Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

ΕΝΑΣ ΑΘΕΑΤΟΣ ΣΦΥΓΜΟΣ ΓΟΡΓΟΣ ΚΑΙ ΔΙΨΑΣΜΕΝΟΣ ΣΑ ΖΑΡΚΑΔΙ (που κατεβαίνει αιώνια στην πηγή)

 Μπαίνοντας στα μοναχικά σου βράδια στις μοναχικές σου νύχτες

όπως κάποτε έμπαινα στα δάση

και τα βραδινά πουλιά σκιρτώντας και τα ξαφνικά δελφίνια φτερουγίζοντας στο βυθό των δένδρων,

ψηλαφώ άγνωστα τοπία, αβάφτιστα σώματα μικρά έμβια φωνής.

Προσανατολισμένη σ’ ένα φωτεινό σημείο να διαβάζεις το μεγάλο βιβλίο της θάλασσας

καθώς περνά στα χαλίκια εκείνος που ήμουν

αυτός ένας άγνωστος πριν μου κόψουν τα φτερά

και πριν απομείνω ο μισός στο βυθό του Λιβυκού,

αντίκρυ στις καλαμιές μιας νιότης που φυσούσε ένας άλλος αγέρας·

στα μικρά καφενεία με τα κύματα μιας θλίψης

στ’ ανοιχτά παράθυρα και τα φεγγάρια·

να βαδίζεις μόνη στο γιαλό και ν’ αντικαθρεφτίζεσαι στα όνειρα·

να σε χάνω στα βράχια και να σε ξαναβρίσκω αναδυόμενη σ’ όλα τα οράματα.

 

Βαθιά μέσα στο καθετί πολλαπλασιασμένη, μια γεωγραφία της ομορφιάς·

να μ’ αφήνεις και να με πλησιάζεις ως τα φωτεινότερα ρείκια.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΛΙΒΙΔΩ 1978 – εδώ επιλογές από το συγκεντρωτικό τόμο ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ εκδόσεις Καλέντης 2014 ]

 


ΗΜΟΥΝ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΚΑΡΤΕΡΩ ΟΤΑΝ ΛΕΙΠΕΙΣ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΛΙΒΙΔΩ 1978)

(Γ)

Η πηγή που ηχούσε μέσα μας έχει στερέψει· και μέσα

στα πηχτά στρώματα του αγέρα σέρνονται

τα χλωρά μας βράδια.

Την ώρα που νυχτώνει και το στόμα σου

πώς έμεινε μια ακατοίκητη φωλιά

με πηλό και χόρτα.

Θυμήσου που περνούσαμε τα χρόνια

και τα λόγια μας άφηναν το άρωμα μιας τρικυμίας

και τα χείλια μας ήταν οι άλλοι παφλασμοί

στα χαλίκια. Ήσουν εκεί ένα φέγγος

στο θαλασσινό πλευρό μου να γυαλίζουν βαθιά όλα τα λόγια.

Ήμουν η θάλασσα για να σε καρτερώ όταν

λείπεις για να έρχεσαι η μισή στη σκέψη

κι η μισή λουσμένη στην αίσθηση. Ήσουν εκεί

θησαυρισμένη τον καρπό που φτάνει από το αύριο

των ανθρώπων στο νησί που δεν μπορούσε

να βραδιάσει με το αμυδρό φως

ενός ενδεχομένου.

 

Ένα κρυμμένο φιλιατρό της άνοιξης

το στόμα σου.

Ένα πηγάδι με νερό η φωνή σου

ν’ ανεβαίνουμε τα λόγια μες στο μεσημέρι

για να σε γνωρίσω φωτεινή,

γήινη παρουσία.

 

(Δ)

Υπαρκτή κι αόριστη, σε κοίταζα στα μάτια

πάνω απ’ τα εκστατικά νερά

του απλησίαστου χώρου.

Μόνη φτερούγα γυρεύοντας την άλλη

φευγαλέο πουλί στο κατάρτι των ποιημάτων μου.

 

Υπαρκτή κι αόριστη· καθετί μέσα σου

είναι γεννημένο για να περνά από τον

εαυτό σου στα θαύματα·

ν’ ανασαίνεις πάντα μες τις απουσίες

σαν αγρίμι σε μονιά

για να ψάχνω στους αιώνες τα ίχνη σου.

 

(Ε)

Άλλαξαν χρώματα οι μορφές σου μες στο φως της σκέψης μου.

Που βάδιζες μονάχη μια μεγάλη μέδουσα στη νύχτα

των νερών.

Που με πονούσε σαν ωδίνη και με μεταμόρφωνε,

για να είμαι πάντα μαζί σου ο καιρός

της φωτιάς σε σάπια ξύλα, η πληγή

της ομορφιάς σου, μια

 

πολλαπλασιασμένη πράξη

γέννησης .

 

(Ζ)

Πρωτάκουστη φωνή ζωγραφίζοντας την ακοή μου.

Πρωτοϊδωμένη σχηματίζοντας τα μάτια μου.

Γλύπτρια που με πελεκάς στο φως και με συνεχίζεις

στα όνειρα, δροσερή κοίτη

φωτιάς.

