Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

ΚΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΑΛΛΑΞΕ ΡΟΥΧΑ ΚΙ ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΙΣΩ ΠΟΡΤΑ

 Τα βράδια συγκεντρώνονται οι κυρίες των τιμών

ενός μακρινού βασιλείου που χρεοκόπησε

να πιούνε τον καφέ τους και να συζητήσουν    για το πόσο ακρίβυνε η ζωή.

 

Γριές κυρίες κάποτε όμορφες

είχαν επισκεφτεί γυμνές τη Μεγαλειότητά του    στην κρεβατοκάμαρα.

Τώρα τα ίδια εκείνη μέλη    κρύβουνε τους αρθριτικούς τους θρόμβους

κάτω από τριμμένα μάλλινα φορέματα.

Κάποια, που έμαθε στις ώρες της ανίας της    να λέει τον καφέ,

αναποδογυρίζει τα φλιτζάνια    κι αρχίζει να διαβάζει το παρελθόν:

«Ήμασταν κάποτε…    Τα δωμάτια ήταν μεγάλα…

 επιπλωμένα μόνο με άνθη

και φωτισμένα μόνο απ’ τα γυμνά κορμιά ωραίων γυναικών.

Τα κορμιά μας…»

 

Κι η βροχή, μαυροφόρα βροχή,

κυρά των μακρόσυρτων θρήνων,    ανίατα άρρωστη

και σκουριασμένη από τα ίδια της τα δάκρυα,

έρχεται και κρούει    δίχως αποτέλεσμα την πόρτα.

Κανείς δεν της ανοίγει,

μένει στους δρόμους και χτυπιέται σαν τρελή,

πάνω στους τοίχους και τα κράσπεδα, απελπισμένη.

 

«Τα κορμιά μας…

Κι ο βασιλιάς άλλαξε ρούχα κι έφυγε    από την πίσω πόρτα, παίρνοντας μόνο τη βασίλισσα μαζί του».

 (ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ από τα η συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

Κι ακολουθούν από την ίδια συλλογή τα ποιήματα:

1.   ΠΑΡΑΚΜΗ, Ο θρόνος σκαλισμένος σ’ έβενο…

2.   ΚΑΡΤΕΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ, Ρηχά της Αυλίδας τα νερά

3.   ΜΥΘΟΥ ΔΙΑΒΡΩΣΗ, Του τραγουδιού οι καμάρες θρυμματίστηκαν

4.   ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ, Ήμουν ακόμα στην αρχή του δρόμου

5.   ΠΑΡΑΒΟΛΗ, Κράτησα τη ζωή μπρος στα μάτια μου

6.   ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ, Κόκαλα ασπρισμένα απ’ τη βροχή

7.   ΑΠΟΦΑΣΗ, Πάνω στα ερείπια της παλιάς…

 


ΠΑΡΑΚΜΗ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973)

Ο θρόνος σκαλισμένος σ’ έβενο

και πλουμισμένος με χρυσά αμπελόφυλλα

όπου ενεδρεύαν ερπετά με ρουμπινένια μάτια.

Δρηστήτες και θεραπαινίδες εμφανιζόταν αθόρυβα,

κομίζοντας σε ασημένιους δίσκους

πολύχυμους καρπούς και κεφαλές στασιαστών,

και το ίδιο αθόρυβα αποχωρούσαν

για να επιστρέψουν πάλι με κρυστάλλινα ποτήρια

γέμοντα οίνου και αίματος.

 

Ω, ανάλαφρη ζωή

στους κόλπους του μεσουρανούντος βασιλείου,

γλυκιά παιδιά των ακροδακτύλων

πάνω στη γούνα λεοπαρδάλεων ταριχευμένων,

πάνω στη φρικιώσα σάρκα υποταγμένων παλακίδων!..

 

Ο κήπος άρχιζε απ’ τον έρωτα

και τέλειωνε στη σιωπή.

Γόνιμος απ’ τα λείψανα των αιχμαλώτων,

άνθιζε τροπικά λουλούδια

κι έδινε καρπούς τόσο γλυκούς

που οι εραστές συχνά αποξεχνιόντουσαν

διανύοντάς τον.

