Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

ΟΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΕΝΟΙΩΘΑΝ ΠΟΥ ΗΣΑΝ ΒΕΒΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΑΥΤΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ (κι ήξεραν τι άξιζαν αυτά, τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες):

 Μαζεύτηκαν οι Αλεξανδρινοί    να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,

τον Καισαρίωνα και τα μικρά του αδέλφια,

Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη φορά τα βγάζαν στο Γυμνάσιο,

εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,

μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.

 

Ο Αλέξανδρος –τον είπαν βασιλέα της Αρμενίας, της Μηδίας και των Πάρθων.

Ο Πτολεμαίος –τον είπαν βασιλέα της Κιλικίας, της Συρίας και της Φοινίκης.

Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά, ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,

στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,

η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,

δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.

Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,

αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

 

Οι Αλεξαδρινοί ένοιωθαν βέβαια πού ήσαν λόγια αυτά θεατρικά.

 

Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,

ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,

το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,

 των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,

ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά (της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·

κι οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,

κι ενθουσιάζονταν κι επευφημούσαν ελληνικά κι αιγυπτιακά και ποιοι εβριαίικα,

γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα –

μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,

τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες!

 [ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ από τα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη που είναι γραμμένα το 1912 και το 1913 - Ανθολογούνται παρακάτω κι άλλα ποιήματα που είναι γραμμένα την ίδια χρονική περίοδο από την έκδοση του Ηριδανού 1935 – εδώ ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι]

 

1.     ΗΡΩΔΗΣ ΑΤΤΙΚΟΣ, Του Ηρώδη του Αττικού τι δόξα είναι αυτή

2.     ΦΙΛΕΛΛΗΝ, Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει

3.     ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Την εκκλησία αγαπώ – τα εξαπτέρυγά της

4.     ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ, Επέστρεφε συχνά και παίρνε με…

5.     ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ, Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις…

6.     ΠΟΛΥ ΣΠΑΝΙΩΣ, Είν’ ένα γέροντας. Εξαντλημένος και κυρτός…

7.     ΕΠΗΓΑ, Δεν εδεσμεύτηκα. Τελείως αφέθηκα και πήγα και

8.     ΤΟΥ ΜΑΓΑΖΙΟΥ, Τα τύλιξε προσεκτικά, με τάξι…

 


ΗΡΩΔΗΣ ΑΤΤΙΚΟΣ (κι άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη γραμμένα το 1912)

Α του Ηρώδη του Αττικού τι δόξα είναι αυτή

Ο Αλέξανδρος της Σελευκείας, απ’ τους καλούς μας σοφιστάς,

φτάνοντας στας Αθήνας να ομιλήσει,

βρίσκει την πόλιν άδεια επειδή ο Ηρώδης

ήταν στην εξοχή. Κι η νεολαία

όλη τον ακολούθησεν εκεί να τον ακούει.

Ο σοφιστής Αλέξανδρος λοιπόν

γράφει προς τον Ηρώδη επιστολή,

και τον παρακαλεί τους Έλληνας να στείλει.

Ο δε λεπτός Ηρώδης απαντά ευθύς,

«Έρχομαι με τους Έλληνας  μαζί κι εγώ».

 

Πόσα παιδιά στην Αλεξάνδρεια τώρα,

στην Αντιόχεια ή στην Βηρυτό

(οι ρήτορες του οι αυριανοί που ετοιμάζει ο ελληνισμός),

όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια

πού πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά,

και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια,

έξαφνα αφηρημένα σιωπούν.

Άγγιχτα τα ποτήρια αφήνουνε κοντά των,

και συλλογίζονται την τύχη του Ηρώδη -

ποιος άλλος σοφιστής τ’ αξιώθηκεν αυτά; -

κατά πού θέλει και κατά πού κάμνει

οι Έλληνες (οι Έλληνες!) να τον ακολουθούν,

μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,

μήτε να εκλέγουν πια, ακολουθούνε μόνο.

 

ΦΙΛΕΛΛΗΝ

Τη χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει

Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.

Το διάβημα μάλλον στενό·

εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν μ’ αρέσουν.

Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·

όχι υπερβολική, όχι πομπώδης –

μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος

που όλο σκαλίζει και μηνά στην Ρώμη -

αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.

Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος

κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.

Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις

(Σιθάσπη, προς Θεού, να μη λησμονηθεί)

μετά το βασιλεύς και το Σωτήρ,

να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.

Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,

τα «Πού οι Έλληνες» και «Πού τα Ελληνικά

πίσω απ’ τον Ζάγρο, εδώ από τα Φράατα πέρα».

Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροι μας άλλοι

αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κι εμείς.

Και τέλος μην ξεχνάς που ενίοτε

μας έρχονται από την Συρία σοφισταί,

και στιχοπλόκοι κι άλλοι ματαιόσπουδοι.

Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.

 

ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Την εκκλησίαν αγαπώ – τα εξαπτέρυγά της,

τ’ ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,

τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

 

Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών·

με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,

μες τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,

τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες

και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό –

λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό -

ο νους μου μπαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,

στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

 

ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,

αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με -

όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,

κι επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,

κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

 

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…

 

ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ (κι άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη γραμμένα το 1913)

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις

μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις και ομιλίες.

 

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την

στων σχέσεων και των συναναστροφών

την καθημερινήν ανοησία,

ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

 

ΠΟΛΥ ΣΠΑΝΙΩΣ

Είναι ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός,

σακαταμένος απ’ τα χρόνια κι από καταχρήσεις,

σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.

Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει

τα χάλια και τα γηρετειά του, μελετά

το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα νειάτα.

 

Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.

Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν η οπτασίες του.

Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,

η εύγραμμη σφιχτοδεμένη σάρκα των,

με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.

 

 

ΔΕΝ ΕΔΕΣΜΕΥΤΗΚΑ.  ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΦΕΘΗΚΑ ΚΙ ΕΠΗΓΑ!..

Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,   μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,   επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.   Κι ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής (ΕΠΗΓΑ 1913)

Τα τύλιξε προσεκτικά με τάξι    σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.    Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,    από αμεθύστους μενεξέδες. Ως αυτός τα κρίνει,    τα θέλησε, τα βλέπει ωραία, όχι όπως στη φύσι    τα είδεν ή τα σπούδασε.   Μες στο ταμείον θα τ’ αφήσει,    δείγμα της τολμηρής δουλειάς του και ικανής.    Στο μαγαζί σαν μπει αγοραστής κανείς    βγάζει απ’ τες θήκες άλλα και πουλεί – περίφημα στολίδια - βραχιόλια, αλυσίδες, περιδέραια και δαχτυλίδια!..     //  Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως την θέλεις,    τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς:    μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,    μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες!..    Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,    γυρίζοντας κι εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία,    ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική! [Κ. Π Καβάφης, Του Μαγαζιού και Όσο Μπορείς από τα Ποιήματά που είναι γραμμένα το 1913, εκδόσεις Ηριδανός

Τετάρτη, 31 Μαρτίου 2021

Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

ΑΦΟΤΟΥ ΕΜΕΙΝΕΣ ΕΝΑΣ ΒΥΘΟΣ ΣΕ ΔΟΝΗΣΗ…

 … πόσες στο δευτερόλεπτο σιωπές

σου αφήσαν αιμόφυρτο    το λογισμό λερναίο

και την ψυχή μια πέστροφα;

 

αίλουροι    και τι δεν ήπιανε στις όχθες σου

σιδερόφρακτοι αμέτρητοι ήλιοι

νέγρες σε έκσταση οι αστροφεγγιές

ξυπόλητες οι πίσσες του περού

κι από την υοσγάτη οι βυσσινόρωγες

κι όσες στο στήθος άγκυρες λιώνουν

γι’ αψέντια δυνατά και για δασύ βυθό

 

τα όσα φεγγάρια σε ομηρία κράτησες

και το γλικάνισο του δειλινού που μέθυσες

μόνο ένα σφάγιο πέρα από το θάνατο    με την εκδορά

να στάζει ο ουρανός από τα μάτια του

λιγνός όπως κλωστή μενεξελιά

 

όπως ανεμοδείχτης

τώρα που έγινες ένας βυθός

και μόνο λογισμός απόμεινες

μια πέστροφα η ψυχή σου ασπαίρει

 [26ο απόσπασμα από τη συλλογή  του Έκτορα Κακναβάτου Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ, πρώτη έκδοση 1964.

