Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

ΟΙ ΤΕΛΕΥΑΤΑΙΕΣ ΑΝΑΛΑΜΠΕΣ ΤΗΣ ΣΕΜΝΗΣ ΧΑΡΑΣ ΤΩΝ ΟΔΟΣΤΡΩΤΗΡΩΝ (Ελεωνόρα το σφυρί των Πόθων του Ποιητή)

 ΕΛΕΩΝΟΡΑ (προσθία όψις)

τα μαλλιά της είναι    σαν χαρτόνι και σαν ψάρι

τα δυο της μάτια είναι    σαν ένα περιστέρι

το στόμα της είναι    σαν τον εμφύλιο πόλεμο (στην Ισπανία)

ο λαιμός της είναι ένα κόκκινο άλογο

τα χέρια της είναι    σαν τη φωνή του πυκνού δάσους

τα δυο της στήθη είναι   σαν τη ζωγραφική μου

η κοιλιά της είναι η ιστορία    του Βέλθανδρου και της Χρυσάντζας

η ιστορία του Τωβία   η ιστορία του Γαϊδάρου

του λύκου και της αλωπούς

το φύλο της είναι   οξέα σφυρίγματα μέσα στη γαλήνη του μεσημεριού

οι μηροί της είναι

οι τελευταίες αναλαμπές της σεμνής χαράς των οδοστρωτήρων

τα δυο της γόνατα    ο Αγαμέμνων

τα δυο της λατρευτά μικρά πόδια   είναι το πράσινο τηλέφωνο

με τα κόκκινα μάτια

 

και ΕΛΕΩΝΟΡΑ (οπισθία όψις)

τα μαλλιά της είναι   μια λάμπα του πετρελαίου που καίει το πρωί

οι ώμοι της είναι   το σφυρί των πόθων μου

η πλάτη της είναι   τα ματογυάλια της θάλασσας

το άροτρο των απατηλών ιδεογραμμάτων   σφυράει θλιμμένα στη μέση της

οι γλουτοί της είναι   ψαρόκολλα

οι μηροί της είναι   σαν αστροπελέκι

οι μικρές της φτέρνες    φωτίζουν τα πρωινά κακά όνειρα

 

και τελικά   είναι μια γυναίκα

μισή ιπποκάμπη   και μισή περιδέραιο

ίσως ακόμη να είναι   εν μέρει πεύκο

και εν μέρει ανελκυστήρ

[ΕΛΕΟΝΟΡΕΣ – από τη μια κι από την άλλη πλευρά της φαντασίας του Ποιητή - στη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

 

Από αυτή τη συλλογή που κυκλοφόρησε το 1938 ανθολογούνται παρακάτω τα ποιήματα (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):

ΑΜΑΖΟΝΕΣ, Η Ωραία Μαρίκα η Πολίτισσα ήτο…

ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ, Ένας λύκος ουρλιάζει πένθιμα στη γωνιά της σκάλας

ΙΣΩΣ, Βρέχει… Κι όμως λυπούμαι να σας το πω…

ΑΓΑΠΗ, Φεύγουμε, αλλά προτού ν’ αποχωριστούμε…

ΕΚΕΙ, Τα δικτυωτά ανύπαρκτα ριπίδια της λησμονιάς…

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, Η σκιά της λίμνης απλώνονταν μεσ’ το δωμάτιο

ΤΑ ΞΟΑΝΟΜΟΡΦΑ ΕΙΔΩΛΑ ΤΟΥ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΟΣ, Έφυγαν για πάντα.. και

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΜΑΡΙΑ, Την επομένη ακριβώς του θανάτου μου

 

 


 

ΑΜΑΖΟΝΕΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)

