Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

ΑΥΤΗ Η ΦΘΑΡΜΕΝΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΘΑ ’ΠΡΕΠΕ ΚΑΠΟΤΕ ΝΑ ’ΤΑΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

 Μισθοφόροι γιατροί    σε προσχεδιασμένα άσπρα χαμόγελα

Έπειτα τα κράνη σκέπαζαν τη νύχτα

το φεγγάρι συσκοτισμένο σε μοβ χαρτί.

Κι οι πανσέδες δίπλα της ένα φως    απαγορευμένο για πάντα

Μα τι στέκεσαι με πρόσωπο χωρισμένο στα δύο    από τα δάκρυα

Τι στέκεσαι μ’ ένα κλωνάρι αθώο –

λυγισμένο άγγελο μέσα στα μάτια

 

Μια νύχτα το ’σκασε

Πύρε το κλειδί απ’ τ’ όνειρο του γιατρού και το ’σκασε

Κατέβηκε νυχτοπατώντας    τις σκάλες όλων των απαγορεύσεων

μ’ ένα φόρεμα τεντωμένο στο πορτοκαλί

Αφού πήγες τόσο μακριά πώς θες να σε ξεχάσω…

Τι στριφογυρίζει πάλι

Τι στριφογύριζαν αυτά τα λόγια    όπως τα δύσκολα παιχνίδια στο κεφάλι της

Αυτή μισούσε τον κήπο με τα χαλίκια

Νοικοκυρές γαρδένιες κι άλλα

 

Γι’ αυτό δε θα γυρίσω πίσω ούτε τώρα ούτε ποτέ

Περπάτησε ώσπου η αυγή    άρχισε να ιδρώνει στις μασχάλες της

Μεσ’ απ’ τις παλάμες της ανέτελλε αργά το φως

Ένα γέλιο αθόρυβο άρχισε ν’ ανεβοκατεβαίνει    αόρατο στην καρδιά της

 

Τι καλά να ’σαι μακριά    απ’ τον κουρεμένο ήλιο της χλόης

Ώσπου να ξημερώσει και να νυχτώσει πάλι

Κι αυτό για πάντα    γύρω από ένα μοναδικό παιχνίδι

Σα να ’ταν αυτό ο κόσμος

 [πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 1976, που συνεχίζεται αμέσως παρακάτω με επιλογές κι άλλων αποσπασμάτων από την ίδια συλλογή όπως ανθολογήθηκαν στη συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971-1992, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα]

 

 


ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟ ΑΓΚΑΘΙ ΤΟΥ ΦΡΑΧΤΗ (απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 1976)

Κι η ησυχία σκυλί λυπημένο την πονούσε

Κι όταν ρωτούσαν τ’ όνομά της ψέλιζε ακόμα το δικό του κι όταν

κοιτούσαν τα χέρια της δεν ήξερε να τους πει

αν είναι αυτά τα δάχτυλά της

 

Τι είναι αυτό που με φέρνει πίσω

στις στάχτες του κήπου

Παραμιλώ τη φωνή σου γίνομαι

ένα χαρούμενο πράγμα να με φυλάξεις

να με ανακαλύψεις

Να σου πέσω απ’ τα χέρια να με χάσεις;

Θέλεις να με επιστρέψεις στον εαυτό μου;

Μα δε θα σου φέρω άλλα δώρα γιατί

θα μου το ανταποδώσεις μ’ ένα επίσημο άνθος

με μια γλαδιόλα

 

Θα με κάνει να πεθάνω αυτό το σπίτι

ριζωμένο χρόνια στον ίδιο τόπο

έλεγε η μητέρα

Το γέρικο σκυλί που κουτσαίνει προς το γκρίζο

να πηδάει με κόπο μεσ’ απ’ την πανσέληνο

 

Κι η αιώνια σκυμμένη γυναίκα

με τις θαμπές αντανακλάσεις στα χέρια

Όμορφη που είσαι μ’ αυτές τις πεταλούδες στα μάγουλα

της έλεγε ο πατέρας

Κι αυτή κουνιόταν γελώντας στην πολυθρόνα

 

