Οι αναδιπλώσεις των κυμάτων

και θα επιστρέφεις κάπου.

Θα παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,   μίαν άλλη άπλα,

αλλού γυμνή κι αλλού ντυμένη με βλάστηση.


Η σκέψη σου, μετά από τόση θάλασσα,
   κατέβηκε από γλάρος,

βάζει το δέρμα της προσαρμογής και χάνεται.

Όπου είναι θάμνος,   πράσινη   όπου σκοτεινό,   σκοτεινή.

Εκεί που οι καλαμιές σπέρνουν ψιθύρους,   ψιθυριστή,

όπου περνάει ρίζα,    ριζωμένη

όπου κυλάει ρυάκι,    ρέουσα

κι όπου δαγκώνει η πέτρα,   πέτρινη.


Στην ψυχή σου δεν φθάνει κανείς

ούτε δια ξηράς ούτε δια θαλάσσης.


Αυτό το δισκίο,

το ακουμπισμένο στο μαύρο ατμοσφαιρικό τραπέζι,

πού το περνάς κι εσύ, όπως κι οι άλλοι, για φεγγάρι,

ασ' το, δεν είναι φεγγάρι.

Είναι το βραδινό μου χάπι   το ψυχοτρόπο.

[ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, πρώτη έκδοση 1971]




Από την ίδια συλλογή αποδελτιώνονται και τα  ποιήματα:
ΚΑΛΧΑΣ, Δεν κοιμάμαι… βοηθάω τη νύχτα να σβήνει τα χαραμοφάικα φωτάκια… 
ΕΝΑΝΤΙΟΔΡΟΜΙΑ,  Το φως είναι χαλασμένο είπες…
ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ,  Εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.  Ο Λόφος δεν σε ξέρει
ΜΙΜΗΤΙΚΗ,  Κανείς δεν καταλάβαινε πως έφευγες…   
ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ,  Το ΟΧΙ είναι δισύλλαβο: βρε – χει   και
ΑΠΟΣΙΩΠΗΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ,  Στ’ αγκίστρια του απογεύματος στ’ αγκάθια των χρωμάτων  έχουν πιαστεί και κρέμονται εικόνες…
Απ τη ζωή μας   μέσα κι έξω απ’ τη ζωη μας και σπαρταράν χωρίς αλληλουχία…

 

 

ΚΑΛΧΑΣ

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,

βοηθάω τη νύχτα να μακραίνει,   να πλαταίνει,

να σβήνει τα χαραμοφάικα φωτάκιa.

 

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,

γυμνάζω μαύρα «αποκλείεται»

εξαπολύω γυμνασμένα «αποκλείεται»

και ξεσκίζουν κάτι άστρα τελευταία.

 

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,

αλλάζω φύλο, γίνομαι σκοτάδι.

Πού θα μου πας λιποψυχία,   κάπου θα σε πετύχω

τώρα που ορκίστηκα άυπνη.

Τα υπνωτικά μου μιλιγκράμ   αγγελικά κοιμούνται

κι ο εγκέφαλος μου ξαγρυπνάει  και  γλυκά τα νανουρίζει.

 

Δεν κοιμάμαι, κοιμάμαι,   βοηθάω τη νύχτα να μακραίνει,

γράφω συνθήματα στους τοίχους των ονείρων:

κάτω τα ξημερώματα των ορνιθοτροφείων,

κάτω η φαυλοκρατία των ελπίδων

«και σπίτια θα σας χτίσουμε  και  δρόμους θα σας κάνουμε

και βροχή θα σας φέρουμε  κι  ανέμους,  κι  ανέμους».

 

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,

περιμένω κάτι αποβράσματα σκοτάδια

να μπω στο ρετιρέ του Μάντη Κάλχα.

Θα τον σκοτώσω.

Με βούτηξε  σ’ ολόκληρη θυσία   για να πνεύσεις.

Μα εσύ κουρνιάζεις, άπνοια,

πάνω σε κάθε προφητεία

με το πάσο σου.

 

ΕΝΑΝΤΙΟΔΡΟΜΙΑ

Το φως είναι χαλασμένο είπες.

Κάποιος διακόπτης πάλι στη μέση.

Αλλά δεν φοβάμαι.

Ξέρω των σκοταδιών τους νόμους.

Θα βοηθήσουν και οι γρίλιες.

Οι φωτισμένες γρίλιες στο ταβάνι

όταν περνάνε τ’ αυτοκίνητα στο δρόμο.

Τρομερά βιαστικές.

Σαν να υπάρχει άλλος κόσμος,   πιο φευγαλέος από τούτον,

και τρέχουν να τον μισοκρύψουν.

 

Στη βιβλιοθήκη μια μικρή θεά των Κυκλάδων

με τα χέρια σταυρωμένα.

Στόμα και μάτια   είναι συμφωνημένο να μην υπάρχουν.

Ελλειπτική εποπτεύει  κι   αυτό ρίχνει ένα φως.

Πιο εκεί, δεύτερη όραση   υψώνονται τα κιάλια.

Άραγε   πόσο κοντά ό,τι σου αντιστέκεται το φέρνουν

και πόσο το αξεδιάλυτο   πιο καθαρό το πλησιάζουν;

Ποτίζεις φαίνεται συχνά τους τοίχους με ρέμβη

κι ευδοκιμούν εδώ κι εκεί φωτογραφίες.

