Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

ΑΠΟΨΕ ΔΕ ΧΩΡΑΝΕ ΟΙ ΛΥΠΕΣ ΜΟΥ ΟΥΤΕ ΜΕΣ ΤΟ ΑΠΑΛΟΤΕΡΟ ΦΙΛΙ

 Ωχ τη μάνα μου την καψερή, τη μάνα μου παρηγοριά και βάλσαμο της νύχτας.

Απόψε δε χωράνε οι λύπες μου, ούτε μες το απαλότερο φιλί.

 «Θέλω να πάω στην Αραπιά που μ’ έχουνε συστήσει

σε μια μεγάλη  μάγισσα τα μάγια να μου λύσει».

Θέλω ν’ ακούσω πάλι τα βλέφαρά μου να γέρνουνε μπροστά σ’ ένα όραμα ξανθό.

Θέλω να χορέψω, φούσκωμα και φύσημα τρυφερής κουρτίνας, μην απελευθερωθεί απ’ το παράθυρο.

Θέλω ν’ ανοίξω ένα πρωί με το φως, σαν το νούφαρο.

Είναι οι καρδιές μου ένας αρμαθός, τις άπλωσα στον ήλιο.

Ναι, άπλωσα στον ήλιο ένα άγριο κυκλάμινο στην άκρη της ρεματιάς,

μια χειραψία φίλων συνοδοιπόρων και συναγωνιστών,

λίγα κρόσσια που πέφτουνε στο μέτωπο ενός Κρητικού,

τα γόνατα μιας κοπέλας όταν βγαίνει απ’ τη θάλασσα

τη βραχνή φωνή του έρωτα,

ένα αυλάκι αίμα μιας μάχης για τον ήλιο

κι ένα ασημένιο κουτάλι λαμπερό, στην άκρη των χειλιών του βρέθηκε ένα χθεσινό μου δάκρυ.

[ΑΡΑΠΙΑ της Μάτση Χατζηλαζάρου από την ενότητα ΔΥΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ – συνέχεια με τα

ΧΑΜΟΓΕΛΑ λόγια για σύγχρονη μουσική επονομαζόμενη Swing και ΚΡΥΦΟΧΩΡΙ:

πρωί     απόγευμα     βράδυ     οδυρμός και άσμα

 


ΧΑΜΟΓΕΛΑ

(λόγια για σύγχρονη μουσική, επονομαζόμενη Swing)

Από το χαμόγελό σου πετάξανε

δέκα πουλιά, στους ώμους μου επάνω.

Το χαμόγελό σου το κρατάς

όπως ένα παιδί τη ναυτική του ψάθα.

 

Μια ανεμώνη τινάχθηκε

μέσα στην αγκαλιά μου

πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα γελάει μια αχτίδα

Η θάλασσα αναμοχλεύει τ’ άσπρα της χαλίκια

όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.

 

Δυο κόκκινες χάντρες κύλησαν

από μιας κοπέλας το λαιμό.

Οι λυγαριές αναστενάζουν μες στη ρεματιά

χορεύουμε, χορεύουμε, η μουσική μας είναι η σελήνη

όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμογελά σου.

 

Όταν μεθάει το κρασί

το πίνω μες τα χείλια σου

ο ήλιος σηκώνεται πριν ξυπνήσει το φιλί.

Η παλάμη σου ανοίγει όταν σκάει το σύκο

όλες οι πεταλούδες φέρνουν το χαμόγελό σου.

 

Από το χαμόγελό σου πετάξανε

δέκα πουλιά, στους ώμους μου επάνω.

Το χαμόγελό σου το κρατάς

όπως ένα παιδί τη ναυτική σου ψάθα.

[ΜΑΤΣΗ ΖΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ, Δύο Διαφορετικά Ποιήματα: Αραπιά και Χαμόγελα]

 

ΚΡΥΦΟΧΩΡΙ: πρωί

Θυμήθηκε τα γριγριά

που αντιλαλούν και φέγγουνε

σε μεγάλη διαδρομή καημών

από τον εαυτό της

μακριά στα νερά της Βάρκιζας

όμως έσερνε μαζί έναν στίχο

 

τα γριγριά αντιλαλούν και φέγγουνε

 

μην επιμένεις εδώ

ισχνή μου λέξη γριγριά

τα γάμμα-ρο και τα γιώτα

δε φωτάνε κανένα βυθό

δε βαράνε γδούπους πάνω στη θάλασσα

μηδέ τα συνερίζεται ο μπάτης

όταν ξεμουδιάζει το πρωινό

κι ένα-ένα φυσάει

άστρα φάρους και λάμπες

γριγριά

τι με παιδεύεις

φτάνουνε οι θύμησες

αρρώστια είναι τα λόγια τους

τι με κατατρέχεις

αναβοσβήνεις μπροστά μου

άμα λιγώνουμαι στον καναπέ

φύγε γριγριά φύγε

δεν μπορώ άλλο

χάνουμαι

 