Μέσα σου σπαρταρά ένα πουλί πριν απ’ τη γλώσσα

και τη συμφορά της.

Μια πείνα βαθιά πριν απ’ το στόμα, η στιγμή

που με ξανακοιτάζει ακέραιο

να περνώ.

Με το νόημά σου μεταμορφωμένο ανατέλλοντας

μέσα στις λέξεις. Και οι λέξεις ανατέλλουν τότε

σαν μωρά και πνέουν με τα αίματα

και τα λουλούδια.

Πνοή που μας ξαναγεννάς.

Πνοή που μας γυρίζεις

στο πιο πράσινο

των πρωτόπλαστων.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΛΙΒΙΔΩ 1978]

 

 

ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΤΩΡΑ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΤΕΒΑΖΟΝΤΑΣ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ (από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΛΙΒΙΔΩ 1978)

(Θ)

Τετάρτη βράδυ, δεν είναι λοιπόν η χαρά πως θα

σε συναντήσω, όσο η φεγγοβολή που αφήνει πάνω

στα έρημα σπίτια εκείνο που κρατάς στο άσπρο

σου χέρι και δεν μπορώ να το δω, γιατί τα μάτια μου

έχουν κιόλας φύγει για να μπορούν να

σε κοιτούν τις μικρές ώρες που κρύβεσαι, που

σχεδόν φεύγεις απ’ τον κόσμο, για να έρχεσαι πάντα

μια άλλη που πρέπει πάλι να εξιχνιάσουμε σαν ένα

τέλειο μαρτύριο από την αρχή.

 

Σε μια κλειστή κάτασπρη κάμαρα στα βάθη του ωκεανού,

μ’ έναν παλιό ασημένιο καθρέφτη στον ακίνητο τοίχο

όπου επιτέλους μπορούμε να δούμε

κατά πού αντηχούν τα βήματά μας,

οι δρόμοι εκείνοι που μας προσπερνούν.

Κατά πού γέρνουν οι μορφές όλων εκείνων

των ανθρώπων

που έχουμε και δεν έχουμε υπάρξει.

 

(Λ)

Κοίταξα τότε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα στην ξαφνική

λάμψη της αστραπής τον άλλο χώρο.

 

Ότι ήταν άρωμα πριν γίνει σκόνη· ότι ήταν ύπνος

κόκκινο φωνής· ότι ήταν στήθος στ’ ακρογιάλι.

Ανοιχτό για να μπαίνει μέσα ο ουρανός

βάφοντας τα λόγια μας γαλάζια.

 

Όταν ήμουν τ’ αηδόνι για να είσαι ρεματιά.

Όταν ήμουν το πέλαγο των ματιών

για να είσαι η αναδυόμενη.

 

(Ω)

Μέσα μου τώρα ένα ποτάμι κατεβάζοντας πετρώματα

και ρίζες του βουνού, φωνές

από παλιά τραγούδια ένα δεύτερο κορμί

που με γυρεύει φωτεινό σαν άστρο

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη «Λιβιδώ»]

Ο Μανόλης Πρατικάκης γεννήθηκε στο Μύρτο Ιεράπετρας τον Σεπτέμβριο του 1943. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι ψυχίατρος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα γύρω στα 1970 με δημοσιεύσεις σε περιοδικά. Έχει γράψει 13+ ποιητικές συλλογές, κριτικά κείμενα και άρθρα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει συνεργαστεί σε ανθολογίες και περιοδικά, ελληνικά και ξένα, και έχει συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια. Το 1999 ήταν υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο του «Η Κοίμηση και η Ανάσταση των Σωμάτων του Δομήνικου». Ποιήματα από τη συλλογή του "Λιβιδώ" έχουν μελοποιηθεί από το συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο

Δευτέρα, 1 Φεβρουαρίου 2021

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

ΧΑΛΑΣΑΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΓΥΡΙΣΑΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ (και χάνονταν οι άνθρωποι μα πουθενά δε βρέθηκε)

 Χαλάσαμε τον κόσμο ψάχνοντας   σε χαμοκέλες και παλάτια

μέσα στη φτέρη την άνοιξη   στους άμμους και τα χιόνια

και στα πηγάδια κατεβήκαμε   ακόμα και σε τάφους

μα πουθενά δε βρέθηκε.

Κι ούθε ρωτήσαμε κανείς δε μίλησε

κι ούθε χτυπήσαμε κανείς δεν άνοιξε

οι ανδρειωμένοι γέλασαν   και οι δειλοί ταράχθηκαν

όσοι ακούσαν τ’ όνομά της!

Χαλάσαμε τον κόσμο ψάχνοντας   και γύριζα τα χρόνια

και χάνονταν οι άνθρωποι   μα πουθενά δε βρέθηκε.

 

Ήρθε μια μέρα    που τα τριαντάφυλλα καίγανε

βουνά και θάλασσα.

Γυμνός   μονάχα το σπαθί στη μέση.

Σήκω μου λέει, μας έκλεισαν

μας έχουν κλείσει από παντού.

