Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΞΑΝΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ

 (… και μπαινοβγαίνω στα εκκωφαντικά λιθογραφεία του τίποτα…)

(Πέτρινοι κύλινδροι αλέθουν συλλαβές   να μην μας λείψει το επιούσιο Ποίημα)

Μαύρο ψωμί   Με μαύρο αλεύρι –

αναρωτήθηκε άραγε κανείς   γιατί στο τύπωμα βγαίνουν οι λέξεις   Μαύρες;

Ποια γενετήσια κλίση αποφάσισε

Πως είναι πένθος κάθε σκέψη;

Ποιο  ένστικτο   ρίχνει χαστούκι στα εύοσμα

Παιδιά της σημειολογίας   που άφησαν 

Σκανδαλωδώς να τους ξεφύγει το εμφανές;

 

(Προσποιούμενος συχνά συγκινήσεις   Κατάντησα ευαίσθητος. 

 

Και με τι χέρια να ζυμώσεις τώρα το ψωμί

Με τι κουράγιο να τελειώσεις το Ποίημα!..

 [Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ  από την ομότιτλη  συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη1996 - συγκεντρωτική έκδοση ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδόσεις Καστανιώτη 2008]

 


Η ΜΗΛΙΑ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)

Τις περισσότερες φορές σκέφτομαι δωρεάν

Χωρίς μολύβι.   Αχνίζοντας

Κέρδος κι απώλεια

Καθώς τρυγάω γύρω τον αέρα

Με ανάπηρα χέρια   Κομμένους καρπούς.

 

Πώς ξεχωρίζεις το φύλο ενός δένδρου;

 

Εγώ θυμάμαι μια τεμπέλικη μηλιά

Που φανταζόταν μήλα στις μασχάλες της

Ωστόσο ανθίστατο στους στολισμούς της άνθισης.

Ακατανόητη μηλιά.  Που οι θρόοι της

Ήταν λυγμός και λόξυγκας

Των χυμών από τη ρίζα.

Ένας μύχιος θρήνος για ό,τι  

Εκπληρώνει στο ακέραιο τυφλούς προορισμούς

Και αρκείται στην προίκα.

 

Το αν μνημονεύω τώρα   Εκείνη τη μηλιά

Είναι γιατί μια τέτοια φαντασία καρπών

Εθεωρήθη ως ύβρις  προς τη φύση·

Ω αίρεση   Στο δόγμα της δημιουργίας

Έρημο δένδρο μη ποιούν·

Το κόψανε το ρίξαν στην πυρά.

Κι οι φλόγες της

Είναι που γλείφαν όσην ώρα σας μιλώ

Τα τελευταία κλαριά μου!..

 

 

ΑΡΧΗ ΑΣΟΦΙΑΣ

Βλέπω τα σώματα ν’ ανήκουν στην εικόνα τους

Κι όλα του κόσμου ετούτου στ’ όνομά τους.  Τίποτα

Δεν έμεινε αδιάθετο να το χαρώ.

Το τελευταίο χαλίκι εκεί στο χερσοχώραφο

Κι αυτό ανήκει·

Ένα πουλί ένα πούπουλο στα σύρματα του ηλεκτρικού

Η αραχνιασμένη φοινικιά κι η ψόφια φτέρη

Ανήκουν, όλα ανήκουν.  Κύριε μεσίτα θέλω ν’ αγοράσω

Κύριε μεσίτα πες μου αν γίνεται

Ν’ αλλάξει σπάραχνα ν’ αλλάξει ομοταξία

Το ψάρι που έπιασε ο ψαράς.

Και το σπιτάκι που μου προξενεύεις,  τι άραγε

Θα είναι άλλο παρά σπίτι;   Απόκαμα

Να κατοικώ σε λέξεις τσιμεντένιες

Να ’χω επίπλωση από λέξεις   ξύλου.

Να ερωτεύομαι από έρωτα.   Και να μεθώ    Μονάχα από μεθύσι.

Αχ δώστε μας    Τη χάρη της ανωνυμίας,  Κύριε,

Σύντριψε τώρα δια παντός τον τύραννο της γλώσσας και άφησε

Να ξεχυθούν τα σωθικά των όντων μιαίνοντας

Ταυτότητες και ονόματα.   Το χάραγμα

Του τελευταίου κυττάρου.

Ελεύθερα   Να τρέξουν τα ποτάμια

Επάλληλων σημασιών.   Και όταν αγγίζεις αίσθημα

Να είναι σάρκα μόνο, σάρκα που ερωτεύεται

Χωρίς τη χρεία του έρωτα

Χωρίς καμία προπαιδεία συνειρμών.

 

Χωρίς τ’ αχρεία εκείνα ρουλεμάν   Της ομιλίας!..

 

 

Η ΟΜΙΛΙΑ

Λυγμός ορμάει προς το μυαλό σα θρόμβος.

Μια σκέψη σα λυγμός.

 

Αλέθουνε οι κοπτήρες στάζοντας

Αίματα λίπη συλλαβές

Απ’ των χειλιών τις άκρες·

Γλώσσα που κρεουργεί

Με νύχι λέαινας

Και βουλιμία λυγγός

Ενός ανήλεου κυνηγιού   την ωμή λεία

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]  

 

 

ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΙΗΜΑ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ  1996)

Έπεσα σε λάκκο με άσπρο και κάηκα!..

 

Όμως το Ποίημα είναι ποτάμι

Και μια υγρασία θαυμαστική

Θαρρώ γλυκαίνει τη σιωπή απ’ την οργή της

Αν την πρόδωσα. Δεν φταίω, τ’ ορκίζομαι.

Κάποιοι ξέχασαν ένα βάζο με φωνήεντα στο ράφι

Που θα το ’φτανα.  Ύστερα έμαθα με φλούδες συλλαβών

Να φτιάνω πλοία.  Μικρά, όσο το δάχτυλο παιδιού

Και τα ’ριχνα  μες στο νεράκι που έφευγε –

Τότε κατάλαβα:  Μονάχα ο χωρισμός

Ενώνει τους ανθρώπους.  Τα υπόλοιπα

Τα ξέρετε απ’ άλλες διηγήσεις.   Πως «πίσω δεν γυρνάει»

Πως «δις εμβήναι τω αυτώ ουκ έστιν»  και τα όμοια!..

