Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

 Ό,τι δείχνω είναι η ουράνια πηγή    με τον έρωτα   με τα στήθη

ό,τι δείχνω είναι η ουράνια επιστροφή    με γυμνά δάκρυα

με πόνο θησαυρισμένο στο βλέμμα

ο ποιητής είναι μια νύχτα στη θάλασσα.

Θεέ μου σε κυνηγώ   όπως παιδί τις πεταλούδες.

Θεέ μου σε κυνηγώ   όπως παιδί τους συνομηλίκους μου   στο δειλινό παιχνίδι.

Αισθάνομαι μόνος   αφού δεν έχει δεύτερη ζωή ν’ αλλάξουμε

και το φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ίδιο.

Σύντροφε ουρανέ   άλλοτε η ελπίδα φεγγοβολούσε στα χέρια

κοιτάζω το σώμα βρίσκω τ’ όνειρο

πάει κι η αγάπη   χάνεται   σαν το νερό στην πέτρα.

Τι είναι πια ένα δένδρο τι είναι τ’ ασημένια φύλλα;

Μεσ’ στην ορμή της ερημιάς γινόμαστε διάφανοι

[ΝΕΟΤΕΡΟΣ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962.

Από την ίδια συλλογή και τα ποιήματα που ανθολογούνται παρακάτω:

ΡΟΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗΣ, Δυνατή ως τη θάλασσα με χίμαιρες θερμές…

ΕΡΗΜΟΣ ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ, Διαβαίνω αγιάτρευτος μεσ’ στο όνειρό μου

Ο ΤΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΑΙΜΑ, Ποτάμια δάση και νερά με καλούν…

ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ, Είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι…

ΕΝΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΣ’ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, Είναι κορμί ο ουρανός της Αττικής χαίρεται και λυπάται

ΕΚΕΚΡΑΞΑ, Ήλιε πατρίδα μεγάλη

ΘΝΗΤΟΣ ΗΛΙΟΣ, Η φωτεινή ταπείνωση μεσ’ τη βροχή… και

ΣΥΝΤΟΜΟΝ Τραγουδώ τους πεσμένους προπάτορες…




 

ΡΟΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗΣ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

ΑΛΚΥΟΝΗ

Δυνατή ως τη θάλασσα με χίμαιρες θερμές του αέρα

ήτανε σα νερά στο πρόσωπο τα μαλλιά της

εγώ την έβλεπα ονειρεμένη στους αγρούς

με του φυτού τ’ ανάστημα ο μόνος.

Αλκυόνη φέγγεις τα όνειρα και χύνονται κρουστοί καρποί στο σπίτι

μιαν ώρα όπου χαράκωνες το λάμπος μες τις σιωπές

η νοσταλγία σ’ άγγιζε βραδάκι.

Άκου, κράζει ο κόρακας ερημικά πετώντας

πηγαίνει με τον άνεμο φτεροσταματημένος: Ο καιρός θ’ αλλάξει.

Μα εσύ πέρα στην καλοσύνη αλιεύεις τ’ άστρα

κι αστράφτει το χρυσάφι έξω από κινδύνους.

Αλκυόνη έν’ άγγελμα σιμώνει μεσ’ στην ταραχή του άνθους

εγώ ο δακρύπλουτος

πίνω καφέ σύντροφο στο μυθικό γαλάζιο

σύγκορμα δευτερόλεπτα περνούν απ’ τη γεύση μου.

Φως υπεράνω έρχεται και χύνει την αγάπη

καθώς ο δρόμος είναι γυριστός – της μοναξιάς τυλιγάδι.

Κατόπιν από μια ωραία γυναίκα τι να υπάρχει; Μονάχα ο τάφος.

Κι ο έρωτας ενώνει τα κορμιά

με την υγρή του σύνδεση για πάντα

σε μια στιγμή

που ο φθόνος του καιρού την ξαναπαίρνει.

Έφυγαν οι μέρες έχω την ωραία μνήμη.

 

ΒΡΑΔΥ

Μια γυναίκα κλαίει στον ίσκιο της φωνής –

ω χλοερά γόνατα – και φεύγει

το κακό σαν άχρηστο ζώο.

Έβλεπα τα στήθη της

κι ήταν βράδυ πολύφυλλο και φωτισμένο.

Σα μίσχος άνθους ο χρόνος

αθώα υψούμενος.

