Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

ΜΟΝΟ ΤΟ ΦΙΔΙ ΞΕΡΕΙ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Ν’ ΑΛΛΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΕΤΣΙ ΣΟΥ, ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΙ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ (Αντίτιμο)

Η Ελλάδα που λες, δεν είναι μόνο πληγή.
Στην μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι, ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες,
μπρούτζινο χρώμα, μπρούτζινο σώμα, μπρούτζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.
Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου πιάνει σαν έντομα τα μάτια.
Πίσω απ’ τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια,
 γήπεδα, φυλακές νοσοκομεία, άνθρωποι του Θεού και ρόπτρα του Διαβόλου,
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι κρασάκι της Αράχοβας στυφό.

Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες με το ντουφέκι τους στο ένα τους πλευρό,
με τα ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο τους.
Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν, κιλίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς.
Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα σε τούτο το εκκοκκιστήριο των βράχων
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι κρασάκι της Αράχωβας στυφό
[Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΛΕΣ από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ 1978 – συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013]

Εδώ ανθολογούνται τα παρακάτω ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):
1.     ΑΤΑΦΗ, Παράξενη λιτανεία μυστικών αγίων
2.     ΠΑΤΡΙΔΑ ΒΟΥΡΚΩΜΕΝΗ, από κισσό, βουνά που σου γυρνούν την πλάτη
3.     ΧΑΜΕΝΕΣ ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΕΣ, Το ντέφι μονάχο, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι…
4.     ΒΟΗΘΟΣ ΓΚΑΡΣΟΝ, Πενηνταράκι, φράγκο, δίφαγκο
5.     ΚΑΛΟ ΦΕΓΓΑΡΙ, Καλό φεγγάρι λέω…
6.     ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, Μπακίρι από Γιαννιώτη γανωτζή…
7.     ΤΙ ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΕΝΤΑΡΦΑΝΗ, παιδί μου, τι ανεμοβλογιά των δένδρων..
8.     ΤΡΑΓΟΥΔΙ, Να σ’ έχω δίπλα μου να σ’ ανασαίνω
9.     ΡΗΓΜΑ, Τραβάς τις παλάμες απ’ τα τραγούδια του ύπνου μου
10.                        ΑΤΙΤΛΟ, Ξυπνάς βουβός…
11.                        ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ, Παντοτινά πετούμενα πάνω από λόφους…
12.                        ΝΑΥΑΓΙΟ, Παλιό το σπίτι, πέφτουν σοβάδες
13.                        ΡΙΝΙΣΜΑΤΑ, Βωξίτες κι άλλα μεταλλεύματα. Αγενή
14.                        ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ ΠΟΛΛΟΙ ΜΑΖΙ… και
15.                        ΕΠΟΧΗ, Οι γερανοί δουλεύουν ασταμάτητα

ΑΤΑΦΗ
Παράξενη λιτανεία μυστικών αγίων
στους δρόμους μιας πολιτείας πόρνης.
Τα μάτια τους βαθιά, φωσφορίζοντα,
τρελαίνουν τα σκυλιά και τους  νοικοκυραίους.
Μια φυλή ονείρων επαναπατρίζεται στο αίμα μου,
λίκνο της πιο μεγάλης ξενιτιάς,
πονεί το αίμα μου σαν μυρμήγκι πληγωμένο,
απαρατήρητο, υπόγειο, εργατικό,
το αίμα μου αποκρίνεται σε καθετί που αγγίζω.

Βαθαίνεις την αφή μου ανυπόφορα,
μουσική πατρίδα,
άταφη σ’ όλα τα τραγούδια μου.

ΠΑΤΡΙΔΑ ΒΟΥΡΚΩΜΕΝΗ
Πατρίδα βουρκωμένη από κισσό,
βουνά που σου γυρνούν την πλάτη.
Να πεις πως ξενιτεύεσαι,
να ρίξεις πέτρα,
βρίσκει στο ίδιο σου κεφάλι.
Γρηγόρη, Πέτρο, Νικηφόρε,
δημοδιδάσκαλοι της Θεσπρωτίας,
οι μαθηταί σας διαρκώς μειούνται,
τα δημητριακά μας λιγοστεύουν,
θα πούμε το ψωμί π-σ-ω-μ-ά-κ-ι.

ΧΑΜΕΝΕΣ ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΕΣ
Το ντέφι μοναχό, χωρίς κλαρίνο, χωρίς πλατάνι, να εκρήγνυται κάπου βαθιά, σμπαράλια να γίνονται τα μεσημέρια.
Φωτεινό πεινασμένο γεράκι, να γράφει κύκλους πάνω απ’ τον κόκορα, να του δίνει μια με το ράμφος, ν’ ανοίγει το καύκαλό του κι οι κότες πιο δίπλα να βοσκάνε στουρνάρι για να θωρακίσουν το σπέρμα του.
Ψηλά-ψηλά τα χελιδόνια χαύοντας μύγες, πετσοκόβοντας τον αέρα πέρα δώθε, αλλά το γαλάζιο ανέπαφο, να σαλπίζει ουρανό ως το σούρουπο.
Περαστικά μας τώρα. Στα σπάρτα οι μνήμες, στις πολυκατοικίες τα υφαντά τους. Χερσαία όνειρα, αποτυπώματα Πελασγών – Κρητών – Τούρκων – Φράγκων – Σλάβων – Άγγλων – Αμερικανών, τι μπατανίες, Θε μου, τι μπάντες για λογής κρεβάτια, σκοντάφτει εκεί το νυσταγμένο μάτι κι ύστερα σαν ανθρακωρύχος χάνεται στις στοές του ύπνου. Άξαφνα μύτη με πρώρα εσύ κι ένα λευκό καράβι περνάει ανάμεσα στα μάτια σου, χωρίζοντας το αίμα σου στα δυο.
Βαθιά μες στην καρίνα του τα τύμπανα των Αλτζερίνων και πιο βαθιά η άγκυρα που πρήζεται μες στην καρδιά σου.

ΒΟΗΘΟΣ ΓΚΑΡΣΟΝ
Πενηνταράκι, φράγκο, δίφραγκο,
πάνω σε κέρματα κυλάει η ζωή.
Μπαχτσίσι, χαρτζιλίκι, φιλοδώρημα,
γήπεδο, σινεμά, μπορντέλο
και μεσοφόρι για την αδελφή.

