Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

ΕΝΑ ΚΕΝΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ, ΚΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΝΑ ΣΚΑΒΟΥΝ ΟΡΥΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΟΥΝ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥΣ

 Ένα κενό διάστημα τα μάτια σου πίσω από τη βροχή.

Μια παρένθεση τα χέρια σου στην άσφαλτο.

 

Είδαμε νεκρούς στις πλατείες και σκόρπια μαλλιά στη βάση μετάλλινων αγαλμάτων.

Οι ποιητές μακριά, πολύ μακριά να σκάβουν ορύγματα για να βρουν το φως τους.

Στο λιμάνι από πέρσι πασχίζουμε να σηκώσουμε την άγκυρα.

Μείναμε να κοιτάζουμε τη θάλασσα, μήπως δούμε την αναδυομένη.

Σε κάτι επαρχιακούς σταθμούς είδαμε τον Τσέχωφ να μας κοιτάζει μ’ απορία για το ταξίδι που θα κάναμε.

Εκεί, στην αίθουσα αναμονής, ρωτήσαμε τον σταθμάρχη:

τι ώρα θα περάσει το τρένο από πάνω μας

(ΕΝΑ ΚΕΝΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ από το ΠΕΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ, 2η ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)

Απ’ αυτή την ενότητα καθώς επίσης και από την 3η και 4η ενότητα (Νυχτερινή Βάρδια… και Περιμετρική) ανθολογούνται παρακάτω τα ποιήματα:

1.     ΠΥΡΚΑΓΙΑ, Ναι έβαλε φωτιά ο Γιαν Πάλατς στο κορμί του

2.     ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ, Το πώς φτάσαμε ως εδώ είναι ένα θαύμα

3.     ΕΝΑ ΛΑΪΚΟ ΚΕΝΤΗΔΙ ΕΣΒΗΣΕ ΜΕΣ ΤΟ ΚΡΑΣΙ ή Ο θάνατος του καπετάν Ανδρέα Ζέπου

4.     ΞΕΧΑΣΕΣ Τ ’ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ, Ξέχασες ένα τριαντάφυλλο μέσα στα μάτια σου

5.     ΜΑΣ ΛΗΣΤΕΨΑΝΕ, Με το φως του ηλεκτρικού στις στάσεις των λεωφορείων

6.     ΗΡΘΑΝ ΝΥΧΤΑ, Χωρίς να τους περιμένουμε

7.     ΠΑΛΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΙΚΟΝΑ, Τι να τους πω για τη διάφανη μορφή σου

8.     ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ, Σάββατο και Δευτέρα

9.     ΠΩΣ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΥΠΝΟΣ, με τέτοιες μυρωδιές ένα γύρο σου;

10.                        ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΣ ΤΗ ΣΚΑΛΑ, με το αυστηρό σου πρόσωπο διπλά μαχαιρωμένο

11.                         ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ, Τρίτη μέρα μεσημέρι

12.                         ΑΝΥΠΟΤΑΧΤΟΣ ΘΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ, Σ’ αυτή την πόλη

13.                         ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ, Σήμερα είδα την παλιά μου αγάπη

14.                         ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ, Στη γέφυρα χτυπήσανε τον Κώστα

15.                         ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ, Μισάνοιχτες ντουλάπες άφησα να χτυπάνε

16.                         ΕΠΙΤΤΜΒΙΟ, Η τελευταία σου γνήσια αναπνοή

17.                         ΑΓΓΕΛΤΗΡΙΟ, Ήταν διευθυντής σε υπουργείο

18.                         ΧΟΡΟΣ σε 9/8, Αυτό το ορισμένο βιολοντσέλο…

19.                         ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΑ, Η ομίχλη της Λόντρας δεν φτάνει ίσαμε εδώ

20.                         ΗΡΩΟ Κάθισε κάτω από το άγαλμα και κατακλείδα

21.                         Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, Ο Καφές του φαρμάκι

 


ΠΥΡΚΑΓΙΑ («Ο Γιαν Πάλατς, 21 ετών φοιτητής, αυτοπυρπολήθη την περασμένη εβδομάδα στην Πράγα, υπέκυψε χθες το απόγευμα – Οι Εφημερίδες)

Ναι, έβαλε φωτιά ο Γιαν Πάλατς στο κορμί του.

Για τις χαμένες ώρες αγώνα.