Και μη φοβάσαι θα περάσουμε.

 

Χρόνια και χρόνια περπατήσαμε   γυρεύοντας το πέρασμα

κι ο καιρός εγύριζε

και ήταν όλος ο καιρός   ένα σπαθί που έλαμπε

μες στην καρδιά του κόσμου.

[ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕ ΒΡΕΘΗΚΕ και ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΝΤΑΡΤΗΣ, δυο ποιήματα από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980  – και άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή]:

1.    ΣΤΙΓΜΗ, Κάποτε κόβοντας ένα τριαντάφυλλο…

2.   ΓΥΦΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, Την ξέκανε η πείνα κι ο έρωτας στο χώμα…

3.   ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ, Χρόνια κεντούσε με το βελονάκι ένα περιστέρι…

4.   ΦΑΝΤΑΡΟΙ μ.Χ, Χωθήκαμε χαράματα στο δάσος…

5.   Η ΠΕΤΡΑ,  Νύχτα πείνα κατοχή…

6.   ΠΑΙΔΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ, Χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία…

7.   ΤΟ ΣΑΚΙ, Ήμουν παιδί ακόμα δεν τους καλοθυμάμαι

8.   ΠΑΛΙΑ ΓΡΑΦΗ, Του δέσανε τα χέρια…

9.   ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΘΑ ΜΑΡΤΥΡΗΣΟΥΝ, Η μια μέρα δαγκώνει την άλλη…

10.       Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ, Δε βρήκα κανέναν…

11.       ΙΒΗΡΩΝ 14, 1949 (Για τον Τάκη Σινόπουλο) και

12.       ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ, Μ’ αγκάθια καίγεται ο ουρανός…

 

 


ΣΤΙΓΜΗ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Κάποτε κόβοντας ένα τριαντάφυλλο

ευωδιά που θυμίζει σκάλα σε κήπο

κόρφο γυναίκας ή αποχαιρετισμό.

Ύστερα η ξαφνική τουφεκιά

που τον κάνει φωτογραφία.

 

ΓΥΦΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (στον Γυφτο-Γιώργο)

Την ξέκανε η πείνα

κι ο έρωτας στο χώμα.

Το συκώτι μου καίγεται

τα μάτια μου κλαίνε.

 

Μην έρχεσαι αγάπη

δεν έχει πού να μείνεις.

Το παιδί της πέθανε

δέρνεται όλο κλαίει.

 

Ένα πουλί διαβαίνει

σε μιαν αράδα δένδρα.

Χώρισαν στο χάραμα

χάθηκε στην πάχνη.

 

Του φεγγαριού μαχαίρι

στη ζώνη του θανάτου.

Όλη νύχτα χόρευε

τώρα μόνο η στάχτη.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Χρόνια κεντούσε με το βελόνι ένα περιστέρι.

Άλλαζε τις κλωστές, δοκίμαζε τα χρώματα

ήθελε τα πούπουλα να φέγγουνε από μέσα

να λάμπουν με το φως να σκοτεινιάζουν με τη συννεφιά.

Ο λαιμός και η τραχηλιά να πηγαίνουν μπροστά

διώχνοντας το φόβο. Και στα νυχάκια του η ανάγκη

να περπατήσει μες τον κόσμο.

 

Έτσι το είδε να ζωντανεύει ξαφνικά.

Βγήκε από το κέντημα και πέταξε στον ουρανό

μετά χαμήλωσε και κάθισε στο φιλιατρό του πηγαδιού

κοιτάζοντας μέσα στο νερό ένα άσπρο σύννεφο που διάβαινε.

Και είπε το περιστέρι: θα μαζέψω μπαμπάκι για τη φωλιά μου.

Βούτηξε κατεβαίνοντας στο πηγάδι

και πνίγηκε.

 

Εκείνη είχε αποκοιμηθεί πάνω στο κέντημά της.

 

ΦΑΝΤΑΡΟΙ μ.Χ.

Χωθήκαμε χαράματα στο δάσος. Τους είδα να πέφτουν πάνω στο χορτάρι, τα μάτια τους κλειστά

τσακισμένοι απ’ το τρελό ξενύχτι μας μέσα στην πάχνη

γυρεύοντας ακόμη

κρυφές γωνιές για έρωτα φωνάζοντας κάπου εκεί να μη χαθούμε -

να μη χαθούμε.

Κάποιος αγκάλιαζε τα δένδρα μεθυσμένος σ’ αγαπώ μη μ’ αφήσεις

κι ο άλλος μη κοιμηθείτε θα μας σκοτώσουν θα μας βρούνε και θα μας σκοτώσουν.

Ένα κορίτσι μισόγυμνο πίσω από τα χαμόκλαδα παράσταινε τις νύμφες

χόρευε μ’ ένα μαντίλι κόκκινο και καθώς βρέθηκε στο ξέφωτο

σα να το θέρισαν τα πολυβόλα.

