Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

ΚΑΘΕ ΛΕΞΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΧΤΙΔΑ, ΚΑΘΕ ΠΟΙΗΜΑ ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΦΩΤΟΣ (κραυγάζει ήσυχα απαλά σχεδόν ψιθυριστά, ο Ποιητής Αργύρης Χιόνης)

Πάνω στον ήχο της φωνής σου τη ζωή μου στοίχειωσα.

Αν σταματήσεις το τραγούδι, θα τελειώσει ο κόσμος!..

 

Όχι δεν είναι η σκιά έξω απ’ την πόρτα μου που με φοβίζει·

ούτε οι στεναγμοί και οι θρήνοι που έρχονται απ’ το δρόμο.

Ξέρω καλά, το νιώθω, πως όλα αυτά γεννήματα της φαντασίας μου είναι.

Ξέρω καλά πως έστω και μια κίνησή μου φτάνει

για ν’ αποδιώξω αυτούς τους εφιάλτες.

Ο φόβος μου γι’ αυτούς δεν είναι,

αλλά γι’ αυτή την κίνηση που δεν μπορώ να κάνω.

(αυτός ήταν ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ το πρώτο ΤΡΑΓΟΥΔΙ  για τις δίχως φεγγάρι ΝΥΧΤΕΣ στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΩΤΟΣ 1966)

Στην ίδια ενότητα ανήκουν και τα τραγούδια που ανθολογούνται παρακάτω (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι:

1.   ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ, Θυμάσαι το σπασμένο κέλυφος του ονείρου

2.   ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ, Θα ’ρθει καιρός που θα στερέψει η θάλασσα

3.   ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ, Η θάλασσα έγινε πια αυτό που λένε «μια όμορφή ανάμνηση»

4.   ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΠΡΩΤΗ, Κρυώνατε και σας έντυσα τα ρούχα μου…

5.   ΧΡΟΝΙΚΟ, Κι ύστερα ήρθε το μαχαίρι κι η φωτιά…

6.   ΠΑΘΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΝ, Μοιάζεις με τον Ναζωραίο… και

7.   ΠΡΟΣΕΥΧΗ, Δώστε μου πίσω το χέρι μου

Στην ίδια ανάρτηση και οι

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ «ΝΑΙ» και στο «ΟΧΙ»,

οκτώ ποιήματα από την Τρίτη ενότητα της συλλογής

και κατακλείδα ΠΕΝΤΕ ΟΝΕΙΡΑ από τη 2η ενότητα 

 

 


ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Θυμάσαι

το σπασμένο κέλυφος

του ονείρου που πέταξε

ή το δοχείο των δακρύων

που εξατμίστηκαν;

Είχανε γίνει

δυο θαυμάσια ανθοδοχεία.

Βέβαια, δεν είχαμε πάντοτε

λουλούδια να τους βάζουμε

και πιο πολύ,

δεν είχαμε ακριβά λουλούδια.

Όμως εσύ όλο και κάτι θα ’βρισκες

συνήθως παπαρούνες

ή ανεμώνες.

Το χρώμα που σου άρεσε

ήταν το κόκκινο.

Έτσι, έγινες καράβι

και ταξιδεύεις τώρα

μες στο αίμα μου.

 

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ

Θα ’ρθει καιρός

που θα στερέψει η θάλασσα

και θα γενούν τα πλοία

καραβάνια

και θα γενεί η ψυχή μας

έρημος

κι οι γλάροι κατοικίδια όνειρα.

Θα ’ρθει καιρός

που ο θάνατος

δεν θα ’ναι πια ο βυθός

αλλά ο ήλιος

και νοσταλγία

όχι η στεριά

μα το νερό.

Τότε

και τ’ όνειρο

θα αλλάξει χρώμα·

δεν θα ’ναι πια γαλάζιο

αλλά κίτρινο

 

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ («και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν· ο γαρ πρώτος ουρανός και η πρώη γη απήλθον, και η θάλασσα ουκ έστιν έτι» Αποκάλυψη Ιωάννου Κεφ. ΚΑ΄)

Η θάλασσα

έγινε πια αυτό που λένε

«μια  όμορφη ανάμνηση».

Έτσι, για να ζήσουμε τώρα

κάτω απ’ το σκοτάδι του νέου ουρανού,

πρέπει να πούμε φάρους

τις φωτεινές επιγραφές

και προκυμαίες

τους δρόμους των μπορντέλων.

Όσο για ταξίδια και ναυάγια,

αρκεί ένα μπουκάλι

με φτηνό κρασί

και μερικά βαριά τσιγάρα.

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΠΡΩΤΗ

Κρυώνατε

και σας έντυσα τα ρούχα  μου·

πεινούσατε

και σας τάισα τις σάρκες μου·

διψούσατε

και σας πότισα το αίμα μου.