-Οι δαχτυλιδάτες τρίχες του στήθους βγάλανε

έναν τριγμό, σαν να καίγονταν δάσος ολάκερο από έλατο-

Για τα λουλούδια της πατρίδας του, τα μπλεγμένα

στις ερπύστριες των τανκς.

Πώς να σβήσει τέτοια φωτιά;

Σε ποιες χούφτες κοριτσιών να πάρει σχήμα τούτη η στάχτη;

Η πόρτα του σπιτιού του θα ξεχάσει το άγγιγμα των δαχτύλων του

κι η μάνα δεν θα ξυπνάει τα βράδια

από τα χτυπήματα των ξένων.

Θα περιμένει. Θα περιμένει να πάρουν φωτιά

οι Πράγες όλου του κόσμου.

Το πανεπιστήμιο θα ξαναλειτουργήσει

-όπως γίνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις-

κι όμως εκείνο το απόγευμα του Γενάρη ο Γιαν Πάλατς

έσφιξε τη γης στο χούφτα του και της έβαλε φωτιά.

 

Τη στιγμή που η κοπέλα του φύτευε

έναν βολβό τουλίπας στον κήπο της γειτονιάς τους

και περίμενε να δει τι χρώμα θα ’παιρνε το λουλούδι.

 

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)

Το πώς φτάσαμε ως εδώ είναι ένα θαύμα, Μαργαρίτα.

Η ίδια μουσική παντού, χωρίς οίκτο να μας θυμίζει

το δρόμο π’ άρχιζε μέσα μας και δεν τελειώνει πουθενά.

Και τι δεν είδαν τα μάτια μας.

Ιδέες να καίγονται στους δρόμους – για το καλό

του συνόλου, λέγανε.

Φίλους να πεθαίνουνε διακριτικά.

Τον χρόνο καρφωμένο κοντάρι με αδικαιολόγητη μανία

στα λευκά κορμιά των ωρών.

Τα καράβια χαμένα και στον ασύρματο ο Καββαδίας

να στέλνει τριάντα ολόκληρα χρόνια το SOS!

Στην άκρη του ορίζοντα τα βουνά να περιμένουν

έναν σεισμό, για να πάρουνε το παλιό τους σχήμα.

Κι η σελήνη, σκαλωμένη στα βλέφαρά σου,

να μαζεύει τα νησιά γύρω απ’ τα στήθια σου.

 

Το κρεβάτι μου, χειρουργείο καθημερινότητας.

 

ΕΝΑ ΛΑΪΚΟ ΚΕΝΤΗΔΙ ΕΣΒΗΣΕ ΜΕΣ ΤΟ ΚΡΑΣΙ

(ή Ο Θάνατος του Καπετάν Αντρέα Ζέπου

ή Κάτι που μπορεί να συμβεί στον καθένα)

Ταξίδευε ο καπετάν Ανδρέας εκείνη τη νύχτα

πάνω στο κρεβάτι του.

Και έδωσε μια για να μπει στ’ όνειρο – και το μόνο

που κατάφερε ήτανε ν’ αποτυπώσει ένα κόκκινο

γαρύφαλλο στο τσιμέντο της κατώγας του.

Το πέσιμο του καπετάνιου θύμισε για λίγο

τον Ελπήνορα στο κ΄ της Οδύσσειας.

Μόνο για λίγο όμως. Μέχρις που ακούστηκε:

 

«Μια ψαροπούλα είναι αραγμένη

μπρος στ’ ακρογιάλι

το Ζέπο περιμένει…»

 

Σκύβοντας ο Γιάννης Παπαϊωάννου βάζει

το τελευταίο κόκκινο γαρύφαλλο του ψαρά

στ’ αυτί του, και έτσι στολισμένος χορεύει

ένα ζεϊμπέκικο γύρω από το θαλασσινό κουφάρι.

Κι ύστερα συνεχίζει το τραγούδι στις θάλασσες.

Να ξαλαφρώσουν οι γειτονιές.

Να ξαλαφρώσει η καρδιά του καπετάν Ανδρέα Ζέπου

στον άλλο κόσμο.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970]

 

ΞΕΧΑΣΕΣ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)

Ξέχασες τ’ όνομά σου πάνω στη σκηνή.

Ξέχασες ένα τριαντάφυλλο μέσα στα μάτια σου

και έβλεπες θαμπά τους θεατές.