Όλο το δάσος τότε γέμισε μεγάφωνα κι ακούγονταν από το βάθος

τύμπανα κι αλαλαγμοί στρατιές που προχωρούσαν στα τυφλά

γεφύρια και τρένα που τ’ ανατίναξαν

πληθυσμοί αφανισμένοι μέσα στους βομβαρδισμούς κι ο θρήνος από τα πορνεία

δεν μπορούσε να σκεπάσει τη φωνή της

ουρλιάζοντας η Μάνα πίσω από τα σύρματα όταν τους πήρανε.

 

Ποιους πήρανε και πότε; Πόσοι χαθήκανε; Κι εμείς πού ήμασταν;

Σε ποιο δάσος και ποιες εποχές;

Εμείς που μετράμε τα χρόνια μας με ξεθωριασμένες φωτογραφίες φαντάρων

χρόνια πριν και μετά από κείνο το τρελό ξενύχτι.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

Η ΠΕΤΡΑ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Νύχτα πείνα κατοχή

και στη θράκα για ψωμί

ψέναμε μια πέτρα.

 

Έσκασε στα τέσσερα

μαύρισε και ράισε

μα δεν έγινε ψωμί.

 

Και την έκανα κομμάτια

την εμοίρασα στα πιάτα

μα κανείς δεν άγγιξε.

 

Τότε γονατίζοντας

ζήτησε συγχώρεση

ούρλιαξε η μάνα.

 

ΠΑΙΔΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

Χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία

χιονίζει σ’ όλη τη γη

εδώ κάτω είναι η γη και το κάρο

με τα πεθαμένα παιδιά

εδώ οι άνθρωποι που πολεμάνε

το τσίρκο αδειανό

το άλογο γυρίζει μοναχό του

αυτός είναι ο κλόουν που κλαίει

σφουγγίζει τα δάκρυά του μ’ εφημερίδες

έπειτα τις ανάβει για να ζεσταθεί

κάνει κρύο πεινάμε

χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία

χιονίζει σ’ όλη τη γη.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

ΤΟ ΣΑΚΙ  (από την ομότιτλη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου 1980)

Ήμουν παιδί ακόμα δεν τους καλοθυμάμαι.

Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί

μα δε σταθήκανε. Περάσανε

αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους

ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες

καθώς τους χώνευε το βουνό.

 

Μονάχα ο  τελευταίος δεν φεύγει απ’ το μυαλό μου.

Κράτα το άλογο, μου είπε

και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη

έσκυψε στο νερό να πιει

και το ’να μάτι του με κοίταξε απ’ το πλάι.

 

Κοίταζε τα κουρέλια μου

τα πόδια μου μες στις λινάτσες

τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου

και πώς του χαμογέλαγα

κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.

 

Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο

αχνό βασιλεμένο

όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί

και κύλησαν στη μέση της πλατείας

κομμένα τα κεφάλια τους.

 

Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη

και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες

 

ΠΑΛΙΑ ΓΡΑΦΗ  (στον Θοδωρή Βαρουξή)

Του δέσανε τα χέρια. Τον βάλανε στη μέση και τον πήγαιναν μέσα στον ήλιο και την πέτρα.
Κι όταν εσήκωνε τα μάτια - μπροστά του πάλι εκείνοι αυτός ανάμεσά τους.

Κι αν έκανε πως λύγιζε τον χτύπαγαν με τα κοντάκια να τον αποτελειώσουν.

Κι εκεί που τον τσακίζανε γυρίζει πίσω του να ιδεί μήπως ο κόσμος έσβησε μην κρίθηκε για πάντα.

Μα εκείνοι πάλευαν ακόμη να του τρυπήσουν το κορμί να βγάλουν την ψυχή του.

Κάθε φορά που του ’μενε πνοή για να κοιτάζει όλο πληθαίναν γύρω του τα πρόσωπα των δήμιων μαζί με το δικό του.

Χίλιες εικόνες κι ήταν μια μέσα στον ήλιο και στην πέτρα

-οι δυο με τα ντουφέκια τους στη μέση αυτός να τον πηγαίνουν.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΘΑ ΜΑΡΤΥΡΗΣΟΥΝ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Η μια μέρα δαγκώνει την άλλη

οι νύχτες πίσσα και τρόμος

καθένας περιμένει τη σειρά του.

Τους βάζουνε κι ανοίγουν λάκκους

μετά τους σπρώχνουν εκεί μέσα.

Προφταίνουνε να ιδούνε λίγο ουρανό

χώμα στο γαλάζιο

κι απάνω πέτρες πέτρες πέτρες

αυτές που κάποτε θα μαρτυρήσουν

 

 

Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

Δε βρήκα κανέναν. Σκουριασμένα

σιδερικά σωροί σκουπίδια

το πρησμένο ψοφίμι κι ο δρόμος

ανάμεσα στα χορτάρια. Προχώρησα

στο ανάχωμα. Τότε τον είδα.

Καθόταν σ’ ένα μάρμαρο κι ο τοίχος

πίσω του έχασκε. Η σκάλα τιναγμένη.

Μου είπε ήσυχα κοιτάζοντας το χώμα:

Εδώ μας χτύπαγαν. Κρατήσαμε

ώσπου να πέσει ο ήλιος.

Ήταν ένα παιδί, το γνώριζα.

