Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

ΝΑ ΜΕΤΡΑΣ ΟΜΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΧΑΡΙΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΕ ΑΙΜΑ

Ζυγιάζει στο ένα χέρι τη ζωή του και στ’ άλλο τη θάλασσα.
Βλέπει. Το νιώθει. Του λείπουν πολλά. Σχεδόν όλα.
Αν μπορούσε να μη σκέφτεται έτσι.
Ένας ευυπόληπτος κύριος του είπε:
-Αγαπητέ μου, να μετράς όμοια πράγματα.
Παραδείγματος χάριν,
τον άνθρωπο με άνθρωπο, το αίμα με αίμα…
…………………………………………………………..
Και κάτι άλλο, νέε μου, ν’ ανοίγεις τα παράθυρά σου πάντα στο φως.

Αυτός χαμήλωνε τα μάτια και κοίταζε τα παπούτσια του,
που προσπαθούσαν να συνεννοηθούν για ένα βήμα ακόμη.
Και το στόμα του έμεινε κλειστό,
ενώ ένα ρυάκι αίμα κυλούσε απ’ την αριστερή άκρη.
 (ΛΕΗΛΑΣΙΑ από την πρώτη ενότητα της συλλογής του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ (πρώτη ενότητα στην ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ) (ποιήματα που ανθολογούνται παρακάτω):
1.     ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ, Έπιασε το πόμολο της πόρτας και ένιωσε τέτοια μοναξιά…
2.     ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΕΡΙΟΥ, Η Νύχτα έπεσε τόσο απότομα…
3.     ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΦΙΛΟΥ, Εξαντλήσαμε το Νοέμβρη μ’ έναν τρόπο καθόλου ορθόδοξο…
4.     ΑΛΗΘΕΙΑ, ΠΑΛΙ ΦΕΤΟΣ, Αλήθεια, πάλι φέτος μπουμπουκιάζουν τα ηφαίστεια…
5.     ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΚΑΤΑΤΑΞΕΩΣ, Το τρένο πλέει πάνω στο αίμα…
ΠΕΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ (δεύτερη ενότητα συλλογής)
6.     ΠΕΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ, Συνηθισμένο τοπίο
7.     ΒΡΕΧΕΙ, Δένδρα, στρατιώτες, λάσπες, εμβατήρια…
8.     ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, Αυτές οι μέρες ήταν άσχημες, σαν όλες τις άλλες
9.     ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΕΙΡΗΝΗ, Ήταν παράξενος στρατιώτης
10.                        ΥΔΡΑ, Το καράβι μας χτυπημένο από τα κανόνια…
11.                        Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ, Ή τρεις μέρες μυθολογίας
12.                        Η ΤΑΦΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ, Πέθανε κι άλλος φίλος… και
13.                        ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΚΛΕΙΣΤΑ, κι η φωνή σου μας κάρφωνε πικρά


ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)
Έπιασε το πόμολο της πόρτας
κι ένιωσε τέτοια μοναξιά,
που έσκυψε και φίλησε το κρύο σίδερο.
Ξέρετε, τα πόμολα γνωρίζουν πολύ καλά
να ξεχωρίζουν το χέρι του κυνηγημένου
από το χέρι του καλού αστού.

Κυνηγημένος και στάζοντας αίμα
άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο σκοτάδι,
τη στιγμή που ακουγόταν απ’ το ραδιόφωνο
ένας σκοπός - «τάχα τι να γύρεψαν στα χλομά σου μάτια» -
(συμπληρώνοντας έτσι το σκηνικό της καταιγίδας του)

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΕΡΙΟΥ
Η νύχτα έπεσε τόσο απότομα,
που δεν πρόλαβε να την αντιληφθεί
το μάτι μας
Η νύχτα μπήκε μέσα μας, σβήνοντας
με το χέρι ό,τι μας ανήκει.
(Τόσα χρόνια αναζητήσεις και προσπάθειες)
Κι υπάρχει τόσο φως.
Παράπονο όχι. Αλλά απορία
Μια τεράστια απορία, που προσπαθούμε
να την κρύψουμε μέσα στα χέρια μας
-και δεν μπορούμε να δούμε το πρόσωπό σου.
Το νιώθουμε όμως. Βρίσκεται γύρω μας.
Παντού. Γεμάτο αγωνία.
[από την ενότητα ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ, συλλογή Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970]

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΦΙΛΟΥ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)
Εξαντλήσαμε το Νοέμβρη
μ’ έναν τρόπο καθόλου ορθόδοξο
μέσα σε καφενέδες αναμονής.
Στην αρχή μετρούσαμε τις ώρες.
Αυτό όμως μας κούρασε, κι αρχίσαμε να μετράμε
τις εποχές. Και μετά, με πόση ευκολία, αλήθεια,
τους αιώνες.
Μας έμειναν μερικές στιγμές,
που φτάναν ίσα-ίσα να κοιτάζουμε
τη δίκλωνη φλέβα που αυλάκωνε
τη σκέψη σου και κατέληγε σ’ ένα άνθος σαρκοβόρο