 

ΠΡΩΤΟ ΚΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΕΩΣ

Η  καρδιά κλονίζεται μ’ αναστάσιμα

στέγες αναίσθητες απ’ τον ήλιο φαγωμένες

εγώ είδα τα μάτια μου σαν εργαστήρια της λάμψεως

μεσ’ την αγάπη ολημερίς –

κι η αγάπη να σφάζει τους ανθρώπους υπάρχει

μ’ ένα ουράνιο μαχαίρι των πράξεων.

Η Άνοιξη στο χώμα βασιλεύει

μέρες ως τ’ αστέρια ο άγγελος έχει το θάνατο πλημμυρίσει.

Ώρες που σας περπάτησα

νύχτες ανόμοια ηττημένες…

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΧΑΣΜΑ

Η γυναίκα βαθαίνει το κορμί

ποτέ την ψυχή με τους ήλιους της

αλλάζει την όραση σε σκοτεινό δρόμο

είναι δίχως τρόμο.

Παίρνω τη λύπη σαν κλουβί

πουλιά δεν έχω

γυρίζοντας απ’ τα μαλλιά της

βλέπω το κέρδος αδειασμένο

δροσερός από τρόμο

 

ΦΩΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δόξα στην ερημιά που λάμπει στο στήθος μου

βαθύτερος ο λυτρωτής κι η ομορφιά στις ουράνιες εντάσεις

εκείνος έζησε ψηλά

εκείνος πάλι αστράφτει μεσ’ στις νύχτες

όπου ξεχνά τους γενετήσιους κρωγμούς

ανεβασμένος ως την άκρατη σιγή και μονομάχος.

Τα χόρτα και τα έντομα ποτέ δεν με παίδεψαν

η ώρα πάντα μ’ αγαπούσε μέσα στην ανατολή

γύρεψα τα πουλιά και μου αποκρίθηκαν.

Υπήκοος του ανέμου

έρχομαι να φωνάξω δυνατά με τη φωνή σαν όπλο

είναι μικρός η ήλιος της γυναίκας.

 

ΑΣΜΑ

Ταξιδεύεις μέσα στις ξένες βροχές

κηρύσσοντας την αγαπημένη

θάνατος άλλος δεν υπάρχει μόνον ό,τι διάβηκε

την ώρα που ο σκύμνος νείρεται σκοοτεινά

την ώρα που ο σκύμνος βαθαίνει το μαύρο

με λίγες φωτιές να αιωρούνται στα μάτια του

όπως ο ουρανός διάτρητος από έρωτα σπιθίζει.

 

ΣΥΝΤΡΙΜΜΕΝΟΣ

Τι είναι ο έρωτας έζησα με τ’ άστρα

κρατώντας το στέρνο μου στα χέρια ξεκαρφωμένο

εγώ έπεφτα όπως ένας κάδος πέφτει σε πολλές σκάλες

χύνοντας το νερό τόσον άτυχο

εγώ έπεφτα

ενώ καίγονταν μέσα μου τα εικοσιτετράωρα.

Να η λαλιά της αγάπης στις σκόνες στα ποδήματα

έχω τη χάρη να γκρεμίζομαι απ’ τα σπλάχνα

και βλέπω, είναι με το μέρος μου ο ίλιγγος.

 

 

ΕΡΗΜΟΣ ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ

Διαβαίνω αγιάτρευτος μες στ’ όνειρό μου

σε δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπής

έδειξα τα πτηνά διχάζεται ο δρόμος

η αλήθεια φαρδαίνει πάντα την ορμή.

Κι η μοίρα των άστρων

θα είναι τέφρα θα είναι μια μεγάλη πυρική

τώρα μαθαίνω το αίμα μου

δίχως τους δροσερούς υάκινθους

τώρα σε βλέπω δρόμε του καλού σαν ειδοποίηση με κρίνους

έχοντας το σακούλι τ’ αναστεναγμού

κι όλο πηγαίνω

πηγαίνω

στις πηγές

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]

 

Ο ΤΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΑΙΜΑ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

Ποτάμια δάση και νερά που με καλούν

αιώνες λουλουδιών εκείθεν…

Ω σώμα τη μνήμη δεν κρατώ

μάχομαι στην ανάμνησή μου.