Η «ωραία Μαρίκα η Πολίτισσα» ήτο η μόνη αναδεκτή του Πάπα Ιννοκεντίου του VII. Αυτός ήτο τότε μικρό παιδί, ίσως μάλιστα κα να μην είχε γεννηθεί ακόμη. Εκείνη ήτο ήδη πανδρεμένη. σύζυγος του εξ ηγεμονικού οίκου Αρτάβαζου Σφυρικτρόπουλου, ανεψιού = επ’ αδελφή – του Νώε. Όμως το έγκλημα τούτο δεν ημπορούσε να μείνει χωρίς σκληράν τιμωρίαν, προς παραδειγματισμόν. Πράγματι, αμέσως από της επομένης, εδόθη διαταγή εις ικανόν αριθμόν πλοίων να πλεύσουν εσπευσμένως  προς τας Καναρίους Νήσους και τας νήσους Φίτζιϊ, με τον σκοπόν να περισυλλέξουν όσον το δυνατόνπερισσοτέρας νεφέλας, χειμερινά ψεύδη, λησμονημένας αναμνήσεις, θανάσιμα αμαρτήματα και βελόνας φωνογράφου, ίσως αγγλικής κατασκευής. Τα περί ου ο λόγος πλοία ήσαν εν όλω 7 τον αριθμόν, δήλα δη: 4 σακολέβες, 12 πρεγαντίνια, 2 βασιλικοί ντονανμάδες και μία πεθαμένη αρρεβωνιαστικιά. Ο στόλος επέρασε λίαν πρωί κάτω απ’ τα παράθυρα μου. Έψαλλε ύμνον ωραιότατον, αλλά κάπως θλιμμένον και μελαγχολικόν. Ενθυμούμαι ακόμα και τώρα, αμυδρά βέβαια, τον σκοπόν: ήτο πολύ ανώτερος από χτύπημα κουδουνιού, αλλά πάντως κατώτερος από σκούπα.

 

ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ

Ένας λύκος ουρλιάζει πένθιμα στη γωνιά της σκάλας. Κι είμαι εγώ ο ίδιος, ή μάλλον είναι η καρδιά μου, που προσμένει, χρόνια τώρα, τον ερχομό του Σαρδανάπαλου, υπό μορφήν είτε φυσιγγίου δυναμίτιδος, είτε άνθους χαρίτων. Διασκεδάζω την ανία μου διαβάζοντας τα κεφάλαια «των ψαριών» μέσα στα σεξουαλικά συναξάρια των λωτοφάγων. Κι όμως αισθάνομαι γύρω μου να ογκούται η αγανάκτησις κι η εχθρότης του πλήθους των ιερέων.  Κατηγγέλθην ήδη ως «προσήκων σεβασμός» υπό ομάδος αλλοπροσάλλων παμφάγων ερυθροδέρμων αλιέων. Ομογενείς εφοπλισταί και αντισφαιρισταί των δύο φύλων μ’ εστιγμάτισαν ως «ποδήλατον εγκέφαλον» των Χετταίων. Μου προσήφθη ασυστόλως το έγκλημα ότι ελάχιστα, εν στιγμή οργής, το ιερόν οστούν των δεινοσαύρων. Εγώ όμως μένω ήρεμος. Γαλήνη και αταραξία βασιλεύουν μεσ’ στην ψυχή μου, ενώ βρέχει συνεχώς απ’ το πρωί. Όλοι μου φωνάζουν:

παραδόσου!

Αλλά εγώ δεν παραδίδομαι. Αρκούμαι να παραδίδω μαθήματα αγγλικής γλώσσης δις, ή και τρις ακόμη της εβδομάδος, εις τα θνησιγενείς ραπτομηχανάς των επάλξεων. Όλοι μου φωνάζουν:

παραδόσου!

Όχι. Θα παραδώσω μόνον τις εξάγωνες φωτοβολίδες των λαιμητόμων στο μαρμαρωμένο βασιλιά. Όλοι μου φωνάζουν:

παραδόσου!