Μαζί τις Κυριακές στα σκοπευτήρια

στα μπάνια. Εδώ το είχα

στου ντουφεκιού το λύκο

μα δε μου βάσταγε η ψυχή

να το χαλάσω. Πρόφτασε

και μου έριξε.

                   Πάψε του φώναξα

και γύρισα κατά τον τοίχο

σαν ν’ άδειαζα πάλι το αυτόματο

με δάκρυα στα μάτια

εκεί που ερχόταν η φωνή του.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

ΙΒΗΡΩΝ 14, 1949  (για τον Τάκη Σινόπουλο)

Ακόμη θυμάμαι τον παράξενο τρόπο που είχες

ανάμεσα στον πεινασμένο σκύλο και στα χαρτιά σου

ή καθώς κοίταζες στον τοίχο απέναντι στην αγριοσυκιά

φωτισμένη από την πόρτα σου και δίπλα

το στόμα του υπόγειου.

 

Ψηλά ο μπαλωμένος ουρανός της γειτονιάς

έξι το απόγευμα που κατηφόριζα για να σε συναντήσω.

Μιλούσαμε. Τα συλλογιέμαι τώρα εδώ με τη βροχή

φώτα, κορίτσια, λαμπερές προθήκες

διάκοσμοι για το σκοτάδι της ψυχής

να ξεγελάμε το φόβο κι ο θάνατος

ένας καθρέφτης που τον βλέπαμε κάθε πρωί

να δυναμώνει γύρω μας το φως.

 

Η βουλιαγμένη αυλή ταξίδευε κι ακούγαμε

θορύβους που αναδεύανε βαθύτερα.

Δεν ήμουνα λιγότερο μονάχος από σένα όταν λογάριαζα

τα πράγματα που επιθυμούσαμε και τ’ απόχτησαν άλλοι.

 

Για τούτα έχει περάσει κάμποσος καιρός. Θ’ ανταμωθούμε κάποτε.

Όμως δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σου ειπώ

πόσα απ’ αυτά χαθήκανε στο πέλαγο

και πόσα μείνανε στην ποίηση.

 

ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ

Μ’ αγκάθια καίγεται ο ουρανός

τρομακτικά πουλιά

τινάζονται απ’ τον παράδεισο

άνθρωποι αμίλητοι γυρίζουν

ψάχνοντας στα ερείπια

κι αυτοί που δεν τους δέχεται

κανένας τόπος

καμιά θάλασσα

επιμελούνται

ταπεινά

το άπειρο

 

 

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή: πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν… Στον μέλλοντα, λοιπόν, αιώνα αυτοί θα τρέξουν στο ΤΑΜΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ να ζητήσουν μια θέση και βέβαια θα πληρώσουν μ’ ένα Ποίημα… Η φωνή του Γιώργη Παυλόπουλου έχει φυσικό χάρισμα να μπορεί να αφηγηθεί και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει, να μην σβήνει όταν χαμηλώνει…

Παρασκευή, 29 Ιανουαρίου 2021

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΕΥΤΥΧΙΑ ΜΟΝΑΧΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

 Βρήκα ένα καλοκαίρι μ’ αλλόκοτους ανέμους και βροχές

μα οι παλιοί λένε πως πάντα αυτό το μήνα έχει στα βορινά νησιά παρόμοια γυρίσματα.

Τα βράδια μαζευόμαστε στο καλύβι με την καλαμωτή σκεπή και το μοναδικό παράθυρο

πίνουμε τσάι, καφέ όταν υπάρχει,    συζητάμε.

«Παραλλάζει ο θάνατος    δε μένει πάντα ο ίδιος.

Αλλιώτικος όταν πηγαίνεις καταπάνω του

μ’ άλλους χιλιάδες, σίγουρος για τη νίκη,

αλλιώτικος όταν τον περιμένεις μόνος μες στη νύχτα

ξέροντας πως το ξημέρωμα ακόμα αργεί»

 «Πάντα ίδιος είναι ο θάνατος   μόλις τον δεις να ξεπροβάλλει»

 «Πεθαίνουμε γιατί παλιώνουμε».

«Ζούμε γιατί παλεύουμε

γιατί δεν μπορούμε να μην παλέψουμε

όπως δεν μπορούμε να μην ανασάνουμε».

Κατοικούσα χρόνια κοντά σο σιδηροδρομικό σταθμό

κι άκουγα τα σφυρίγματα των τρένων

πολύ πριν το διαβάσω στα ποιήματα.

Εδώ το πλοίο έρχεται μια φορά την εβδομάδα

κι εμείς ξαναμοιράζουμε τα ονόματά μας και το σπίτι μας.

[ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ Ι από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ, Άη-Στράτης 1952 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία του Ποιητή]

 


ΕΔΩ ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΕΡΧΕΤΑΙ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ» (επιλογές από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ, Άη-Στράτης 1952):

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ -II-

Όπως πλησιάζουν τα τσιγάρα μας τη νύχτα

κι από μια καύτρα χωρίζουν δυο

έτσι και οι άνθρωποι συναντιούνται και χωρίζουν

από κρατητήριο σε κρατητήριο

από στρατόπεδο σε στρατόπεδο

από σκηνή σε σκηνή.