ΚΡΥΦΟΧΩΡΙ: απόγεμα

Μαύρη γάτα γυαλιστερή

λάγνα σα μάτι

κατοικίδιο

εσύ ελεύθερο

στην ηδονή έχεις

μιαν ανάσα αλλόκοτη

ήμερη ήρεμη ήμερη

η ράχη σου βρίσκει

μες στο δωμάτιο

όλα τα λησμονημένα χάδια

 

κι αν δοκίμαζα με σένανε

τα ξόρκια μου

κι αν σε ονομάτιζα

Γριγρίτσα μου γυαλιστερή

εσύ ελεύθερη

 

όχι καλύτερα να σε πω Γριγρία

γυαλιστερή μου λάγνα

Γριγρία

μαύρη σα μάτι

παίζεις καθώς γράφω

ψευδοδαγκάνεις το στυλό μου

Γριγρία λεβεντιά

ξέγνοιαστα ζυγώνεις

τη μελάνη ή το λόγο

παραφυλάς το θάνατο καμιά φορά

μα ποτές το ρήμα πεθαίνω

 

ΚΡΥΦΟΧΩΡΙ: βράδυ

Συγυρίζοντας κάτι μπαούλα

ανακάλυψε πως

μαζί της δεν έσερνε μόνο

τον στίχο της Βάρκιζας

αλλά και λίγην άμμο

που ’τριζε σιγά-σιγά

μες το ποδόγυρο

ενός φουστανιού

γι’ αυτό λέει

πάντα ακούω το άγχος

εκείνης της ώρας

που όλα θρυμματίστηκαν

κι έγιναν ένα

με την αμμουδιά

σάπια και άχρηστη

είμαι εδώ μόνη

πάνω στα τελευταία

συντρίμμια ζωής που ξέρω

η πίκρα μου η θλίψη

πλέουνε συνεχώς

κατά τη θάλασσα

σαν τα ψόφια ψάρια

που κατηφορίζει ο Σηκουάνας

Γριγρία τι νιαουρίζεις τώρα

θέλεις να βγεις

έλα ανοίγω την πόρτα

φύγε και συ

δε χωράνε πια τα ψέματα

 

Α!.. ΚΑΚΟΧΡΟΝΟ ΝΑ ’ΧΟΥΝΕ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Α κακοχρονονάχουνε οι λέξεις

όχι οι λέξεις οι κενές

αλλά αυτές που χαϊδεύουνε και μας χαϊδεύουν προτού κοιμηθούμε

ίσως ο ποταμός

και δεν τον αγάπησα για τα γλυκά νερά του

στον τόπο μου το γλυκό νερό μαζεύεται δάκρυ-δάκρυ

ντουμάνιασε από τις λέξεις η κάμαρά μου και πήρα τους δρόμους

και κει που κάθισα στους πάγκους στοιβάχθηκαν από κάτω και πασαλείβονται στο πρόσωπό μου και μλπέκουνε μες τα μαλλιά μου

κι έπειτα σα φωτογραφία μ’ έχουνε ακίνητη περιορισμένη

ενώ το πάθος χάνεται και όλο την αυτοκτονία σκέπτουμαι

ακούω ένα τραγούδι φλαμένκο

μα εσύ ποταμέ γιατί δεν είσαι θάλασσα  με ορίζοντα

και γιατί χάραξες ένανε δρόμο υπόσχεσαι όχθες με γυρτά κλαριά φραμπαλάδες που κεντάς με τις σταγόνες σου και στο Παρίσι μέσα περνάς μουντά δίχως μια κραυγή δίχως ανταρσία παραιτημένα

το φλαμένκο δεν ακούγεται πάλι

τα γριγριά αντιλαλούν και

βοήθεια     μάνα μου     φοβάμαι

ούτε για φυγή δεν είχα κότσια άλλοτε νόμιζα τη φυγή ένα μαγκάκι που πιλαλάει μες στη βροχή γιουχάροντας  πέρα κει το Κρυφοχώρι

ποιο άσμα ξεχειλάει τις παλάμες του να ζήσουμε όπως η μέρα λέει ΝΑΙ αλλιώς τι χρειάζεται τι χρειάζεται ε βέβαια μες στις αυλές το καλοκαίρι γέρνει την κεφαλή πίναμε λίγη ρετσίνα και μεθούσαμε