Ο υποβολέας ψιθύρισε:

-Κάνε δυο βήματα αριστερά,

σιγά να μην ξυπνήσουν τα παιδιά και δούνε

τα «επί σκηνής». Είναι νωρίς ακόμη.

Σήκωσες τα χέρια σου και είπες:

-Πέστε μου έναν τρόπο για να μην πνιγώ.

Ένα δένδρο φύτρωσε στην καρδιά μου

και μου εμποδίζει την αναπνοή.

Νομίζω είναι ιτιά.

Πέστε μου έναν τρόπο. Θα πνιγώ.

Οι προβολείς όλοι πάνω σου φανέρωναν τις φλέβες του κορμιού

-ρίζες του φεγγαριού στα νούφαρα.

Η αυλαία άρχισε να πέφτει, αλλά χάλασε ο μηχανισμός

στο ύψος του στήθους σου.

Τραβούσες με απόγνωση το πανί.

Η παράσταση δεν έλεγε να τελειώσει.

 

Μόλις σβήσουν τα φώτα θα σου πω τ’ όνομά σου

μ’ ένα όμποε.

 

ΜΑΣ ΛΗΣΤΕΨΑΝΕ (από την ενότητα ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ ΣΤΑ ΚΑΛΥΚΟΠΟΙΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΩΝ)

Μας ληστέψανε με το φως του ηλεκτρικού

στις στάσεις των λεωφορείων.

Δεν μας βρήκανε τίποτα, πάρεξ το εισιτήριο στη χούφτα

και μια φωτογραφία ενός μικρού παιδιού να κατουράει ανέμελα μέσα σ’ ένα κήπο.

Βγάλαμε τη λευκή προκήρυξη από τα μαλλιά μας

και τους την πετάξαμε στα μούτρα.

Μαρμάρωσε η πόλη από τον τρόμο.

Η γη έχασε την ισορροπία της από το βάρος της προκήρυξης.

Αυτοί, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, συνέχισαν την έρευνα μέσα στα σωθικά μας.

Ποιος θα τραγουδήσει για το φαντάρο που συμπλήρωσε

το μισό της σελήνης με το κορμί του;

Ποιος θα πει στα παιδιά μας για τα βερίκοκα

που ωρίμασαν εκείνο το απόγευμα του Ιούνη

και δεν προλάβαμε να τα δοκιμάσουμε; 

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970]

 

ΗΡΘΑΝΕ ΝΥΧΤΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)

Ήρθανε νύχτα χωρίς να τους περιμένουμε.

Όλοι βαστούσανε μαχαίρια και φανάρια.

Μπήκανε μέσα μ’ ανακατεμένα μαλλιά

και ιδρωμένοι.

Με τα μαχαίρια χαράξανε πόρτες και παράθυρα

στους τοίχους.

Με τα φανάρια ανάψανε τον κήπο

κι ευθύς μας πήρε μια μοσχοβολιά.

Κλείσαμε τα μάτια και είδαμε το αύριο

να κυματίζει ελεύθερο στα μπαλκόνια.

Τους φιλέψαμε ψωμί και ρακί.

Φεύγοντας ρίξαμε ματιά στις πόρτες

και στα παράθυρα που σχεδίασαν, χαμογελώντας πικρά.

Είπε ο πιο ξανθός: «Να τα ανοίξετε εσείς.

Απαλά, όπως ανοίγει το γιασεμί»

Του τελευταίου του ’πεσε το μαχαίρι.

Κανείς δεν τόλμησε να το αγγίξει.

Μόνο ο Κώστας το σήκωσε. Και έφυγε μαζί τους.

 

-Μην κλαις, Μαργαρίτα. Μόνο χαμήλωσε

τη λάμπα, γιατί η μάσκα σου άρχισε να λιώνει.

 

ΠΑΛΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ (απάντηση σ’ ένα ποίημα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου)

Τι να σου πω

για τη διάφανη μορφή σου;

Θα πάει στα χαμένα.

Περισπωμένη της ψυχής μου

θα σε πω στα παιδιά

και θα νιώσουν.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970]

 

 

ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)

Ι. Σάββατο

Βουτήξαμε σε μια θάλασσα γεμάτη

βυθισμένα αγάλματα.

Σκελετωμένα εργοστάσια κρέμονται από

τον ορίζοντα.

Τι ψάχνεις να βρεις, φίλε μου;

Δεν υπάρχει πόσιμο νερό σε τούτο το τοπίο.