Σαν τα τζιτζίκια που όταν δεν βρίσκουν δένδρα

σκαλώνουν στα τηλεγραφόξυλα

κι εμείς όπου βρεθούμε ριζώνουμε για λίγο

μετρώντας το χρόνο με τις βδομάδες, με τους μήνες με τις εποχές.

Τώρα έχουμε όλοι ξύλινα καραβάκια

τα βάζουμε δίπλα στα βιβλία

τα στέλνουμε στους δικούς μας

αποχτήσαμε πιάτα και γυάλινα ποτήρια-

δεν έχουμε τίποτα, μας τα κλέψαν όλα

έμεινε η λάσπη μες στο στόμα.

Είμαστε ντυμένοι ένα μαλακό δέρμα

που ξεσκίζεται εύκολα.

«Τη Βούλα έπρεπε να δεις στην Απελευθέρωση

τώρα έρεψε, η δουλειά, οι γέννες, τα τρεχάματα στο τμήμα…»

«Ο Γιώργης έβγαζε τα χαρτιά του για την Αμερική

όταν τον σκοτώσανε στη Χαλκίδα, πριν απ’ το δημοψήφισμα…»

«Ο Ντίνος τα κατάφερε, δηλαδή τι τα κατάφερε

τα μούντζωσε όλα, τώρα έχει πιαστεί γερά στον Καναδά»

«Το πάτωμα βούλιαζε κάτω απ’ το μπουφέ

κι εκείνη αγκομαχούσε να τον αλφαδιάσει.

Παράτα τον, της έλεγα, τζάμπα βασανίζεσαι.

Έτσι  μια Κυριακή πρωί έσπασε το αγαλματάκι»

«Ο καπνός απ’ τα λιπάσματα νύχτα μέρα

κρέμεται πάνω απ’ τη γειτονιά, σε πνίγει,

χημικές ουσίες, πού να φύγει αυτός ο βήχας».

Κι εδώ δεν μένουμε άνεργοι, παλεύουμε για την επιβίωση

βάζουμε υπογραφές για την ειρήνη, στέλνουμε καταγγελίες

κρατάμε ένα χαράκωμα.

Όμως τα χρόνια δεν τα ζούμε, τα μετράμε,

τα σπρώχνουμε να φύγουν

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ -IIΙ- (Ο ελαιώνας)

Τότε μας λέγανε

«Για σας είναι τα χρόνια που θα ’ρθουν

τέλειωσαν πια οι πόλεμοι»

Κι εγώ απορούσα και θλιβόμουν.

Έτσι λοιπόν θα μεγαλώσουμε

δίχως μάχες, δίχως νίκες;

Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε νίκη

έξω απ’ τον πόλεμο

ούτε πόλεμο που να μη νικήσουμε.

Έπειτα φύσηξε ένας κρύος άνεμος.

 

Μες στην κουβέρτα με τον σκοτωμένο

κάποιος έβαλε κι ένα κομμένο πόδι

με την αρβύλα ακόμη φορεμένη

ανοίξαμε το λάκκο στην Παιδική Χαρά

οι όλμοι είχαν για λίγο σταματήσει

στο πέρα σταυροδρόμι φαινόταν τα τανκς.

Τον ξαναείδα στον ελαιώνα έξω από τη Λάρυμνα

φορούσε την κόκκινη κουβέρτα χιαστί

από τη θάλασσα είχαν μεγάλη υπεροχή πυρός.

«Καλύψου», του φώναξε ο καινούριος καπετάνιος

«θα μας πάρεις στο λαιμό σου».

«Πάψε ρε, τι τους φοβάσαι», απάντησε.

Με την υποχώρηση είχε χαλαρώσει η πειθαρχία.

Και τώρα ακόμα αν σκάψεις λίγο

θα βγουν οι γάζες, οι επίδεσμοι,

αργούν να λιώσουν οι νεκροί.

Μολεύτηκαν τα πηγάδια, όταν βρέχει

το νερό κατεβάζει στο ρέμα

σκουριασμένους κάλυκες και κομμάτια

από χακί και πράσινα χιτώνια.

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ -IV- (Εδώ και τώρα)

Ας πούμε θα χωρίσουμε το χρόνο

υπολογίζοντας πέντε, δέκα χρόνια ή παραπάνω

με διωγμούς, με βάσανα και μετά

το σίγουρο ευτυχισμένο μέλλον.

Ας πούμε θα χωρίσουμε τη γη

από τη μια μεριά οι πέτρες, η δίψα και τ’ αγκάθια

και πέρα απ’ τα φυλάκια η λευτεριά.

Τέτοιες τομές βολεύουν.

Όμως η γη δεν είναι η λάσπη να την κόβουμε σε πλίθρες

ο χρόνος δεν είναι σπάγκος να τον ματίζουμε όπως θέμε

τα όρια δεν είναι πύλες στρατοπέδων.

όσο κι αν αλλάζουν οι ώρες και το χώμα

εμείς ξέρουμε πού βρισκόμαστε

στην κάθε κρίσιμη στιγμή.

