Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

ΜΝΗΜΕΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΠΟΥ ΓΕΡΑΣΑΝ ΜΕΣ ΣΕ ΔΥΟ-ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ… (αλλά οι άνθρωποι που μας αγαπούν δεν μας ξέχασαν)

 

Ποιος θ’ απαντήσει στην κραυγή μας;

Ποιος έμεινε να μοιραστούμε τον ίλιγγο;

Μια-μια οι πόρτες κλείνουν.

Κι όμως στους δρόμους του Βορρά, στις χαράδρες με τ’ αλάθευτα ντουφέκια, στις γειτονιές που δεν γονατίζουν

οι άνθρωποι μας περιμένουν μ’ ελπιδοφόρα πρόσωπα, μ’ άγρυπνα μάτια.

Μ’ αυτά τα πληγωμένα χέρια της σκλαβιάς θ’ αγγίξουμε τον ουρανό!..

 

Άραγε θα κρατήσουν οι ώμοι μας το βάρος αυτής της εμπειρίας;

Ήσαν οι δύσκολες μέρες της ζωής που απ’ τα μικρά μας χρόνια αντικρίσαμε.

Ξαφνικά σοβαρεμένοι, γνωρίσαμε το θάνατο και τη μάχη,

κυνηγώντας τα μεγάλα πουλιά μας ξέφυγαν όλα από τα χέρια.

Και η μυστική απάντηση δεν έρχεται.

Μα χρειάζεται να ρωτήσεις για να σ’ αποκριθούν;

Χωρίς να το νιώσω έγινα καλός (Αθήνα, Μάρτιος 1948)

 (Οι δύο τελευταίες ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΔΥΟ ΘΕΜΑΤΑ από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ 1948-1951 –

Απ’ αυτή τη συλλογή ανθολογούνται και οι λοιπές παραλλαγές ΣΕ ΔΥΟ ΘΕΜΑΤΑ καθώς επίσης και τα ποιήματα: Οινομαγειρείον «Η ΑΦΘΟΝΙΑ»,

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ,

ΟΙ ΦΙΛΟΙ,

ΑΝΑΜΟΝΗ,

ΠΟΛΙΤΕΙΑ,

ΕΩΘΙΝΟ,

ΣΠΟΥΔΗ,

ΑΙΝΙΓΜΑ,

ΑΝΟΙΧΤΑ ΣΥΝΟΡΑ,  

ΤΟ ΓΛΥΚΟ  και το ΑΡΜΥΡΟ ΝΕΡΟ και

ΦΩΤΙΕΣ

 

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΔΥΟ ΘΕΜΑΤΑ (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου Επιστροφή στην Πόιηση 1948-1951):

-Ι-

Παιδιά με βιαστικές ορμές

τραγουδώντας πολεμικά εμβατήρια

αφήσαμε τα θρανία

για να κατεβούμε στη διαδήλωση

δρασκελίσαμε τους φράχτες των αμπελιών

με τη χαρά της αρπαγής πάνω απ’ το φόβο του δραγάτη.

Η πράξη προλάβαινε το στοχασμό

ο στοχασμός δεν χωρούσε στα τραγούδια.

Οι ξινές ρόγες ωρίμασαν απότομα.

-ΙΙ-

Το χώμα δέχθηκε τα κορμιά

μια ρίζα για προσκεφάλι

κι ο ήλιος καρφώνοντας τις ανοιχτές παλάμες.

Πρόσκληση για φλογέρα οι καλαμιές

πανάρχαιοι σκοποί απ’ τα γλυφά κοχύλια.

Στο κατώφλι του περβολιού προσμένουμε το καλοκαίρι

-ΙΙΙ-

Κλέψαμε μια χούφτα θάλασσα

το νερό έμεινε γαλάζιο

θρυμματίσαμε το κρύσταλλο τ’ ουρανού

τα συντρίμμια έμειναν γαλάζια

μόνο το αίμα έχουμε κόκκινο

και την καρδιά.

Αίμα

που έβαψε τα πεζοδρόμια

που τύφλωσε τα μάτια

που γέμισε στυφό το στόμα.

Πάθος της άρνησης

λύσσα του γκρεμισμού –

ποιος θα χτίσει καλύτερα από μας;

V-

Στην άκρη της μνήμης τελειώνει η θάλασσα

πέρα απ’ το παράθυρο αρχίζει ο κόσμος.