Ο κόσμος όπου θα λησμονηθώ κορυδαλλός είναι μονάχα

και το κελάηδημα είμ’ εγώ

και το φτερούγισμα δεν επιμένει

μα τα πουλιά βαραίνουν απ’ άλλη καταγωγή

φεύγοντας τη δική σου τύχη, σώμα.

 

Ποτάμι αχθοφόρε της πηγής

όταν ο μελαχρινός αέρας  τραγουδήσει

της νύχτας ο μικρός αυθέντης

κινώντας φύλλα και πουλιά στη σιωπή

δεν είμαι μόνος.

Κι όταν μια έρημη μάντρα κοιμίσει τα ερπετά

κι όταν αγγίξω το στήθος της ωραίας κόρης

ο δρόμος δίνει πάλι τ’ όνειρό μου.

 

ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι

στα χαράματα   στους δρόμους   στην Αθήνα.

Τότε που ο αέρας έδενε τα σύννεφα

σαν πεταλούδα έχασα το χνούδι.

Τώρα δεν έχω δρόμους ουράνιους

φεύγοντας απ’ τη  θύμηση το θάνατο μαγεύω

είναι ο κόσμος ενάντιος

είναι ο Ιησούς   τριήμερος ολοένα σκάβει την Ιστορία

δίχως φωνή    δίχως αγγέλους.

Είναι μόνος ωσάν χρωματιστό πουλί

αιωρούμενος απάνω στα νερά της κακίας

χορηγός των ψιχίων

ωραίος φίλος των δύο Λάζαρων –

έδωσε τον ένα στην πείνα

έδωσε τον άλλο στην ανάσταση.

Κι εγώ γράφοντας αγγίζω τ’ αστέρια

θνητός    εναγκαλίζομαι την εσπέρα

θνητός    και μεσ’ τη νύχτα κλαίω.

Χαίρετε σεις αηδόνια του καλού

με διώχνουν τα χαράματα δεν έμεινε αγάπη

τ’ άνθη της λησμονιάς -

είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]

 

ΕΠΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΣ’  ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ

Είναι κορμί ο ουρανός της Αττικής χαίρεται και λυπάται

δείχνει τα μαύρα γερατειά

καθώς η νύχτα ομοούσια με τη θλίψη

κλώθει τα δικά της πετεινά

η νύχτα η καθίζηση του θείου

και θυμάμαι το γενετήσιο αίμα της.

 

ΣΤΗΝ ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ

Τρέχει μια ξανθομάλλα

δυο φλόγες τριανταφυλλένιες

ανεβαίνουν απ’ το στήθος στο λαιμό της –

άραγε πού πηγαίνει.

Και συ παιδί της λησμονιάς

ευωδιασμένο μες τα βάσανα

μικρέ έλληνα στρατιώτη της δυστυχίας

ανάμεσα περνάς απ’ τις δυνάμεις της οδού

κρατώντας λίγη πούληση στα χέρια.

Χάρισε μου το μενεξεδένιο τραγούδι που λένε τα μάτια σου

γνωρίζω ’να κοράσι μ’ όνειρα στα χέρια

χαίρεται στο πιάνο κάποιες ώρες μακρινές

τα ξέρεις αυτά τα χέρια

που δεν έχουν την τόλμη του σώματος

αλλά μονάχα   τα πλήκτρα βυθίζοντας

μιαν εξαίσια ομορφιά απελευθερώνουν;

Με γιασεμί παράπονο στα χείλη

τρέχεις εμπρός, γυρίζεις πίσω

παρακαλείς τον κύριο με το καπέλο –

μικρέ φωνακλά του δρόμου

πληγώνεις την καρδιά.

Είναι η μοίρα μας έτσι

ως το θεό φτάνοντας μεσ’ τον ήλιο.

Αντίο αγόρι

για σένα λυπάμαι

εγώ πλάστηκα με πόνο για κάθε τόπο και καιρό.

Δεν είναι τίποτα η ξανθομάλλα το κατάλαβα

με τριάντα δραχμές ησυχάζω.

 

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Γυρίζει ο έφηβος με τα σφουγγάρια

της ψυχής πραμάτεια· είναι μονάχα ένας γέρος τα’ ουρανού μας

και δροσερός ο πανικός σε τέτοια πατρίδα.