Παλεύουμε ενωμένοι κι η ευτυχία

είναι στη σιγουριά μας για τη νίκη

είναι στην πάλη που δεν σταματάει

για την εξασφάλιση της νίκης.

Ευτυχία κι εδώ και τώρα

ευτυχία όπου και να ’ναι, πάντοτε,

ευτυχία μονάχα στον αγώνα.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952]

 

ΣΤΗΘΙΑ (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952)

Όταν το καλοκαίρι ερχότανε

πάντα οι κοπέλες έβαζαν καινούργια φουστάνια

φουσκώνανε το στήθος τους

η ανάσα τους γινότανε πιο πλατιά

έπειτα, το βράδυ, σκορπιζόταν η ψιλή σκόνη των άστρων.

«Η Άννα κουμπώνει πιο σφιχτά την μπλούζα της, το πρόσεξες;»

Όλα τα ’χαμε προσέξει.

Κάθε μέρα ένα καινούργιο όνομα

κάθε νύχτα ένα καινούργιο βιβλίο

ήταν η πληρωμή που μονομιάς αχρηστευόταν

σα νόμισμα πληθωρικό.

 

Το καλοκαίρι πάντα ερχότανε

τον Αύγουστο βγαίναν τα σταφύλια

μα εκείνη τη χρόνια κανένας δε νοιαζόταν

για τις αλλαγές των εποχών.

Τα βήματα του πολέμου

άφηναν μαύρα σημάδια στις εφημερίδες.

Ξεθωριασμένα από τον ήλιο και τον ιδρώτα

με μεγάλους λεκέδες κάτω απ’ τις μασχάλες

κρέμονταν τα φορέματα των γυναικών.

Ο κόσμος περπατούσε σύρριζα στους τοίχους

στην άσφαλτο έμεναν οι χαρακιές των τανκς

στην ίδια απόσταση η μια από την άλλη.

 

Δεν είναι πια ο πόλεμος που βλέπαμε

στις εικόνες των βιβλίων στις ταινίες του κινηματογράφου

που τρέμαμε μη δε τον προλάβουμε και μεις.

Τώρα τα πτώματα που δρασκελάς

δε μοιάζουν του θνήσκοντος Γαλάτη

τώρα σκοτώνουν

στην άλλη γωνιά από το σπίτι σου.

Κι εκείνη η ξεστήθωτη κοπέλα

γέλαγε με τους ξένους φαντάρους.

 

Ο Γερμανός λοχίας που πήγαινε μπροστά

είχε στο στέρνο κρεμασμένη

μια σιδερένια πλάκα.

Του ρίξαν οι δικοί μας

κι έμεινε στη μέση του δρόμου.

Στην τσέπη του χιτώνιου

υπήρχαν οι φωτογραφίες

της γυναίκας του και του παιδιού του.

Ήταν ξανθιά, όπως το περιμέναμε,

με ήρεμα μεγάλα στήθια.

 

ΣΚΑΜΝΙ, 1

Οι φίλοι που γέμισαν το σπίτι

ήρθαν ξαφνικά.

Από τα κάγκελα της πόρτας

φάνηκαν πως είχαν κέφι

από τους ώμους και πάνω

φάνηκαν

μια ολόκληρη παρέα.

Φέραμε και τις τρύπιες καρέκλες της κουζίνας

να χωρέσουμε όλοι στο μπαλκόνι

εγώ πήρα ένα παλιό σκαμνί.

Οι φίλοι ήσαν πολλοί

κι ήμασταν όλοι ανάκατα

με γέλια και πειράγματα

δεν είχε και λεφτά κανείς μας.

Έπειτα η συζήτηση  έγινε σοβαρή –

χάμω οι πλάκες ζεστές ακόμα από τον ήλιο.

 

Τότε, το ίδιο ξαφνικά

ένιωσα πως θα χωρίσουμε

θα σκορπιστούμε όλοι στις τέσσερις γωνιές του κόσμου.

Κι έβλεπα τη στιγμή

που όσο κι αν την αναστέλλαμε

ερχόταν…

 

ΣΚΑΜΝΙ, 2

Αντίκρυ σ’ αυτό το τζάκι που καίει

με βρεμένα τα μαλλιά, τα βλέφαρα

κοιτάζοντας μονάχα τη φωτιά

μονάχα τις πέτρες που μαυρίσαν.

Πολλές φορές είχαμε ονειρευτεί

τα δυο σκαμνιά που θα βάζαμε δίπλα-δίπλα

κι έπειτα που θα πλέκαμε τα χέρια μας

αμίλητοι, δίχως να μας τρομάζει η σιωπή

γιατί θα ξέραμε καλά πως

κάθε λογισμός του άλλου είναι δικός μας

πως δεν υπάρχει άλλος.

Αντίκρυ σ’ αυτό το τζάκι

που έχει ξύλα πολλά να κάψει ως το πρωί

περιμένουμε πότε η βροχή θα σταματήσει

να πάμε για το λεωφορείο.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952]

 

 

ΜΟΛΟΣ, 1 (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952)

Ούτε που πρόφτασε ο μόλος να τελειώσει.