Μας τα ’παν, τα ξανάπαν, σαν το αυτονόητο

Να είχε χρείαν ερμηνείας.  Αλλά το ποίημα

Είναι ποτάμι από δάκρυα ξένα.  Παιδί που αντρώθηκε

Συχνά το βλέπω να γυρνάει προς την πηγούλα του.

Κι όταν φουσκώνει   Απ’ την πολλήν αγάπη,   Πνίγει!..

 

 

ΕΝΩΠΙΟΝ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ

Πήγαινα νύχτα παρά θιν αλός!..

Κι απάγγελλα από μέσα μου καινούργιους στίχους

Θύελλα στο ακροατήριο

Με ηχηρά χειροκροτήματα που φτάναν κατά κύματα

Επευφημίες και γιούχα των αφρών.

Αυτό στ’ αλήθεια είναι κοινό!..

Με το ρευστό των λέξεων στα κόκαλά του,  

Αμφίθυμο!..  Απ’ την αστάθεια των σημαινομένων!..

Η έμπνευση    Ρυτίδωνε το δέρμα του όλο ρίγη

Κι ήταν βυθός η επιφάνεια που αλάλαζε   Στα σκοτεινά!..

 

Ποιος άλλος πίστεψε ποτέ  ότι τα ποιήματα

Είναι ο βόγκος του νερού

Που σπάει και ντρέπεται

Ζητώντας μόνο να χαθεί σ’ ένα άλλο βόγκο;

 

Ας είμαστε λιγότερο μικρόψυχοι.  Έρπει η φειδώ

Με κρύο αίμα δαψιλεύεται   Μικρά ψιχία. 

Όμως τα ποιήματα   Δεν επαιτούν τον έπαινο

Ούτε τη στάλα το μελάνι από τον κάλαμο   Του κάθε κριτικού. 

Διψούν μια θύελλα βρυχηθμών   Μια λαοθάλασσα

Να τρέμει σύγκορμη απ’ τη ρώμη των ρημάτων   Ή να σφυρίζει έστω

Μια γελοία παρήχηση  (σαν την πιο πάνω)

Αφρίζοντας   Από έκσταση κι από θυμό!..

 

Μη σας γελά η σεμνότητα

Και τα sub specie aeternitatis   Των μιξοπάρθενων. 

Όλοι φοβούνται   Όλοι ποθούνε αχόρταγα   Το εφήμερο.

 

Επευφημίες και γιούχα!..

 [από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]  

 

 

ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)

Πνέει αέρας φωνηέντων.  

Αέναη    Ακινησία των νοημάτων και ολάνθιστες

Περικοκλάδες λόγου. Τι όμορφα

Που γουργουρίζουν μες στη θαλπωρή του παλαιού   Οι καινοτόμοι. 

Τι ένταση   Στα εργαστήρια των μεταποιητών.

(Ο Ρίλκε δεν σηκώνει πλέον μετασκευή.  Για πέταμα.

Όμως του Πάουντ, λέει, στενεύουνε τα πέτα

Και στο μπλουτζίν του Γκίνσμπεργκ ταίριαξε σακάκι τουήντ   Αντί για τζάκετ). 

Τι άραγε   Να είναι αυτό που δεν υπήρχε πριν, και τώρα υπάρχει;

Μην απαντάτε πρόχειρα. 

Αφού απάντησε πριν χρόνια ο   Εμπεδοκλής, μην απαντάτε. 

Γίγνεσθαι πάρος ουκ εόν

Πώς θα ’ταν δυνατόν; Κι αν θέτε αλλιώς;

Τ’ εόν εξαπολέσθαι ανήνυστον – πού ακούστηκε

Να πέθανε κανένας ζωντανός;  Αμέριμνος

Γυρίζει εντούτοις ο τροχός των εποχών

Και ανθίζουνε    Τα στόματα των νέων. 

Που χύνουνε   Αβέρτα το παλιό κρασί

Σε ασκιά καινούργια. Επιμελώς μπλαζέ

Μπαλαμουτιάζοντας μέσα στο δρόμο, ελπίζοντας

Να σκανδαλίσουν λίγο τους αστούς. 

Ή μ’ αλυσίδες   Και καρφιά στα πέτσινα

Καταπτοούν τα τρομαλέα γεροντάκια.  Βρε ανίδεοι

Ποιος από σας μπορεί να γίνει και πάλι Αλκιβιάδης

Που, αφού ξεχάστηκε όλη νύχτα μ’ ένα λόχο, εκεί στο χάραμα

Όρμησε κι έκοψε τ’ @ρχίδια απ’ τις Ερμές αφήνοντας

Ευνούχο ένα Θεό;  Αναρχικούληδες

Των βόρειων προαστίων και του κέντρου, ποιος να υπέθετε

Πως τέτοια υπέρλαμπρα υποδείγματα προγόνων θα’ βγαζαν

Τόσο ξενέρωτα φρικιά!..

Δεν ξέρω.  Αξύνετοι ακούσαντες   Κωφοίσιν εοίκασιν. 

Αλλά εσείς βεβαίως πού ν’ ακούσετε   Με τα γουόκμαν διαπασών. 

Σας τρόμαξαν   Και τα τοιγάρτοι τοιγαρούν – σα να χρειάζεται

Πιο λίγος κόπος να ξεμάθεις το γνωστό.  Μα διάολε

Λιγάκι αν ξύνατε δυο τρία τοιγαρούν θα βρίσκατε

Τουλάχιστον μπαρούτι.

Όχι να κάθεστε    Τέλη εικοστού

Να μαλ@κίζεστε ακόμα    με μολότοφ!..

 

 

ΣΑΚΟΣ ΑΠΟΡΗΜΑΤΩΝ

Γιατί δεν έχει ο χρόνος διαφυγές;

Τι γήπεδο για κάφρους είναι αυτό που όλοι φρικάρουνε

Σε μια πορτούλα προς το μέλλον;  Η έξοδος

Κατάσπαρτη απ’ τα πτώματα των ποδοπατημένων.  Θύρα.  Εφτά.

Εικάζεται πως το παιχνίδι παίζεται στις πύλες – τα υπόλοιπα

Είναι μονάχα πρόσχημα

Μια προκαταβολή της μάχης.

(Τι ανάλογο   με τους μοιραίους εκδρομείς

Στις εκατόμβες του γουήκ εντ;)

Ας επανέλθουμε:

Το σώμα σπούδασε ποτέ του αθανασία;

Ηχώ  τα  ΟΧΙ  που επιστρέφουνε.