(Είναι κι αυτό κάτι στις μέρες μας,
που για να επισκεφτείς τον εαυτό σου
χρειάζεσαι διαβατήριο)

ΑΛΗΘΕΙΑ, ΠΑΛΙ ΦΕΤΟΣ
Αλήθεια, πάλι φέτος μπουμπουκιάζουν τα ηφαίστεια,
όταν οι κοπέλες λούζουν τα μαλλιά τους
με αγκαλιές σκοτάδι και κάθε τους βήμα είναι
μια διαμαρτυρία.
Βλέπουν βαθιά μέσα στο μέλλον, τη μέρα
που οι νέοι γυμνοί από τη μέση και πάνω
θα πιάσουν τον ήλιο από τα κέρατα και
θα τον κοιτάζουν ίσια στα μάτια.
Κι εσύ, παιδί κρυμμένο παντού,
θα δώσεις ένα σάλτο για να μπεις
στον κήπο που θα ’χει ανάψει όλα τα λουλούδια του
και θα περιμένει.

Όλοι περιμένουμε.
[από την ενότητα ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ, συλλογή Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970]

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΚΑΤΑΤΑΞΕΩΣ
Το τρένο πλέει πάνω στο αίμα,
κι εμείς ρίχνουμε τους κύβους
καθώς μας πηγαίνει στον πόλεμο.

Το λουλούδι λιώνει μέσα στο χέρι μου
[από την ενότητα ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ, συλλογή Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970]

2η ενότητα συλλογής: ΠΕΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ
Συνηθισμένο τοπίο.
Λίγη θάλασσα, μια μικρή κίτρινη πόλη να την ακουμπά
κι ένα γονατισμένο βουνό να κρατά με δυσκολία τον ουρανό
μην πέσει πάνω μας.
Ήλιοι μας ακινητοποιούν
πάνω στα συρματοπλέγματα.
Τα σπίτια βυθίζονται αργά-αργά
μέσα στη θάλασσα.

Επί σκοπόν.
Πυρ.

Τα μάτια σου.
Τα μάτια σου αιωρούνται εντός μου

ΒΡΕΧΕΙ
Βρέχει.
Δένδρα, στρατιώτες, λάσπες, εμβατήρια
στήνουν ένα μνημείο για τη σελήνη που ξεχάστηκε
μπρος σε δυο κλειστά μάτια.
–Μια αρβύλα συνθλίβει τη σύνθεση –
Πόσο αλλοιώθηκαν τα χαρακτηριστικά μας.
Οι ίσκιοι μας καρφωμένοι
μ’ ένα μωβ λουλούδι
στον τοίχο του Φλεβάρη.
Πόσο αλλάξαμε.

Βρέχει 
[από τη 2η ενότητα ΠΕΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ, ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970 Γιάννη Κοντού]

ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΔΙΑΛΟΓΟΣ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)
Αυτές οι μέρες ήταν άσχημες, σαν όλες τις άλλες
(ζέστη, μύγες, τζουκ-μποξ κι ένα λαρύγγι στεγνό,
που ξέχασε να μιλά, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα
που δεν λέει να τελειώσει).
-Μόλις στρίψουμε στη γωνία, έλα από το άλλο
πλευρό μου, γιατί μπορεί να μας πυροβολήσουν.
Στις μέρες μας είναι επικίνδυνο να περπατάς στον δρόμο.
Λευτέρωσε το μέτωπό σου απ’ αυτά τα μαλλιά που το κρύβουν.

Μου φανέρωσες το μέτωπό σου και τα μάτια σου λέγοντας:
-Σκότωσαν τον Κέννεντυ. Σκότωσαν κι άλλον Κέννεντυ.
Κοίτα πώς άνθισαν οι ροδιές. Πάμε προς τα εκεί.
……………………………………………
-Άκου μουσική. Αλήθεια, παίζει ένα τσέμπαλο.
-Τσέμπαλο μες το δρόμο;
Κοίταξα πλάι μου. Είχες ακουμπήσει το χέρι σου
στον ώμο μου. Ξεκουραζόσουν.
(Σ’ αυτή τη στάση σε θυμάμαι πάντα:
να μ’ αγγίζεις και ν’ ακούς μουσική)
-Θέλεις να πιούμε λεμονάδα;
Ο Σεφέρης κάπου γράφει:
«πίνω άγουρες γκαζόζες και διψώ».
Θυμάσαι;
Όλοι διψούμε!
-Κουράστηκα. Θέλω να ησυχάσω.
-Και εγώ, μα πώς;
-Μην καπνίζεις τόσο πολύ. Θα πάθεις.
-Θα πάθω τι; Μ’ αρέσει να βλέπω μέσα απ’ τους καπνούς
τους άλλους. Γίνονται τόσο διαφορετικοί.
Ιδίως στις εννιά το βράδυ που γυρνούν μετά από το φόνο και λένε:
-Αυτός είναι ο τελευταίος -