Κι όταν ντυθήκατε και χορτάσατε,

ζητήσατε τραγούδι

κι εγώ σας έδωσα τα κόκαλά μου

και τα κάνατε φλογέρες·

μα ήταν αδέξια τα χείλη σας

και το τραγούδι βγήκε

παγερό και πένθιμο

κι αρχίσατε να κλαίτε

και να βρίζετε…

Κι όμως δεν κράτησα για μένα τίποτα

έξω από την ηδονή

της προσφοράς.

Μη μου την παίρνετε.

 

ΧΡΟΝΙΚΟ

Κι ύστερα

ήρθε το μαχαίρι

κι η φωτιά,

κι ύστερα οι χτίστες ήρθανε

κι οι δρόμοι

επιστρέψανε στη θέση τους

και τ’ όνειρο ξανάρχισε

να σεργιανάει μέσα στην πόλη,

Και γέρασε η πόλη

εν ειρήνη

και γίνανε οι δρόμοι της

γεροντικές αρτηρίες

νεκρωμένες

κι έγινε τ’ όνειρο

εφιάλτης και βρικόλακας

που ξύνει με τα νύχια του

το νυχτωμένο πρόσωπό της.

 

ΠΑΘΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΝ

Μοιάζεις με τον Ναζωραίο,

μου είπες·

βλέπω στα μάτια σου

μια σταυρωμένη καθημερινότητα.

Έφερα τότε τις παλάμες μου

στο πρόσωπο

σαν να ’ταν ν’ αποφύγω έτσι

το ποτήριον των λόγων σου.

Ήταν όμως τρύπιες οι παλάμες μου

και μέσα από τις τρύπες,

όξος και χολή

το βλέμμα σου

πότιζε τα στεγνά μου χείλη.

 

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Δώστε μου πίσω

το χέρι μου

πρέπει να μιλήσω

στο κορμί της,

πρέπει να δείξω στον άνεμο

τι δρόμο θα πάρει

για ν’ αποφύγει

το δάσος που φοβάται.

Πρέπει να βάλω το δάχτυλο

στις πληγές του ονείρου

για να πιστέψω

πως δεν πέθανε,

μόνο πληγώθηκε.

Δώστε μου πίσω

την κούπα της παλάμης μου·

έχω πολλά ορφανά

περιστέρια

να ταΐσω ακόμα.

[ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ για τις δίχως φεγγάρι ΝΥΧΤΕΣ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΩΤΟΣ 1966]

 

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ «ΝΑΙ» ΚΑΙ ΣΤΟ «ΟΧΙ»

 (3η ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΩΤΟΣ 1966)

 

ΦΩΝΗ

Ήμουν παιδί

κι ένιωθα να γεννιέται

μέσα μου,

σαν όνειρο,

ο μύθος της ζωής.

μεγάλωσα

κι έγινε ο μύθος

σάρκα και αίμα.

Πέθανα

κι έγινε πάλι ο μύθος

όνειρο

 

ΠΟΡΕΙΑ

Πάρτε το λείψανο από δω

κι αλλάξτε γρήγορα

σεντόνια.

Θα ’ρθει σε λίγο

νιόπαντρο ζευγάρι

και πάνω στο κρεβάτι αυτό

θ’ αγκαλιαστεί.

Μ’ άσπρους λεμονανθούς

διώξτε της αποσύνθεσης την μπόχα

κι ανοίξτε τα παράθυρα

για να σβηστούν τα νεκροκέρια.

Πριν να σαπίσει

ο στερνός ο στεναγμός,

ν’ αναστηθεί καινούριο γέλιο·

πριν μας κερδίσει

ο καημός,

να γεννηθεί καινούρια ελπίδα.

 

ΑΝΑΜΟΝΗ

Η μεγάλη αράχνη,

η μαύρη αράχνη,

υφαίνει, υφαίνει τον ιστό της

Χθες ζούσα, τώρα ζω,

αύριο δεν ξέρω αν θα ζω.

Αυτή είναι η ηλικία της ύπαρξής μου

κι η ιστορία της.

Κι η μεγάλη αράχνη,

η μαύρη αράχνη,

υφαίνει, υφαίνει τον ιστό της

και περιμένει.

 

ΠΕΡΑΣΜΑ

Πιάνω το χέρι σου

και ξαναβρίσκω

τ’ ανθρώπινο σχήμα σου.

Ξαναθυμάμαι τη σάρκα μου

και χτίζω ένα σπίτι·

ξαναθυμάμαι το θάνατο

και γεννάω παιδιά·

ξαναθυμάμαι την ηλικία μου

κι ανοίγω έναν τάφο·

κι ύστερα κάθομαι

κι ακούω, στον ήχο των βημάτων σου,

το πέρασμα του χρόνου,

κι ακούω κι ακούω…

και περιμένω

την ώρα που τ’ ανθρώπινο το σχήμα σου

θα ξαναχάσω.

 

ΔΙΑΛΟΓΟΣ

«Είμαι πλασμένη να κοιτάζω μ’ έκσταση

το νόμο της ειρήνης», είπες.

 

«Εγώ ’μια γέννημα του νόμου της φωτιάς»,

απάντησα,

«είμαι ο νικητής

κι είσαι η πορθημένη πόλη.