Μόν’ αν σηκώσεις εκείνο το βράχο

ίσως βρεις το ξίφος και τα σαντάλια

κάποιου Θησέα.

ΙΙ. Δευτέρα

Σου ’δωσα κλαρί βασιλικό

για το ταξίδι, Ιφιγένεια.

Οι θεοί σου ’χαν κόψει τη φωνή

για να μην πεις τ’ όνομά σου.

Κοιτάζεις την κίτρινη πανοπλία μου

αχόρταγα, να βρεις αφύλαχτο μέρος

για να χτυπήσεις.

Σ’ είχα γνωρίσει. Δεν γινότανε αλλιώς

-κι ας είχες κόψει τα μαλλιά σου κοντά.

Ταξιδεύαμε πλήθος ανόμοιο με την «Κορασιά».

Εσύ μακριά από την Τροία.

Εμείς για το «Βυζάντιο».

Οι άλλοι, υποχρεωτικά εθελοντές για το Βιετνάμ.

 

Προσεύχομαι.

 

ΠΩΣ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΥΠΝΟΣ

Πώς να σε πάρει ο ύπνος με τέτοιες μυρωδιές

ένα γύρο σου;

Θαμμένοι σ’ ένα σπίτι αποστειρωμένο,

μέσα σε γάζες και το οινόπνευμα.

Ακουμπισμένοι στο γραμμόφωνο που παίζει

τα τραγούδια που μας έκαναν άνδρες

Περνούμε κάτι βδομάδες

όλο αργές

κι επικίνδυνα σιωπηλές

Κυριακές.

Που και που πεταγόμαστε από το λήθαργο

νομίζοντας ότι ακούμε σφυρίγματα, μουσικές κι ιαχές.

Τρέχουμε στη μισάνοιχτη πόρτα. Τίποτα.

 

Μόνο ο κρεμασμένος μένει στη θέση του

-στον στύλο του ηλεκτρικού-

και Δευτέρα δεν έρχεται ποτέ.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970]

 

ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΣ ΤΗ ΣΚΑΛΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)

Κατέβαινες τη σκάλα με το αυστηρό σου

πρόσωπο διπλά μαχαιρωμένο.

Τα χέρια σου δυο σπασμένα θαυμαστικά

πάνω στα στήθια.

Εκάβη, Εκάβη, πόσο σ’ είχα αγαπήσει.

Μου ’χες πει: «Η πόλη θα πάρει φωτιά.

Να κατέβεις στη θάλασσα για να γλιτώσεις».

Η θάλασσα μαζεύτηκε σ’ ένα κοχύλι,

καθώς ο νυχτοφύλακας έβανε φωτιά

αρχίζοντας από τα δικαστήρια.

Τον είδα.

Χαμήλωσα τα μάτια για να τον βοηθήσω.

Άρχισε να βρέχει.

 

Την άλλη μέρα η κυβέρνηση ανακοίνωνε:

«Οι αποπειραθέντες να παραδώσουν την

ιστορικήν μας πόλιν εις τα φλόγας

συνελήφθησαν. Μεταξύ των συλληφθέντων

υπάρχει και μια ψυχασθενής ονόματι Εκάβη.

Οι δράσται παρεδόθησαν εις την δικαιοσύνην

δια τα περαιτέρω».

 

Μόνο ο πεθαμένος μένεις με μια σφυρίχτρα

στο στόμα και με μια απορία.

Δεν τον άκουσε κανείς.

Εκάβη, Εκάβη, πόσο

σε είχα αγαπήσει.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ (Τρίτη, μέρα μεσημέρι)

Τα ρεμπέτικα πέφτουν στ’ αυτιά μου,

κι από τα μάτια 

η νοσταλγία τρέχει για τη Σμύρνη.

Πώς περνάς, φίλε Ρογκότη, μ’ ένα ζευγάρι

παλιά παπούτσια στο χέρι.

Ξυπόλητος, περπατώντας ώρα δώδεκα και είκοσι

στο Γιουσουρούμ.

Οι καμπάνες χτυπάνε, χτυπάνε –στο παλιό γραμμόφωνο -

και η Ακρόπολη μας πιέζει τους ώμους.

 

ΤΟ ΑΚΙΝΗΤΟΝ ΑΝΗΚΕΙ ΕΙΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝ

 

-Εμείς δεν ανήκουμε πουθενά,

της είπα.