Στο άναμμα ενός σπίρτου   προφταίνω να δω ένα αγόρι.

Σε κατακόρυφη νεότητα ανεβαίνει

ώσπου χάνω τα ίχνη του σε άλλες ηλικίες.

Σε άλλη φωτογραφία    αστράφτει ο ασβέστης μιας κολόνας,

που, ελπίζω, αυλή προσδιορίζει,

πόδι κληματαριάς είναι,

βήμα ίσκιου μεσημεριάτικου   σε προϋπάντησή σου!..

 

Οι φωτισμένες γρίλιες στο ταβάνι

μεγάλη βεντάλια που μόνη της κλείνει –

κάποια ζέστα τελείωσε.

Στο σβήσιμο του σπίρτου

βουλιάζει ένα καράβι από σμάλτο.

Ησυχία!.. -  όποιος πνίγεται δεν φωνάζει πάντα βοήθεια.

Μια βαλίτσα στην άκρη,

γεμάτη, θα φύγεις;

Θα φύγεις;

Στο άναμμα του σπίρτου

από την πίσω πόρτα της σιωπής σου   φεύγεις.

 

Στο μεγάλο παλιό ξυπνητήρι   όλα βαίνουν καλώς.

Η δωδεκάτη κάπως ξεφτισμένη,

όπως είναι σε κάθε ρολόι.

Όσο μπορεί αργεί ο γέροντας δείκτης

κι όσο μπορεί μεθάει ο άλλος,

τρεκλίζοντας προχωρεί και στηρίζεται

στα μικρά των στιγμών μαύρα κάγκελα

να δώσει της ώρας το πέρασμα   στην πλήρη λεπτομέρεια του.

 

Στο σβήσιμο του σπίρτου   έχεις μισοξαπλώσει

Φωσφορίζουν οι παντόφλες ανάποδα:

του αριστερού ποδιού δεξιά.

Πώς θα ξεκουραστείς    στην εναντιοδρομία;

Οι φωτισμένες γρίλιες στο ταβάνι

φυσαρμόνικες που τεντώνουν

να βρουν την κάτω - κάτω νότα ενός τρόπου.

Στενό και μακρύ το κρεβάτι,   σοκάκι του ύπνου.

Τα χέρια σου προβαδίζουν χαλαρώνοντας

Στο δρόμο τα ερωτεύεται η απομάκρυνση.

 

Στο άναμμα ενός σπίρτου

έκανες την ευγενική προσπάθεια

να φτιάξεις μια φράση μικρή   με λέξεις

που τις κερδίζουμε καμιά φορά στα ζάρια.

Μαζί πάντα   πήγες να πεις.

Στο σβήσιμο του σπίρτου αποκοιμήθηκες.

Κουράζουνε πολύ κι αμέσως οι αφοσιώσεις,

ακόμα κι όταν είσαι σε προσχέδιο.

Όπως τους Μαθητές Του.

Λοιπόν κοιμήσου!

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, πρώτη έκδοση 1971]

 

ΠΟΤΙΖΕΙΣ, ΦΑΙΝΕΤΑΙ, ΣΥΧΝΑ ΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ ΜΕ ΡΕΜΒΗ 

(…κι ευδοκιμούν εδώ – εκεί φωτογραφίες…)

 Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο στο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ της Κικής Δημουλά είναι η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και το μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά… Ίσως τα ωραιότερα ποιήματά της είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες: «Σημείο διαχωριστικό δύο απεράντων είσαι. Δύο αντιμέτωπων πελάγων. Ο ουρανός κι η θάλασσα. Το πλάτος και των δύο αθροίζεται στο μέτωπό σου. Έχεις πλατύ μέτωπο, αντιμέτωπο στα όρια. Τα δεμένα πανιά της μορφής σου, η σκεπτική της πλώρη, δείχνουν πως περιμένεις τρικυμία των απεράντων… Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο, για να έχω σταθεί στην άκρη του κρατώντας λουλούδι και χαμογελώντας, θα πει πως όπου να ’ναι έρχεσαι. Φαίνεται απ’ τη ζωή μου ζωή πέρασε κάποτε… (Μοντάζ, Φωτογραφία 1948)

 

ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ (Λόφος Φιλοπάππου)

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)

Εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.

Ο λόφος δεν σε ξέρει.

Το βήμα σου δεν βρίσκεται γραμμένο

σε κανένα μικρό ανηφοράκι

κι ούτε στις πράες κατηφοριές

ακούγεται το γέλιο της βιασύνης σου.

Γραμμένος δεν είσαι

ούτε και στα χλωρά ερωτολόγια:

στα σαρκώδη φύλλα των κάκτων.

γεμάτα μικρές μαχαιριές ονομάτων

που δεν πάνε σε βάθος

κι εύκολα κλείνουν,

Έλση – Δημήτρης  και   βέλος.

Κι άλλα ονόματα που πέρασαν

μ’ έναν καημό διάρκειας.

Στα πιο πολλά

η ενωτική γραμμή ανάμεσά τους

έθρεψε κιόλας, έσβησε.

Κι αποσυνδέθηκε το κάποτε.

 

Φυσάνε όρκοι πίσω από τους θάμνους

και κυλάνε πέτρες.

