Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Γ.Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ: ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ

ΕΡΩΤΙΚΗ ΟΛΟΝΥΚΤΙΑ
Η νύχτα απόψε το άρωμα της ηδονής σκορπάει ξανά
και μια ανεξήγητη χαρά στη σκοτεινιά της κλείνει.
Έλα, Μυρτάλη, ο έρωτας τρελός απόψε ξαγρυπνά
κι έξαλλος σπάει το τόξο του στη νυφική μας κλίνη.

Ράθυμα απόψε ξαγρυπνούν μαζί μας όλη τη νυχτιά
κι αντιχτυπιένται στου έρωτα τη ζάλη όλα τα ρόδα.
Έλα, Μυρτάλη, ας γίνει απόψε η κάμαρή μας μια πλατειά
του ωραίου Θεού της ηδονής λαμπρότατη παγόδα

ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ
Νερό φωτιά, δενδρί, θεριό, κι – αλίμονο – άλλο ό,τι μπορεί
τη φαντασία παράξενο και νέο να μου ταράξει,
γίνομαι ευθύς, σαν τον Πρωτέα, τόσο η ψυχή μου που απορεί
σε ποιαν αλάθευτη κορφή του νου να πρωταράξει.

Θάλασσα της αμφιβολίας, στα ταραγμένα σου νερά
άθλιο σε σέρνει ναυαγό του ανθρώπου ο μέγας πόνος.
Τι τάχα; Ας γίνει ό,τι μπορεί! Άπραγα θα ’ναι τα φτερά,
όταν βρεθώ κάτω απ’ το βάρος της αλήθειας μόνος.

ΤΡΑΓΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Ω ενθύμηση, το πνεύμα μου σαν Ερινύα που ακολουθείς,
ίσκιε ενός ίσκιου, μάταια που γυρεύει τη γαλήνη·
εχθρέ της ησυχίας μου φθονερέ, κι αν φαίνομαι απαθής
στην αναπόλησή σου, όμως κάτι η ψυχή μου κλείνει

από τη θύελλα των μαχών, κάτι απ’ του ζοφερού ωκεανού
την τρικυμία, κάτι απ’ τη συντριμμένη Καρχηδόνα,
όταν του πάθους μου τη θάλασσα μ’ ενός σου σκοτεινού
την τρίαινα βλέμματος, σκληρέ, ταράζεις, Ποσειδώνα
(τρία ποιήματα από την πρώτη συλλογή του Γ. Θ. Βαφόπουλου που με τίτλο ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ κυκλοφόρησε το 1931 μαζί με άλλα 17 ποιήματα, που ανθολογούνται παρακάτω, Τα Ρόδα της Μυρτάλης συμπεριλαμβάνονται στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του ποιητή, εκδόσεις Κέδρος 1978 – διάβασε και στο σχόλιο στο τέλος αυτής της ανάρτησης)



ΤΟ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΣΑΤΥΡΩΝ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)
Λυδία, στα φύλλα που έσταξε η ψεσινή βροχή,
αργά σαλεύει μια άφραστη κι επίσημη γαλήνη.
Ενός αρχαίου ποιμενικού, που πέθανε, θεού η ψυχή,
με την παλιά της δόξα, λες, το δάσος μεγαλύνει.

Ποιος είπε πως η δόξα πάει των χρόνων των παλιών, πως παν
οι λάλοι αυλοί κι οι σύριγγες στης Αρκαδίας τα δάση;
Λυδία, καλή μου, έλα κοντά, ζει στους δρυμούς ακόμα ο Παν
και το αίμα των σατύρων του τις φλέβες πάει να σπάσει.

ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΚΟΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ήρθε η μοιραία του χωρισμού στιγμή, γυναίκα αμαρτωλή,
ωραία γυναίκα, κι έμεινα μόνος σαν πρώτα πάλι
στην κάμαρή μας, που άλλοτε λαμπρή η καινούργια ανατολή
το σκοτισμένο ξύπναε νου από του έρωτα τη ζάλη.

Τα χέρια εδώσαμε σφιχτά, σα δυο καλοί φίλοι παλιοί,
παίρνοντας ο καθένας μας κι από έναν άλλο δρόμο.
Ωραία γυναίκα, ο νους μου την παλιά ζωή σου αναπολεί
και για τη νέα σου τύχη αναρριγεί με φρίκης τρόμο.

ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥΤΟΥΣ…
Τους στίχους τούτους αν καμιά φορά διαβάσεις, σκοτεινή
γυναίκα, κι αναθυμηθείς πόσο τρελά αγαπήθης,
θα νιώσεις να ξυπνά, άραγε, των λόγων σου μια μακρινή
ηχώ, που επίμονα έπνιξες στο βάραθρο της λήθης;

Ή, τη σελίδα στρέφοντας, για να ’βρεις άλλο κάτι τι
εύθυμο, ωραίο, στο θλιβερό κι άχαρο αυτό βιβλίο,
θα στρέψεις μ’ ένα μορφασμό πίσω το πρόσωπο γιατί
στους στίχους μου θα σου φανεί και το αίσθημα γελοίο;
(από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ… (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)
Η γοητεία της μουσικής φωνής σου πάλι μου ξυπνά,
Μυρτάλη, κάποια ηχώ, που ’χει για πάντα πια σιγήσει,
αγαπητής φωνής κι ούτε πως θα ’ρθει απ’ τ’ όνειρο ξανά
μιας αυταπάτης υποβλητικής να με ξυπνήσει.

Κι ούτε πως το παράθυρο, σαν ανοιξιάτικο πουλί,
που ξέφυγε περίτρομο μια θύελλα αγριεμένη,
θ’ ακούσει για μια αγάπη αστόχαστη ξανά να μου μιλεί,
μια αγάπη, που έμεινε κι αυτή, όπως όλες, ξεχασμένη.
 

RUIT HORA
Γυναίκα, εξαίσιαν ομορφιά που ’χεις και χείλη ηδονικά,
ματιά που καίει κι ωραίο κορμί, σα φίδι λυγισμένο,
σκέψου ταξίδι πρόσκαιρο πως είναι η ζωή, τα νεανικά
χρόνια πως ζουν κι αυτά όσο ζει τριαντάφυλλο ανθισμένο.

Περνά ο καιρός. Γριά κι εσύ με νοσταλγία θ’ αναπολείς,
γερμένη στο παράθυρο, τα ερωτικά σου χρόνια,
και, το κεφάλι σκύβοντας: «Πώς πέρασε καιρός πολύς!»
θα λες, ζωσμένη από των γερατειών την καταφρόνια.

ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ (κατά τον Baudelaire)
Όταν το σάπιο σου κορμί χώμα θα γλείφει μες στη γη
κι η κόμη σου θα ρεύει, η πιο πλούσια απ’ της Βερενίκης,
όταν στα εξαίσια μέλη αυτά, καθώς σε γίγαντος πληγή,
σκουλήκια αργά θα σέρνονται, όμοια με ρίγος φρίκης,

οι τύψεις που δε σ’ άγγιξαν, αστόχαστη, καμιά φορά,
στον ύπνο τον αξύπνητο του σκοτεινού σου τάφου,
θα σου ταράζουν τ’ όνειρο, σαν όντα απαίσια, φοβερά,
γεννήματα της φαντασίας ενός τρελού ζωγράφου.
(από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)

ΜΙΣΟΣ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)
Για σε, που αγάπησα πολύ, γράφω, γυναίκα, τους στερνούς
στίχους, γεννήματα κακά του πιο αγριεμένου μίσους.
Το πάθος, φλόγα πράσινη, που καίγεται σ’ αυτήν ο νους,
σε μίσους, σαν κατάρα βιβλική, με σέρνει αβύσσους.

Φύτρα καταραμένη της οχιάς, που πριν να δεις το φως,
τη σάρκα, σάρκα που ’δωσε το άθλιο κορμί σου, σκίζεις,
με το άγριο μίσος, που μισεί τον αδελφό του ο αδελφός,
ας ήταν κάθε φλέβα της ζωής μου να γεμίζεις.

ΣΕ ΠΑΛΙΟ ΦΙΛΟ
Στο ημίφως του φτωχού μου δωματίου σα γέρνω σκεφτικός,
σ’ αναπολήσεις παλιών αναμνήσεων βυθισμένος,
πώς νοσταλγώ, φίλε γλυκέ, τις ώρες όπου εκστατικός
των στίχων σου την αρμονία πλάι σου άκουα καθισμένος.

Α! τώρα, προδομένη πια, κλαίει η φιλία μας, όμως πώς
να ξανακούσω θα ’θελα τα βήματά σου πάλι!
Να μας χωρίζει της φιλίας, φίλε γλυκέ μου, είναι ο σκοπός
κι ύστερα να μας σμίγει με μια αγάπη πιο μεγάλη.

ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ
Κτήνος, με τη χαλκόχρωμη φριχτή σφιγγώδικη μορφή,
δεν ήρθα εδώ, στην τρύπα αυτή, το πάθος να δαμάσω,
ούτε μ’ ορμήν ενός βαρβάρου, από τη φτέρνα ως την κορφή,
τ’ άσελγα ρόδα του αποτρόπαιου σου κορμιού να μάσω.

Στο βάρος τύψεων σκύβοντας, απόψε ήρθα, για μια στιγμή,
στην άβυσσο των πράσινων ματιών σου να βυθίσω
ένα άθλιο παρελθόν, που το βαραίνουν μαύροι στοχασμοί,
κι εξαγνισμένος πλάι σου ένα παρόν ωραίο ν’ αρχίσω.
(από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΘΥΕΛΛΑ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)
Τώρα, που μήτε ο έρωτας, μήτε κι η αγάπη με πλανά,
κι ανησυχία φόβου καμιά τη ζωή μου δεν πληγώνει,
έλα, αδελφή, ας καθίσουμε, πριν μ’ έβρει αμείλιχτη ξανά
η θύελλα κι όλο που έρχεται, κι όλο άγρια που ζυγώνει.

Για μια στιγμή ας αφήσουμε τη σκέψη μας να πλανηθεί
γαλήνια απάνω απ’ τα νερά της λίμνης που ευωδιάζει,
κι αμίλητοι έτσι ας μείνουμε, χωρίς κανείς να κινηθεί,
γιγάντιες μοιάζοντας σκιές, την ώρα που βραδιάζει.

ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ
Πονείς; Στον όχλο ανάξιο είναι τον πόνο σου, ποιητή, να λες.
Στην αγορά το ανθρώπινο κοπάδι όταν ουρλιάζει,
κι ακούς μύριες στριγκές φωνές από βαρβαρικές φυλές,
σκύψε βαθιά στον πόνο σου, ποιητή, που σε σπαράζει.

Τον όχλο η τύφλα και της κτηνωδίας το πάθος οδηγεί.
Αλύγιστος, σαν περιφρόνηση χάλκινη, πέρνα.
Των ταπεινών ο χλευασμός του τραγουδιού σου είναι πηγή,
που γάργαρη αναβρύζει από του πόνου σου τη στέρνα.

ΘΕΙΑ ΤΙΜΩΡΙΑ
Εσείς, που ανόητα απλώνετε τα δάχτυλά σας στην ιερή
τη λύρα, ανάξιοι στιχουργοί, πιο αναίσθητοι απ’ την πέτρα
δε θα το νιώσετε ποτές, του Φοίβου η τιμωρία σκληρή
πως κρύβεται για σας στην εκδικήτρα του φαρέτρα;

Το πνεύμα αστόχαστα του αρχαίου θεού εξοργίζετε, μωροί!
Για έπαθλον άξιο θα ’χετε την περιφρόνηση όλοι.
Εδώ, που αντήχησαν της αρμονίας οι μουσικοί χοροί,
εκπορνευτές του ιδανικού, βάρβαρη έχετε σκόλη.
(από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)

ΟΥΚ ΑΠΕΣΒΕΤΟ ΛΑΛΟΝ ΥΔΩΡ (από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)
Χριστιανός εγώ; Ποτέ! Δεν είμαι εγώ Χριστιανός.
Αινίγματα για με οι ναοί του χλωμού Ναζωραίου.
Ορμητικός κι ωραίος σαλεύει μέσα μου ένας Ιουλιανός,
και γέρνω στο κατώφλι σας, λαμπροί ναοί του Ωραίου.

Από το βράχο τον ιερόν εξόρισε ο βυζαντινός
φανατισμός την πάναγνη παρθένα της σοφίας.
Κάτω: οι ναοί του Εβραίου θεού, κι απάνω: πάντα φωτεινός
ο ωραίος ναός, σύμβολο μιας παντοτινής θρησκείας.

ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΑΞΙΟΥ
Πόσες φορές στο ρεύμα σου, μεγάλε, ερχόμουν, ποταμέ,
τα παιδικά μου ονείρατα στο φλοίσβο σου να πλέκω.
Άλλη τρανότερη ευτυχία ποτέ δε στάθηκε για με,
στο επίσημό σου πέρασμα μ’ έκσταση θεία να στέκω.

Η ελληνική παράδοση νύμφη δε σου ’δωκε καμιά,
συντρόφισσα λαχταριστή, κι ούτε καν φαύνο φίλο.
Όμως το ρεύμα, όταν ξεσπά στην άγρια σου ακροποταμιά,
ξυπνά μαζί και τον αρχαίο του Κράλη Μάρκου θρύλο.

ΜΟΙΡΑΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Εσύ, που ’χεις την κόλαση στα μάτια σου, τον Σατανά
στα χείλη κι απ’ την πέτρα της καρδιάς σου κάτω φίδι,
που ο κόρφος σου τους αφελείς είναι πλασμένος να πλανά
και να πληγώνει ανύποπτες καρδιές, όμοιος λεπίδι,

ω χάλκινο άγαλμα, αίνιγμα, Σίβυλλα, πέτρα ζωντανή,
μια δύναμη τυφλή που μπρος στο δρόμο σου με βγάζει,
την πληγωμένη μου καρδιά τη λυώνει φρίκης ηδονή,
κάτω απ’ το πέλμα σου, μοιραία γυναίκα, όταν σφαδάζει.


ΣΩΠΑ! ΝΗΝ ΚΛΑΙΣ
Σώπα! μην κλαις κι ας νύχτωσε. Σ’ αυτό το μέρος δεν μπορείς
να κλάψεις και τον πόνο σου να πεις, φτωχή μου ωραία.
Αύριο πρωί χυδαίοι θα ’ρθουν άνθρωποι εδώ, πολύ νωρίς,
τον πόνο μας να σμίξουνε μ’ αισχρά λόγια αγοραία.

Στρέψε γενναία τα δάκρυα σου στην τραγική τους την πηγή
κι αστόχαστα του πόνου σου η κραυγή ας μην αντηχήσει.
Κάθε μια στάλα πρέπει απ’ τα δάκρυά μας ως την αυγή
να ξεραθεί και κάθε ηχώ του πόνου να ’χει σβήσει.
(από τη συλλογή του Γ.Θ. Βαφόπουλου ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ 1931)

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Γ.Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ, συγκεντρωμένα όλα σ’ ένα τόμο, αποτελούν την πνευματική έκφραση μιας δύσκολης πορείας… Τούτη η συνεχής πορεία, μέσα στο χώρο μισού και πλέον αιώνα, πραγματοποιήθηκε άλλοτε με βήμα σημειωτόν κι άλλοτε με άλματα. Πάντοτε όμως με την αγωνία και με τη συνείδηση μιας ευθύνης
ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΑΛΗΣ:  Από το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Γ.Θ. Βαφόπουλου ξεπηδάει η έκφραση ενός αλόγιστου ερωτικού πάθους, ενώ προβάλλουν οι πρώτες σκιές του θανάτου. Αυτή  η σκιά του θανάτου, που είχε πέσει βαρειά πάνω στην τυραννισμένη ζωή ενός ανθρώπου, πήρε αργότερα, στα άλλα του ποιητικά βιβλία, πιο συγκεκριμένο σχήμα, στην παγωμένη μορφή αγαπημένων προσώπων.  Σε τούτη την πεσσιμιστική, αλλά κατά μια παράξενη αντινομία, βαθιά αισιόδοξη ποίηση, δεν κυριαρχεί μονάχα η έννοια του θανάτου. Γίνεται προσπάθεια να εκφραστούν και άλλες βασικές έννοιες από τον ψυχικό βίο του ανθρώπου. Η καθολική αγάπη, η αγιότητα, η αναζήτηση του Θεού, το πρόβλημα του χρόνου, η μοναξιά και η σιωπή, η κυριαρχία του «Εσύ» πάνω στο «Εγώ», η αναγωγή του πνευματικού στοιχείου σε ηθική αξία, ακόμη και η κοινωνική σάτιρα, είναι μοτίβα που συμπλέκονται με την έννοια του θανάτου. Ωστόσο, τα δυο ακραία ορόσημα της ποίησης τούτης παραμένουν ο Έρωτας κι ο Θάνατος. Εκεί επιζητείται η απόδειξη της ενότητάς τους. Η τελικά ταύτιση της ζωής με το θάνατο. Στα Ρόδα της Μυρτάλης, μ’ όλες τις νεανικές και τις ξένες επιδράσεις, προπάντων από το γαλλικό συμβολισμό, διαγράφεται σχεδόν καθαρά η μελλοντική πορεία του ποιητη… Είναι, η πρώτη αυτή συλλογή, η βάση, πάνω στην οποία άρχισε προοδευτικά να σχηματίζεται ο ποιητικός του σωρείτης…   [αποσπασματα από το οπισθόφυλλο της συγεντρωτικής έκδοσης ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Κέδρος 1978]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