Χοντρό   της φρίκης παίγνιο

Σα να πετάς γατιά σε κλούβα λεόντων.

Γιατί επιτρέπουνε   Τέτοια θεάματα σε βλέμματα παιδιών;

(Αλλά το νείκος   Μήπως κι αυτό δεν είναι παίγνιο   Για νήπιο πνεύμα;)

Και το αναγκαίο της κίνησης;

Ει διήρηται το εόν,  κινείται,

Μας λέει ο Μέλισσος. Κινούμενον δε ουκ αν είη.

Δεν το κατάλαβα καλά.  Εγώ στο θάνατο

Δεν πάω διαιρεμένος;  Στην έξοδο και στο κλουβί

Διαιρεμένος – ή μην απόλλυται

Ο κόσμος μετ’ εμού;  Λέτε να γίνει καμιά πλάκα

Και απερχόμενος

Να πάρω κι όση αιωνιότητα απομένει;

 

Ιδού το απόρημα.

 [από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]  

 

 

ΝΟΣΤΑΛΓΩ ΤΟ ΠΑΡΟΝ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)

Νοσταλγώ το παρόν που θα ζήσω.

(Η προσδοκία ταιριάζει στην ανάμνηση:

Κι οι δυο παραχαράζουν όσο δύνανται

Την ατυχή πραγματικότητα. Το βλέπεις)

 

Ποια γεγονότα θα μηχανευτούμε πάλι

Τη συμμετοχή μου;  Ποιο έγχρωμο

Κουρέλι πάθους πρόκειται

Να υποδυθεί εκ νέου την πορφύρα;

Εκπλήττομαι

Με την ταχύτητα που επενεργεί η πλήξη.

Αν ήξερα   Τα μαθηματικά των αισθημάτων θα έτρεχα

Ακίνητος σαν Αχιλλέας  (ιδέα του Ζήνωνα)

Πιο πίσω απ’ τη χελώνα ζωή μου.

Ας μη βιαζόμαστε.

Πώς να τολμήσεις προσπεράσματα με κόρνες

Όταν μπροστά σου μποτιλιάρονται τα ερέβη.

 

Πώς να εικάσεις ό,τι κι αν συνέβη.

 

Στο απώτατο παρόν.

 

 

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Η όρασή μου συνορεύει με το δέρμα σου.

Πού ’ναι το ακραίο φυλάκιο της εικόνας σου άραγε

Και πού ν’ αρχίζουν τα βουνά   Της ενδοχώρας;

Ποιος θα ελέγξει διαβατήρια;

Περνάω νύχτα πατημένα τα εκατό.

Κι  αυτή η ψιλή βροχή που πέφτει ψιθυρίζοντας

Πώς παριστάνει λάγνα τη φωνή σου; 

Υπέθετα   Πολυβολεία  και  σειρήνες

Μα το αγκάλιασμα   Είναι πιο δόλια μέθοδος να με συλλάβεις.

Σιγά το δύσκολο!..

Εκατομμύρια χρόνια εξάσκησης δεν άρκεσαν

Να παραλλάξει το ασφαλτο.  Τι έγινε;

Απ’ τα μαλλιά σε σέρνω τώρα στη σπηλιά

Και μόλις πνίγομαι στον ύπνο με κουρεύεις.

Τα ξέρω απέξω.  Θα εφεύρω το μαστίγιο

Και των ματιών σου οι λίμνες ήδη καθρεφτίζουνε

Μαρτύρια της αγάπης.   Μην τα λες.

Μη λες ονόματα.  Κι αυτά τα ξέρω!..

Εσύ ’σαι ο Κανείς   Που βγήκε με το πρόβατο αγκαλιά

-Εγώ ειμ’ ο Κύκλωπας.

Είσαι το πρόβατο που αθώα θα με φάει

-Κι είμαι ο λύκος

Είσαι ο παλιός μου δαίμονας

-Κι εγώ το αιώνιο θύμα σου:   Ο δήμιος που μισείς!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]  

 

 

ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ ΠΑΘΟΥΣ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)

Ξεφλουδίζω το ξύλο και βρίσκω το κάρβουνο.

¨όμως τι να ’ναι αυτό που ξεχωρίζει οριστικά

Το δένδρο από το στύλο;

(Στολισμούς φυλλωμάτων, βλαστάρια χυμούς

Τα βοσκάει ανεμπόδιστα ο χρόνος)

 

Τριζοβολούν τα κούτσουρα στο τζάκι κι η ανάσα τους

Είναι θρόισμα δάσους που ορμάει αναθρώσκοντας

Με τα φτερά της τέφρας του

Και τιτιβίσματα πουλιών στην καμινάδα

Ωραία φωτιά

Τι κρεματόριο φαντασίας βουκολικής κάθε σου φλόγα

Παρομοίωση πάθους που υψώνει συχνά το ατελές

Σ’ ακριβό παρανάλωμα.

Κοιτάω τις σπίθες των ματιών σου.  Τις εύστροφες

Περιελίξεις της φιδίσιας γλώσσας σου

Και πώς με κίνηση χορευτική αλλά με μέθοδο

Καταβροχθίζεις όγκους θηραμάτων.

Έτσι, σαν έρωτας:

Όσο ζεσταίνεις, τόσο αφανίζεις.

 

Και πόση τέχνη, αλήθεια,  χρειάζεται

Για να πετύχει ο αφανισμός.

 

Πόσος,  αλήθεια,  χρειάζεται αφανισμός

Για να ζεστάνεις.

 

 

ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ

Γι’ αυτό ερωτεύτηκε τα σπίτια. Και τους ανθρώπους βέβαια.

Που μοιάζουνε με σπίτια.

Φορώντας πέδιλα μετοικεσίας δεν ταξιδεύουνε

Παρά το βλέμμα των παραθυριών ρεμβάζοντας

Ως το απέναντι. Κλωσάνε σιωπή. Κι αχνίζουνε

Τα σπλάχνα τους συμπόνια για τον ένοικο

Που καταρρέει καθώς τα συντηρεί.  Ανίδεος

Τα οχυρώνει από παντού μα ελεύθερο

Γεννοβολάει στις κάμαρες ένα σκουλήκι.

Τα σπίτια είναι κάστρα. Είναι και κύματα

Με τοίχους από αφρούς   Είναι και άγκυρες

Που ας λιώνουν στον βυθό κρατήσανε   Συνήθειες κιβωτού.