ΚΑΛΟ ΦΕΓΓΑΡΙ…
Καλό φεγγάρι λέω,
χρυσό χαλίκι στο βυθό του ονείρου σου,
με μάτια που πονούν απ’ τη αγρύπνια,
καλό φεγγάρι λέω,
μα ποιος θ’ ακούσει τούτο το τραγούδι.
Καλά-καλά γιατί να τραγουδώ,
μέσα στις χούφτες μου κρατώ τον άνεμο,
ξέρει πολλά πανιά, ξέρει πολλά μαντίλια,
δεν έχει διάφορο κανένα,
αν χρειαστώ τσιγάρα,
θα δανειστώ απ’ το γιατρό το φίλο μου.
Οι φίλοι ξέρεις λιγοστεύουν,
γίνονται δικηγόροι, γιατροί, καθηγητές,
ξαφνιάζεσαι μια μέρα,
αρχίζουν να μιλάνε γι’ αυτοκίνητα,
ταξίδια στην Ευρώπη,
αυτά δεν είναι άσχημα,
μονάχα ασυνήθιστα, πρωτάκουστα.
Ξαφνιάζεσαι μια μέρα,
κοιτάζεις μες τα μάτια μιας γυναίκας,
όποιας γυναίκας,
λες σιγανά παλιούς σκοπούς,
«Θα φύγω το χειμώνα γέρνοντας λίγο αριστερά
από το βάρος της αγάπης σου»,
θυμάσαι πόσο σου ’λειψε η δίδυμη καρδιά της,
χαράζεις στίχους, λες σιγανά παλιούς σκοπούς,
«Λιγνό μου κυπαρίσσι, σ’ ονειρευόμουνα τρεις νύχτες»,
κάποτε να τα σιχαθείς ετούτα,
να μη βουλιάζεις τη ζωή σου
μέσα σε τόσες λεπτομέρειες.
Πάλι γυρίζει το φεγγάρι,
καλό το λέω και γεμάτο μνήμες.
ήσυχοι νυχτωμένοι λόφοι της πατρίδας,
μες στην παλάμη της βροχής
στεγνές νησίδες τριζονιών,
φωνές της νύχτας ως κάτω στο ποτάμι
με τα πλατάνια και το νοικοκυριό των βατραχάδων.
Αν κάποτε υπάρξεις
καρπίζοντας τη μήτρα που σου ετοίμασα,
θα ’χεις καλάμια για πολλές χαρές,
θα ’χεις τα μάτια που σου τάζω
και μια καρδιά που θα με πνίξει με το αίμα της

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ…
Μπακίρι από Γιαννιώτη γανωτζή
να φέγγει να σπιθοβολάει το γέλιο σου,
τα λόγια να σκάνε μέσα μου σαν τις χειρομπομπίδες.
Κορμί που λαχτάριζες σαν αγριμάκι
προτού σε πάρει ο ύπνος,
τρεις νύχτες τώρα με διπλό προσκέφαλο
αχνίζω νικοτίνη,
τρέχω με ογδόντα πυρετό ύστερα με διακόσια
τρελαίνομαι στις δημοσιές.
Κι η μοναξιά ένα μάθημα πικρό
κι ο θάνατος μια μαύρη κουβαρίστρα,
έλα με την αγάπη, έλα με το νερό.
Μη λείψεις άλλο μη μ’ αφήσεις
παλάμη διάφανη κι ορθή καρδιά,
που σ’ αγαπώ που με τρομάζεις,
που μου ’δωσες ψωμί κι αστροφεγγιά
το μέταλλο του στήθους πάλι
και του κορμιού το κοιμισμένο τύμπανο.

ΤΙ ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΕΝΤΑΡΦΑΝΗ
Τι θάλασσα πεντάρφανη, παιδί μου,
τι ανεμοβλογιά των δένδρων,
φυρές οι θύρες κι η βροχή να τις μπουκώνει,
ένα μανίκι μνήμης μακρινής
να κλείνει τα παράθυρα
κι η αγάπη μοναχή στα λατομεία.
σκυμμένη σε μια φλέβα δάκρυα.
Έτσι να μεγαλώνεις
κι άξαφνα μονόπαντα να γέρνουν όλα,
φύκια τα δειλινά σου να τα παίρνει η θάλασσα,
προθήκες αισθημάτων κι ανταλλακτικά του νου
να γίνονται σμπαράλια.
Θες πίστεψέ με θες ξέχασε τα λόγια μου.
Πάρε το λίγο πράσινο,
το λίγο χνούδι από τα φύλλα,
μα γύριζε σ’ αυτό τον τόπο
να μη χαθούν τα μυστικά της μέρας.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Να σ’ έχω δίπλα μου, να σ’ ανασαίνω
σα δημητριακό Ιούλη μήνα,
να ’σαι κοντά μου θημωνιά, πουλί
έκπληξη καθημερινή, έτσι που ανεβαίνεις
από τα μπάζα της φωνής σου
στο λυγμό.

Τραγούδι μου
κι εσύ μανάβη της φωνής μου,
ανάβεις σπίρτα μες στο αίμα μου,
ανάβεις το ξερό χορτάρι,
πέτρινο το γεφύρι πέτρινο
δεν καίγεται μαυρίζει.

ΡΗΓΜΑ
Τραβάς τις παλάμες
απ’ τα πηγάδια του ύπνου μου
και μένω ανοιχτός στο σκοτάδι.
Είμαι κιόλας
στα πρόθυρα της φωνής μου
που ανεβαίνει από βάθος μέγα
πράσινο χέλι.

Ένρινο άστρο περνάει ψηλά
ο Λάζαρος με τις γάζες στα χέρια.
Κατά πού να τον σπρώχνει
η ψυχή, σαν αεράκι!
Φρέσκια ψυχή, αέρας φρέσκος.

Άσφαιρα μπρούμυτα ρήματα
αμαρόκανα βιλαλάικα
πρου και πρου
πάλι κόκκινο.

ΑΤΙΤΛΟ
Ξυπνάς βουβός.
Εκατό οργιές του βάθους η φωνή σου,
ποντισμένη όλη η νύχτα
μούσκευε και πρηζόταν,
δεν τη χωράει το λαρύγγι σου.

Το πρωινό νωπό απ’ το τυπογραφείο
όπου να το πιάσεις μουντζουρώνει.

ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ
Παντοτινά πετούμενα
πάνω από λόφους και συκιές ξεραμένες.
Αυτά και τα νερά
χάνουν τα λόγια τους στα χαλίκια.

Εδώ καμένος ασβεστόλιθος
προφέροντας το άσπρο τραυλά
μέσα στο κώμα του ασβέστη.

Από τον ύπνο στο ξύπνο
ιαματικά πουλιά
ξερό χορτάρι λούζοντας τις πλαγιές,
εκεί που λαβωμένο τρυγόνι
η πατρίδα γίνεται ξενιτιά.

Αυτοί που έφυγαν
σε δυο τρία καλοκαίρια
θα γυρίσουν βαλίτσες,
τρανζίστορ, μαγνητόφωνα,
αφοπλισμένα κλαρίνα.

ΝΑΥΑΓΙΟ
Παλιό το σπίτι πέφτουν σοβάδες
μετριούνται τα πλευρά του τοίχου.
Από μέσα η μάνα,
απ’ έξω ο αντίχειρας του Θεού,
θα τη λιώσει.
Σ’ όποια γωνιά κι αν πας,
τα πράγματα γυρίζουν να σε δουν,
απότιστα γελάδια.

Πίσω απ’ τα ντουλάπια της κουζίνας
είναι άλλα ντουλάπια
και πίσω απ’ αυτά πάλι ντουλάπια
ως το βυθό του τοίχου
και το παλιό ψυγείο.
Εδώ κοιμίζουνε τ’ αρθριτικά τους χέρια
η κυρά-Λένη η κυρά-Μαρία…

Το σπίτι παλιό, πολυταξιδεμένο,
άξαφνα κάνει μνήμες, βουλιάζει.

ΡΙΝΙΣΜΤΑ
Βωξίτες κι άλλα μεταλλεύματα Αγενή.
Ρινίσματα που τα φυσούν μαγνήτες.
Σαν τα παιδιά σου,
άλλα στα ξένα κι άλλα στα Xenia.

Γιατί δεν έχει μέσα κι έξω πια,
πάνω και κάτω.
Ο τόπος φεύγει
δίπλα σ’ ακίνητα τρένα,
γαζωμένος από φωτογραφικές μηχανές.
Χειρολαβές μπήγονται στον εγκέφαλο,
μικρόφωνα κεραίες τηλεοράσεως.

Χτίζουν το μέλλον κάτω απ’ τη μύτη μας.
Πανύψηλο,
μας αφήνει απ’ έξω.

ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ ΠΟΛΛΟΙ ΜΑΖΙ
Πεθαίνουμε πολλοί μαζί
ούτε τα ούζα ούτε τα δημοτικά,
κανένα αντισηπτικό
δεν τους γλιτώνει.

Τους θάβουν όρθιος με τα τρανζίστορ.

ΕΠΟΧΗ
Οι γερανοί δουλεύουν ασταμάτητα.
Κάτι βαρύ και ύποπτο
στοιβάζετε στις μέρες μας.
Τεκτονικοί σεισμοί,
πέφτουν κομμάτια ύπνου,
το σκοτάδι σε κοιτάζει κατάματα.

Σκούρο φραπέ και συζήτηση.
Μακριά καλπάζουν φαλακρά
βουνά. Καταπάνω μας!

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ… (αθέατος βασιλικός μυρίζει, βασιλικός πλατύφυλλης αποδημίας – πού πάς γυμνή φορώντας σπάρτα στο κεφάλι;): Κι εσύ που ξέρεις από Ποίηση κι εγώ που δεν διαβάζω  κινδυνεύουμε: εσύ να χάσεις τα ποιήματα κι εγώ τις αφορμές τους!...(Κι ας με διαβάζεις…) προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι…  Κάθε τόσο κάνει(ς) μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να ’ναι κάποιο μυγάκι που σε ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα αφού, δεν μπορεί, θα χει πιάσει το βλέμμα μου πάνω σου ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό… Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό... Το σηκώνει(ς), μιλάς χειρονομώντας, σαν να γράφει(ς) στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς (σου)… Ξαφνικά σηκώνει(ς) το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους και το κλείνει(ς) απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει(ς) μετά προσεκτικά, φυσάς τη σελίδα και με κοιτάζει(ς) κατάματα. Χαμογελάω χαζά. – Πούσκιν; ρωτάω. – Πούσκιν, απαντάς. – Ρωσίδα; ρωτάω  – Ουκρανή, διορθώνει(ς). Πουτάνα, σκέφτομαι.– Όχι· ποιήτρια, διορθώνεις… Και ξανακάνεις την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζεις) τις σκέψεις μου. [σκόρπιοι στίχοι από τα ΑΓΡΙΑ και τα ΗΜΕΡΑ, μια μικρή πικάντικη ιστορία από το βιβλίο του Μιχάλη Γκανά ΓΥΝΑΙΚΩΝ]


Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Γ.Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ: ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ

ΕΡΩΤΙΚΗ ΟΛΟΝΥΚΤΙΑ
Η νύχτα απόψε το άρωμα της ηδονής σκορπάει ξανά
και μια ανεξήγητη χαρά στη σκοτεινιά της κλείνει.
Έλα, Μυρτάλη, ο έρωτας τρελός απόψε ξαγρυπνά
κι έξαλλος σπάει το τόξο του στη νυφική μας κλίνη.

Ράθυμα απόψε ξαγρυπνούν μαζί μας όλη τη νυχτιά
κι αντιχτυπιένται στου έρωτα τη ζάλη όλα τα ρόδα.
Έλα, Μυρτάλη, ας γίνει απόψε η κάμαρή μας μια πλατειά
του ωραίου Θεού της ηδονής λαμπρότατη παγόδα

ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ
Νερό φωτιά, δενδρί, θεριό, κι – αλίμονο – άλλο ό,τι μπορεί
τη φαντασία παράξενο και νέο να μου ταράξει,
γίνομαι ευθύς, σαν τον Πρωτέα, τόσο η ψυχή μου που απορεί
σε ποιαν αλάθευτη κορφή του νου να πρωταράξει.

Θάλασσα της αμφιβολίας, στα ταραγμένα σου νερά
άθλιο σε σέρνει ναυαγό του ανθρώπου ο μέγας πόνος.
Τι τάχα; Ας γίνει ό,τι μπορεί! Άπραγα θα ’ναι τα φτερά,
όταν βρεθώ κάτω απ’ το βάρος της αλήθειας μόνος.

ΤΡΑΓΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Ω ενθύμηση, το πνεύμα μου σαν Ερινύα που ακολουθείς,
ίσκιε ενός ίσκιου, μάταια που γυρεύει τη γαλήνη·
εχθρέ της ησυχίας μου φθονερέ, κι αν φαίνομαι απαθής
στην αναπόλησή σου, όμως κάτι η ψυχή μου κλείνει

από τη θύελλα των μαχών, κάτι απ’ του ζοφερού ωκεανού
την τρικυμία, κάτι απ’ τη συντριμμένη Καρχηδόνα,
όταν του πάθους μου τη θάλασσα μ’ ενός σου σκοτεινού
την τρίαινα βλέμματος, σκληρέ, ταράζεις, Ποσειδώνα
(τρία ποιήματα από την πρώτη συλλογή του Γ. Θ. Βαφόπουλου που με τίτλο ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ κυκλοφόρησε το 1931 μαζί με άλλα 17 ποιήματα, που ανθολογούνται παρακάτω, Τα Ρόδα της Μυρτάλης συμπεριλαμβάνονται στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του ποιητή, εκδόσεις Κέδρος 1978 – διάβασε και στο σχόλιο στο τέλος αυτής της ανάρτησης)



ΤΟ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΣΑΤΥΡΩΝ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)
Λυδία, στα φύλλα που έσταξε η ψεσινή βροχή,
αργά σαλεύει μια άφραστη κι επίσημη γαλήνη.
Ενός αρχαίου ποιμενικού, που πέθανε, θεού η ψυχή,
με την παλιά της δόξα, λες, το δάσος μεγαλύνει.

Ποιος είπε πως η δόξα πάει των χρόνων των παλιών, πως παν
οι λάλοι αυλοί κι οι σύριγγες στης Αρκαδίας τα δάση;
Λυδία, καλή μου, έλα κοντά, ζει στους δρυμούς ακόμα ο Παν
και το αίμα των σατύρων του τις φλέβες πάει να σπάσει.

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΚΟΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ήρθε η μοιραία του χωρισμού στιγμή, γυναίκα αμαρτωλή,
ωραία γυναίκα, κι έμεινα μόνος σαν πρώτα πάλι
στην κάμαρή μας, που άλλοτε λαμπρή η καινούργια ανατολή
το σκοτισμένο ξύπναε νου από του έρωτα τη ζάλη.

Τα χέρια εδώσαμε σφιχτά, σα δυο καλοί φίλοι παλιοί,
παίρνοντας ο καθένας μας κι από έναν άλλο δρόμο.
Ωραία γυναίκα, ο νους μου την παλιά ζωή σου αναπολεί
και για τη νέα σου τύχη αναρριγεί με φρίκης τρόμο.

ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥΤΟΥΣ…
Τους στίχους τούτους αν καμιά φορά διαβάσεις, σκοτεινή
γυναίκα, κι αναθυμηθείς πόσο τρελά αγαπήθης,
θα νιώσεις να ξυπνά, άραγε, των λόγων σου μια μακρινή
ηχώ, που επίμονα έπνιξες στο βάραθρο της λήθης;

Ή, τη σελίδα στρέφοντας, για να ’βρεις άλλο κάτι τι
εύθυμο, ωραίο, στο θλιβερό κι άχαρο αυτό βιβλίο,
θα στρέψεις μ’ ένα μορφασμό πίσω το πρόσωπο γιατί
στους στίχους μου θα σου φανεί και το αίσθημα γελοίο;
(από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ… (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)
Η γοητεία της μουσικής φωνής σου πάλι μου ξυπνά,
Μυρτάλη, κάποια ηχώ, που ’χει για πάντα πια σιγήσει,
αγαπητής φωνής κι ούτε πως θα ’ρθει απ’ τ’ όνειρο ξανά
μιας αυταπάτης υποβλητικής να με ξυπνήσει.

Κι ούτε πως το παράθυρο, σαν ανοιξιάτικο πουλί,
που ξέφυγε περίτρομο μια θύελλα αγριεμένη,
θ’ ακούσει για μια αγάπη αστόχαστη ξανά να μου μιλεί,
μια αγάπη, που έμεινε κι αυτή, όπως όλες, ξεχασμένη.
 

RUIT HORA
Γυναίκα, εξαίσιαν ομορφιά που ’χεις και χείλη ηδονικά,
ματιά που καίει κι ωραίο κορμί, σα φίδι λυγισμένο,
σκέψου ταξίδι πρόσκαιρο πως είναι η ζωή, τα νεανικά
χρόνια πως ζουν κι αυτά όσο ζει τριαντάφυλλο ανθισμένο.

Περνά ο καιρός. Γριά κι εσύ με νοσταλγία θ’ αναπολείς,
γερμένη στο παράθυρο, τα ερωτικά σου χρόνια,
και, το κεφάλι σκύβοντας: «Πώς πέρασε καιρός πολύς!»
θα λες, ζωσμένη από των γερατειών την καταφρόνια.

ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ (κατά τον Baudelaire)
Όταν το σάπιο σου κορμί χώμα θα γλείφει μες στη γη
κι η κόμη σου θα ρεύει, η πιο πλούσια απ’ της Βερενίκης,
όταν στα εξαίσια μέλη αυτά, καθώς σε γίγαντος πληγή,
σκουλήκια αργά θα σέρνονται, όμοια με ρίγος φρίκης,

οι τύψεις που δε σ’ άγγιξαν, αστόχαστη, καμιά φορά,
στον ύπνο τον αξύπνητο του σκοτεινού σου τάφου,
θα σου ταράζουν τ’ όνειρο, σαν όντα απαίσια, φοβερά,
γεννήματα της φαντασίας ενός τρελού ζωγράφου.
(από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)

ΜΙΣΟΣ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)
Για σε, που αγάπησα πολύ, γράφω, γυναίκα, τους στερνούς
στίχους, γεννήματα κακά του πιο αγριεμένου μίσους.
Το πάθος, φλόγα πράσινη, που καίγεται σ’ αυτήν ο νους,
σε μίσους, σαν κατάρα βιβλική, με σέρνει αβύσσους.