Εδώ από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ, Ποιήματα 1943-1974 Α΄ Τόμος, εκδόσεις Άγρα 1990, ανθολογούνται τα 17-26 αποσπάσματα]

 


ΚΙ ΕΧΕΙΣ Ν’ ΑΝΑΧΑΙΤΙΣΕΙΣ ΤΟΣΕΣ ΣΥΓΚΥΡΙΕΣ ΟΤΑΝ Ο ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΗΧΕΙ ΜΕΣ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

(αποσπάσματα από την ΚΛΙΜΑΚΑ του ΛΙΘΟΥ του Έκτορα Κακναβάτου)

17

Ύστερα από τα ογκώδη εντόσθια τι είναι

όταν ευθύγραμμη η γνώση οδοιπορεί επίμονα

μόνο ευθύγραμμη

κι έχεις ν’ αναχαιτίσεις τόσες συγκυρίες

όταν βηματισμός ηχεί μες στο διάστημα

κι είναι το πρόσωπό σου η περίπολος

το κενό χαίνει πάνω στην πορεία σου

διάτρητο από τα είδωλα από εσταυρωμένους

όταν δεν απόκαμες να είσαι η πρόσχωση

το κεντρώο σπέρμα

 

18

Αν αυτό που από το κάθε σχήμα είναι

ήχος και από τον ήχο ρώτημα

αν αυτό το ρώτημα που μες στα ηλιοστάσια

αυτόχθονο υλακτεί σαν τύμπανο νυχτόβιο

με ώχρες βαμμένο κι όπια κίτρινο

μαβί άσπρο και πονεί

πονεί ατέλειωτα μες τα λιθόστρωτα του λόγου

αν αυτό που ακόμη ανθίσταται

ανυποχώρητο

αυτό το στερνό λέγω από πανάρχαιη καστανιά

κι από σχιστόλιθο ανθρωπολύτη κατακόρυφο

προεκταθεί ως την αγέρωχη σιωπή

αν μείνει κατάμονο

σ’ αυτή την ερημιά της γνώσης

έτσι που να ’χει μέτρο

που να ’χει όγκο το μηδέν

αν πιει τον ίσκιο του από έξαρση

ή στον αγέρα αφανιστεί από αυτάρκεια

κι αν το ικρίωμα που έστηνες σου ανατρέψει

 

19

Τα όσια λείψανα όλα τα εντόσθια σκεύη

αν σου πετάξει άχρηστα

έξω που μαίνεται και μαίνεται

αβάσταχτο το φως μες στα περάσματα

τι θα απομείνει απ’ τον απρόσιτο κρόταφο

όταν απόμαχος

όταν έγχρωμος με οξείδια μετάλλων

θα φωσφορίζει ορθός σαν οίδημα

και θα συρίζουνε με τα μυαλά χυμένα οι δίνες;

 

η ώρα που θα σημαίνει έξοδο

πέρα από τη νόηση

τα τύμπανα με υλακές απ’ τα ηλιοστάσια

ο ήχος που το κάθε σχήμα θα ’ναι

που θα αντιφωνεί

τι θ’ απομείνει πες μου

παρά επίμονος ο λίθος να γεωμετρεί

αδιάλλακτο το τραύμα να ματώνει

 

20

Τη χαρακιά που ’χεις στα πετρένια μάγουλα

λέω πού τάχα να κατάγεται

εξοστρακίστηκε που σ’ άγγισε η αστροφεγγιά

κι είναι τα μάρμαρα αιματιά για πάντα

η σάρκα σου ένας έμφυτος επίδεσμος

 

πώς θα αναστρέψεις την οργή σου σε γλυκόριζα

πώς για ταφή θα παραδώσεις την ερώτηση

έναν πνεύμονα απόκρημνο

την καταιγίδα που ανάθρεψες

με ουρανό φαρμάκι

 

21

Σπιθίζουνε τα οστά σου απ’ την αντίσταση

όταν ψίθυρος μέσα σου ο αρκτούρος

ότι η τριβή αυτή είναι

το πρόβλημα και η λύση του

ότι αναδύεται πορφυρογέννητος ένας βυθός

που εντός σου ύστερα βουλιάζει

το ρήγμα που σ’ άνοιξε στα δυο

κι η γνώση ξέμεινε στις παρυφές σαν έντομο

μια τόση δα ξανθή στεριά

μια ωγυγία ο καστανός αχάτης

 

το ότι πήρες τη στροφή απίστευτα ανοιχτή

χιλιάδες κύκλωσες τους θανάτους που πέτρωσαν

κι αυτό δεν είμαι όχι

κι αυτό δεν είμαι

 