 

Τα βράδια παίζαμε χαρτιά, ξιφομαχούσαμε

και, προς τα ξημερώματα,

διώχνοντας με βελούδινα παραπετάσματα το φως,

καπνίζαμε μακριά τσιγάρα

ποτισμένα μ’ ακριβά ναρκωτικά.

 

-Άκουσε το σαράκι!

-Είναι καινούργια τα έπιπλα

-Άκου το τρίξιμο στις σκάλες!

-Είναι ο άνεμος.

-Ναι, είν’ ο άνεμος,

απεσταλμένος απ’ τη χώρα του θανάτου.

Απρόσκλητος θα κατοικήσει τώρα σ’ όλα τα δωμάτια.

Ξηλώστε τα παραπετάσματα,

σπάστε τις πόρτες, σπάστε τα παράθυρα,

δεν ωφελούνε πια,

δεν ωφελούνε πια τα ενδύματα

ούτε οι σάρκες ούτε τα οστά·

ο άνεμος έχει εκπορθήσει την ψυχή μας.

 

Έτσι περάσαμε στην άλλη όχθη.

Όλη η προηγούμενη ζωή μας

ένα μπακιρένιο νόμισμα ανάμεσα στα δόντια μας

για τα πορθμεία.

Κανείς δεν μα το ζήτησε.

 

ΚΑΡΤΕΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

Ρηχά της Αυλίδας τα νερά

και των εχθρών μας συνεργός ο αγέρας.

Των καραβιών μας οι καρένες ρίξαν ρίζες στο βυθό

και βλάστησαν οι κορυφές των καταρτιών μας.

Μακρινή και άπαρτη η Τροία

ατιμώρητη θα συνεχίσει ν’ ασελγεί

γιατί απροστάτευτους μας παρατήσαν οι θεοί μας

και μόνον ο Διόνυσος απόμεινε

να τριγυρίζει ανάμεσά μας,

φίλος δήθεν – στην ουσία δολιοφθορός –

κερνώντας άκρατο κρασί τους ναύτες

για να λησμονήσουν το ταξίδι.

Κι αυτοί, πήραν μαζί τους στη στεριά,

εξάντα και βαρόμετρο

πυξίδα και δρομόμετρο

και βάλθηκαν να ταξιδεύουν μέσα στο κρασί

και μέσα στις κοιλιές των γυναικών

που ’ναι το ίδιο απύθμενες με τον ωκεανό.

 

Κάτι τέτοιες ώρες, κάτι τέτοιες ώρες

που ξαναβρίσκει η Μέδουσα το φιδοφυτεμένο της κεφάλι

και οι Σειρήνες αρχινούνε πάλι

εκείνο το τραγούδι το παλιό·

κάτι τέτοιες ώρες, άδειες σαν κομμένες αρτηρίες,

σε θυμούμαι ορθό στην πλώρη

της ελπίδας μας σηματωρό.

Τώρα σαπίζουν ξύλα στο νερό,

σαπίζουν πορτοκάλια και λεμόνια,

γυαλίζουν νεκρά στρείδια στο βυθό

κι άδειες, δίχως μηνύματα μποτίλιες.

Τα ψάρια καταβρόχθισαν το δόλωμα,

τ’ αγκίστρι και την πετονιά και τον ψαρά

και μετανάστευσαν σ’ άλλα νερά.

 

Στην προκυμαία, δίχτυα ξεχασμένα

γίναν παγίδες ποντικών και γάτων·

έσμιξεν ο φόβος με την τόλμη στην ίδια απόγνωση,

έσμιξεν ο κυνηγημένος με τον κυνηγό στον ίδιο θάνατο.

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

 

ΜΥΘΟΥ ΔΙΑΒΡΩΣΗ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973)

Του τραγουδιού οι καμάρες θρυμματίστηκαν,

σωριάστηκε η δροσιά του μοιρασμένη

σ’ αιχμηρά χαλίκια και σε μικρά σύννεφα σκόνης.

Πυρός ο αυλός καίει τις ρώγες των δαχτύλων

και τα χείλη του Πανός

κι οι νύμφες με την κόμη πυρπολούμενη

μεταμορφώθηκαν σε ιέρειες θανάτου.