Φύτρα καταραμένη της οχιάς, που πριν να δεις το φως,
τη σάρκα, σάρκα που ’δωσε το άθλιο κορμί σου, σκίζεις,
με το άγριο μίσος, που μισεί τον αδελφό του ο αδελφός,
ας ήταν κάθε φλέβα της ζωής μου να γεμίζεις.

ΣΕ ΠΑΛΙΟ ΦΙΛΟ
Στο ημίφως του φτωχού μου δωματίου σα γέρνω σκεφτικός,
σ’ αναπολήσεις παλιών αναμνήσεων βυθισμένος,
πώς νοσταλγώ, φίλε γλυκέ, τις ώρες όπου εκστατικός
των στίχων σου την αρμονία πλάι σου άκουα καθισμένος.

Α! τώρα, προδομένη πια, κλαίει η φιλία μας, όμως πώς
να ξανακούσω θα ’θελα τα βήματά σου πάλι!
Να μας χωρίζει της φιλίας, φίλε γλυκέ μου, είναι ο σκοπός
κι ύστερα να μας σμίγει με μια αγάπη πιο μεγάλη.

ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ
Κτήνος, με τη χαλκόχρωμη φριχτή σφιγγώδικη μορφή,
δεν ήρθα εδώ, στην τρύπα αυτή, το πάθος να δαμάσω,
ούτε μ’ ορμήν ενός βαρβάρου, από τη φτέρνα ως την κορφή,
τ’ άσελγα ρόδα του αποτρόπαιου σου κορμιού να μάσω.

Στο βάρος τύψεων σκύβοντας, απόψε ήρθα, για μια στιγμή,
στην άβυσσο των πράσινων ματιών σου να βυθίσω
ένα άθλιο παρελθόν, που το βαραίνουν μαύροι στοχασμοί,
κι εξαγνισμένος πλάι σου ένα παρόν ωραίο ν’ αρχίσω.
(από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΘΥΕΛΛΑ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)
Τώρα, που μήτε ο έρωτας, μήτε κι η αγάπη με πλανά,
κι ανησυχία φόβου καμιά τη ζωή μου δεν πληγώνει,
έλα, αδελφή, ας καθίσουμε, πριν μ’ έβρει αμείλιχτη ξανά
η θύελλα κι όλο που έρχεται, κι όλο άγρια που ζυγώνει.

Για μια στιγμή ας αφήσουμε τη σκέψη μας να πλανηθεί
γαλήνια απάνω απ’ τα νερά της λίμνης που ευωδιάζει,
κι αμίλητοι έτσι ας μείνουμε, χωρίς κανείς να κινηθεί,
γιγάντιες μοιάζοντας σκιές, την ώρα που βραδιάζει.

ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ
Πονείς; Στον όχλο ανάξιο είναι τον πόνο σου, ποιητή, να λες.
Στην αγορά το ανθρώπινο κοπάδι όταν ουρλιάζει,
κι ακούς μύριες στριγκές φωνές από βαρβαρικές φυλές,
σκύψε βαθιά στον πόνο σου, ποιητή, που σε σπαράζει.

Τον όχλο η τύφλα και της κτηνωδίας το πάθος οδηγεί.
Αλύγιστος, σαν περιφρόνηση χάλκινη, πέρνα.
Των ταπεινών ο χλευασμός του τραγουδιού σου είναι πηγή,
που γάργαρη αναβρύζει από του πόνου σου τη στέρνα.

ΘΕΙΑ ΤΙΜΩΡΙΑ
Εσείς, που ανόητα απλώνετε τα δάχτυλά σας στην ιερή
τη λύρα, ανάξιοι στιχουργοί, πιο αναίσθητοι απ’ την πέτρα
δε θα το νιώσετε ποτές, του Φοίβου η τιμωρία σκληρή
πως κρύβεται για σας στην εκδικήτρα του φαρέτρα;

Το πνεύμα αστόχαστα του αρχαίου θεού εξοργίζετε, μωροί!
Για έπαθλον άξιο θα ’χετε την περιφρόνηση όλοι.
Εδώ, που αντήχησαν της αρμονίας οι μουσικοί χοροί,
εκπορνευτές του ιδανικού, βάρβαρη έχετε σκόλη.
(από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)

ΟΥΚ ΑΠΕΣΒΕΤΟ ΛΑΛΟΝ ΥΔΩΡ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)
Χριστιανός εγώ; Ποτέ! Δεν είμαι εγώ Χριστιανός.
Αινίγματα για με οι ναοί του χλωμού Ναζωραίου.
Ορμητικός κι ωραίος σαλεύει μέσα μου ένας Ιουλιανός,
και γέρνω στο κατώφλι σας, λαμπροί ναοί του Ωραίου.

Από το βράχο τον ιερόν εξόρισε ο βυζαντινός
φανατισμός την πάναγνη παρθένα της σοφίας.
Κάτω: οι ναοί του Εβραίου θεού, κι απάνω: πάντα φωτεινός
ο ωραίος ναός, σύμβολο μιας παντοτινής θρησκείας.

ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΑΞΙΟΥ
Πόσες φορές στο ρεύμα σου, μεγάλε, ερχόμουν, ποταμέ,
τα παιδικά μου ονείρατα στο φλοίσβο σου να πλέκω.
Άλλη τρανότερη ευτυχία ποτέ δε στάθηκε για με,
στο επίσημό σου πέρασμα μ’ έκσταση θεία να στέκω.

Η ελληνική παράδοση νύμφη δε σου ’δωκε καμιά,
συντρόφισσα λαχταριστή, κι ούτε καν φαύνο φίλο.
Όμως το ρεύμα, όταν ξεσπά στην άγρια σου ακροποταμιά,
ξυπνά μαζί και τον αρχαίο του Κράλη Μάρκου θρύλο.

ΜΟΙΡΑΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Εσύ, που ’χεις την κόλαση στα μάτια σου, τον Σατανά
στα χείλη κι απ’ την πέτρα της καρδιάς σου κάτω φίδι,
που ο κόρφος σου τους αφελείς είναι πλασμένος να πλανά
και να πληγώνει ανύποπτες καρδιές, όμοιος λεπίδι,

ω χάλκινο άγαλμα, αίνιγμα, Σίβυλλα, πέτρα ζωντανή,
μια δύναμη τυφλή που μπρος στο δρόμο σου με βγάζει,
την πληγωμένη μου καρδιά τη λυώνει φρίκης ηδονή,
κάτω απ’ το πέλμα σου, μοιραία γυναίκα, όταν σφαδάζει.