Και την άλλη μέρα ξαναρχίζουν.
Πάντα υπάρχει κάποιος που πρέπει να πεθάνει στις εννιά.
-Δες πώς μας κοιτάζουν τα παιδιά του αντικρινού
σχολείου, πίσω από τα κάγκελα.
Στις μέρες μας οι ποιητές λιγοστεύουν.
Δεν κυκλοφορούν πια μεταξύ μας.
Μένουν κλεισμένοι σε γυάλινα δωμάτια.
Κι αυτοί που υπάρχουν τι να σου κάνουν.
-Πολλά λιγοστεύουν.
Η νύχτα μικραίνει με τόσα φώτα.
-Σήμερα ήρθε ένας θίασος στην πόλη.
Πόσο ήθελα να ’φευγα μαζί του. Δεν έφυγα.
Έπαιζε το «Καημένε μου Μάρικ»
-Πάμε στο καφενείο να δούμε φίλους.

ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΕΙΡΗΝΗΣ
Ήταν παράξενος στρατιώτης.
Περπατούσε σκυφτά πλάι από τοίχους.
Αρνιόταν τον ήλιο με επιμονή.
Τα χείλη του τραβηγμένα σ’ ένα χαμόγελο πόνου.
Πάντα σφιγμένο το πιγούνι του με πείσμα,
ενώ στα μαλλιά έκρυβε λευκές καταιγίδες.
Κάθε πρωί άναβε τις επτά ροδιές του στρατοπέδου
και τακτοποιούσε στο λιόγερμα
τις ακανόνιστες σκιές των κτιρίων.
Μεγάλο του παράπονο γιατί δεν είχε ένα ποτάμι
Μου ’λεγε: «κάθε στρατόπεδο πρέπει να ’χει το ποτάμι του».
Ένα βράδυ, το περίπολο τρεις με πέντε του ’ριξε
τις πρώτες σφαίρες, καθώς προσπαθούσε να βγάλει
τα χέρια του έξω από το συρματόπλεγμα.
Κι η σελήνη έβγαλε μια κραυγή,
που πέσαν όλα τ’ άστρα.

Έγειρε σιγά στο γόνατο και τα μάτια του έμειναν
να κοιτάνε πέρα.
Την άλλη μέρα, ένα ποτάμι έσχιζε το στρατόπεδο
στη μέση.

Ήταν παράξενος στρατιώτης.
[από τη 2η ενότητα ΠΕΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ, ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970 Γιάννη Κοντού]


ΥΔΡΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)
Το καράβι μας χτυπημένο από τα κανόνια
του μουσείου μπάταρε.
Ο καπετάνιος, πέντε έξι γλάροι κι η κοπέλα
που κεντούσε στη θάλασσα γοργόνες ζυγιάσανε
το πλεούμενο.
Τεντωθείτε, ανεβαίνουμε ψηλά.
Κι έτσι ανεβήκαμε στο νησί.

Το νησί. Με τις άσπρες πέτρες. Χωρίς δένδρα.
Γεμάτο δελφίνια. Χωρίς άγκυρα. Να πηγαίνει
πέρα δώθε. Και ν’ αλλάζει συνέχεια παραλλήλους
-για να μπερδεύει αυτούς που χειρίζονται πυξίδες.

Τα νησιά. Το Αιγαίο.

Το πρωί  η θάλασσα είχε μπει στο σπίτι μας.

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ή ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ:
Με μια χούφτα χαλίκια προσπαθώ
να φτιάξω το ψηφιδωτό της πρώτης μέρας
που χάνεται στις άκρες των χειλιών σου.
Ο ταχυδρόμος ήρθε ιδρωμένος, και αντίς για μήνυμα
μας κάρφωσε το μαχαίρι του στο στομάχι.

-Μερικές φορές, Τηλέμαχε, ένα λουλούδι
είναι πιο βαρύ απ’ αυτό το χτύπημα.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ:
Ο γέροντας μ’ έπιασε απ’ το χέρι και μου ’πε
για το νερό που περίμενε τρεις χιλιάδες χρόνια.
Ήταν τυφλός και πάνω στο μέτωπό του
με λεπτομέρειες χαραγμένα όλα τα ποτάμια της γης.
Μου ψιθύρισε: «Νιώθω την οσμή του κατακλυσμού».