Πολλά είναι τάφοι·

Με εισόδους καλλιμάρμαρες.  Οικογενειακοί.

Μόλις βραδιάσει ανάβουν τα καντήλια τους

Και συνωθούνται ανάπηρες σκιές

Να θυμηθούν σε οθόνη σαλονιού

Πώς να ’ν’  ο απάνω κόσμος.

Τα σπίτια διαθέτουν μαγνητόφωνα

Τηλέφωνα   κεραίες   ενισχυτές

Τα σύνεργα μιας προηγμένης πλέον   Μεταφυσικής.

Κι απ’ την ακρώρεια της ταράτσας στέλνουνε

Με κάτοπτρα ηλιακών   Στεντόρεια σήματα

Το τελευταίο ταμ – ταμ  προς το υπερπέραν.

Απέξω κλιμακούται  η έντασις

Οδομαχίες χαιρετισμών και κλάξον λεωφόρων

Εκείνα δεν γνωρίζουν τίποτα.  Ψεύδονται ασύστολα

Δεν άκουσαν δεν είδαν.  Είναι που ενδύονται

Την πέτρινη ακαμψία του υπηρε΄τη – ελπίζοντας

Μα ταυτοχρόνως τρέμοντας

Του αφέντη τους μια πιθανή απώλεια.

Πιάνουν φιλία με ζώα  και  πόες κατοικίδιες.

Κυλάει στις φλέβες τους θερμό   Νερό των σωληνώσεων.

Έχουν καρδιά και βρυχηθμό   Καυστήρα.

 

Ετούτα ξέρω σχετικά.  Και αρκέσανε

Να ερωτευτώ τα σπίτια έως θανάτου.

Έως του δικού τους του θανάτου βέβαια.

Που ενώ γεμίζουν τρυφερότητα ως απάνω, ουδέποτε

Λυγίζουν  ή  ορρωδούν

Μα όταν φτάσει η ώρα κι όταν χρειαστεί

Με κομπρεσέρ  στον κρόταφο κι εξ επαφής

Σε σκόνη κρότο κουρνιαχτό τελειώνουνε.

Ή ακέραια,   σαν κυπαρίσσια που έζησαν αιώνες μοναξιά

Και άντεξαν,

 

Ένα τσεκούρι αιφνίδιου σεισμού

Θα τα τσακίσει!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]  

 

 

ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη  Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)

Πυκνές εικόνες πέφτουνε στα μάτια μου

Και τα θαμπώνουν.

Ο Έρωτας του μη πραγματικού

Είναι μοιχεία του πνεύματος

Που ενώπιον Θεού ενώθηκε

Με σάρκα μίαν.

 

Τι σκέφτομαι!..

 

Ό,τι αν σκεφτώ, μια παλλακίδα σκέψη θα ’ναι

Μια παρά φύσιν ηδονή – κι αν ήταν πάντα ηδονή,

Χαλάλι της. Μα να χωθείς στην αμαρτία για ένα τίποτα

Ψάχνοντας λέει μαργαριτάρια μες στον βούρκο, ενώ γινότανε

Να μασουλάς μπιζέλια σαν τα βόδια να ευφραίνεσαι

Αυτό θαρρώ πως παραπάει.

 

Κι ύστερα λέτε σεις για φίδια και για μήλα

Και ιστορίες περίεργες.

 

Από αλλού την πάθατε προπάτορες!..

 

ΟΜΟΙΩΜΑ ΚΕΛΑΗΔΙΣΜΟΥ

Μέσα στο ξύλο ένα στυφό πουλί   Κελαηδάει.

Ομοίωμα πουλιού και ομοίωμα    Κελαηδισμού.

Μάλλον κοτσύφι που χτυπάει επίμονα

Το ράμφος.  Να βρέχει να μην έχει

Αλλού καταφυγή και στο παράθυρο

Τσικ – τσικ της βροχής τον ήχο

Μόνο δυνατότερο. Αλλά στο ξύλο μέσα

Ούτε βροχή ούτε παράθυρο.  Σκοτάδι σπλάχνων

Και χυμοί ξεροί που άλλα πουλιά

Πάνω στα φύλλα  στα κλαριά

Παλιότερα.  Κοτσύφι ολόκληρο, για δες,

Πώς βρήκε πόρο να σφηνώσει   Ανέπαφο

(Ιστιοφόρο λιλιπούτειου μπουκαλιού  Απ’ το στόμιο)

Κι όλο τσικ – τσικ  και τσι

Με δυσανάγνωστους   Λαρυγγισμούς  και  Αθέατο.

 

Καθώς ακούς μέσα στο θαύμα

Να εμφανίζεται συχνά   ο Θεός   στους εκλεκτούς του

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]  

 

ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ

(…κι ανέσπερο να λάμπει τότε  είδα  το  σκοτάδι…)

Μ’ όλα τα Νίψον ανομήματα   Καρκινικά   Που ανήφορο ή κατήφορο   Τον ίδιο δρόμο διάβαζαν   (¨ασφαλτο εκείνον, εντελή   ως το ξημέρωμα.   Θα ’ναι κλεψύδρα υπέθεσα   Το κάθε νόημα   Που άμα στραγγίζει από σοφία, γυρνώντας το   Τ’ απάνω κάτω   Ανάστροφα   Μετρά και πάλι από την αρχή   Τη νέα του μοίρα.   Τέτοιο του κόσμου το μοτέρ,  το αεικίνητο.   καθώς ρουτίνα περπατάς ευθεία κι αιφνίδια   Γέρνει στο μέρος σου ο ζυγός, ορμητικά   Ένας καιάδας να γκρεμίζει απ’ την τραμπάλα ένας καρκίνος   Και άγουρο   Το κάθε ανάλαφρο εκτοξεύει σε αποθέωση   Πρόσκαιρης μέθης.   Ελπίς απελπισμένων:   Το άγουρο   Αργότερα θα γείρει – και άγουρο   (Μη μόνον όψιν)  άλλο ανάλαφρο   Στη θέση του   Που αργότερα   Και πάλι.   (Πώς είπατε;  Δε βλέπετε ομοιότητα καμιά;  Για προσπαθήστε τότε να διαβάσετε   Ανάποδα   Την ίδια σκέψη!..  [ΕΙΔΑ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ  1996]

Παρασκευή, 30 Ιουνίου 2023

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

ΘΑ ’ΜΑΙ ΕΝΑΣ ΟΥΡΑΝΟΣ και ΘΑ ’ΣΑΙ ΜΙΑ ΣΙΩΠΗ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

 (… αγαπημένη μου επικίνδυνη  σαν τη γυμνή χλόη  σαν το γυμνό χέρι…)

 

Ποια έρχεται; Ποια έρχεται κρατώντας δροσερό κλωνάρι;

Η πολυαγαπημένη μου έρχεται

σε τούτο το μεγάλο σπίτι το σκοτεινό.