ΣΩΠΑ! ΝΗΝ ΚΛΑΙΣ
Σώπα! μην κλαις κι ας νύχτωσε. Σ’ αυτό το μέρος δεν μπορείς
να κλάψεις και τον πόνο σου να πεις, φτωχή μου ωραία.
Αύριο πρωί χυδαίοι θα ’ρθουν άνθρωποι εδώ, πολύ νωρίς,
τον πόνο μας να σμίξουνε μ’ αισχρά λόγια αγοραία.

Στρέψε γενναία τα δάκρυα σου στην τραγική τους την πηγή
κι αστόχαστα του πόνου σου η κραυγή ας μην αντηχήσει.
Κάθε μια στάλα πρέπει απ’ τα δάκρυά μας ως την αυγή
να ξεραθεί και κάθε ηχώ του πόνου να ’χει σβήσει.
(από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Γ.Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ, συγκεντρωμένα όλα σ’ ένα τόμο, αποτελούν την πνευματική έκφραση μιας δύσκολης πορείας… Τούτη η συνεχής πορεία, μέσα στο χώρο μισού και πλέον αιώνα, πραγματοποιήθηκε άλλοτε με βήμα σημειωτόν κι άλλοτε με άλματα. Πάντοτε όμως με την αγωνία και με τη συνείδηση μιας ευθύνης
ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ:  Από το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Γ.Θ. Βαφόπουλου ξεπηδάει η έκφραση ενός αλόγιστου ερωτικού πάθους, ενώ προβάλλουν οι πρώτες σκιές του θανάτου. Αυτή  η σκιά του θανάτου, που είχε πέσει βαρειά πάνω στην τυραννισμένη ζωή ενός ανθρώπου, πήρε αργότερα, στα άλλα του ποιητικά βιβλία, πιο συγκεκριμένο σχήμα, στην παγωμένη μορφή αγαπημένων προσώπων.  Σε τούτη την πεσσιμιστική, αλλά κατά μια παράξενη αντινομία, βαθιά αισιόδοξη ποίηση, δεν κυριαρχεί μονάχα η έννοια του θανάτου. Γίνεται προσπάθεια να εκφραστούν και άλλες βασικές έννοιες από τον ψυχικό βίο του ανθρώπου. Η καθολική αγάπη, η αγιότητα, η αναζήτηση του Θεού, το πρόβλημα του χρόνου, η μοναξιά και η σιωπή, η κυριαρχία του «Εσύ» πάνω στο «Εγώ», η αναγωγή του πνευματικού στοιχείου σε ηθική αξία, ακόμη και η κοινωνική σάτιρα, είναι μοτίβα που συμπλέκονται με την έννοια του θανάτου. Ωστόσο, τα δυο ακραία ορόσημα της ποίησης τούτης παραμένουν ο Έρωτας κι ο Θάνατος. Εκεί επιζητείται η απόδειξη της ενότητάς τους. Η τελικά ταύτιση της ζωής με το θάνατο. Στα Ρόδα της Μυρτάλης, μ’ όλες τις νεανικές και τις ξένες επιδράσεις, προπάντων από το γαλλικό συμβολισμό, διαγράφεται σχεδόν καθαρά η μελλοντική πορεία του ποιητη… Είναι, η πρώτη αυτή συλλογή, η βάση, πάνω στην οποία άρχισε προοδευτικά να σχηματίζεται ο ποιητικός του σωρείτης…   [αποσπασματα από το οπισθόφυλλο της συγεντρωτικής έκδοσης ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Κέδρος 1978]


Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

ΓΙΑΤΙ ΣΤΑΘΗΚΕ ΠΑΝΤΑ ΑΜΦΙΒΟΛΗ Η ΝΕΚΡΟΨΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Διακρίνω στο νερό τροχισμένα χαλίκια τα μάτια μας σπονδύλους του θανάτου που μεγαλώνει μέσα στους νεκρούς.
Δρέψτε κάθε καρπό: το αίμα της καρδιάς του αγαπημένου φίλου, τους ασίγαστους έρωτες μ’ ένα σουγιά ξεφλουδίστε, τα σπίτια σας και τα παιδιά σας.
Αφού πεθαίνουμε από θάνατο φυσικό η μέτρηση των ημερών μας ανήκει στους νεκρούς με τ’ ανύποπτα συναισθήματα.
Είναι στο χέρι των νεκρών κάθε απόφαση, κάθε προμελέτη πηγάζει από το μίσος τους κι ενσωματώνεται στην ανάμνηση της κάθε μέρας.
Δρέψτε κάθε καρπό κι ας μην ωρίμασε ακόμα σε θάνατο
γιατί στάθηκε πάντα αμφίβολη η νεκροψία της ποίησης!..
[Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975 συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Γιάννη Βαρβέρη ΤΟΜΟΣ Α Ποιήματα 1975-1996 -
Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται παρακάτω και τα ποιήματα (ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι):
ΤΑ ΣΚΕΥΗ, Η αίθουσα των κειμηλίων άθικτη εντός μου
ΕΝΟΧΗ, Πόσο κίτρινος είναι ο ήλιος που μας κοροϊδεύει
ΟΘΟΝΗ, Πάσχα των ματιών το δωμάτιο του κόσμου
ΝΥΚΤΩΡ, Πάνω απ’ τη σκοτεινή μεθόριο
ΕΚΠΟΜΠΗ, Οι ρόγχοι αυτοί οι σταθερές συσπάσεις τα σώματά μας
ΕΜ ΠΟΜΠΗ, Σάλπισμα κι οπλισμός η παραίσθηση της νύχτας
Η ΘΑΛΑΣΣΑ, Ζω σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο πίνακες ζωγραφικής
Η ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ, Οι θλίψεις πρέπει να σιωπούν
ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΗ, Απροστάτευτα παιδιά ταπεινωμένα
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, Δεν απαντώ πια στις αδιάκριτες ερωτήσεις
ΘΑΝΑΤΟΣ, Συντάσσω κάθε πρωί το θάνατό μου
ΑΝΗΚΩ, Στις άκρες των πλήκτρων μου φύτρωσαν νεκροί και τραυματίες
ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ, Διαβάσαμε με σθένος στις εφημερίδες και
ΣΤΙΛ, Ο έρωτας είναι μαζί θλάση τυχαία και σύγχυση ιερή 
[ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α' Τόμος 1975-1996, εκδόσεις Κέδρος 

ΤΑ ΣΚΕΥΗ
Η αίθουσα των κειμηλίων
άθικτη
εντός  μου.
Κλήρος μου
η εγρήγορση των αντικειμένων
η δυναστεία των τελευταίων βηματισμών.