Κι αυτή ζήτησε να κόψει ένα ακροκέραμο.

 

Στην οδό Πολυγνώτου γονατίσαμε

με τον ήλιο να μας καίει το σβέρκο.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970]

 

ΑΝΥΠΟΤΑΧΤΟΣ ΘΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)

Ανυπόταχτος θα σε περιμένω σ’ αυτή την πόλη.

Θα σου βγάλω το φόρεμα, και πίσω από

τους ώμους σου θα βλέπω έναν κήπο από καμπάνες

να ευωδιάζουν Ανάσταση.

Οι δρόμοι γεμάτοι πέτρες και οδοφράγματα

από νεανικά όνειρα.

Μας λιθοβολούν. Μας λιθοβολούν χωρίς ντροπή.

Μάτι-μάτι έφτασε το μαντάτο ως εδώ.

«Στην Εγνατία στήσανε τους φίλους

στον τοίχο με τα χέρια ψηλά».

Τα φώτα χαμηλά. Για να μη φαίνεται

η καρδιά. Να μην ακούγεται το τραγούδι.

Τελευταία επιθυμία του Κώστα:

«Σαν πεθάνω, άσε το μπαλκόνι ανοιχτό»

Και το άταφο κορμί του Λόρκα

πνίγηκε μες τους πανσέδες και το βασιλικό.

 

Στο δωμάτιο μου σήκωσα τα χέρια

και ακουμπισμένος στην πόρτα περίμενα.

 

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Σήμερα είδα την παλιά μου αγάπη

να βάφει τα νύχια της κόκκινα.

 Ανάψαμε τσιγάρο.

Καθίσαμε στο κρεβάτι κοντά στο παράθυρο.

Δεν είπαμε τίποτα.

Δεν μπορούσαμε να πούμε τίποτα.

Γιατί τα τύμπανα παίζανε ξέφρενα

στους δρόμους.

Γιατί οι καλύτεροι φίλοι είναι

στην ξενιτιά και στον στρατό.

 

Πώς να μιλήσεις όταν όλοι οι στρατοί

του κόσμου έχουν στραμμένα τα όπλα τους

πάνω σου; 

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970]

 

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)

Στη γέφυρα χτυπήσανε τον Κώστα.

Πριν μας αφήσει, είπε: «Να με θάψετε

εδώ για να με πατάνε οι περαστικοί».

Δεν του χαλάσαμε το χατίρι.

 

Και πρώτοι τον πατήσαμε εμείς.

 

ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΩ ΔΕΛΦΩΝ

Μισάνοιχτες ντουλάπες άφησα να κοιτάνε

τους δολοφόνους μου και πήγα στους Δελφούς.

Ο κουρντισμένος φύλακας έλεγε, έλεγε…

και μασούσε που και που κανένα φύλλο δάφνης.

Η Σφίγγα χαμογελούσε παράξενα στον πλαϊνό μου αρχαιολόγο.

Οι ζωοφόροι μπαινόβγαιναν μες στα μάτια σου.

Ο Ηνίοχος ψιθύρισε, κοιτάζοντας αφηρημένα

τη χαίτη των αλόγων του:

-«Κι έπειτα, ξέρετε, είμαι τόσο αφηρημένος.

Ξέχασα στον Βεζούβιο να κάνω μια βουτιά».

(Χωρίς να ’χει διαβάσει ποτέ Milosz)

 

Κι η καρδιά του Σικελιανού έδινε τις τελευταίες

οδηγίες στη Σίβυλλα, για τον μεγάλο χρησμό.

 

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

Η τελευταία σου γνήσια αναπνοή

έσβησε μες τη φωτιά.

Ύστερα έφυγες μ’ ένα φαύνο.

 

Άμα σε ξαναδώ, θα σε σκοτώσω

μ’ ένα χαμόγελο.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970]

 

ΑΓΓΕΛΤΗΡΙΟ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)

Ήταν διευθυντής σε υπουργείο

Όταν πέθανε, τα παιδιά του

βρήκαμε το γραφείο του γεμάτο ποιήματα.

 

Το ’χα διαβάσει πριν δύο τρία χρόνια

στις εφημερίδες.

Το θυμήθηκα τώρα που άρχισα να εργάζομαι.

 

ΧΟΡΟΣ σε 9/8

Αυτό το ορισμένο βιολοντσέλο – όχι άλλο –

με κόβει σε χίλια κομμάτια.