Έρωτες που ανεβαίνουν,   έρωτες που γλιστράνε.

Το απόγευμα αισθάνεται

μια μυροβόλο απάθεια  κι   ό,τι είναι λύπη

μοιάζει με ησυχασμό φυλλώματος.

Των αρωμάτων τα σώματα

βαριά ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους,

βαρετά αγνοούν:

κανένα δεν μυρίζει εξαφάνιση.

Πού είσαι;

Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ’ τ’ όνομά τους   τις πικροδάφνες.

Πού είσαι;

 

Αλλά εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.

Ο λόφος δεν σε ξέρει.

Λοιπόν σώζομαι από συσχετίσεις.

Κι έτσι μπορώ να σταθώ

στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας

για να απολαύσω ανενόχλητα

αυτό το κάθαρμα τη δύση!..

 

ΜΙΜΗΤΙΚΗ

Κανείς δεν καταλάβαινε πως έφευγες.

Ενσωματώθηκες σε ξένη,   συμπαρασύρουσα αναχώρηση του θέρους.

Έκανες ό,τι έκανε ο καιρός:

μίκραινες όσο μίκραινε η μέρα

κι αποχωριζόσουν στων δένδρων τον αποχρωματισμό.

Αθέατος, τοπίων καραβάνια ακολουθούσες,

που κύλαγαν αργά προς άλλη όψη.

Και λέγαμε   φεύγει η ωραία εποχή.

 

Άλλωστε υφή συνεπακόλουθου   είχε κι η άφιξή σου,

άλλης συμπαρασύρουσας αφίξεως,   του θέρους.

Τόλμαγες ό,τι τόλμαγε το φως,

μεγάλωνες με το μεγάλωμα της μέρας,

και με τους κόπους του ήλιου   απόκτησες ολόκληρη τροχιά.

Όσο για τη φωνή που είχες,

για κείνα τα τραγούδια που ανέβαζες

στης νύχτας τα ψηλά υπνοδωμάτια,

δεν ήταν λόγος:    έτσι τραγούδαγε κ ο Αύγουστος.

Ακούγαμε και λέγαμε   ήρθε η ωραία εποχή.

 

Ετερόφωτη η μοίρα σου.

Γι’ αυτό σε λησμονήσαμε   μέσα σε ξένη λήθη.

Σ’ εκείνη που για το θέρος σκάψαμε.  

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, πρώτη έκδοση 1971]

 

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)

Το Όχι είναι δισύλλαβο:   βρέ-χει.
Ο Πιλάτος φοράει το μπλε του αδιάβροχο,
δεν βρίσκει ταξί,
οι συνειδήσεις συνωστίζονται   στον ίδιο μονόδρομο,
όλοι νίπτουν τας χείρας των,
μάλιστα τέτοιες μέρες.
Το Όχι είναι δισύλλαβο,
η ψιλή και η οξεία στο ο   κεντρώνει το Όχι,

μονόγραμμα των ημερών.
Το παράθυρο είναι δίφυλλο,
η ψιλή και οξεία βροχή   το κεντρώνει,
μονόγραμμα στο κλειστό Όχι.

Οι καμπάνες οι πένθιμες
ανοίγουν αυλάκια στον αέρα,
χύνονται και ποτίζουν εκτεταμένες ατονίες
ωσότου κάποια απόσταση απότιστη
να τις απορροφήσει.
Οι καμπάνες, ασχέτως τού πένθιμες,
πάντοτε κάτι αποχωρίζουν,
πολλώ μάλλον οι πένθιμες.

Οι καμπάνες φορτώνουν   βαλίτσες στα πούλμαν,
τα τρένα τρέχουνε, ξεσκίζουν  και   βάζουν κλήρο
στα ιμάτια των τοπίων.

Σταύρωσον,   σταύρωσον   τα χέρια σου στο στήθος...
Τι άλλο να κάνω;
Ποιο μέτρο να κινητοποιήσω;
Πού ξέρω από πού   φεύγει το κάθε πράγμα;
Κάθε κατεύθυνση έχει το άλλοθί της.

Οι πασχαλιές εσταυρωμένες   σ' ένα φθηνό ανθοδοχείο
εμψυχώνουν το άρωμα του θανάτου.
Τα μάτια σου   είναι οι δύο ληστές,
εκ δεξιών και εξ ευωνύμων.

Το Όχι είναι δισύλλαβο,
επιμένω   βρέ-χει.
Οι εκκλησίες ξεχειλίζουν,
όπως ξεχειλίζουν τα ποτήρια
στα άλλα πάθη που εορτάζουμε.

Οί εκκλησίες ξεχειλίζουν   αγάπα τον πλησίον σου...
Απαίτηση,
που μες στη ρύμη και τη γλύκα των ψαλμών,
περνάει σαν εύκολη αγάπη
και χάνει τη θεία απανθρωπιά της,
το θείο ανεφάρμοστο.

Στην κοπιώδη πορεία τού
 δεηθώμεν
τα μεγάλα κεριά προχωρούν,
τα κεριά της δραχμής μένουν πίσω.
Τα μικρά κεριά κουράζονται εύκολα,
λυγίζουν και διεκτραγωδούν   το αντίτιμο τους.
Η ανισότης των κεριών
αναλιώνει μυσταγωγικά.
Ο θεός τους ο νεωκόρος
τα ρίχνει στον Καιάδα της ανατήξεως.