Καλά… Να παραδοθώ… Έστω. Αλλ’ όμως γιατί; Είμαι ή δεν είμαι ο συμμέτοχος του νυκτερινού εγκλήματος; Είμαι ή δεν είμαι το αλαλάζον άροτρον, ο κροκόδειλος-βενζίνη; Είμαι ή δεν είμαι η πύρινη περικεφαλαία του σκυτοτόμου, ο πολέμιος των αστραπών; Καθώς καταλαβαίνω μολαταύτα πως η ζωή μου ήτανε το φιτίλι της λάμπας, ήτανε με μια λέξη, ο ηλεκτρικός διακόπτης των αραμαϊκών κλειδοκυμβάλων της σιωπής, γι’ αυτό,

παραδίδομαι!

 [από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

 

ΙΣΩΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)

Βρέχει… Κι όμως λυπούμαι να σας πω: ήταν να, ένα σπίτι, ένα μεγάλο θεόρατο σπίτι. Ήτανε έρημο. Δεν είχε κανένα παράθυρο, κι είχε όλο μπαλκόνια και μια μεγάλη καπνοδόχο. Εκεί καθόταν μια κοπέλα δίχως μάτια, και αντίς για φωνή είχε ένα λουλούδι. Με ρώτησε:

-Μα τι είχατε και καρφώνατε, έτσι, ολημερίς από το πρωί;

-Α, τίποτες… τίποτες. Μιλούσα με τον Όμηρο.

-Με τον Όμηρο τον ποιητή;

-Ναι, με τον Όμηρο τον ποιητή, και μ’ έναν άλλο Όμηρο, απ’ τη Μοσχόπολη αυτός, που έζησε όλη του τη ζωή πάνω στα δένδρα, σαν πουλί, κι όμως ήτανε γνωστός σαν «άνθρωπος του γιοφυριού» στις γειτονιές κοντά στη λίμνη.

 

ΑΓΑΠΗ

Φεύγουμε!.. Αλλά προτού ν’ αποχωριστούμε, ας πούμε όλοι μαζί το τραγούδι του πέτρινου αυτοκινήτου. Κι όταν λέω «πέτρινο» να εννοούμεθα: έχει πέτρες μόνο στις γωνιές, το υπόλοιπο είναι καμωμένο, ως συνήθως, με τούβλα και σανίδες, κι οι ρόδες είναι από βάμμα ιωδίου. Ας πάρουμε μαζί μας την ανάμνηση των ακτινωτών δαιδάλων και τα ετεροθαλή χαλίκια των εμπρηστικών κουτιών. Όπως πάντα, κατεύθυνση, δεξιά, προς τα φωτεινά ξυλάρμενα της αγάπης μας, Θύμησις και θέλησις ασφάλτου: ο Ποσειδών. Για μένα, ένα άστρο θα λέει μεσ’ στο σερτάρι το τραγούδι της χαρά μου μ’ ένα πριόνι. Ας μη μ’ ακολουθεί κανείς. Όλοι μας, σαν μυθολογικοί πολυέλαιοι και σαν αλεξικέραυνα ελάσματα, ας αναπαυθούμε. Μαζί με τα πουλιά, μ’ ένα πουλί, με δυο πουλιά.

[από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

 

ΕΚΕΙ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)

τα δικτυωτά ανύπαρκτα ριπίδια

της λησμονιάς

ήταν η μόνη

παρηγοριά

μέσα στα αίματα μιας

παρθένου

που δεν είπε ποτέ τ’ όνομά της

μεσ’ στα τραγούδια

της τεφρής ουσίας

μέσα στους κόκκινους λεπτομερείς ανέμους

 

κι όμως ήτανε γραφτό

ανάμεσ’ απ’ τους κρίκους

τις ρόδες

τις σούστες

και τα κλάματα της φαλαινίδος

να φυτρώσει έτσι

ένας φύκος

που ήταν το μόνο στολίδι

της πτωχής αιθούσης

 

φωνές

και τα ξέστρωτα τραγικά κρεβάτια

σπασμών

 