Αυτά βέβαια συνέβησαν

πριν από αιώνες γέλιου στ’ όνειρό μου

Όταν ακόμη έβρεχα τις μύτες των παπουτσιών μου στη μπλε χλόη

Τώρα γιατί σκοτείνιασε όταν ξύπνησα δεν ξέρω

Το αγοράκι όμως που παίζει στην ακροποταμιά

μ’ ένα φανταστικό αδελφό είναι δικό μου

 

ΚΑΠΟΤΕ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΧΑΝΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ

Κι οι καλεσμένοι ανάστροφα μιλούσανε μεσ’ απ’ τη λίμνη

Θυμάμαι καθώς τους έδινα τα παλτά τους

κι ο ένας χαμογελούσε στον άλλο

μεσ’ στο σκοτάδι των χειραψιών

και των τελευταίων λόγων

λίγο πριν ξημερώσει

Την ώρα που τ’ αγιάζι τρέμοντας

διπλώνεται μεσ’ στα λουλούδια

 

Θυμάμαι που περίσσευε ένα ρούχο

«Ποιανού ανήκει αυτό το παλτό;»

«Μα όχι… σε κανέναν» μου λέγανε

ανήσυχα λιγάκι και γελώντας αμήχανα

γλιστρούσανε τα δάχτυλα επάνω στα παλτά τους

Και κοίταζαν γύρω τους να δούνε

ποιος είναι αυτός ο αόρατος παρών εκεί σιμά τους

 

Μα κανένας δεν ήταν

Και φύγανε όλοι σιωπηλοί

κάτω απ’ το πρώτο φως που άχνιζε στα δένδρα

Κι εγώ έστεκα εκεί χαϊδεύοντας ένα παλτό

 

Ένα κρύο ρούχο απατηλό

Σαν κορμί που ’χει αδειάσει κι έχει φύγει

(αποσπάσματα απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 1976)

 

 

ΑΠΟ ΤΩΡΑ ΚΙ ΕΠΕΙΤΑ ΣΕ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΩ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 1976)

Κι ύστερα η καλησπέρα

εβούλιαξε ψυχρά μεσ’ τον αέρα

Ποιοι να ’ναι οι ξένοι μας

να τους αλλάξουμε σεντόνια

Ξενάγησέ τους στους χώρους της καρδιάς

Τέσσερις άνθρωποι στις τέσσερις γωνίες του δωματίου

τα χέρια σέρνονται στο κενό μα δεν αγγίζονται

Μιλάνε απλά για πράγματα ασήμαντα

αλλά είναι σα να θέλουνε ν’ αγκαλιαστούνε

Τα χέρια τους αναζητούνε κάτι στην πέμπτη γωνία μα είναι άδεια

Βυθίζονται ξανά στην πληγή τους

Σιωπηλός αέρας σιωπηλός ήλιος

σιωπηλά φορέματα σιωπηλά λουλούδια

σιωπηλές φωνές

 

Λείπει κανείς ή κάνω λάθος;

Μα πού είναι ποιος είναι;

Το αόρατο βέλος. Το αόρατο πάθος…

Κι όμως δεν είναι αλήθεια

Γιατί άλλος δεν είναι

από τα βυθισμένα τριαντάφυλλα και το παιδί

 

Άδικα τα πράγματα τώρα

Άδικα περιμένουν με άγρια ανοιγμένα στόματα

άπληστα γι’ ανθρώπινα χέρια

Τα πράγματα οι τέσσερις τοίχοι άδικα

 

Τώρα το φως τρέχει από τοίχο σε τοίχο

αηδιαστικό ερπετό

βγάζοντας έξω μια γλώσσα τρομερής ειρωνείας

Τουλάχιστον αυτό το σχήμα του βάζου είναι δικό σου

Τουλάχιστον αυτή η λάμπα σου ανήκει

Μα τι αδιάφορα οι πολυθρόνες

σαν δυο ήσυχες πόρνες σε κοιτάζουν

 