Η κόρη που αγαπούσα στην παιδική μου ηλικία

μαζεύει το αίμα που τρέχει μ’ ένα μπαμπάκι

και φτιάχνει φυλαχτά γι’ αυτούς

που δεν θα ταξιδέψουνε ποτέ.

 

Μόλις που πρόλαβα το λεωφορείο.

Μπήκα στο γραφείο πρόχειρα συναρμολογημένος,

μ’ ένα σμάρι πεταλούδες και ψάρια

να κυνηγούν τα μάτια μου.

 

Άλλη φορά δεν θα διαβάσω με το φεγγάρι

βιβλίο του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970]

 

ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970)

Η ομίχλη της Λόντρας δεν φτάνει

ίσαμε δω.

(Εδώ έχουμε ομίχλη από σίδερο)

-Α, Μαρία, τα μάτια σου δυο τεράστιες

γαλάζιες αφίσες κολλημένες σ’ ένα γιαπί,

κι από κάτω ένα παιδί να δοκιμάζει

τη φυσαρμόνικά του.

 

Ξέρεις, κουράστηκα ν’ αλλάζω προσωπεία.

 

ΗΡΩΟ

Κάθισε κάτω από το άγαλμα

και σκεφτότανε – δηλαδή τίποτε

συγκεκριμένο – αλλά σκεφτότανε.

Καθώς περνούσαν οι ώρες,

άρχισε το σώμα του ν’ αποκτά

το χρώμα και τη σκληράδα

του μπρούντζου.

Τα χαράματα, τέσσερις οδοκαθαριστές,

μόλις τον είδαν, σάστισαν και βάλθηκαν

να φωνάζουν: «Θαύμα. Θαύμα».

Και γύρισαν όλη την πόλη

κηρύχνοντας αυτό που είδαν.

 

Με το σούρουπο είχε σκεπαστεί

ολόκληρος από στεφάνια.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970]

 

 

ΞΕΡΕΙΣ ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ Ν’ ΑΛΛΑΖΩ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ

Ο καφές του φαρμάκι.   Το ίδιο και το τσιγάρο (τα ήπιε και τα δυο σαν δόση)   Κοίταξε έξω. Έβρεχε.  Ένα ρεμπέτικο δυνάμωνε τη βροχή:    «Τρεις σταγόνες δηλητήριο να μου έριχνες απόψε στο πιοτό»    Τράβηξε την ξανθιά Ελένη από τις μασχάλες και τη σεργιάνισε σ’ όλο του το κορμί.    Ένα χρυσόψαρο κολυμπούσε μες στο κεφάλι της.    Την άφησε στο πάτωμα απότομα.    Το νερό χύθηκε. Το χρυσόψαρο σπαρταρούσε.    Μπήκε στο άλλο δωμάτιο να εμφανίσει κάτι φιλμς από την τελευταία παρέλαση.    Τον ενδιέφερε μια φωτογραφία:    Ένας καβαλάρης μ’ ένα μωβ λουλούδι στο στόμα.    Δεν τα κατάφερε όμως στην εμφάνιση.    Έβαλε παραπάνω απ’ το κανονικό φως.    Το ’νιωθε. Έχασε τον έλεγχό του.    Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, επτά, οκτώ, εννιά.    Έδωσε μια κι άνοιξε όλα τα παράθυρα.    Αρνητικό, θετικό, ο καβαλάρης με το λουλούδι.   Φύγανε όλα.    Γύρισε και τη βρήκε να κεντά το ψόφιο χρυσόψαρο στο στήθος της    (Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΠΕΡΙΜΕΤΡΙΚΗ 1970 – στον τίτλο της ανάρτησης ακροτελεύτιο στιχάκι από τη ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΑ όπου και η αποστροφή:  «Α, Μαρία, τα μάτια σου δυο τεράστιες γαλάζιες αφίσες κολλημένες σ’ ένα γιαπί,  κι από κάτω ένα παιδί να δοκιμάζει τη φυσαρμόνικά του]

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:  Το ρεμπέτικο «Τρεις σταγόνες δηλητήριο να μου έριχνες απόψε στο πιοτό»,  που μνημονεύεται στους στίχους της ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ, τραγουδισμένο μοναδικά από τη Σωτηρία Μπέλου, εδώ σε μια εκτέλεση από  -Φ. Βελεσιώτου-Λ.Καλημέρη:    https://youtu.be/5kl0IhOxDgU

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