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

η σκιά της λίμνης

απλώνονταν μεσ’ στο δωμάτιο

και κάτω από κάθε καρέκλα

κι ακόμη κάτω απ’ το τραπέζι

και πίσω απ’ τα βιβλία

και μεσ’ τα σκοτεινά τα βλέμματα

των γύψινων προπλασμάτων

ακούγονταν σαν ψίθυρος

το τραγούδι της μυστικής ορχήστρας

του νεκρού ποιητή

 

και τότε μπήκε η γυναίκα που περίμενα

τόσον καιρό

ολόγυμνη

μεσ’ στ’ άσπρα ντυμένη

κάτω απ’ το φως του φεγγαριού

με τα μαλλιά λυμένα

με κάτι μακριά πράσινα χορτάρια μέσα στα μάτια

που κυματίζουνε αργά

ωσάν τις υποσχέσεις

που δεν δόθηκαν ποτές

σε μακρινές άγνωστες πόλεις

και σ’ άδεια

ερειπωμένα εργοστάσια

 

κι έλεγα να χαθώ κι εγώ

σαν το νεκρό ποιητή

μέσα στα μακριά μαλλιά της

με κάτι λουλούδια

που ανοίγουν το βράδυ

και κλείνουν το πρωί

με κάτι ψάρια ξερά

που κρέμασαν

μ’ ένα σπάγγο

ψηλά στην καρβουναποθήκη

 

κι έτσι να φύγω μακριά

απ’ την οχλαγωγή

και το θόρυβο του σκοπευτηρίου

να φύγω μακριά

μεσ’ τα σπασμένα τζάμια

και να ζήσω αιώνια

πάνω στο ταβάνι

έχοντας όμως

πάντα

μέσα στα μάτια

τα μυστικά τραγούδια

της νεκρής ορχήστρας του ποιητή

[από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

 

ΤΑ ΞΟΑΝΟΜΟΡΦΑ ΕΙΔΩΛΑ ΤΟΥ ΑΕΡΟΛΙΜΕΝΟΣ (από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938)

έφυγαν για πάντα

μακριά μας

τα λιθάρια της ανατολής

-επιθαλάμιοι νεκροί κροκόδειλοι

μέσα στ’ ανάκτορα

που έβαψαν κίτρινα

οι ραπτομηχανές –

και τώρα μένουν - και θα μένουν αιώνια – εδώ

σαν αεροστεγή συμπεράσματα

της πιο λεπτής Ιθάκης

τ’ απόκρυφα οξύκεστρα των πατροκτόνων

για να ξυπνούνε μέσα μου

βαθιά – όταν γελώ –

τα βρωμερά σεντόνια της θυσίας.

 