Προβιβάζομαι σε σιωπή.


ΕΝΟΧΗ
Πόσο κίτρινος είναι ο ήλιος
που μας κοροϊδεύει.
Πόσο ιδανικοί εμείς αναλύοντας
τις ακτίνες του.
Πόσο επαίσχυντα ωραίοι
όταν τραβάμε το σύρτη.
Και μένουμε άφωνοι -
ο ένας απέναντι στον άλλο.
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975]

ΟΘΟΝΗ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975)
Πάσχα των ματιών
το δωμάτιο του κόσμου.

Γύρω η δίνη των νεκρών οδοιπόρων.
Γύρω ο όγκος των γλυπτών μορφών.
Και πίσω
ανυποψίαστα
η γυάλινη οθόνη
που απαλλοτριώνει
το φως.

ΝΥΚΤΩΡ
Πίσω από τη σκοτεινή μεθόριο ο θάλαμος κατά μήκος του
η ραχοκοκαλιά του διατεταγμένο ζεύγος (σκάφανδρο, διακόπτης).
Παραρτήματα διαλαλούν άνθρωποι λείοι συμμετρικοί
είδωλα τυλιγμένα τώρα ρευστοποιούνται
παραγράφονται στις μυστικές πτυχές και κρύπτες
κι αυτοί οι τελευταίοι εκκαθαρίζονται.

Δεν πειθαρχούν πια τα μέλη
ο τόπος μόνο που λοιδορεί.
Άλλοι βαστούν στα μάτια τα μαχαίρια
καθένας και μια βάση πυραμίδας
βυθίζουν το ύψος τους στη λάμψη του βεγγαλικού
έντρομοι τριγυρίζουν στα δωμάτια
με την αφλογιστία της μνήμης για καληνύχτα.

Πάλι βαστώ κλειδιά
ορθώνω τα παραπετάσματα
κατασταλάζουν τώρα τα διπλωμένα πρόσωπα.
Μόνος σκαλίζω τις γραφές πάνω στα μέλη
τις απαντήσεις καραδοκώ.
Ξεχωρίζω μ’ εκπέμπει ο πολτός τσιράκι του
φωσφορίζω ελέγχω το μηχανοστάσιο.

Τ’ άσπρα παιδιά οι συνταξιούχοι στα πάρκα
άντρες-προτομές αιλουροειδείς πόρνες στα παγκάκια
όλοι με τον ακινητοποιημένο θρίαμβο στα μάτια
διάτρητοι στο ζενίθ
όπως όταν πυροβολούν ύαινες
σε  στιγμή οργασμού.
Σήμερα όλα αυτά ανάβοντας το σπίρτο
έκαψα τον κόσμο αφήνοντας πίσω
σκόνη χωματόδρομου και πίσω ακόμα
τον ύπνο μου να κοινωνεί με τους αγαπημένους μου νεκρούς.
Χωρίς αυτούς τα σωσίβια πολλά
και τόσο λίγοι οι ναυαγοί.
Στο πεδίο της μάχης
της νίκης τα V
στη σειρά στρατιωτάκια
τα χαλκευμένα καρδιογραφήματα.

Πίσω απ’ τις σκιές φαντάζει τώρα η σιωπή μου
περιμένει φιλάρεσκα το δήμιο της.
Γύρω μου κάθε στιγμή ανατινάσσονται
άνθρωποι παλιοί
καθένας μια φωτογραφία στο χέρι
της μάχης εν Ισσώ
του Μάτζικερτ
κ.α.

Ώσπου να σκεφτούν οι γνωστικοί
οι τρελοί ονειροπολήσανε και πέθαναν.

Τι ωραία-
κολυμπώ στην ηλεκτροπληξία
κεντώ σαν πέτρα-ψαράκι το ρεύμα
υπάκουος στις ορμές του πεντάλ.
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975]


ΕΚΠΟΜΠΗ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975)
Ι.
Οι ρόγχοι αυτοί
οι σταθερές συσπάσεις
τα σώματά μας
τα μέλη μας
σε συναυλία μας πίνουν στάλα-στάλα∙
το φινάλε στα σκέλη μας
-«μια δύση θριαμβική»-
μεσ’ από σιωπές κυμβάλων
κι εμπύρινα τεφροδοχεία
μεσ’ από στόματα
και ιλαρούς δέκτες.
ΙΙ.
Ψαύσε τριγμούς θανάτους
οι ρόγχοι αυτοί σαν ορθρινοί προσκυνητές
με ικετευτικά κύπελλα σε παράταξη
διασχίζουν εκπέμπουν
στους τροπικούς καταυλισμούς
αλαλάζοντας αλαλάζοντας
για την πλεκτάνη τούτη του νηπιοβαπτισμού
στα ύδατα της Στυγός.

Σαπρή στιλπνότης
πύρινη νεφέλη
αυτός ο αιμομικτικός αναδασμός
των ψυχών μας.

ΕΝ ΠΟΜΠΗ
Σάλπισμα κι οπλισμός η παραίσθηση της νύχτας
με σημαιοστολισμούς και τυμπανοκρουσίες.

Είναι η στιγμή που παρεμβάλλεται
η σιωπή του πλήθους
στο φως που διαχέουν
τα εστεμμένα στήθη της Κασσάνδρας.
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975]


Η ΘΑΛΑΣΣΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975)
Ζω σ’ ένα δωμάτιο
γεμάτο πίνακες ζωγραφικής
που απεικονίζουν
θάλασσες.
Τη νύχτα νιώθω να με απορροφούν
μια δίνη πράσινη
ίσια στη νεκρή καρδιά τους
σαν μαχαίρι.