Καληνύχτα

Είπε και σήκωσε τη νύχτα με άδεια βήματα

Από τώρα κι έπειτα σε καταδικάζω να γράφεις

παγωμένη ποιήματα

 

 

Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Έχει ρελάκι κόκκινο η χαρά και πέπλα μαύρα

Μη σηκωθείς και φύγεις δίχως το παλτό σου

 

Όχι δεν θα χαθώ όπως άλλοτε

που με ’σπρωχνες γελώντας στο κενό

Κι εγώ δεν είχα πού να στηριχθώ μια πράξη από αίμα

Κι έπειτα είπες πως όλα τα φαντάστηκα

 

Τι να πιέζω πια το μέτωπο στο παγωμένο τζάμι

να σχεδιάζω δάση και πουλιά στην πάχνη

Τι να κρεμιέμαι από μια νιότη   που ανήκει σ’ άλλους

Τι να σε περιμένω σε κατακλυσμούς σταθμών και διαβάσεις

σε φωταγωγημένα πλοία κι έρημα σαλόνια

Εγώ θα μείνω εδώ στην κρύπτη αυτή

όταν η ανάσα μου θα δυναμώνει αυτούς τους τοίχους

Αλλά θα πνίγει αργά-αργά εμένα

 

Η φαντασία είναι η μόνη πραγματικότητα της ψυχής

Της είπε κι έσβησε το φως της εισόδου

(αποσπάσματα απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 1976)

 

 

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΠΛΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΧΑΛΙ ΤΟ ΦΩΣ ΚΥΛΟΥΣΕ ΜΑΥΡΟ ΑΙΜΑ (απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 1976)

Απ’ τη βεράντα γλιστρούσε στο δωμάτιο

η βαθιά ανάσα των λουλουδιών

Ακίνητα τα βάζα και ωραία

περιεργαζόντουσαν τους καλεσμένους και το χώρο

μακρινές αστραπές ζωγράφιζαν το τέλος της ημέρας στα τζάμια

 

Ξέρω πολύ καλά τι μου συμβαίνει

Αφήστε με ξυπόλητη στον ουρανό

φυτέψτε στα δωμάτια δένδρα

Στα σκαλιστά σας έπιπλα φέρτε αηδόνια

κι εγώ θα κοιμηθώ βαθιά

Το στήθος της έτρεμε λίγο σαν από λυγμούς

όμως δεν έβγαινε από πουθενά ούτε μια νότα

Κι ο άλλος κοίταζε επίμονα

στο πουκάμισό του μια κηλίδα αίμα

Προσπαθούσε να στεριώσει

κάτι πεσμένο επάνω του ή μέσα του

Όμως δεν έβγαινε από πουθενά ούτε μια κραυγή

 

Το κουδούνι χτυπούσε από χρόνια

Θα πρέπει ν’ ασκηθείς σ’ αυτή μου τη σιωπή

 

Στο τρελό κίτρινο του ορίζοντα δύση μαζί κι ανατολή

χάραζαν πάλι αδίστακτα μια απάνθρωπη ζωή

Να σε αγκαλιάσω θα ’ταν εύκολο

Να σ’ αγγίξω όμως θα ’ταν φοβερό

έπαιζε η τζαζ ξεριζώνοντας

τα τελευταία άνθη της χαράς

Με τρόπο εκκωφαντικό

 