Ξεχειλίζουν οι εκκλησίες.
Δεν χωράω, δεν πειράζει.
Θα μάθω το
 τετέλεσται   από άλλη πηγή.
Πιο θετική

 

 

ΠΟΤΙΖΕΙΣ, ΦΑΙΝΕΤΑΙ, ΣΥΧΝΑ ΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ ΜΕ ΡΕΜΒΗ ΚΙ ΕΥΔΟΚΙΜΟΥΝ ΕΔΩ – ΕΚΕΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ 

(…στο άναμμά ενός σπίρτου έκανες την ευγενική προσπάθεια να φτιάξεις μια φράση μικρή   με λέξεις…)

 Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο στο ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ της Κικής Δημουλά είναι η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και το μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά…   Ίσως τα ωραιότερα ποιήματά της είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες:    «Σημείο διαχωριστικό δύο απεράντων είσαι. Δύο αντιμέτωπων πελάγων.   Ο ουρανός κι η θάλασσα.    Το πλάτος και των δύο αθροίζεται στο μέτωπό σου.    Έχεις πλατύ μέτωπο, αντιμέτωπο στα όρια. Τα δεμένα πανιά της μορφής σου, η σκεπτική της πλώρη, δείχνουν πως περιμένεις τρικυμία των απεράντων…  Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,   για να έχω σταθεί στην άκρη του κρατώντας λουλούδι και χαμογελώντας, θα πει πως όπου να ’ναι έρχεσαι.    Φαίνεται απ’ τη ζωή μου ζωή πέρασε κάποτε… (Μοντάζ, Φωτογραφία 1948)

Παρασκευή, 1 Δεκεμβρίου 2023

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

ΦΥΛΑΓΕ ΜΑΣ ΘΕΕ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΑΧΡΗΣΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

 

(… τίποτα δεν είμαστε παρά ένα φύλλο ξεμοναχιασμένου ονείρου…)


«Φύλαγέ μας Θεέ μου  τίποτα δεν είμαστε

Γιατί εκείνη δεν υπήρχε πια  και  σε κανένα χρόνο

Σβησμένο στα χείλη της το φως άχρηστων λέξεων

και γύρω απ’ τις δυσκίνητες ρυτίδες του στόματος

Και τα πουλιά κατεβαίνοντας

γύρω από το νέφος που ήτανε   το σώμα της νεκρής

Και μήτε τα λουλούδια δεν θέλανε

με τα χρώματά τους πια να    την ανασηκώσουν μήτε

το χαμηλωμένο γέλιο των άστρων  και  των θάμνων

μήτε το φως που ανέβαινε άτολμο   από τις παπαρούνες

μα δεν την πλησίαζε

Κάτωχρο ξαναγύριζε πίσω στις ρίζες  και  έντρομο

απ’ αυτό το λίγο σκοτωμένο αίμα

κάτω απ’ τα μάτια  και  γύρω στο λαιμό

Αίμα μαχαίρι που άχνιζε φως»

 

Είναι η πρώτη στροφή από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΜΑΣΜΕΝΗ, Εστία 1984

 

«Φύλαγέ μας Θεέ μου τίποτε δεν είμαστε

 γιατί εκείνη δεν υπήρχε πια εκεί…» 

 

Πώς αντικρίζουμε την όψη του θανάτου, το νεκρό σώμα ενός αγαπημένου προσώπου, μέσα σε μια καθημερινότητα που την περιβάλλει

«η δύναμη μιας παράφορης σιωπής»

Είμαστε ζωντανοί και το αίμα κυλάει στις φλέβες μας με ρυθμό ψηλαφητό και οι αισθήσεις οριοθετούν αδιάκοπα το  μικρόκοσμό  μας, ώσπου άξαφνα

βρισκόμαστε μπροστά σε μια αμετάκλητη πραγματικότητα:

το θάνατο του Άλλου που σ’ ένα άδηλο μέλλον θα είναι και ο δικός μας θάνατος.

 

Η Ζέφη Δαράκη στη συλλογή της Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ αντικρίζει συγκλονισμένη

«το θαύμα της φρίκης στο μισοκρεμασμένο μισόγυμνο σώμα της αγάπης

Βυθισμένο ολόκληρο στη σκοτεινή θάλασσα

ενός απλησίαστου ρυθμού…» 

 

 


«Περνούσαν οι ώρες κι ένας μεγάλος   ερειπωμένος αέρας

αλυχτούσε γύρω απ’ το άυπνο σκοτάδι   το σιωπηλό σπίτι

Πίσω από μιαν εχθρική αγάπη για τη νεκρή

είχε επιδεικτικά σωπάσει

με τα λουλούδια σε ύπνο βαθύ

Και απάνω στα βουβά συντρίμμια   των απλωμένων χρωμάτων

που ήτανε άλλοτε τα ρούχα της νεκρής

 

Και σα να τρίζανε γύρω απ’ τα τζάμια του σπιτιού

τα κλώνια κατάκλειστων δένδρων

με τη δύναμη μιας παράφορης σιωπής

 