και στάζανε οι χάντρες  του κομπολογιού

έρως     θα πεθάνω     έρως

θα πεθάνω μασουλούσα τα φυλλαράκια της αγριοπιπεριάς

ο ήλιος βασίλευε με τη χλαλοή του δρόμου και τον κονιορτό

μα τι σκίζεται έτσι μες στον λίβα

ποιανού τρυφερότητα γδέρνουνε τώρα δεν βλέπω τίποτε

αυτή η αλμυρή ουσία στη γλώσσα μου δάκρυα είναι ή αίμα

δεν ξέρω τίποτε άλλο δεν ξέρω να πω παρακάτω

[ΚΡΥΦΟΧΩΡΙ: οδυρμός, από την τελευταία ενότητα στη συλλογή της Μάτσης Χατζηλαζάρου ΕΡΩΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ: Δύο Ποιήματα και Κρυφοχώρι]

 

ΚΡΥΦΟΧΩΡΙ: άσμα

Σήμερα νομίζω

τελευταία φορά

θα σε τραγουδήσω γιατί

εσύ είσαι

ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή του έρωτα

που κρατιέται άλλοτε ψηλά κι άλλοτε βαθιά σε χορδές

έξω από κάθε γραφή γιατί

ένα Ζήτω με ψηφία

και λίγες πούλιες

μαύρες ή τριανταφυλλιές

μες στο χώμα της αρένας

δε σπαρταράνε βέβαια όπως

η δράση

η σάρκα

που είσαι

όταν μου μαθαίνεις την ξένη πόλη

κατάκαρδα

είπα τι χρειάζεται

και λέω δεν πειράζει

δεν πειράζει πετάνε όλα τα λόγια

όπως να ’ναι

η αγάπη

ξεντύνει τα  κορμιά

εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο

με κλείνεις

με στολίζεις φυτά

και τα περιποιείσαι

με μυρίζεις

με διψάς

με κρατάς

ξαφνικά

με λύνεις

και γελάω ακόμα ακόμα

πάμε ερχόμαστε μες στα κρύα και τις ζέστες και τις σκόνες που

μετά λασπώνουμε και έχουμε για  νήμα τα φύλλα του φθινόπωρου

άνοιξη αντικριστήκαμε τότες που ζητούσα να πεθάνω

γνωρίσαμε από κείνη την ημέρα

χρόνους και χώρους πολλούς

με αντικείμενα

με ορέξεις

με δάση με άγριες φράουλες

με ζωγραφική

εσύ αγγίζεις τα όρια που χρωματίζουνε τα πράματα και τα ονόματά τους και τη φθορά τους

τι άλλο

είναι ο κύκλος

από την ίριδα του ματιού σου

ακτίνα μελαχρινή

ριπή

της ορμής

τι άλλο

είναι η ύπαρξή μου

από μια νέα σφαίρα

με τα έπιπλα

με τη φύση

όταν μ’ αγαπάς

μικρή εικόνα στρογγυλή

μες στην ίριδα του ματιού σου

είμαι

σ’ ένα δωμάτιο ασβεστωμένο

κοντά στη θάλασσα

άσπρο το αλάτι της

ξεραίνει άγκυρες μόλους σκοινιά

αισθάνομαι τον ήλιο μαύρο

και τα μάτια σου

άλλοτε είμαι

λαχανιασμένη

σκύβω το πρόσωπο

χιονίζει δυνατά

ό,τι οριζόντιο φέγγει κατάλευκο

μονάχα λίγα κάθετα μαυρίζουν πάλι

και η ίρις του ματιού σου

που με ζυγιάζει έχει μαγικές αξίες

κουκίδα είναι   αητού πέταμα

και διαγράφει πράξεις

τοπία ή ζωές

έτσι θυμάμαι

τι σχήματα αφήνει

όποιος ξεριζώνει το δένδρα

κι όποιο χτίζει γιοφύρια

γιατί εσύ είσαι

ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή του έρωτα που κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές

έξω από κάθε γραφή γιατί

εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο

χαμογελάς

και μου τάζεις

κάτι γοβάκια

από δέρμα μανταρινιού

μου σιγοψιθυρίζεις καιρούς

σαν άγρια άλογα

λίμνες βαθιές στρώνεις χάδια

ρίχνεις παράξενα ζάρια

με δυο γαρίφαλα αίμα της καρδιάς σου

φυτρώνουν τα λόγια

ανάμεσα    μια νυχτερίδα

στα σμιγμένα φρύδια

με τη σελήνη

τι είναι ο ύπνος τι είναι ο ύπνος

και το βλέμμα σου

είναι πάντα σήμερα το βλέμμα σου

με μένα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