Όλοι πηγαίνουν έχοντας τη φτώχεια ή τον πλούτο

αυτοκίνητα διασχίζουν τους δρόμους

με στεφάνια  κηδείας φορτωμένα

όμως ο γέρος που τον περονιάζει σαν κρύο η νεότητα

με απούλητα σφουγγάρια ψάχνει το κακό

να τα’ αφανίσει θα ’λεγες

απ’ τα σφουγγάρια τραβηγμένο σαν υγρό

 

ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ

τρώει ο ρωμιός απάνω στο μάρμαρο

-μεσημεριάτικες απογνώσεις –

κι είναι σαν μοναστηράκι του σώματος

γεμάτο φύλλα και πουλιά.

Έχει τον ήλιο φτωχό εστιατόριο και τον διασπαθίζει

μέσα στη σκόνη του φωτεινού αέρα

γαλάζιες μύγες ωσάν ανθάκια

κομμένα γύρω μας βομβίζουν.

τρώει με μια πικρή ματιά ο ταπεινός απάνω στο μάρμαρο

σκύβει κρατώντας το ζεστό ψωμί

και συλλογιέται

την πλάκα του τάφου.

Κοντό κριθάρι αγκυλώνει τη θύμηση

τα σπίτια οι δρόμοι και τα δίκαια χέρια

φυλλώματα κόκκινα δίχως ελπίδα…

Ήχοι και θάνατος

η ερωτική ασπράδα που πύκνωσε τα νέφη

ταυτισμένα στους κήπους με τα δένδρα.

 

ΕΣΠΕΡΑ ΤΩΝ ΦΘΛΛΩΝ

Το σήμαντρο αναστενάζει.

Με την αγάπη στην καρδιά

στους φιλικούς δρόμους ανοίγω την ύπαρξή μου

κατεβαίνω μεγάλη σιωπή κι ακούω τα σκαλιά της

είμαι ένα πρόβατο αγγίζω δειλινά

μα φεύγουν όλα

σκοτεινιά πού θα μας οδηγήσεις.

Αγγελικέ μου θάνατε

προσφέρω τη θυσία.

 

ΗΧΗΡΟ

Σύρματα τιμημένα της ζωής μου

οπού με ζώνετε τόσα χρόνια

σκλάβος ανέβηκα ως τ’ αστέρια

τη ζωωδία των ανθρώπων έχοντας ακυρώσει

μεσ’ την ορμή για ποίηση

μεσ’ την ορμή για έρωτα

σύρματα της ζωής μου

 

 

ΔΡΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ήλιε πατρίδα μεγάλη

εσύ ο πλωτός Όνειρος και των πτηνών ευτυχία

των δεινών ο ασσύριος.

Και στην έρημη γη το μεθυσμένο χόρτο

δράστης της ωραιότητας ο ποιητής.

 

Τα πάθη μ’ έχουν εύρει στην καρδιά

μέρες και νύχτες είμαι ο σωματικός που λιώνει

σε λαμπερά ποτάμια σε μαύρες φωνές

αγγίζοντας την ηλιόλουστη Ελένη

και μ’ ένα αγγελικό σπαθί

τον άρτο της χαράς έχω μοιράσει.

Εδώ είναι σκοτάδι κι όνειρο βαθύ

πέρα της άλλης νύχτας τα μαλάματα.

[ΕΚΕΚΡΑΞΑ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]

 

(σύντομον) ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΤΟΥΣ ΠΕΣΜΕΝΟΥΣ ΠΡΟΠΑΤΟΡΕΣ

(είμαι των άστρων ο σκύλος με τα μάτια κοιτάζω ψηλά με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη)

Η φωτεινή ταπείνωση μεσ’ τη βροχή   της πλατυτέρας ώρας ευτυχία στα μάτια.    Κι ακούω τις σάλπιγγες από ψηλά   κρότος χρυσός με πάει στους ουρανούς του πολέμου   γυρεύω τον αστέρα μεσ’ το δάσος του φωτός   χαρίζοντας επτά χαρές του στέρνου μοναχός   όπως οι μέρες έρχονται σαν δυνάστες.   Χαίρετε οι άγελοι της παιδικής κλίνης οι φύλακες   αιώρες του θεού μεταξύ των άστρων   η όραση μ’ εξουσιάζει πέρ’ απ’ το φθαρτό   η κόλαση δεσμεύει τα οστά μου στη σάρκα.   Τι ήχος  που μάχομαι   ως την κραυγή σ’ αναζητώ   Κλεισμένε.   (ΘΝΗΤΟΣ ΗΛΙΟΣ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

Τετάρτη, 21 Ιουλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