Περνούσαν οι ώρες πλήθη αγριεμένα

και κανείς δεν έκλαψε   κανείς δε λυπήθηκε

γύρω απ’ το κορμί της γυναίκας

Που μήτε κουνιότανε πια  

απ’ τον κατάξερο ανυποψίαστο αέρα

Παρά μονάχα ο ήλιος το υποδέχθηκε   με άξαφνους αλαλαγμούς

Γιατί  έτσι ήξερε να υποδέχεται   αυτό το θαύμα της φρίκης

στο μισοκρεμασμένο μισόγυμνο σώμα της αγάπης

Βυθισμένο ολόκληρο στη σκοτεινή θάλασσα

ενός απλησίαστου ρυθμού

που ήτανε το αίμα του πάθους άτρομο  και απλησίαστο αίμα

Και η ζωή καμπάνα τρεμάμενη

στον τελευταίο ήχο σταματημένη   πάνω απ’ τη γυναίκα

 

Κορμί μου καθημερινή μέρα καλοσύνης

Που δεν υπάρχεις πια στην αγάπη

και γι’ αυτό που θενά δεν υπάρχεις

Έμοιαζε να θρηνούνε τα μέλη της

σταματημένα στην τελευταία μελωδία ζωής

Και κανείς δεν έκλαψε   κανείς δε λυπήθηκε

γύρω απ’ το κορμί της νεκρής

Λησμονημένο ανάμεσα στο φως  και  στη σκιά του

Στην απαλή ροή του νερού και του αέρα

 

Φύλαγέ μας Θεέ μου τίποτα δεν είμαστε

Γιατί εκείνος ανέβαινε  

απ’ τα μισοσβησμένα χνάρια του χρόνου

μ’  ένα κενό – ρημαγμένο άνοιγμα  στη μεριά του προσώπου

θέλοντας  και  μη θέλοντας να θυμάται κάτι

Και το σούρουπο ανάλαφρη σκόνη γύρω του ανασηκωνόταν

Έτσι που τίποτα να μη θυμίζει

εκείνη τη σκληρότητα σαν άσχημη οσμή

που παραμόνευε γύρω απ’ τα μέλη της νεκρής

Λίγο πιο κοντά του τώρα σχεδόν

πολύ κοντά του ελάχιστα βήματα

προτού αγγίξει την καγκελόπορτα και

μπει στο μπροστινό μέρος του σπιτιού

Εκεί που άκουσε να τρίζει ο κουβάς καθώς

ανέβαινε μόνος του το πηγάδι

με το νερό μισοκαταστραμμένο 

από μια μυρωδιά γλυφής γης

 

Κι άξαφνα την είδε  μα  σαν να μην είδε τίποτα ακόμη στάθηκε

Μήτε πλησίαζε   μήτε έφευγε  παρά κοιτούσε

που σιγά – σιγά σηκωνότανε μαύρη σκόνη

από τα μάτια του ο κόσμος  και  κάτι τον τύφλωνε

γύρω απ’ το βαθιά γερασμένο  και  απορροφημένο

σαν απ’ το αίμα   ενός εγκλήματος φως

πάνω  στα ξαφνικά έρημα μέλη της γυναίκας

Έτσι που τίποτα να μη θυμίζει

πως εκεί κρεμότανε το σώμα

Παρά ένα φύλλο ξεμοναχιασμένου ονείρου

 

Τώρα αργά ανέβαινε μια δύναμη απ’ τη γη

Κι αυτό ήταν το μόνο οικείο κάλεσμα   ως πέρα στα χωράφια

Καθώς πάλι ο ουρανός ξαστέρωνε

μ’ ένα τεράστιο κουρασμένο χρώμα ζωής

 

Και καθώς η νεκρή ενωνότανε με το χώμα

μες από βραχυπράσινες φλέβες ονείρου   αντίς για αίμα

Με τον υπόκωφο αέρα μιας άλλης ζωής

να φυσάει γύρω απ’ τα μέλη της»

 

 

 [πρώτο απόσπασμα  από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ  1984

εκλογή από τη συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1999]

 

 

 

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

(δεύτερο απόσπασμα απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ  1984)

Αστράφτοντας έπεφτε το σκοτάδι

λαμπερός ανθός από τα δένδρα

Με βήματα παραληρήματα ονείρου εκείνη

γυρνούσε πίσω στο σπίτι απ’ όπου είχε φύγει   και

είχε πάλι γυρίσει   σπάζοντας τη φωνή της σε χίλια κομμάτια

καθώς την αναζητούσε

Κι η ερημιά διάχυτη στα τοπία της μνήμης

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 170

 

 

ΤΕΡΑΤΑ  ΚΑΙ  ΣΗΜΕΙΑ

(… συνέβαιναν σ’ αυτό το σπίτι…)

Άλλ’ αντ’ άλλων άνθρωποι έμπαιναν κι έβγαιναν

επιμένοντας πως ήταν οι δικοί της

Μα ποτέ δεν αναγνώρισε κανέναν

Και εκείνοι σκιές τριγύρω της γυρνούσαν

με μιαν άτσαλη προσοχή

αναμασώντας ξεδιάντροπα το σκοτάδι

Κι ένα άνεμος δυνατού ρίγους

φυσούσε πάνω στα κορμιά τους

σα να ’τανε παλιόρουχα και τα μετακινούσε

Και τα πρόσωπά τους κούφια φώτα

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 173

(τρίτο απόσπασμα  απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984)