ΧΑΣΟΥ ΑΠ’ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ,  

της είχε πει κάποτε ο μονήρης περιπατητής στις όχθες των ρεμβασμών της

 Έτσι απόμεινε το γαλάζιο να τυραννιέται μόνο του από κλώνο σε κλώνο σαν πουλάκι που ξέμαθε τον ουρανό. Τότε άρχισε μια παράξενη ροή του χρόνου… Όλα σταματημένα και βουβαίνονταν ήσυχα στο πέρασμά της. Όχι – καθόλου από την ομορφιά της, βουβαίνονταν από ένα απροσδιόριστο πένθος στις ανάλαφρες και κάποτε χαρμόσυνες χειρονομίες της κι από αυτή την εκμηδένιση στο πρόσωπο σαν σκοτωμένο αίμα βγαλμένο απ’ το σκοτάδι και για το σκοτάδι όταν το θηρίο της ερημιάς ατάραχα το περιβάλλει κι όταν σαν χρησιμοποιημένα σεντόνια πέφτουν οι νύχτες άχρηστες πια η μια πάνω στην άλλη έτσι που το ανθρώπινο πρόσωπο τελειώνει το έργο του Τότε τα λόγια φτερουγίζουν σαν δειλά μισοφέγγαρα βαθαίνοντας τις ρυτίδες στην άκρη του στόματος και εκεί σωπαίνουν για μιαν άλλη –πεισματικά δική τους ζωή…

Δευτέρα, 28 Ιουνίου 2021

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΣΟΥΡΟΥΠΟ, ΣΕ ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ

 Τα μάτια σου με το κίτρινο λίβα

 καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.

Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει

τ’ αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.

 

Ήμερο βράδυ βελάζει σαν χαμένο πρόβατο,

ζυγώνει  στην πόλη κι αλλάζει προβιά,

σκύλος ή γάτα    με την τρίχα ορθή

κάτω από τόσους τροχούς.

 

Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή    μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.

Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια

στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.

[ΣΟΥΡΟΥΠΟ από την ενότητα ΒΗΜΑΤΑ ΠΙΣΩ στη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980 – συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013 και άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή]

 



ΚΥΡΙΑΚΗ (από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Ολίγο φως στους ώμους   - σαν σκόνη

και σε γονατίζει.

 

Απόγευμα

όπως – όπως τα σπίτια

το ένα πάνω στο άλλο.

 

Η κυρα-Καλή ταΐζει τις κότες

απ’ τον έβδομο δρόμο.

Καταριέται το πράσινο Φίατ,

τις τρόμαξε πάλι.

 

ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΤΗΣ ΤΡΕΛΗΣ

Στάθηκε απέναντι κι έλεγε κάτι σε μια γυναικούλα, της έδειχνε κιόλας τα ούλα της.

Η άλλη την κοίταζε σαν οδοντίατρος, κούναγε το κεφάλι, σφιγμένη στο μαύρο παλτό της, με χιονίστρες στα χέρια θα ’τανε, με κάλους στα μικρά δάχτυλα των ποδιών, με μια τρύπα σαν κεφάλι καρφίτσας σε μέρος κρυφό και τη ρούφαγε ο θάνατος, σαν αυγό, με το πάσο του.

Πέρασε το δρόμο μετά κι ήρθε ίσια στη διπλανή μου «Να» της έλεγε κι έδειχνε πάλι τα ούλα της «αίμα, αίμα, με ξεπάτωσε» το μάτι της όλο γυαλάδα και μ’ άγγιξε λίγο με το παλτό καθώς χτυπιόταν ξεκούμπωτο στον αέρα.

Πράσινο παλτό ξεβαμμένο, με παλιούς λεκέδες πάνω του

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980]

 

ΠΟΛΛΑ ΒΗΜΑΤΑ ΠΙΣΩ (από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη

βαπόρι σ’ άφησε πικρό σε τούτο τα βουνά,

πεινά η καρδιά σου νηστική και του καημού αποφόρι

φύγαν οι ανθρώποι για παντού, στραγγίξαν τα νερά.

Έτσι χορτάτη λησμονιά και του Θεού αποκούμπι

ακούμπησε τη ράχη σου στον τοίχο του σπιτιού,

τ’ αυτιού σου τα πατερημά και των νερών οι τούμποι

ν’ ανοίξουν να σας πάρουνε ως τη φωλιά του αετού.

Να μείνει ο κόσμος ξέσκεπος, ξαρμάτωτος να μείνω

κινίνο να ’ν’ το μάτι μου, κινίνο κι η φωνή

χωνί στα χέρια καθενού το αίμα μου να χύνω

στις νταμιζάνες του τυφλού οπού βαστάει κερί.