Τα βιβλία φθείρονται μες στα χέρια μας

τα βιβλία που ώρες κι ώρες σκύβουμε πάνω τους

που τα συζητάμε στην κλειστή κάμαρα.

Τύψη της αδέξιας πράξης

πιο τυραννική κι απ’ της άνομης πράξης.

Είναι μακριά οι σοφές πόλεις της Ευρώπης

με τις γερτές σκεπές, τις καμινάδες

που δεν γνωρίζουμε την αγωνία

της παράνομης συνεδρίασης.

Χίλιοι δρόμοι οδηγούν στη λευτεριά.

 

ΟΙΝΟΜΑΓΕΙΡΕΙΟΝ «Η ΑΦΘΟΝΙΑ»

Μνήμες τραγουδιών που γέρασαν μες σε δύο τρία χρόνια

Ξύπνησαν απ’ το γραμμόφωνο του δρόμου

Το αρχαίο γραμμόφωνο με το μεγάλο χωνί.

Οι άνθρωποι που μας αγαπούν δεν μας ξέχασαν.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου Επιστροφή στην Πόιηση 1948-1951):

Καμινάδες νεκρές, δίχως καπνό

άδεια από γέλιο στόματα

καρδιές που νίκησαν και πέθαναν –

πρέπει να γεφυρώσουμε τα χείλη της αβύσσου.

 

Άνθρωποι, πάνω απ’ όλα άνθρωποι

αδιάκοπα, χωρίς ανάσα, χωρίς ντροπή

γυμνοί από αμφιβολίες

τίποτα κρυμμένο

ας ξεχυθούμε πάλι μες τους δρόμους

να χτίσουμε ξανά τη ζωή

να χτίσουμε πρώτοι εμείς τη ζωή.

 

Φωνές γεμάτος ο ουρανός

κι αναποδογυρισμένα σύννεφα

που τα εκτελέσαμε το μεσημέρι –

μόλις το πρόλαβαν οι εφημερίδες

επί του πιεστηρίου.

Καμιά δεν έγραφε για τις βρύσες

που ανοίξανε στα βασανισμένα τους κορμιά.

 

ΟΙ ΦΙΛΟΙ

Δεν είναι η θύμηση των σκοτωμένων φίλων

που μας σκίζει τώρα τα σωθικά.

Είναι ο θρήνος για τους χιλιάδες άγνωστους

που αφήσανε στα ράμφη των πουλιών

τα σβησμένα ματιά τους

που σφίγγουνε στα παγωμένα χέρια τους

μια φούχτα κάλυκες κι αγκάθια.

Τους άγνωστους περαστικούς διαβάτες

που ποτέ δεν μιλήσαμε

που κάποτε για λίγο κοιταχθήκαμε

όταν μας έδωσαν τη φωτιά του τσιγάρου τους

στο βραδινό δρόμο.

Τους χιλιάδες άγνωστους φίλους

που έδωσαν τη ζωή τους

για μένα.

 

ΑΝΑΜΟΝΗ

Το βλέμμα αντιστύλι τ’ ουρανού

κιονόκρανο της ματιάς ο ήλιος.

Και περιμένουμε τη νέα δοκιμασία.

 

ΠΟΛΙΤΕΙΑ (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου Επιστροφή στην Πόιηση 1948-1951

Ποια πολιτεία είναι τούτη χωρίς δρόμους

με τα σπίτια στοιβαγμένα στα ράφια της βιβλιοθήκης;

Όλα τα ρολόγια σταμάτησαν οχτώ και τέταρτο

Οχτώ και τέταρτο η ώρα που γυρνάνε τα κορίτσια των καλών οικογενειών

«Καλησπέρα σας, πώς είσθε;»

«Στο σπίτι όλοι καλά;»

«Έχετε καιρό που πεθάνατε;»

6-8 μάθημα στο Ωδείο ή στη Γαλλική Ακαδημία

ύστερα βιαστικά μια ένεση νεοσαλβαρσάνης

δυο χρόνια τώρα γίνεται η θεραπεία.

«Ονομάζομαι Ίων Βλαδιμηρέσκου

ή αν θέλετε Βλαδιμηρόπουλος επί το ελληνικότερον.

Στη  Ρουμανία δεν τα ξέραμε αυτά.

Αχ, τα παλιά καλά χρόνια…»

Χαμόγελα χτισμένα στις άκρες με τσιμέντο

οι δεξιώσεις, οι χοροί, τα πασουμάκια των πορνείων

κι ο ακοντιστής βυθομετρώντας

το υποσυνείδητό του.