 

ΜΑ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΑΝΕΝΑΝ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΠΙΑ  ΚΑΙ  ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΠΟΖΗΤΟΥΣΕ…

(πέμπτο απόσπασμα απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984)

… παράξενα πρόσωπα άρχισαν να την κυκλώνουν

απ’ τα δωμάτια που ένα – ένα άνοιγαν

 

Γιατί ο γέρος που συναντούσε τόσο συχνά

ήταν εκείνος που έμοιαζε να εξαντλεί

επάνω του τη μέρα  και  την απλησίαστη μουσική της αυγής

Φως που τον τραβούσε στο σκοτάδι   θέλοντας και μη

Καθόταν όμως εκεί

που άλλοτε ήταν ο διακοσμημένος χώρος ενός δωματίου

και ο ήλιος έμπαινε μα άγαρμπες κινήσεις

ως μέσα στα συρτάρια του  και  στα πράγματα του

Και το φως κάνοντας ανυπόφορο θόρυβο   επάνω στους τοίχους

και ακριβώς επειδή κανείς δεν του ζητούσε τίποτα πια

στριφογυρνούσαν οι πράξεις του γύρω απ’ τον εαυτό τους

μ’ ένα μοναδικό αζήτητο βάθος ζωής

 

Απέναντί του εκείνη η γριά γυναίκα

που δεν ήταν καν η μητέρα του   μήτε η πεθαμένη αδελφή  

τίποτα δεν ήταν

Παρά καθότανε  και  τον κοιτούσε  ίδιο γκριζόμαλλο σκυλί

Καλά χορτασμένο από πολύχρονες κουβέντες   κι   από ζωή

και που δεν ήθελε τίποτα πια να κάνει   για τον εαυτό του

Μήτε για κανέναν άλλον   τίποτε άλλο

απ’ το να κάθεται κάτω απ’ την ξεχαρβαλωμένη μηλιά

να τον κοιτάζει μ’ ένα χαμόγελο ασυνεννόητο

 

Να αποφύγω τα μεγάλα θεάματα μονολογούσε   η γριά γυναίκα

σα να ζούσε τις μέρες ενός άλλου

γιατί και η ίδια τόσο αθόρυβα τώρα περπατούσε

βαθιά προσηλωμένη στα ρούχα της

και δίχως εντελώς ανθρώπινο σχήμα

Παρά με μιαν άπονη   άχρηστη έκφραση στο πρόσωπό της

όπως όλοι οι γέροι αδειάζοντας τη μέρα της

στο μισότυφλο χώρο των δωματίων

Γύρω από τη αποπνικτική  και  σκοτεινή γλυκύτητα του αέρα

που σαν να τον είχε ρουφήξει όλον η φλόγα ενός κεριού

Τον αέρα που οι ηλικιωμένοι φοβούνται ολοκληρωτικά ν’ ανανεώσουν

Και ακριβώς γι’ αυτό τα ρούχα τους μοιάζουν

να μην ανασαίνουν πια κανένα χρώμα

Παρά σιγοτρίζοντας οι πόρτες

τους αφήνουνε μόλις να περάσουν

Περπατούσε η γριά πέρ’ απ’ τις πράξεις της

που σαν κερί σύντομου τέλους  έλιωναν ανάμεσα στα δάχτυλά της

ακράτητο θαμπωμένο δάκρυ

Σβήνοντας γρήγορα με τις παντόφλες της   τον σερνάμενο χρόνο

Καπνιά που κολλούσε επάνω στους γεροντικούς τοίχους

 

Τότε φάνηκε η νοσοκόμα με την αμίλητη λάμψη της νεότητάς της

και κείνη την αδιόρατη αποστροφή   στις χειρονομίες της

Σα να ξέπλενε κάθε φορά τη φωνή της με νερό

έτσι που να γίνεται δροσερή  και  αναίσθητη

καθώς τους μιλούσε

Ήρθε και τους πήρε

Την ώρα που η γριά είχε αποκοιμηθεί

κάτω απ’ το γέρικο φως της μηλιάς  

την ώρα που ο γέρος παραμιλούσε –

πολύ θόρυβο κάνει αυτό το φως…

Αλλά δεν πρόλαβε  -  έγειρε η ανάσα του

πάνω στο μαξιλάρι κι αποκοιμήθηκε

 

Στα τζάμια κάπνιζε το δειλινό

μακρινή φυτεία που καίγονταν

Η νύχτα έσφιξε άγρια το φως μέσα στα κλώνια

 

 ΕΚΕΙΝΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΡΙΣΥΛΛΑΒΟ ΟΝΟΜΑ

(…αυτά ήταν τα λόγια που της είπε μεσ’ απ’ τα χείλη ενός άλλου…)

Παράξενα πρόσωπα   άρχισαν να την κυκλώνουν

Και οι μορφές τους είχαν το ειρωνικό ύφος

ενός γέλιου αποτραβηγμένου

Το βλέμμα τους   το θηριώδες βάθος μιας κρυφής φωτιάς

Γίνε μειλίχια… Κοίταξε μας  και  να μας φοβάσαι

Το βλέμμα της με μια χορταριασμένη ακινησία τους κοιτούσε

 