22

Με κοιτάζεις ένα φτερό που εντός μου λάμνει

ένα σήμα κινδύνου μ’ ακούς

σα φράγμα που έσπασε

και τα νερά κατεβαίνουν

σαν είδηση με σκέφτεσαι

που λιώνει τα νεφρά

σαν κοπετός μέσα στο αίμα

 

όταν το μάρμαρο θερίζει τον ήλιο

 

μ’ άγγιξες μ’ ένα λυγμό απ’ τον αιγόκερω

όπως ένας όλεθρος από ατρείδες

πώς λοιπόν μπορεί να μην είσαι φως;

 

23

Μπορεί όταν οι νόμοι παραδίνονται από θεό

γραμμένοι σε ίασπη

ή σε κλαυθμό ιουδαίο

η νεφέλη να είμαι εγώ από ασίες

της επικύρωσης να είμαι ο οιωνός

η στήλη άμμου που αναθρώσκει

 

24

Για το αν ήξερα της περιδίνησης τον πρόγονο

να μου ’λεγε για τη γενιά μου

διότι η επερώτηση για τη γενιά μου

στους απορρώγες φύεται

με των άστρων τις προνύμφες

κυρίως για τον επίμονο επιτάφιο που μέσα μου

περιπολεί όπως φτερό κήτους

διότι νωπό από πατρώα πάχνη το όραμα

καταφεύγει εντός διωκόμενο

ένα νεόπλασμα

κυρίως για την έκθετη ευθύνη

πιο πολύ για της ευθύνης την ύπαρξη

ας ήτανε ένα χειρουργείο σε όργιο

ας ήτανε μια εκτομή

 

25

Τώρα που μόλις άνθισε σε φουντουκιά

ένας πανάρχαιος νοτιάς

κλεισμένος σε πιθάρια από τον μίνωα

με κριθάρι χάλκινο

κούπες χρυσές

ζωστήρες

ενώτια

πώς μπορεί τώρα που ο χάρτης συμπληρώθηκε

να ’ναι η φωνή σου ένα νησί

το χέρι σου ένας γλάρος ν’ ασκητεύει;

 

ΑΦΟΤΟΥ ΄ΞΩΚΕΙΛΕ ΤΟ ΖΑΦΕΙΡΙ ΑΣΤΕΡΙ ΞΕΡΑ Ο ΝΟΥΣ… (Μόνο εσύ ω Ποίηση έμεινες να φέγγεις μεσ’ από βράχο διάφανο το μόνο πλοίο):

Μ’ όλο που ο γόος εκείνος   θηλυκώθηκε με τους ρεζέδες   με τα πόμολα   την υγρασία στο πάτωμα   τ’ αρχαία ξύλα    μ’ όλο που στο πρώτο άγγιγμα   σαν πολυέλαιος θα πει   τη νότα εκείνη τη βαθιά   κι είναι σαν τη γλυκιά ροδιά η ψυχή   η θύμηση γαλέρα βυθισμένη   κι ο γόος εκείνος πάλι   όχι άλλη ταρίχευση είπες    εδώ και μπρος μόνο ταλάντωση είναι ο χρόνος    ξεχάστε πια το θάνατο είπες (27ο απόσπασμα από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ, πρώτη έκδοση 1964 «σ’ εσένα που ποιος ξέρεις πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα…   Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω»

Δευτέρα, 29 Μαρτίου 2021

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

ΜΠΟΛΙΒΑΡ, ΙΣΩΣ Τ’ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΠΟΤΕΣ ΕΨΑΛΑΝΕ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

 «Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,

Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση

Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες,

του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

 

Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις πατρίδες, και τα έθνη και τα σύνολα,

κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,

Παρά γιατί σταθήκανε μες στους αιώνες, κι οι δυο τους, μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.

 

Μ’ ένα σκοπό του ταξιδιού: προς τ’ άστρα!..»

 

Το ποίημα ΜΠΟΛΙΒΑΡ γράφτηκε από τον Νίκο Εγγονόπουλο τον χειμώνα του 1942 προς το 1943. Κυκλοφόρησε στην αρχή, σε χειρόγραφα αντίγραφα που έκαναν πολλοί, και το διάβαζαν σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα.