 

ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ ΤΟΝ ΘΕΛΩ ΣΤΑ ΧΑΥΤΕΙΑ

Αφίσες με τραβούν απ’ το μανίκι,

Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία.

Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία,

είκοσι χρόνια σου πληρώνω νοίκι.

 

Στον ύπνο να περνούν βουνά και δάση,

νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα.

Κάτι σαν άχτι μουλαριού που σου ’χα

σε ποιο λεωφορείο το ’χω χάσει.

 

Ποια τρέλα, πες μου, με χτυπάει στις φτέρνες

και φεύγω και κυλάω σαν το τόπι,

με γήπεδα μουγγά και με ταβέρνες

 

στα σωθικά. Οι άνθρωποι κι οι τόποι,

ξένοι που μοιάζουν στις φωτογραφίες

που βγάζαμε σε άλλες φωτογραφίες.

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980]

 

ΑΝΙΣΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Άλλη μια νύχτα με σκυμμένους ώμους,

με νάιλον σακούλες και τσαντάκια.

Των διαβάσεων τα φαναράκια

ηλιοβασίλεμα θυμίζουμε και δρόμους,

 

που παίρναμε παιδιά και δεν μας βγάζαν

στο σπίτι με την άγκυρα στον πάτο,

αλλά γραμμή στον Πόντιο Πιλάτο.

Τα χέρια του δυο ζώα που νυστάζαν.

 

Ω συμπολίτες, ω πικροί μου φίλοι

άνισα δικαιώματα ζητήστε

κι αν πιάσει της ψυχής σας το φιτίλι,

 

όλους τους βουλευτές καταψηφίστε

και βγείτε με το μπόι του ο καθένας,

να λάμψει ο κρυμμένος σας πυθμένας.

 

ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ

Πνιγμένος τόσα χρόνια κι είσαι πάντα

μπηγμένος αχινός στον ουρανό σου.

Περνούσε χθες επάνω στο κανό σου,

άηχη των Φιλιατών η μπάντα.

 

Στη θάλασσα, στο χώμα θα ’ταν ίδια

άσπρα τα κόκαλά σου και γλειμμένα.

Όλα βουβά και όλα μιλημένα,

λόγια μου λυπημένα κατοικίδια.

 

Το χέρι που στα φύκια σ’ έχει ρίξει

να το ’κοβα ψηλά μ’ ένα δρεπάνι,

ο κόσμος σαν μυλόπετρα να τρίξει,

 

να βγουν απ’ το θεόρατο τηγάνι

τα ψάρια του καλόγερου και πίσω

την πόρτα ανάμεσά μας να μην κλείσω.

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980]

 

ΘΑ ’ΧΟΥΜΕ ΣΕ ΠΑΛΙΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΓΝΩΡΙΣΤΕΙ ΚΙ ΕΜΕΙΝΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΡΑΓΙΣΜΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ (1)

2. Τρένο παλιό τα λόγια μου σου λέω,    βαγόνι το βαγόνι ξεδοντιάστηκα.

 

3. Θέλει κι η νύχτα μια γουλιά απ’ το αίμα σου    για να σαλπίσει τ ’άστρα της.

 

4. Κάποτε πέφτει η ψυχή, εκεί που    το κορμί σκοντάφτει. Πέφτει σαν αρμαθιά κλειδιά,    μένεις απ’ έξω.

 

5. Χρόνια που πέσαν πάνω μας σαν προβολείς.

Μας ντουφεκίζουν έναν-έναν,    σαστισμένους λαγούς.

 

6. Περίπολοι της νικοτίνης.

Οι κάννες τόσων τσιγάρων    στραμμένες επάνω μου.

 

7. Έντομο ή βλέμμα!

Έντρομο φεύγει το καλοκαίρι,    παλιά μουσική μου τρώει τα δάχτυλα.