Έρχεται αυτή με τα φωνήεντα στο όνομα   με την αοριστία στα βλέμματα

ανεβαίνοντας την παλιά την πελώρια σκάλα που τρίζει.

Η αγαπημένη τρέμει κι έρχεται.

Τα γόνατά της μέσα στη νύχτα μοιάζουνε με δυο φρέσκα νομίσματα.

Μιλάει κι ακούω ένα μεγάλο σμάρι μέλισσες.

Τίποτα δεν ακούω.

Το χέρι της αστράφτει πάνω μου   καθώς το χιόνι στο κλαδί.

 

Δεν ξέρω τι να κάνω.

Μέσα μου σαλεύουν δύσκολες φωνές.

Κάθισε αγαπημένη μου στον ίσκιο της κάμαρας.

Ο αυχένας σου είναι δροσερός σαν το ποτάμι

Το στόμα σου είναι ένα πουλί

Ο αυχένας σου είναι η νύχτα.

Το στόμα σου είναι ανάμνηση.

Δεν ξέρω ονόματα πουλιών.

Απόψε θα περάσω το χέρι μου γύρω στο ανάστημά σου.

Θα σε κρατήσω με δύναμη όπως τα πλευρά του ποταμιού

κρατούνε το ποτάμι.

Μέσα στη δίψα μου θα κοιμηθείς

όπως η στάμνα  που βυθίστηκε στον άμμο.

 

Αγαπημένη τα φορέματά σου μυρίζουνε

σα δένδρα που γεννήθηκαν στη θάλασσα.

Οι ώμοι σου είναι αυγή της άνοιξης.

Τα στήθη σου είναι καταχνιά.   Κοιμήσου αγαπημένη μου.

Τα μάτια σου είναι καταχνιά.

Το στόμα σου φλυαρεί σαν τη φτερούγα ενός εντόμου.

Ω ταραγμένη απ’ τα φιλιά μου σα σπηλιά απ’ τα κύματα

μέσα στον ίσκιο του ύπνου μου κοιμήσου

μέσα στα μάτια μου κοιμήσου που κοιμούνται.

 

Στα μισά της νύχτας μ’ εξύπνησε η φωνή της νύχτας.

Ένα κορμί ξεριζωμένο έπλεε πάνω στου ύπνου τον αφρό.

Στις δροσερές λακκούβες του γεννιότανε φυτά.

Το πρόσωπο χανόταν μεταμορφωνόταν.

Πού είσαι αγαπημένη μου παρούσα εδώ κι όμως απούσα

ανύποπτη την πόρτα του θανάτου αγγίζοντας;

πού είσαι η άσσπιλη ολοκάθαρη   γεμάτη χώρες άγνωστες

εσύ αναδυόμενη;

 

Αγαπημένη μου το δέρμα σου είναι ο ποταμός

που φεύγει κάτω από τη θάλασσα.

Οι φλέβες σου είναι δένδρα με καρπούς.

Κρατήσου πάνω μου χλωμή συμφιλιωμένη με το φως,

Θα ’μαι ένας ουρανός  και θα ’σαι μια σιωπή   στον ουρανό.

Αγαπημένη μου επικίνδυνη   σαν τη γυμνή χλόη   σαν το γυμνό χέρι

ωραία γυναίκα ριζωμένη μέσα μου

ωραία συμπληρωμένη    καταχτημένη τώρα   καταχτημένη!..

 [ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961 - εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη  συγκεντρωτική έκδοση ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ Ι  1951 - 1964 εκδόσεις ΕΡΜΗΣ] 

 

 


ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ  και του  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

(«… όμως στο βάθος δεν ήμουν παρά ένα ζώο   ανήκα στο δάσος…»  -  Κάφκα, Γράμματα στη Μιλένα):

 

Η ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ:

Θέλω να καταλάβετε πως μ’ έχτισαν

Κι αυτός.  Κι η μάνα του.  Κι οι πράξεις του!..

Με πέτρες και με βράχια απανωτά.  Διψούσα.  Του ’λεγα

δωσ’ μου νερό.  Δεν άκουγε!..

Μου κοίταζε   το πρόσωπο άφωνος.  Πονούσε.

Το ’ψαχνε  μ’ απόγνωση  λες κι ήταν έρημο.

Πες μου τι γύρευε από μένα και τα λόγια του μοιάζανε μ’ απειλές

σα να ’χα μόνο εγώ το μόλεμα μες στο αίμα μου.

Δεν καταλάβαινα!,, 

Κι είχα αποκάμει πια με τους ατέλειωτους αγώνες.

Του ’λεγα.   Φυλάξου Κωνσταντίνε!..

Όπως το φως του λύχνου συντηρείται ακόμα στο φυτίλι

αφού στεγνώξει όλο το λάδι στο βυθό.

 Ή σαν τους ήχους που έφυγαν από τ’ όργανο 

κι όμως ακούγονται πολύν καιρό μες στην ακοή.

Του  το ’λεγα.   Κάτι θα τρίξει

όταν ξεντύνεσαι και βγάζεις το πουκάμισο.

Κάτι θα σπάσει στο εσωτερικό.

Μια αθέατη κραυγή το απόγευμα θα σβήσει στης καμπάνας τον αντίλαλο.

Του το ’λεγα.   Μεγάλα νύχια μαύρα αμετακίνητα

θα κρεμαστούν πάνω στον ύπνο σου!..

Και δε θα φύγουνε ποτέ!.. 

 

Είχε πεθάνει τότε το παιδί μας.

Το κοιτάξαμε στα μάτια να κρατήσουμε την τελευταία του κίνηση.

Κι εκείνο απομακρύνονταν σαν αύρα νόμιζες

εξατμιζόταν όσο το κοιτάζαμε.