Κρύο κάνει κι ο αέρας κατατρώει τα τζάμια  και

δεν είμαι καλά στη μοναξιά που καίγομαι

Μεσ’ στη σερνάμενη νύχτα της νοσταλγίας μου

για κείνον με το τρισύλλαβο όνομα

Μονάχα η μακρινή απόσταση της φωνής του

Σιωπή καλά μελετημένη μου ανήκει

Γιατί εκείνος θέλει να είμαι

το ακίνητο θέαμα του πάθους

Μα δυσκολεύω την ονειροπόληση

καθώς επάνω μου κρέμεται

σπασμένος φεγγίτης το κύμα

Ορθάνοιχτο χρόνια να χάσκει

δίχως φύκια  και  δίχως βυθό

 

Μα ποιος ξέρει τι μου επιφυλάσσει το μέλλον

Μοναχά να θυμηθούν την ξεχασμένη λέξη

Να θυμηθούν αυτό που θέλω να πω

να θυμηθούνε

 

Έβρεχε μέσα στις φλέβες της

η σιγανή βροχή ενός ψιθυριστού ονείρου

Ακουμπούσε πάνω της νεαρό φύλλο 

και  πανέμορφο πρόσωπο  που  την κοιτούσε

Κι η ξεχασμένη λέξη ανακλαδίστηκε

κατάξανθος έφηβος

από τ’ αθέατα  βάθη μιας προαιώνιας αγκαλιάς

 

Δέξου με λοιπόν ψιθύριζε – δέξου αυτή

την αυθεντική λυγερή αλυσίδα της αγάπης

από σκληρές  ή  τρυφερές πράξεις  και  κατατρεγμούς

Όπως τότε που τα χρόνια ευωδιάζανε

κάτω απ’ τα βήματά σας στον Πόρο  και την Κάρυστο

Κι αυτό που ήτανε να ’ρθει δε το γνωρίζατε

μα ερχότανε

με την τριμμένη ρίγανη και το υπόγειο κύμα

 

Κι αυτό που είχε κιόλας έρθει

ήτανε η στιλπνή στιγμή του έρωτα

σκληρή και μαγεμένη

Και τίποτε δε σε χώριζε από το έκθαμβο   αυτό πανδαιμόνιο

που το κάθε τι πεθαίνει  κι  αμέσως γίνεται αιώνιο

Δέξου την ξεχασμένη λέξη της αγάπης

μεσ’ από τη σκιά της φωνής μου

Τη γερασμένη απ’ την ειρωνική της πορεία

ανάμεσα στα έργα  και  στα λόγια των άλλων

Κι αυτά ήταν τα μόνα λόγια που της είπε

μεσ’ απ’ τα χείλη ενός άλλου εκείνος

με το δισύλλαβο  κι  εκείνος  με το τρισύλλαβο όνομα

(έκτο απόσπασμα   απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984)

 

ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΤΗ ΦΤΕΡΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

(έβδομο  απόσπασμα απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984)

Και το πρόσωπό της αναδύθηκε

από ένα σκοτεινό βάθος σα γέννηση

 

Ω μην ορμάτε έτσι  στη σιωπή μου

Τίποτα δεν μπορώ να σας αποκαλύψω

Όλα θα τ’ ανεβάσετε  απ’ το βυθό εσείς

Γιατί άλλο δεν ξέρω

απ’ το να είμαι το ταπεινωμένο και

το ανυψωμένο λάφυρο του πάθους

Και των πιο σκοτεινών σας επιθυμιών

Ή μήπως όλα κινούνται

πέρα απ’ το φοβερό φράγμα μιας   ένοχης φαντασίας

που επικίνδυνη ροή νερού με βασανίζει

Μα το έγκλημά μου εσείς θα μου το πείτε

 

Και απότομα τους έχασε από μπρος της

Σαν να μην είχανε ποτέ υπάρξει

στα στεγανά του αδιαπέραστου σκοταδιού

που είναι η λογική της ζωής

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 184


Ω γριές σκοπιμότητες και γέροι υπολογισμοί

Πατ’ όλα αυτά τα πιο κοντινά χείλη μας υπόσχονται το φιλί της ζωής

 

ΑΧ ΑΥΤΗ Η ΤΕΡΑΤΩΔΗΣ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΜΟΥ

(… όταν δεν σημαίνουν τίποτα πια τα ηλιοφόρα δένδρα που μ’ ακολουθούνε…)

Ακίνητο σπίτι παγωμένος άνεμος το βλέπεις

βυθισμένο στο χιόνι μιας κατάλευκης λύπης

Όπου όλα έχουν σωπάσει από χρόνια

Τα αισθήματα  και  τα ρολόγια…

 

Σερνάμενα λόγια για το τίποτα

Κι η αφανής παιδίσκη μιας μνήμης εξαπατημένης

αλληθωρίζει απ’ τις αλέες   κοροϊδεύοντας τη μαύρη σιγή!..

 

Πλαγιάζω τις νύχτες ανάμεσα

στα μουσκεμένα δένδρα ενός παμπάλαιου ονείρου

Χιλιάδες χρόνια πάνε από τότε που η ζωή

γλύκαινε τον ουρανίσκο μου σα μέλι

Γιατί το γέλιο δεν είναι χημεία όπως

η λύπη που με δηλητηριάζει από ώρα σε ώρα

κι από λεπτό σε λεπτό περνώντας

το βαθύ χαντάκι της ερημιάς

από το ένα δωμάτιο στο άλλο

Όταν οι φωνές έχουνε γίνει

παμπάλαια αναρριχητικά των τοίχων

……………………………….