Ενδοιασμούς όμως η θάλασσα δεν έχει·
κι εγώ δεν πάσχω από υποψίες

Η ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Οι θλίψεις πρέπει να σιωπούν
όταν σταλάζει μέσα μας ο βαρύς όρκος.
Η πορεία προς τους ξένους κοιτώνες
είναι καθήκον των ψυχών
στο μικρό τους θάνατο.
Ώρα την ώρα
αλλοιώνονται τα πρόσωπα
τα μέλη αφυδατώνονται
προβάλλονται στο επίπεδο του απείρου
κι επιστρέφουν τιμωροί θεοί
με τη δικαιοσύνη και τη μοναξιά
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975]

ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΗ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975)
Απροστάτευτα παιδιά ταπεινωμένα
κοιμούνται δίπλα στους νεκρούς τους
δίχως φόβο.
Της μόνης παρουσίας
ο  διανυκτερεύων καημός
κυκλοφορεί κρούοντας τις θύρες.
Τα παιδιά πίνουν κρυστάλλινο νερό
σε άθραυστες κούπες.
Δεν τραγουδούν καμιά εποχή
δεν έχουν κύμβαλα στα χέρια
γεύονται μόνο χρυσούς καρπούς
εκτρωματικούς
ενός άλλου πανικού.

Κάθε μέρα η ίδια συμπλοκή
με το εκκρεμές του γυμνού τοίχου.

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ι.
Δεν απαντώ πια στις αδιάκριτες ερωτήσεις.
Δεν γελώ με τα ανέκδοτά σας
που με παραμονεύουν ένοπλα
στις γωνίες των δρόμων.
Στις κάμερές σας στα νεύματά σας
δεν ανταποκρίνομαι τώρα
είμαι τυφλός και πλήρης
παραδομένος στους πολυεδρικούς καθρέφτες σας
είστε κρυστάλλινοι σαν τις όμορφες γυναίκες
με περιπαίζετε για λίγα δηνάρια.
Η μοίρα μου είναι δωρικού ρυθμού
την καταιονίζω μέσα σας.
ΙΙ.
Εξαργυρώνοντας κάθε μέρα τις λέξεις
περιδινούμαι εξημερώνοντας τα πάθη
ζωγραφισμένα στο μέτωπο που με προδίνουν
αυτοί οι προβολείς ανακρίνουν κι ανακρίνονται
εναποθέτουν πάνω σας τη συμπόνια μου.

Σήμερα έλαβε χώρα η συντέλεια των ματιών
όταν οι λογιστές  μου υπέδειξαν τους τρόπους
ν’ αγωνιστώ απ’ τις πολεμίστρες
να περισώσω κώδικα:

Καταρώμαι σημαίνει ενεδρεύω.
Σύντροφος σημαίνει μισώ.
Δικαιοσύνη σημαίνει εσκεμμένως.
Και τα ρέστα.
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975]


ΘΑΝΑΤΟΣ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975)
Συντάσσω κάθε πρωί ευάρμοστα το θάνατο μου
τον στοιχειοθετώ τον παρεμβάλλω σ’ όλους τους χώρους
τον εσωκλείω σε φακέλους τον στρίβω τσιγάρο
τον πυροδοτώ.
Όλος αλκή ακονίζομαι
στο ξυραφάκι που διαρκεί και διαρκεί

ΑΝΗΚΩ
Στις άκρες των πλήκτρων μου
φύτρωσαν νεκροί και τραυματίες.
Ονειρεύονται το όνειρό μου
διαδίδουν την ύφανσή του
την όρχησή του την επιθανάτια.
Μύθος οι αλέκτορες και οι υποκρούσεις.

Ανήκω στο συνδικάτο των τύψεων.
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975]


ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975)
Ι.
Διαβάσαμε με σθένος στις εφημερίδες·
«Φέτος θα φορολογηθούν οι αποχές των νεύρων σας
με δείκτην διαθλάσεως
ανάλογον του τρέχοντος κόστους αυτοκτονίας
ΙΙ.
Ο ίδιος ζέφυρος  στα μαλλιά μας
σαν ηνίοχος.
Το ίδιο βύσμα στα πέλματά μας.
Μας πυροβολεί ο ίδιος καλπασμός
ΙΙΙ.
Ο Θεούλης σήμερα σχοινοβάτης
στους ώμους του Άτλαντα
στα στήθη των παρθένων.
Δείχνει τα δόντια του.
ΙV.
Δεν ήταν η Αργώ
ή ο ναυαγός Ιάσων.
Ήταν μια μάταιη εκστρατεία μιγάδων ποταμών
για το Μεγάλο Δέλτα.

ΣΤΙΛ
Ο έρωτας είναι μαζί
θλάση τυχαία και σύγχυση ιερή
το εγώ πιο πράσινο απ’ όλες τις ελπίδες
ήχος μαγικός στρατιωτών
σε αλλαγή φρουράς
τη θνητή μοίρα του μαντεύει
σε λιτανεία σιωπηλών δεικτών.

Καταφρονεί η φύση τη φωτεινή μας ευλυγισία
μόνοι κατέχουμε του ύπνου το μυστικό.
Όποιος εν ψυχρώ πλάθει συντέλειες
όποιος σύνεργα νυχτερινών θριάμβων
παραβιάζει οστεοφυλάκια.

Θνητό και το κρανίο μου·
στεγάζει σφαίρες.
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΕΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ και ΛΟΓΩ 1975]

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Γιάννη Βαρβέρη, όπου το χέρι γράφει ένα ποίημα με τίτλο ΤΟ ΧΕΡΙ. Το ποίημα είναι εικόνα χεριού με μολύβι κι από τη σελίδα ψηλά στον αέρα σκιτσάρει ένα χέρι κι εκείνο γραμμή τη γραμμή με σκιτσάρει, σκιά τη σκιά με τελειώνει να γράφω ένα ποίημα με τίτλο ΤΟ ΧΕΡΙ. Και πώς κι από πού να ξεφύγω; Ω φριχτό μαρτύριο του άλλου σώματος  παρείσακτου μες στο σκοτάδι ανάμεσά μας και τα κλειστά σου μάτια δήθεν ηδονής που δραπετεύουν ψάχνοντας το και τα κλειστά μου μάτια να φαντάζονται σώματα ρυμουλκά που θέλησα στους δρόμους· τι ανυποψίαστα σπλαχνικοί για τα κορμιά μας  οι ξένοι που ποθήσαμε  δε σου μιλάω λοιπόν πέτα μαζί του μη μου μιλάς θα σκιάξεις το ίνδαλμά μου· μέχρι ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας κι οι δυο τώρα που σωριαστήκαμε και φύγαν  κι εσύ αγαπάς αυτό το πέος χτυπημένο ορτύκι όπως το χέρι μου τα ποιήματά μου τα γυαλιά μου…


ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