Όλος ο ιδρώτας μαζεύτηκε στον υπόγειο σιδηρόδρομο

κανείς δεν φτύνει ούτε καπνίζει,

τα καπέλα μένουν άδεια στις κρεμάστρες,

οι πόρτες των σπιτιών μισάνοιχτες,

ούτε ένας άνθρωπος δεν μπαίνει.

Ησυχία, Νοσοκομείον

με χίλια παράθυρα κι ένα θάνατο.

Μια σκαλωσιά.

Στις τσιμινιέρες των εργοστασίων

κολλάνε τον καπνό γεωμετρικά

στο χάρτινο ουρανό!..

 

ΕΩΘΙΝΟ

Φωνές σβησμένες απ’ τη μνήμη

ξεχασμένες στις παλάμες των παιδικών χεριών

φωνές δίχως διαμελισμένα ερωτήματα

δίχως άυπνα μάτια στυλωμένα στο ταβάνι

ανέλπιστα ξύπνησαν διώχνοντας τη σιγή

που κάθετη εμπρός στο στόμα

εμπόδιζε να μιλήσουμε και να φιληθούμε

 

Λευκά παραπετάσματα από φως

Εκεί που πέθανε το μεγάλο βράδυ

Ορθός ο καταρράκτης της αιθρίας

Χύνεται στα σπίτια στην άσφαλτο στο χώμα

Ο κόσμος άλλαξε μεμιάς

Κάτω απ’ τις πέτρες μια πράσινη υπόσχεση ζωής

Σοφό χορτάρι κοίτη σαλιγκαριών

Κοίτη των ανίδεων ανθρώπων

Στεγνώσανε τα δάκρυα ακόμα και της λύπης που θα’ ρθει.

 

Έρωτας παντού χυμένος

Σα ρόδι που έσπασε στο πέτρινο κατώφλι

Το φως σκίζει τις λέξεις πριν ακουστούν ολόκληρες

Μάτια μαχαιρωμένα από το φως

Μαβιά πουλιά της αντηλιάς

Λυτά μαλλιά λουρίδες του ίσκιου

Μια φούχτα ήλιος μια βούλα  καυτό μέταλλο

Χρυσώνοντας την πύλη της ζωής.

Γκρεμίστηκε η φυλακή σου

Τιμωρημένη σάρκα

Σαν ξαναγίναμε αγρίμια

Μονάχα η πατημένη χλόη κράτησε τη θύμηση της βιάσης.

 

Έσπασε ο σπάγκος του χαρταετού

Που δέσαμε το ραγισμένο ουρανό

Έσπασε το στολίδι του λαιμού

Και χύθηκαν οι τριάντα εφτά του χάντρες

Δίπλα στου θόλου τα κομμάτια

Ύστερα ένα σύννεφο καρφώθηκε μες το λαρύγγι του ήλιου.

«Συναγερμός στα όπλα…»

«Πάψε  σου λέω το μουρμουρητό.

Σκοτώστε τη λατέρνα.

Σταματήστε»

«Συναγερμός!

Στο δρόμο πέφτουν όλμοι…»

Η πύλη ολόκληρη ξαναγαιγόταν.

 

ΣΠΟΥΔΗ (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου Επιστροφή στην Πόιηση 1948-1951)

Ζεστή σιωπή φθινοπώρου κι η νύχτα, τα βιβλία,

θανάσιμα να μελετώ μ το μυαλό μου αλλού.

Μ’ έγχορδα τα ματόκλαδα παίζω σαν του καλού

πριν από μας καιρού ενδόμυχη μια συναυλία.

 

Τ’ αντικρινού παράθυρου κλείσανε κι άλλη γρίλια,

μνήμη από πράγματα που λες δεν γερνάνε ποτές.

Πρέπει κι οι λύπες να ’ναι πια καλόγνωμα δεχτές,

γιατί ένα τρέμουλο άθελα να διαπερνάει τα χείλια;

 

Χωρίς ν’ ανοίξει η πόρτα μου μπαίνουν σκιές οι φίλοι

που χάθηκαν. Δεν τους αντέχει η μουσική. Στο φως

λόγια δικά τους ξαναηχούν. Θα ’ναι κανείς σοφός

μα γέρος πια όταν μάθει τι στους νεκρούς του οφείλει.