Την άλλη μέρα και την άλλη ο Κωνσταντίνος βασανίζονταν

από παράξενα  τινάγματα

σαν ένα πουλί που κάθεται στον καπνοδόχο

κι ο καπνός το διώχνει.

Ώσπου φαγώθηκε το πρόσωπό του απ’ το χαμόγελο το ασάλευτο.

Κοίταξε τώρα   μ’ ακούει και κρύβει τα μεγάλα σύννεφα τα μάτια του.

 

Τα  επίπεδα τ’ απανωτά όπου ζούσε   τον σακατεύανε.

Κι όμως ταξίδευε μονάχος στον αέρα!..

 

Η ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ:

Είμαι ένας άνδρας μέσα στο κορμί μου   περιέχω τον εαυτό μου που με περιέχει   ταυτότητα μου το μηδέν   γυναίκα μου η Ιωάννα   ανάμεσά μας η νύχτα   μια νύχτα   ο κήπος έλαμπε κάτω απ’ τα πόδια μας   και τούτο έμοιαζε τόσο αληθινό   πιο αληθινό   όταν ο κήπος έσβηνε   το φως αντέχει μέσα μας   συνέχεια της Ιωάννας   η βλάστηση   το κεφάλι της βαρύ   αστερωμένο   πάντα με απειθάρχητα μαλλιά   τόσο πικρό

για να σωπαίνει   και να θυμάται  

 

Ήτανε μια απειλή που δεν την έγραφε ο κανόνας.   Όπως την πρώτη φορά που αρχίνισε ν’ ασπρίζει   γιατί φωνάζει γιατί   σέρνεται μες την αυλή μας ο γείτονας   καμιά μέθη πια και το κορμί της έρημος   και το κορμί ξερό   κι η κάθε μέρα που έφευγε   καλύτερα να μου ξερίζωναν

ένα κομμάτι   κρέας

 

Έτσι  πήγα με πέντε μονάχα φτιασιδωμένες αισθήσεις   μέσα στ’ αφώτιστα χαλάσματα   ολοένα ψάχνοντας   πονώντας  και  γυρεύοντας   διψώντας  και  διψώντας   από το πάτωμα έσταζαν νερά   και το κακό δυνάμωνε    και το μυστήριο γλίστραγε απ’ τα δάχτυλα   πώς είναι καμιά φορά τα χέλια στη λασπουριά της λίμνης   ψάρευα κάποτε στην πατρίδα μου   ακόμα νέος και λαμπερός   μαύρα μονόξυλα, γκρίζο νερό   τα μπράτσα αχνίζοντας   όπως έσκαγε ο ήλιος   έλα μου φώναξες  ένα τεράστιο ζωντανό φυτό σαλεύοντας

μέσα στη μήτρα   του πρωινού.

 

Κι εκεί κοντά παραμόνευε ο θάνατος   η αιχμή του μπαίνοντας κάθε μέρα μολεμένη στο κορμί   όμως το μοιραζόμουν και πάλευα να ξεφύγω   το ’ξερα   εκεί δε θα ’τανε κανείς   μονάχα πέτρες και σιωπή   στο σκούρο φως   κοίτα με Κωνσταντίνε   είμαι όλη φως

ως πότε   θα ξέφευγα;

 

Τότες η Ιωάννα αναδευόταν   στρέφοντας το κορμί της  απ’ το μέγα στόμα του ύπνου   πουλιά πετούσαν απ’ τα χέρια της   ένα μακρύ ποτάμι από πουλιά   πάνω στο ρεύμα κράζοντας  γιομάτα με ήλιο  δυνατές φτερούγες  λάμπανε και φεύγανε   γιατί μου σφίγγεις έτσι τα όνειρά μου   φώναζε μέσα από τις καταπαχτές    άκουγα τη φωνή κι ανέβαινα   μεμιάς  αδύνατο να μείνω άλλο είπα   άσε στην άκρη τα αίματά σου  τώρα σκοτίστηκα

Π ίσκιος στο σώμα   μισοϊδωμένος   απρόσιτος

 

Είσαι ένας ανόητος παπαγάλος   μουρμούρισε εκείνη   ξανακοιμήθηκε  ας μπούμε καλύτερα στον πρώτο μας κόσμο   είκοσι χρονώ και περπατήσαμε  και  σταθήκαμε   δεν είχαμε καιρό   έλα μου φώναξες   κοίτα μου φώναξες   είμαι όλη φως.   Βοσκήσαμε έκτοτε σε δύστροπο δάσος   πολλές φορές το μαύρο μάτι πάνω μας   πολλές φορές

ο θάνατος   η ακατανόητη νύχτα.

 

Έτσι η Ιωάννα κόπηκε στα δυο  μήτε κατάλαβε τίποτα   το δικό μου κορμί διπλωμένο σα φόδρα στο κορμί της   μη δαιμονίζεσαι έλεγε   δεν αποκρίθηκα   όχι ήθελα να πάω έξω από τούτο το σπίτι   κάτω στην αυλή δεμένα τα σκυλιά   δε γαύγισαν   και πήγα  και να με τώρα

μαύρος   και  φαγωμένος.

 

Μάζεψε το κορμί της κι έφυγε.   Ύστερα ο χτύπος της καμπάνας ράγισε τ’ απομεσήμερο.   Να ’την  εδώ μ’ όλα τα σύνεργα του σώματος   ίσκιοι θηλών   μικρές φωνές μέσα στη νύχτα   όπως διαβαίναμε την άλλη όχτη   τα χαλίκια  το νερό  και οι ζάρες του νερού   και το κλαδί  το χέρι της   το νιώθω ακόμα σήμερα στον ώμο μου   τη μοναξιά ετοιμάζοντας   έφυγε και λυτρώθηκε   τάχα από τι;   πες μου να μάθω.   Απ’ το κορμί;   από μένα;   από το θάνατο;   Νυχτώνει!..  Ακόμη μια φορά!.. Κι η γνώση μου μηδέν

από τούτο   το όνειρο!..