 

8. Η φωνή σου κάνοντας δεύτερη,

η φωνή σου κόλουρος κώνος,

η φωνή σου βοηθητικός φαντάρος I5.

 

9. Τριμμένο σακάκι, τριμμένο χέρι    μασχάλες ξηλωμένες.

Που θα φανούν στη σταύρωση.

 

10. Ζυγώνει το μέλλον, σφραγισμένη μποτίλια.

Αδειανή ή γεμάτη, ρωτούν οι γονείς.

Μαύρη, παιδιά μου, μαύρη τους λέω.

 

11. Ελλάδα ’80:

μοιάζεις επιπλωμένο οικόπεδο    με θυρωρό βεβαίως και γκαράζ.

 

12. Τραβάς την αλυσίδα κι ο ήχος του νερού    σα να το πνίγουν στη λεκάνη.

Η φτερωτή της μέρας παίρνει να γυρίζει.

 

13. Ο θάνατος παλιό μπροστογεμές.

Μ’ όλες του τις αφλογιστίες, πιάνει κάποτε.

 

14. ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ:

Θα λάμπουνε ψηλά τα αστέρια    τα μάτια των πουλιών

και που και που    η καύτρα ενός τσιγάρου!..

[ΑΚΑΡΙΑΙΑ από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά  ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980  - Art by Edvard Munch ]

 

ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΒΡΟΧΗ ΞΥΠΟΛΥΤΗ ΚΙ ΟΛΟ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΖΑΜΙΑ (κι άλλα μονόξυλα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ 1980)

Χεριές – χεριές η ρίγανη, χεριές-χεριές ο ουρανός.

 

Κάποτε τα βουνά χιονισμένα χειμαδιά της φυλής.

 

Ίσκα τα μάτια σου καπνίζουν ήσυχα το σούρουπο.

 

Το κλάμα σου καλώδιο· το πιάνω με βρεγμένα χέρια.

 

Αχ το πεντάνευρο φύλλο της παλάμης σου.

 

Η φόδρα του φάρου σχίζεται κι ορμάει το σκοτάδι.

 

Η άλλη κόψη του κορμιού, η αθέατη.

 

Νάρκη ψυχή θα σε πατήσω σαν οχιά.

 

Ψηλά τα χέρια, κάτω τα στιλό

 

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ…

(αθέατος βασιλικός μυρίζει, βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας)

ΠΟΥ ΠΑΣ ΓΥΜΝΗ ΦΟΡΩΝΤΑΣ ΣΠΑΡΤΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ: Κι εσύ που ξέρεις από Ποίηση κι εγώ που δεν διαβάζω  κινδυνεύουμε: εσύ να χάσεις τα ποιήματα κι εγώ τις αφορμές τους!... (Κι ας με διαβάζεις…) προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι…  Κάθε τόσο κάνει(ς) μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να ’ναι κάποιο μυγάκι που σε ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα αφού, δεν μπορεί, θα χει πιάσει το βλέμμα μου πάνω σου ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό… Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό... Το σηκώνει(ς), μιλάς χειρονομώντας, σαν να γράφει(ς) στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς (σου)… Ξαφνικά σηκώνει(ς) το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους και το κλείνει(ς) απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει(ς) μετά προσεκτικά, φυσάς τη σελίδα και με κοιτάζει(ς) κατάματα. Χαμογελάω χαζά. – Πούσκιν; ρωτάω. – Πούσκιν, απαντάς. – Ρωσίδα; ρωτάω  – Ουκρανή, διορθώνει(ς). Πουτάνα, σκέφτομαι.– Όχι· ποιήτρια, διορθώνεις… Και ξανακάνεις την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διαβάζεις) τις σκέψεις μου. [σκόρπιοι στίχοι από τα ΑΓΡΙΑ και τα ΗΜΕΡΑ, μια μικρή πικάντικη ιστορία από το βιβλίο του Μιχάλη Γκανά ΓΥΝΑΙΚΩΝ]

Παρασκευή, 25 Ιουνίου 2021

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