 

ΑΙΝΙΓΜΑ

Αναριγώ

όταν κι εγώ

πάω να μιλήσω

 

σπάει η φωνή

παλιό χωνί

ας σταματήσω

 

ήρθε η στιγμή

που και οι λυγμοί

πρέπει να σβήσουν

 

αίνιγμα ωρών

στροφή καιρών

στα χείλη αβύσσου.

 

ΑΝΟΙΧΤΑ ΣΥΝΟΡΑ (Θυμάσαι είχαμε κάνει την ίδια υπογράμμιση στο ίδιο βιβλίο του Μαρξ…)

Δεν υπάρχουν για μας μακρινοί περίπατοι

σε δρόμους ολόσκεπους με δένδρα

το πολύ στα κράσπεδα σκονισμένες πικροδάφνες.

Στις άδειες τσέπες μας δεν κουδουνάνε αστέρια

μόνο ένα κουτί τα πιο φτηνά τσιγάρα

και ρέστα από χιλιάρικο.

Το μέτρησαν επιτέλους οι ξένες αποστολές

το γράψαν οι εφημερίδες με ημίμαυρα

το αγνοούν οι Πολιτικές Οικονομίες του Πανεπιστημίου:

στον τόπο μας έχουμε

κατά κεφαλήν

ογδόντα δολάρια το χρόνο.

 

Ακρόπολη

Αρχαία μάρμαρα που με κοιτάτε

ποιοι πέρασαν

ποιοι πολέμησαν

ποιοι χάραξαν το όνομά τους

ποιοι μείναν άγνωστοι για πάντα

είμαι κι εγώ ένας από αυτούς.

Πατάω το ίδιο χώμα

με τα θαμμένα παράνομα βιβλία

και τ’ αυτόματα που αρπάξαμε από τον εχθρό

στην ίδια πόλη ζω

που απλώνει πέρα από σύνορα και χρόνο

Και γίνονται όλα ένα

τ’ ανόμοια και τα μακρινά.

 

Ε, σεις πολιτείες που βρίσκεστε κοντά μου

σας μιλάω εγώ απ’ την Αθήνα

στεφανωμένος από ένα γέρικο ουρανό

που βαρέθηκε να είναι γαλάζιος

τον Κόκκινο πρωινό ουρανό ολωνών μας.

Μιλάω σε σένα Παρίσι

με τις παλιές σου καρμανιόλες, λιθόστρωτο

πλυμένο απ’ τη βροχή, το αίμα,

τις βρισιές των κουμμουνάρων,

Παρίσι δίχως Σηκουάνα γι’ αυτοκτονίες.

Σε σένα Άγια Πετρούπολη

με τα παρμένα Χειμερινά Ανάκτορα

που γδύθηκες το όνομά σου

για να φορέσεις την απλή στολή του Λένιν

Μιλάω σε σένα Μαδρίτη

κάρβουνο σαν και μας

καρφωμένη απ’ τις μαυριτάνικες λόγχες,

Μαδρίτη αγαπημένη, οδόφραγμα δικό μας.

 

Πέφτοντας κάπου μα πάντα νικώντας.

Το εμβατήριο

 

ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΜΥΡΟ ΝΕΡΟ

Σώθηκε ο καρπός στα λιόδεντρα

στέρεψε το νερό

στις άδειες στέρνες πετάμε ξερολίθαρα.

 

Δεμένες οι βάρκες στο λιμάνι

μι’ αχτίδα φεγγαριού

τυλίχθηκε στα ξάρτια κι έσβησε.

 

ΦΩΤΙΕΣ

Πέτρα στην πέτρα στοιβαγμένη

πέτρα υγρή

πέτρινοι τοίχοι

πέτρινη ζωή

μες στις υπόγειες στοές

ξεχάσαμε το φως.

Απάνω ανάψανε φωτιές

στα σταυροδρόμια καίνε τους νεκρούς μας

 

[«Απλωθήκαμε σαν πολυθρόνες καφενείων. Κανείς δεν έρχεται να κάτσει»: λέξεις γυμνές από ποιητικές συλλογές του Τίτου Πατρίκιου, που δείχνουν τα κόκαλά τους σε μιαν αλλιώτικη διάταξη, ανατομία καθημερινών πραγμάτων το πολύ για μια ΛΥΤΡΩΣΗ ΑΤΟΜΙΚΗ… «Γι αυτό κι εγώ δεν γράφω πια για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια, όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια! Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω, να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή – όσο μπορώ κι όσο κρατήσω» ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ, Μαθητεία 1963]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