 [αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961)

 

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ

(Η Πρώτη Συνάντηση)

Άσπρο τοπίο απεριόριστο με πέτρες και νερά   σκοτεινά τείχη του διαστήματος   αόρατες διαβάσεις για το φως   απανωτές γέφυρες   μαύρα αναρίθμητα πουλιά   σκιρτώντας   κράζοντας    πάνω στο μέτωπο της θάλασσας.   Η αράγιστη πεδιάδα του ουρανού   η ηχώ μιας μακρινής συγκομιδής   ο μύθος μιας αδιατάραχτης αιωνιότητας   ένα φτερό   χιλιάδες φτερά   το σώμα μιας γυναίκας   ψηφίο χρυσό   πάνω στην ακίνητη τράπεζα της άμμου.   Ήλιος.   Η σκοτεινιά της ώρας   η κατηφοριά του κόσμου   αέρας   βήματα   φωνές   το εσωτερικό του κόσμου έργο   και λησμονιά του θεού.   Η ανάπαυση του θεού   στο κοίλο της δημιουργίας. 

ΙΩΑΝΝΑ:  Ποιος είσαι;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Ποια είσαι;

ΙΩΑΝΝΑ:  Ώρες γυρίζεις γύρω μου σαν ίσκιος.  Κλέφτης είσαι;  ή

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Ή θανατος;

ΙΩΑΝΝΑ:  Τι θέλεις;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Να σου μιλήσω

ΙΩΑΝΝΑ:  Ν’ ακούσω

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Είναι σκοτάδι εδώ.  Φοβάμαι.  Εσύ φοβάσαι;

ΙΩΑΝΝΑ:  Είναι πρωί  και  φως.  Πες μου ποιος είσαι;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Η Θάλασσα.

ΙΩΑΝΝΑ:  Μοιάζεις με θάλασσα.  Γύρισες και με κοίταξες.  Εγύρισες  αργά σε μένα το σκοτεινό σου πρόσωπο.  Γαντζώθηκες στο πρόσωπό μου.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Κι εσύ με κοίταξες.  Κι απόστρεψες τα μάτια σου.  Κι ύστερα πάλι  εγύρισες και κοίταξες.

ΙΩΑΝΝΑ: Τότε μες στη σιωπή σου ανέμισε ένας άφωνος χαιρετισμός.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Σε χαιρετώ λοιπόν.  Και θέλω να μιλήσω.

ΙΩΑΝΝΑ:  Ν’ ακούσω θέλω.  Να μιλήσω ακούγοντας.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Είσαι λαμπερή σα δένδρο  στην κάμαρα

ΙΩΑΝΝΑ:  Θα με πονέσεις;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Οι ωραίοι σου σπόνδυλοι ακτινοβολούνε αχνίζουνε.

ΙΩΑΝΝΑ:  Θα με πονέσεις;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Είσαι ένα κάτασπρο νησί.  Ένα καράβι κάτασπρο.

ΙΩΑΝΝΑ:  Ποιος είσαι εσύ;  Ποιος τάχα απ’ όλους που περίμενα;  Δε μοιάζεις με κανένα.  Σε φοβάμαι.  Είσαι σαν το σκοτάδι στο νερό της θάλασσας.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Κι εσύ κυματίζεις ολάκερη  με ζωντανό φυτό πάνω στο κέντρο της γης.

ΙΩΑΝΝΑ:  Πόσο είναι δύσκολη η φωνή μου σήμερα.  Στου λαρυγγιού μου τη στροφή σωριάστηκε ένας κόμπος πέτρες.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Ω θημωνιά κι αλώνι κι άλογο καλπάζοντας στα στάχυα του αλωνιού.

ΙΩΑΝΝΑ:  Μίλα μου ακόμα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Ποια είσαι;

ΙΩΑΝΝΑ:  Μίλα μου που σου μιλάω  μ’ όλο μου το κορμί και σ’ ακούω μ’ όλο μου το κορμί  και  σε κοιτάζω μ’ ‘ένα πρόσωπο γιομάτο μάτια!..

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ποια είσαι;  Υπάρχεις μέσα μου από την ώρα που γεννήθηκα.   Όμως γεννήθηκα μονάχος μου.  Κι εσύ μονάχη σου γεννήθηκες.

ΙΩΑΝΝΑ:  Νιώθω πως γεννηθήκαμε μαζί   διπλωμένοι ο ένας μέσα στον άλλο.   Τώρα είμαι ελαφριά και χαίρομαι.  Παράξενο.  Κάθε φορά γινόταν έτσι…

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Εγίνηκε  πολλές φορές;

ΙΩΑΝΝΑ:  Μη με ρωτάς.  Κοίταξε τώρα χαίρομαι.  Θα πονέσεις;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Πατρίδα μου.  Σε ξαναβρίσκω γεμάτη σπηλιές.  Και πέτρες!..  Κι οράματα.  Μάνα μου μαύρη στον ήλιο!..

ΙΩΑΝΝΑ:  Μίλα μου ακόμα.  Σβήσε με τη φωνή σου εκείνα που έζησα  διψώντας  και  γυρεύοντας ως σήμερα.  Τα χέρια σου κυλάνε πάνω μου  όπως ο αέρας στις κατηφοριές.  Κοίτα είμαι καθαρή!..

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Είσαι η ίδια η φλόγα.   Ποια είσαι;

ΙΩΑΝΝΑ:  Η φλόγα!..

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Καις πολύ;

ΙΩΑΝΝΑ:  Φοβάσαι;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Το στόμα σου μοσκοβολάει όπως ο κίντηνος!..  Σ’ αγγίζω αγρίμι σκοτεινό και τρέμω ολάκερος!..

ΙΩΑΝΝΑ:  Θα με πονέσεις;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Θα με κάψεις;

ΙΩΑΝΝΑ:  Κράτα με σφιχτά  γιατί κάτι μέθυσε μέσα μου και τρέχει χορεύοντας απ’ το μυαλό ως τα πόδια!..

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Έλα να φύγουμε.  Ο δρόμος άνοιξε και λάμπει σαν το χέρι του Θεού!..

ΙΩΑΝΝΑ:  Φοβάμαι!. Ποιος είσαι;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Ποια είσαι;

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961]

 

Ο ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961 )

Ένα σπίτι με παλιά γκρεμίσματα,   13 δωμάτια

8 κάτω (το ένα σκοτεινό)  και 5 απάνω

Κήπος αφρόντιστος.   τριγύρω ο φράχτης.

Συκιές,   Αέρας.

4 παράθυρα στο νότο απάνω.  Κουρτίνες πράσινες.

Βεράντα στο νότο κάτω.  Πόρτες

Κρεβατοκάμαρες   απάνω.  Εικονοστάσιο

Σεντούκι με παλιά αναμνηστικά

Στο ένα παράθυρο του νότου αναρριχητικό φυτό.