Μπορώ να σ’ αποκτήσω

μεσ’ απ’ τη σφαγή,

πάνω σ’ ένα κρεβάτι πύρινο,

κάτω απ’ τη φτερούγα του θανάτου».

 

«Ήμουν πλασμένη να γεννώ

καρπούς αγάπης», είπες·

κι εγώ σου φύτεψα στα σπλάχνα

της φωτιά το σπέρμα.

 

Τώρα, γιομάτη αγωνία,

σαν ηφαίστειο, κυοφορείς

τη λάβα μου.

 

ΓΕΝΕΣΗ

Εν αρχή ην το σκότος

Ύστερα ήρθες εσύ

και φύτεψες κατάστηθα στη νύχτα

μιαν αχτίδα.

Και εγένετο φως,

ημέρα πρώτη.

Ήτανε τότε που γεννήθηκε

η όρασή μου

και γνώρισα τα χέρια σου

και χάρηκα

γιατί ταιριάζανε

τα δάχτυλά σου στα πλευρά μου.

 

ΑΦΑΙΡΕΣΗ

Θα μείνει το χέρι

λευκό και μετέωρο

σαν γλάρος αποχωρισμού

ή σαν μαντίλι

κεντημένο με κλωστές

γαλάζιες.

Μόνο το χέρι,

μια απόπειρα φωτός

μες στο σκοτάδι,

μια τρέμουσα αίσθηση

ζωής,

μια βεβαιότητα

ότι μπορούμε ακόμα

να υφάνουμε τραγούδια

με τα χρώματα της ίριδας,

ότι μπορούμε ακόμα

να βαδίσουμε

πάνω στης μουσικής

το τεντωμένο νήμα.

Μόνο το χέρι που θα δείχνει…

δεν θα δείχνει τίποτα·

που θα παίρνει…

δεν θα παίρνει τίποτα·

που θα δίνει…

δεν θα δίνει τίποτα,

γιατί θα ’χει

όλη την πληρότητα

της φωτεινής σιωπής του.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Εκεί που τέλειωνε ο θάνατος

άρχιζαν οι αγαπανθοί

και τα ορτύκια,

άρχιζαν οι καλύβες

που στέγαζαν τα φιλιά

και τα σμιξίματα,

άρχιζαν οι καρποί της γλυκερήθρας.

Εκεί, στη γη που μύριζε

φλισκούνι κι άνηθο,

φυτέψαμε το πρώτο μας τραγούδι

κι ανοίξαμε τα σπλάχνα μας

στου ήλιου το σπέρμα.

Κι ανακυκλώθηκε ο χρόνος

μέσα μας,

κι ήρθε ο καιρός της γέννας,

κι ήρθε ο καιρός της νύχτας,

γιατί είδαμε στα μάτια

των παιδιών μας

το χρώμα του θανάτου

που ’χαμε ξεχάσει.

 

και ΠΕΝΤΕ ΟΝΕΙΡΑ (2η ενότητα στις ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΩΤΟΥΣ του Αργύρη Χιόνη):

1.  ΑΓΩΝΙΑ: Ήταν μια μαύρη κεφαλοδεσιά και τίποτε άλλο, ούτε καν το περίγραμμα προσώπου, ένα κομμάτι νύχτας μέσα στο μεσημέρι το θαμπωτικό. Ήταν μια μαύρη κεφαλοδεσιά και πέρασε, γυρεύοντας να ντύσει ένα λυγμό.

2.  ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ:   Κι ήτανε λέει η θάλασσα χρυσή κι ο ήλιος ήτανε γαλάζιος και το κορμί σου ήταν πέτρινο κι οι βράχοι ρόδινοι έφηβοι που τραγουδούσαν για να διώξουνε το φόβο της σιωπής σου. 

3.  ΣΙΩΠΗ:  Παράθυρο κλειστό το πρόσωπό σου και οι ρυτίδες, που το μέτωπό σου χάραξαν, γρίλιες μισανοιγμένες. Έσκυψα τάχα για να πάρω ένα φιλί κι είδα το λογισμό σου έναστρο ουρανό.

4.  ΕΡΩΤΙΚΟ:  Ήτανε λέει διάφανο το στήθος σου κι είδα, σα σε ρολόγι ανοιγμένο το μηχανισμό των σπλάχνων σου να δίνει αίμα και κίνηση στα δυο σου χέρια, δείχτες της αγάπης

5.   ΠΛΗΡΩΜΗ: Στη μέση του μεσημεριού η δίψα σου· στης δίψας σου τη μέση ένα πηγάδι δίχως νερό, γιομάτο σαύρες και ψοφίμια. Κι έσκυψες πάνω απ’ το πηγάδι κι έκλαψες κι εκείνο σου ’πε: «ευχαριστώ για τη δροσιά

[5 Όνειρα από τις  ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΩΤΟΣ 1966 του Αργύρη Χιόνη]

με εικόνα του Ποιητή από τα ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