Και τότε βλέπει στο δωμάτιο τη βιαστική μητέρα  και  την αδελφή

Κι αυτό δεν ήταν πια μεσ’ στ’ όνειρό της παρά

εκείνη άρπαζε χαρούμενα κάτι απ’ τον αχόρταγο αέρα

Και το γιο βλέπει απέναντι στον πατέρα σα

να ’τανε η μια απειλή απέναντι στην άλλη

Και τα γένια τους μάζευαν συννεφιά στα πρόσωπά τους

Με μιαν άγρια απόφαση αγάπης  και  μίσους   ν’ αλληλοσκοτωθούνε

 

Κάθισε κι έκλαψε

Γιατί τουλάχιστον αναγνώρισε   τα ίχνη των δικών της

Μα σα να σχηματιζόντουσαν ξανά   οι τοίχοι του σπιτιού

από πανύψηλες μελαγχολικές φωτιές

 

Παρ’ όλα αυτά   τα πιο κοντινά χείλη

μας υπόσχονται πάντα το φιλί της ζωής!..

[αποσπάσματα από το ένατο και το ενδέκατο μέρος στη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984]

 

ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΔΕ ΕΚΕΙΝΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΡΥΦΕΡΟ ΚΑΣΤΑΝΟΦΥΛΛΟ ΒΛΕΜΜΑ

(… το ποιητικό ένστικτο της Ποιήτριας ισορροπεί ανάμεσα σε διαφορετικές πραγματικότητες αξιοποιώντας τες στο Ποίημα για να κοιτάξει τη  Νεκρή  από ένα οριακό σημείο, μια άλλη όχθη…  Ίσως από αυτό ακριβώς το σημείο να ξαναρχίζει το Ποίημα τον αέναο κύκλο του.  Από τη μοιραία πράξη της Κρεμασμένης που έκλεισε το χρόνο οριστικά  και  τον άνοιξε πάλι, γιατί πίσω από το ακατανόητο σμήνος των λόγων και των πράξεων υπάρχει πάντα μια αιτία, μια «ξεχασμένη λέξη» που οδηγεί τη ζωή αθέατα κι οδυνηρά … «σαν πουλί που ξέκοψε απ’ τα άλλα» )

 

Μα σαν να μην είδε τίποτα ακόμη στάθηκε   μήτε πλησίαζε μήτε έφευγε   παρά κοιτούσε που σιγά – σιγά   σαν να σηκωνόταν κατάμαυρος   από τα μάτια του ο κόσμος    Φύλαγέ μας Θεέ μου τίποτα δεν είμαστε   Γιατί εκείνη κρεμότανε τώρα απ’ το σκοινί  στο πίσω μέρος του σπιτιού   Εκεί που στενεύει γκρίζο το φως   και  κανείς κρυώνει στην αυλή   μετά τη δύση του ήλιου –  εκεί κρεμότανε   Και το κεφάλι της στο πλάι   Και τα μαλλιά της νωπά από τη νύχτα   να τα φυσάει το φεγγάρι   Τόσο διψούσαν ακόμη για ζωή   Μα γύρω από το σώμα της   περασμένα σφιχτά δάχτυλα θανάτου   Και το βλέμμα της ριγμένο στο χώμα σα να τον αναζητούσε   Με μια στεγνή απελπισία αδειασμένο   πάνω στο θέαμα του κόσμου   Τα χείλη αμίλητα  κι  η ξεχασμένη λέξη της αγάπης  να κατατρώει το σκοινί   Σαν πουλί που ξέκοψε από τα άλλα   Φύλαγέ μας Θεέ μου τίποτα δεν είμαστε   Γιατί κάτω απ’ το παράλυτο σύννεφο   κρεμότανε το ακίνητο χρώμα   σαν κάτι που άλλοτε ήταν το κορμί μιας νεκρής   μα τώρα μήτε αυτό πια   Και σ’ ένα βαθύ χαντάκι άχρηστου κρύου   Και ο άνεμος το πηγαινόφερνε   μυρίζοντας ξερό βοτανισμένο χώμα   Και σωρούς καμένα χόρτα   Αλλά ας πούμε πως την έλεγαν Ραχήλ   Πόσο θα ήθελε να ψιθυρίσει   Υπάρχουν λογής – λογής σκοτάδια της καρδιάς   Μα του θανάτου το σκοτάδι τίποτε δεν μου επιτρέπει πια   Και η ζωή αυτό το σιγαλοπερπάτητο χλιαρό φως   Το άλλοτε τόσο τρυφερό για μένα   νεκρώσιμο στεφάνι   στην ακαταστασία των ακόμη θερμών μου μαλλιών   Και μόνο η ξεχασμένη λέξη της αγάπης να κατατρώει το σκοινί   Σαν πουλί που ξέκοψε από τ’ άλλα!..  [αποσπάσματα από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984, εκλογή από το συγκεντρωτικό τόμο: ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992 εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ)

Δευτέρα, 27 Νοεμβρίου 2023

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