Τα σκούρα κλείνανε με δυσκολία.

Σκάλα εσωτερική.

Στο πάτωμα ένας καναπές.

Σαλόνι πάντοτε κλειστό.

Κορνίζες με φωτογραφίες.

 Η απόσταση από το ποτάμι 400 μέτρα.

Η εξοχή.

Η αποθήκη με τα ξύλα και τα κάρβουνα.

Η αυλή στη μέση  το πηγάδι.

Ο φράχτης με ξερό καλάμι.  Ο κήπος.

7 συκιές.  Ο αέρας.

 

Στο βόρειο μέρος λόφος.  Ο δημόσιος δρόμος.

Βρύση με κεφαλή  και γούρνα  στο 12ο χιλιόμετρο.

Στάση αυτοκινήτων όταν περνούσαν αυτοκίνητα.

 

Η ΕΚΔΟΧΗ  ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

(… καλωσορίσατε τριαντάφυλλα στην πεθαμένη γη…)

 Τρίζουν οι σκάλες στο ακατοίκητο πένθιμο σπίτι μου.  

Γέλια και ψιθυρίσματα στις άνω κάμαρες.  

Ολονυχτίς μ’ ένα κλωνάρι στην οσφύ  

λεκάνες καμπυλώνονται τοπία σκορπίζουν ήλιους.   

Ένα άρωμα παραμυθιού ποτίζει τον αέρα  

Ο Κωνσταντίνος   είναι το πρόσωπο – αίνιγμα  της θάλασσας.

Στενάζει το ανυπόταχτο μέσα στο υποταγμένο.

Φιγούρα μισοφώτιστη παράξενα υποφέροντας

από το φυσικό κι από το αφύσικο

ανηφορίζει μοναχός σε πύρινα βουνά

χαμένος ανασύροντας

παλιές ημέρες αλγεινότατες

ωστόσο θαμπωμένος απ’ το νέο πρόσωπο

χαρούμενος τρεμάμενος

Εκείνη   είναι το πρόσωπο – ζέστα της γης.  Ουράνιο βάρος.

Σου φέρνει δάκρυα η ασυλλόγιστη ομορφιά.  Τι να ’ναι

τούτο το απόσταγμα από τα σκοτάδια του αίματος.

Ποιοι κίνδυνοι παραμονεύουν μέσα στο κορμί που μόνο του

συσταίνεται στην αίσθηση παράφορο

κι από τη νυχτα ως την αυγή μεταμορφώνεται;

Ποια να ’ναι   αυτή η γυναίκα η σίγουρη κι ανήσυχη

για την ουσία και τη φύση της

σάρκα που κατατρώγεται  και  κατατρώγει;

 

Εγώ είμαι η  μάνα – μνήμη.

Εδώ   στην κόχη αυτή μουρμούρισα και πόνεσα

Με κάψανε οι ίσκιοι της ψυχής.

Τους είδα ν’ αγκαλιάζονται ως τη βαθύτερη άφεση.

Συνέχεια στρέφοντας το πρόσωπό τους είδα και τους άκουσα.

 

Κι ο νους μου ο ζοφερός   ορίζει!..


ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Σα μόλις  να τη θέρισαν ακόμα δροσερή

μουρμούριζα ανεβαίνοντας λοξά τον ουρανό.

Στον ώμο της κοιμόταν ένα αέρινο   πουλί!..

Κι όλη έλαμπε από φως   άστρο και στάχυ.

Πολύτροπε  πολυμέδιμνε   της έλεγα.

Και τότε έφτασε η μάνα μου

μαύρη με τις καρφίτσες στα μαλλιά.

 

ΤΟ ΔΑΣΟΣ  και  Η ΓΕΝΝΗΣΗ

Βρισκόμουν σ’ ένα δάσος αέρινο που το έζωνε η φωτιά.

Σα φώναζα!..  Άκουγα τη φωνή μες στο κεφάλι μου το σκοτεινό.

Ανέβαινε ο καπνός.  Η νάρκη ανέβαινε.

Τα πόδια μου σαν ίσκιοι μάκραιναν απ’ το κορμί.

Δοκίμασα μια πτήση απελπισμένη προς τον ουρανό.

Ήρθε το πουλί.   Με κοίταξε άφωνο που δεν είχα φτερά.

Κι έφυγε το πουλί   τσιρρ – ρικ…

Και τότε οι φλόγες μ’ έζωσαν παντού μου κάψανε τα δροσερά   φορέματα.

Πόνο δεν ένιωθα μονάχα την αθόρυβη ζέστα

και την ομίχλη που μ’ εζάλισε  και  μ’ έφερε ίσια στον καρπό.

Κοιμήθηκα.   Και το παιδί γεννήθηκε!..

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961]]


ΕΛΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΑΠΟΨΕ  ΝΑ  ΣΕ  ΣΦΙΞΩ ΜΕ ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΜΟΥ

(… να σε τυλίξω μ’ αναρίθμητες μεταμορφώσεις και φωνές

ώσπου να μείνουν μόνο τ’ άσπρα σου τα κόκαλα μες στον αφρό του φεγγαριού…  - ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ )

Έλαμπε εκείνο το ποτάμι ολονυχτίς χανόταν   στο φως του δάσους  και  του φεγγαριού  θαμπό – ασημί  χρυσό – ασημί ποτάμι.   Κι εσύ πόσο όμορφή  στ’ αμίλητα νερά πατρίδα μου!..  Και τα γλυκά σου βράχια ανάστατα   κι οι μαύρες σου κορφές.   Το ρεύμα θα σε πάρει στο άπειρο θα πας.   Σύναξε τα μαλλιά σου φώναξα.   Μα εσύ ταξίδευες   φτερό του ονείρου  λάφυρο ψηλά κοιτάζοντας   κυλώντας στον αφρό κυλώντας   ώσπου γυμνή σ’ απόθεσαν τρέμουσα τα νερά   απάνω στα χαλίκια!..  Πλημένη το ταξίδι σ’ έφερε πολύτιμη ολοκάθαρη   σα σπόρο την αυγή που δεν ξυπνούσα.   Όραση κι όραμα χαριτωμένη του οφθαλμού   με τα νεφρά ζωσμένη εκπλήξεις!..   [ΟΡΑΣΗ ΚΙ ΟΡΑΜΑ  από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961]

Δευτέρα, 26 Ιουνίου 2023

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