Ο Ξάνθος μ’ υδρατμούς θρηνεί

τα ψάρια και τα βούρλα του

και κουλουριάζεται σαν φίδι λαβωμένο,

τον οίκτο του Ηφαίστου εκλιπαρώντας.

 

Φρυγμένη η βλάστηση στον τρωικό τον κάμπο εφέτος.

Το στάρι, πλακωμένο από τα πτώματα

Τρώων κι Ελλήνων, μαραζώνει.

Η μαύρη αγορά, της σιτοδείας γέννημα, δίνει και παίρνει.

Ο κύριος Αγαμέμνων φόρεσε χρυσή μασέλα και χρυσή καδένα,

πουλώντας και στα δύο στρατόπεδα

κονσέρβες σαπισμένου κρέατος,

και η παρθένος Χρυσηίς φθείρει τους πολιορκητές

με αφροδίσια νοσήματα.

 

Σαν θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος

σαν  θα περάσει στα μουσεία,

με ταριχευμένες κάρες, με μακριά σπαθιά και πανοπλίες,

θα σου μιλήσω για τον έρωτα,

θα σου μιλήσω για τις μικρές,

τρυφερές Κυριακές της άλλης ζωής

που διήνυσα καβάλα σ’ ένα καλάμι.

 

Για την ώρα σβησμένο το φως

και τα χέρια, χέρια τυφλών,

συλλαβίζουν τη νύχτα.

 

ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ

Κόκαλα ασπρισμένα απ’ τη βροχή και τον ήλιο,

κόκαλα που ξέρασεν η γη μ’ αηδία,

φλάουτα στα συρρικνωμένα του ανέμου χείλια,

κρύπτη σκουληκιών και αρουραίων.

 

Στους σπονδύλους του τραχήλου απόψε

γραβάτα οι εραστές θα δέσουν

κι οι ερωμένες λουλούδια θα βάλουν

στων ματιών τα κενά ανθοδοχεία.

Κροταλίζουσες γνάθοι θα ψάλουν τον έρωτα

και λεκάνες βαθιές το σπασμό θα ηχήσουν.

 

Ω, θεσπέσια μουσική,

ω, ηδονής απόλαυση

κοινή για εστεμμένους και σκλάβους,

για κομμώτριες και βασίλισσες,

για στρατηγούς και εργάτες,

γι’ ανθρώπους και κτήνη!..

 

Ο σκύλος μύρισε τη σκύλα,

ο τράγος τη κατσίκα,

γέμισε ο χώρος τρομαγμένα ζώα

ανήσυχα σαν πριν από σεισμό.

Με μάτια ματωμένα

απ’ την αδιάκοπη προσπάθεια για οργασμό

και νύχια πληγωμένα

απ’ το πολύ να γδέρνουνε τους τοίχους

και τις σάρκες τους

πασχίζουν να συλλάβουν

το διάχυτο προμήνυμα

της Σιωπής.

 

Και ιδού άγγελος καταβαίνων

ως βροχή επί γης θερισμένης,

κράζων:

«Έπεσεν, έπεσεν Βαβυλών η μεγάλη

και εγένετο οίκος δαιμόνων

και ορμητήριον σαρκοβόρων ορνέων»

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

 

ΗΜΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ, ΟΤΑΝ ΜΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΨΑΝΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ…

(συνέχεια ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΟΣ): Προσπάθησα να το ξεχάσω για να συνεχίσω να βαδίζω, όμως δεν μπόρεσα. Έτσι, έμεινα ακίνητος ή, μάλλον, έφτασα στο τέλος χωρίς να διανύσω την απόσταση. ΠΑΡΑΒΟΛΗ: Κράτησα τη ζωή μου μπρος στα μάτια μου σαν το καλειδοσκόπιο που το στριφογυρίζεις, μάταια πασχίζοντας τα σχήματα που πέρασαν να επαναλάβεις. ΑΠΟΦΑΣΗ: Πάνω στα ερείπια της παλιάς, θα οικοδομήσουμε τη νέα πολιτεία, για να μη χάσει ο θάνατος το δρόμο του σα θα θελήσει να ξανάρθει.     [από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΧΗΜΑΤΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ 1973]

Παρασκευή, 27 Νοεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