Νομίζω πως ο Όμηρος κάπως έτσι πρέπει να ήτανε.

ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ:
Μια κίτρινη πεταλούδα άνοιξε τα φτερά της
και μαζί ανοίξαμε τα μάτια μου.
Και είδα τότε πραγματικό σκοτάδι.
Είδα το νερό να τρέχει παντού
και να κυνηγά τον αγέρα από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Και το σταματημένο από χρόνια άροτρο
να μπήγεται στα μάτια του παππού Οδυσσέα,
που χαμογελά ακόμη στην Πηνελόπη μέσα από τους καπνούς.
Από τη φτέρη βγήκε μουσική και τα μάρμαρα
άρχισαν να αρκουδίζουν σαν τα μωρά.

Ο πατέρας ξέμπλεξε τα δάχτυλά του και έφερε
τον κατακλυσμό.
Ο πατέρας μου είναι βροχοποιός.
[από τη 2η ενότητα ΠΕΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ, ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970 Γιάννη Κοντού]

Η ΤΑΦΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ)
Πέθανε κι άλλος φίλος.
Αναπάντεχα. Ούτε προετοιμασίες. Ούτε αποχαιρετισμοί.
Να, έτσι ξαφνικά, φύτρωσαν τα γιασεμιά στα μάτια του
Δεν άντεξε στις τόσες μετακινήσεις, στις τόσες αλλαγές.
Κι ένα πρωινό ανοίγοντας το παράθυρο, τον χτύπησε
ο ήλιος κατά πρόσωπο και έμεινε κρεμασμένος στο περβάζι.
Η αλυσιδίτσα στον λαιμό του γυάλισε για τελευταία φορά
απεγνωσμένα στο φως.
Το σώμα του μένει ακόμα εκεί,
ξεχασμένη σημαία μεγάλης ήττας.

-Εσύ, μικρή εταίρα, γιατί κλαις;
Για τον θάνατό μας εργάζονται άλλοι.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΚΛΕΙΣΤΑ
Τα μάτια σου κλειστά
κι η φωνή σου μας κάρφωνε πικρά
στις φυλακές μας.
Όλοι κατάδικοι για μια ζωή
 –ζωή κι αυτή –
μπροστά σ’ ένα κλειστό παράθυρο,
μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά, κι ο πόνος
ένας ουρανός για σένα.

Και να μην βρίσκεις ένα χαμόγελο
ν’ ακουμπήσεις!..
[από τη 2η ενότητα ΠΕΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ, ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970 Γιάννη Κοντού]

ΚΑΙ ΗΡΘΑΝ ΚΑΙ ΠΕΡΑΣΑΝ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΚΑΙ ΧΕΙΜΩΝΕΣ και Σεπτέμβριοι μεταφυσικοί, όπως έγραφε στο ποίημα «Σεπτεμβριανό Φως» ο Τάκης Σινόπουλος, και δεν σε πρόδωσα ποτέ, μάτια μου. Και πολύ τραγούδησα και πολύ εσιώπησα για σένα. Δρόμους με οδοφράγματα και δρόμους πλατείς διαβήκαμε. Πέταξα, δίψασα, πείνασα και δεν παραπονέθηκα. Έφαγα ξερό ψωμί και ποίημα. Λοιδορήθηκα από ασεβείς, αλλά η πίστη μου μ’ έσωσε. μέσα στην έρημο και βρήκα νερό και μετά πηγή. Το ποτάμι προσπαθώ να το περάσω χρόνια. Με μάτια διψασμένα πέφτω στην αγκαλά σου και κοιμάμαι ήσυχα, μικρό παιδί. Από πάντα ήσουνα η μουσική και η ζωγραφική για μένα. Άλλες νύχτες καθόμουν και κοιτούσα με τις ώρες το σπίτι του Σεφέρη (Άγρας 20). Το παρατηρούσα ν’ αλλάζει γωνίες, να  αναπνέει, να πλέει ανάλογα με το φως του φεγγαριού. Εκείνη την εποχή μπαινόβγαινα σε κινηματογράφους και θέατρα, σε σημείο να είναι οι σκοτεινές αίθουσες προέκταση του δωματίου μου. Αυτή είναι περίπου η μικρή ιστορία της ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗΣ και των ανθρώπων της. Και το ταξίδι συνεχίζεται. Κοιτάζω πίσω το δρόμο και βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου, μόνος και φωτεινός, ο Γιώργος Χειμωνάς, στα μαύρα ντυμένος, στα βελούδινα.[τελευταία παράγραφος από το ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ του Γιάννη Κοντού για την ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ του]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