όμως το δάσος που θα βρει παρηγοριά στα σπέρματα

των ψαριών του ύπνου μεσ’ τα χείλη

ζητεί τα συστηματικά πετρέλαια της ζωής

και λέει μονάχο το τραγούδι

που λέγαν τα μικρά παιδιά τα νυχτωμένα στο σοκάκι

για τα βελούδινα κοράλλια

των ματιών

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΜΑΡΙΑ

Την επομένη ακριβώς του θανάτου μου, ή μάλλον της θανατώσεως μου, πήρα να διαβάσω όλες τις εφημερίδες, για να μάθω όσο το δυνατόν περισσοτέρας λεπτομερείας ως προς τα της εκτελέσεως μου. Φαίνεται ότι ωδηγήθην εις το ικρίωμα υπό αυστηράς συνοδείας. Φορούσα, λέει, κιτρίνου χρώματος επενδύτην, δικτυωτόν λαιμοδέτην και περικεφαλαίαν. Τα μαλλιά μου ήτανε όμοια με βούρτσα, ίσως μπογιατζή, ίσως πιτυοκάμπτη. Κατόπι πετάξανε το πτώμα μου μακριά, σ’ ένα βαλτοτόπι, όπου ήτανε άλλοτε λημέρι του γάλλου Καρτεσίου κι όπου βρισκόταν επίσης, χρόνια τώρα, βορά των ορνέων και μιας ιεροδούλου λεγομένης Ευτέρπης, το ένδοξο πτώμα του αειμνήστου Καραμανλάκη. Κι ενώ πολλά ελέγοντο ιεροκρυφίως, ότι κατά την εποχήν εκείνην ευρισκόμουνα, κατ’ άλλους μεν στο Μαρακάϊμπο της Νοτίου Αμερικής, κατ’ άλλους δε στον Πειραιά, στο Πασσά Λιμάνι, ενώ βρισκόμουνα απλούστατα στο Ελμπασσάν (της Αλβανίας). Και το μόνο πράμα της προκοπής, που έτυχε να διαβάσω εκείνες τις ημέρες, ήτανε μα μακροσκελεστάτη επιστολή του Ιταλού Γουλιάμου Τζίτζη, του εγκαρδίου και μοναδικού μου φίλου, τον οποίον άλλωστε δεν γνώρισα ποτέ και για το οποίον αμφιβάλλω ακόμα κι αν υπάρχει. Με λίγες λέξεις, όλο το περιεχόμενο της επιστολής του αυτής ήτανε το εξής: «Είσαι», έλεγε, υπονοών βέβαια την Πολυξένη, «είσαι ένα παλιό γραμμόφωνο με μπρούτζινο  χουνί  κάτω από ένα μαύρο πανί»

[από το συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ 1938]

 

Το απελευθερωτικό μήνυμα του υπερρεαλισμού αγγίζει και τον Νίκο Εγγονόπουλο (1910-1985), ποιητή και ζωγράφο ή μάλλον πρώτα ζωγράφο και έπειτα ποιητή, όπως του άρεσε να δηλώνει. Στην πραγματικότητα ο Εγγονόπουλος λειτουργεί σύμφωνα με ένα μοναδικό τρόπο που δίνει ζωή και στις δύο εκδηλώσεις της τέχνης του, τουλάχιστον όσον αφορά γενικά τη διάθεση να προκαλεί· θέτει το ένα δίπλα στο άλλο σχήματα αντικειμένων ή λέξεις καταργώντας τη συνήθη τάξη ή συνδυάζοντάς τα απροσδόκητα, με αποτέλεσμα να ερεθίζει την περιέργεια και να αιφνιδιάζει τον απροετοίμαστο θεατή ή αναγνώστη. Σε σχέση βέβαια με τις ζωγραφικές παραστάσεις, οι λέξεις προσφέρουν ευρύτερες δυνατότητες απόκρυψης και υπαινιγμού και σε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα αποβλέπει ο Εγγονόπουλος. Δίχως να ξεπέφτει στο απλό αίνιγμα, αποκρύπτει το κεντρικό θέμα, φωτίζοντας λέξεις και πράγματα που δεν φαίνεται να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Ανατρέπει την τάξη στην ακολουθία των λέξεων και στις στερεότυπες ιδέες της απλής λογικής, αλλά δεν απορρίπτει την ιστορία, ούτε και το λογοτεχνικό παρελθόν: οι πολιτισμικές του αναφορές είναι μεν υπαινικτικές αλλά αρκετά συχνές… Είναι γεγονός, πάντως, πως δεν θα μπορούσε να στήσει τον λόγο του με τρόπο προκλητικό, εάν δεν είχε στον νου του έναν συγκεκριμένο συνομιλητή. Απευθυνόμενος σε αυτόν ο λόγος του γίνεται προφορικός, κουβεντιαστός, πρόθυμος να υπακούσει στη συντακτική δομή της γλώσσας, κάποτε εμφατικός (κάτι που εντείνεται με τη χρήση της καθαρεύουσας). Ένα χρόνο μετά το πρωτόλειό του Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), αγνοώντας τις υβριστικές επιθέσεις που το υποδέχτηκαν, ο Εγγονόπουλος δημοσιεύει Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. […] [ Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