Εκδόθηκε πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 1944 από την εκδοτική Εταιρία ΙΚΑΡΟΣ. Μεταφράστηκε στα Γαλλικά και κυκλοφόρησε και ως δίσκος γραμμοφώνου με απαγγελία του ποιητή και μουσική υπόκρουση του Αργύρη Κουνάδη  

Ακολουθούν αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από την τέταρτη έκδοση, Ίκαρος 1983

 


ΣΤΡΑΤΗΓΕ ΤΙ ΖΗΤΟΥΣΕΣ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ ΣΥ ΕΝΑΣ ΥΔΡΑΙΟΣ;

(Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου,  με 9 έγχρωμους πίνακες του ποιητή και ζωγράφου εκτός κειμένου)

ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ

 

Για τους μεγάλους, για τους ελευθέρους, για τους γενναίους, τους δυνατούς.

Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά,

Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι

κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια

Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,

Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σακάκι,

Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά κι οι αλυσίδες, οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,

Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,

Για ν’ αρματώνουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,

Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μεσ’ στη νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,

Μ’ ένα σκοπό του ταξιδιού: προς τ’ άστρα.

 

Γι αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,

Καθώς εφώλιασε μέσα στα βαθιά του μυαλού μου όλο συγκίνηση

Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

Όμως για τώρα θα ψάλω μονάχα τον Σίμωνα, αφήνοντας τον άλλον για κατάλληλο καιρό,

Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθει η ώρα, ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,

Ίσως το ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.

Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις πατρίδες, και τα έθνη και τα σύνολα,

κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,

Παρά γιατί σταθήκανε μες στους αιώνες, κι οι δυο τους, μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.

 

Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα δεν με κατάλαβε, δε μπόρεσε να καταλάβει τι λέω, κανείς;

Βέβαια την ίδια τύχη να ’χουνε κι αυτά που λέω τώρα

για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;

Δεν είναι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γρήγορα αντιληπτές μορφές της σημασίας τα’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,

Παρόμοια σύμβολα.

Αλλά ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις και υπερβολές  κι απελπισίες.

Αδιάφορο, η φωνή μου ήτανε προορισμένη μόνο για τους αιώνες.

(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρινό, σε χρόνια, λίγα, πολλά, ίσως μεθαύριο κι αντιμεθαύριο,

Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίσει η Γης να κυλάει άδεια κι άχρηστη και νεκρή, στο στερέωμα,

Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματική ακρίβεια, τις άγριες νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,

Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογιζόμενοι ποιος ήμουν, σκεφτόμενοι

Πώς υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.

Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,

Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια

Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου).

 

Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.

 

Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, ήσουνα ένα λουλούδι μες στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.

Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μεσ’ στην καρδιά σου, μεσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.

Η χέρα σου ήτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το καλό και το κακό.

Ροβόλαγες τα βουνά κι έτρεμαν τ’ άστρα, κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,

Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια ξέσκεπα, με τις λαβωματιές  γιομάτο το κορμί σου,

Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,

Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,

Με ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζεις σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,

 Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, ωσάν ανάκτορο σε πόλη Μακεδονίας ερημική.

 

Μπολιβάρ! Ήσουνα πραγματικότητα, και είσαι, και τώρα, δεν είναι όνειρο.

Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,

Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,

Ξαναζείς και φωνάζεις και δέρνεσαι,

Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί κι ο αητός.

 

Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε άνεμοι κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,

Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει η μέρα  κι οι κήποι ειρηνεύουνε  πνιγμένοι σε υγρασία,

Και στα ψηλά δενδρά κουρνιάζουν τα κοράκια,

Σκεφτείτε, κοντά στο κύμα, του καφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,

Μεσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακριά το φως που ανάβει, σβήνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,

Και ξημερώνει – τι φριχτή αγωνία – ύστερα από μια νύχτα δίχως ύπνο,

Και το νερό δεν λέει τίποτε απ’ τα μυστικά του. Έτσι η ζωή.

Κι έρχεται ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με τις νησιώτικες καμάρες,

Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια (η Νάξο, η Χίος),

Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε οι διάφανες νεράιδες! Αυτός ο Μπολιβάρ!

 

Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Έρε,

Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.

Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,

Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεμβασιά, το τρανό Μισίρι,

Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγκουα, του Ουντουράς, της Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,

Ακόμη και του Μεξικού.

Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι άνθρωποι να προσκυνούν.

Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω – έτσι ήτανε, λεν, ο Μπολιβάρ – και παρακολουθώ

Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

 

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,

Μπολιβάρ, γιατί ως να ’ρθεις η Νότια Αμερική ολόκληρη ήτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.

Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την Οικουμένη!

Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.

Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες τους στο στέρνο σου,

Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκαλιά σου,

Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,

Ο πλούτος της Αργεντινής.

Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφέ.

 

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,

Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,

Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους,

Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά,

Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη,

Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

 

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν ήμουνα παιδί, σ’ ένα ανηφορικό καλντερίμι του Φαναριού,

Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.

Μήπως να ’σαι άραγες, μια απ’ τις μύριες μορφές που πήρε κι άφησε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;

 

Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες και αιώνιες. Ήμουν εκεί.

Είχαμε προ πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:

πίσω, μακριά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.

Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη, που ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.

Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα λεωφορεία με τους πληγωμένους.

 

Μην ταραχθεί κανείς. Κάτω εκεί, να η λίμνη.

Από δω θα περάσουν, πέρα απ’ τις καλαμιές.

Υπονομεύτηκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη, του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.

Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!

Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια, καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα, τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,

Τα τόπια δεξιά. Βρας!

Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!

 

Κάθε κουμπαράς, που εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,

Ήταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,

Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κουρνιαχτό και την αντάρα,

Με το βλέμμα ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,

Κι ήταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου δρόμος, λυτρώσεως πύλη.

 

Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλεύτηκαν, Μπολιβάρ,

Πόσα «ντολάπια» και δε σου στήσαν να πέσεις, να χαθείς,

Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι, ένας Φιλιππουπολίτης.

Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,

όρθιος στου Ακογκαγκούα μπρος τον τρόμο,

Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες πάνω απ’ την κεφαλή σου.

Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν τους τρόμαζε μάχης το κακό και το ντουμάνι,

και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,

Κι οι προβατογκαμήλες  γκρεμιοτσακίζουντάνε στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν, σύννεφο το χώμα και λιθάρια.

Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.

(Σαν θα ’ρθει μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλαβάνδα, μ’ αγίασμα των Ωλαχερών ια βρέξω την κορφή μου,

Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,

Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο, να χαράξω το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)

 

Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθεί ότι ο Μπολιβάρ δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,

Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.

Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεπτο ακόμη: τη στιγμή,

Της Μάχης της μεγάλης που ήτανε γι’ αυτόνα μόνο,

Κι όπου θε να ’τανε  αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,

ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος κι εξιλαστήριο θύμα.

(Και ως του Κυρίλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο μέσα του στέκονταν,

Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουϊτώνε και του ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)

 

Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ, που σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθβ,

Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη, πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.

 

επίκλησις

Μπολιβάρ!  Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,

Του Αντωνίου Οικονόμου – που τόσο άδικα τον σφάξαν – και του Πασβαντζόγλου αδελφός,

Τ’ όνειρο του Μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ ξαναζεί στο μέτωπό σου.

Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.

Δεν ξέρω πια συγγένεια σε συνέδεε, αν ήτανε απόγονος σου άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο  αυτός,

Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γιος σου.

 

ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ

(για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς)

ΧΟΡΟΣ   στροφή   

Αν η νύχτα, αργεί να περάσει,

Παρηγόρια μας στέλνει τις παλιές της σελήνες,

Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια

Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,

Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε η ώρα θριάμβου.

Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων

Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,

Και το κόκκινο χρώμα που ’χαν πριν τη θυσία

Θα σκεπάσει μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.

 

αντιστροφή  

τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες

κι ο ήλιος   που λαμπρός ανατέλλει

σε τρόπαια ανάμεσα   και πουλιά   και κοντάρια

θ’ αναγγείλει ως εκεί που κυλάει το δάκρυ

και το παίρνει ο αέρας στης θαλάσσης   τα βάθη

τον φριχτότατον όρκο

το φρικτότερο σκότος

το φριχτό παραμύθι:

Libertad

 

επωδός  (χορός ελευθεροτεκτόνων)

Φύγετε μακριά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazon,

Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια, corazon,

όπου απόκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες, corazon,

Όπου πρόσωπο σκούρο και χείλια πλατιά κι ολόλευκα δόντια, corazon,

Ας στηθεί ο φαλλός και γιορτή ας αρχίσει, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς, Corazon,

Μεσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα, corazon,

Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς, corazon.

 

Στρατηγέ    τι ζητούσες στη Λάρισα    συ ένας Υδραίος;

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στο Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία τη ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος ήτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείσει μάτι, δεν μπορούσε να γενεί πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, δια καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου  

(Εδώ ακούγονται μακρινές μουσικές που παίζουν, με άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardine)

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