Κοβόταν ξαφνικά

κι εκεί στην άκρη μέναν

κάτι τσουβάλια τσιμέντο πετρωμένο

φύκια και βρώμικα όστρακα.

Δεν πρόφτασε να τελειώσει

έγινε ο πόλεμος.

Αναποδογυρισμένο ένα αυτοκίνητο στη θάλασσα

σκούριαζε

ανάμεσα στις καρπουζόφλουδες

που ρίχναν απ’ τα καύκια.

Στο πεζούλι κάθονταν μερικές κοπέλες

με τα πόδια κρεμασμένα πάνω απ’ το νερό.

Φεύγανε στην Αθήνα

για υπηρέτριες ή για καμιάν εγχείρηση.

Ήσαν και μερικοί νεοσύλλεκτοι

κι ένας αδειούχος φαντάρος με διπλωμένη χλαίνη.

Ο μόνος που επέστρεφε.

 

ΜΟΛΟΣ, 2

Μεγάλες τετράγωνες πέτρες

ένα φανάρι που δεν άναψαν

άμμος φερτός απ’ τους περαστικούς ανέμους.

 

ΜΟΛΟΣ, 3

Έτσι καθώς προχωρούσε μες τη θάλασσα.

Κι οι μεγάλες τετράγωνες πέτρες

το τσιμέντο

τα μπηγμένα σίδερα

καίνε όταν καίει ο ήλιος

παγώνουν όταν τη νύχτα πέφτει ψύχρα.

Ποτέ δεν παίρνουν κάτι από τη σάρκα μας

τίποτα δεν κρατάν από τα λόγια μας.

 

Τα σίδερα, το τσιμέντο, οι πέτρες

εδώ τελειώνουν.

Αυτό δεν είναι πια κλωνάρι

ένα πεταμένο ξύλο

ένα πεταμένο κουτί τσιγάρα

σκουπίδια και φτύματα.

Κι εδώ πάλι τελειώνουν.

 

Λοιπόν εδώ

κι ας μην τ’ αναβάλλουμε

όσο να πατήσουμε την παρακάτω πλάκα

όσο να πούμε μια λέξη ακόμα.

Εδώ

σ’ αυτό το μόλο

με τις φαγωμένες πέτρες

τα σκουριασμένα σίδερα

το τριμμένο τσιμέντο

από τα πλοία, το νερό και τους ανθρώπους.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952]

 

ΤΡΙΑΝΤΑ, ΤΡΙΑΝΤΑ ΜΙΑ ΜΕΡΕΣ ΚΙ Ο ΚΟΥΤΣΟΦΛΕΒΑΡΟΣ ΕΙΚΟΣΙ ΟΚΤΩ (πάντα υπάρχει ένας μήνας της χαράς μα η κάθε μέρα είναι για να βαδίζουμε)

Ξεφλουδίζοντας τις μέρες στο κατώφλι του χρόνου

κουδουνίζοντας στη φούχτα τα κουκούτσια

μια στιγμή πριν τα πετάξουμε

έρχεται μια ξαφνική αυριανή Δευτέρα

μια σημερινή μισοφευγάτη Κυριακή.

 

Γύρω το δάσος με τα έλατα

σφυρίγματα μες τα δένδρα

βρεμένη φρέσκια γη -

μα τούτος ο κάλυκας

που βρήκες ψαχουλεύοντας στα χόρτα

δεν πρόλαβε ακόμα να σκουριάσει

και τη φωτιά πρέπει να σβήσουμε καλά

και να σκεπάσουμε τις στάχτες

Πριν φέξει φεύγουμε.

 

Τριάντα , τριάντα μία μέρες

κι ο Κουστοφλέβαρος είκοσι οχτώ,

κάποτε είκοσι εννιά.

Πάντα υπάρχει ένας μήνας της χαράς

μα η κάθε μέρα

είναι για να βαδίζουμε.

(ΜΗΝΑΣ από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ, Άη-Στράτης 1952]

 

ΓΕΝΙΑ (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952):

Σ’ αυτή την πλατεία

δεν ήταν πάντα αραδιασμένες πολυθρόνες ζαχαροπλαστείου.

Σ’ αυτή την πλατεία

μέσα στα ίδια παρτέρια  που τώρα τρέχουν παιδιά

χτυπηθήκαμε με τα τανκς

σκάψαμε τάφους για τους νεκρούς μας

θάμαμε το Στάθη με λιωμένο το μισό κρανίο.

Σ’ αυτή την πλατεία σ’ αυτούς τους δρόμους         

δεν ήταν πάντα οι ίδιοι διαβάτες.

Πέρασαν  θάλασσες ανθρώπων με φωνές και με πλακάτ

περάσαμε εμείς

περάσανε οι εχθροί μας.

Χτυπηθήκαμε εδώ

σ’ αυτά τα πεζοδρόμια

όταν τα μαγαζιά είχαν βδομάδες κατεβασμένα τα ρολά

και η άσφαλτο ήταν έρημη

μ’ ένα παρατημένο καροτσάκι στη μέση.

Σήμερα περνούν οι άνθρωποι βιαστικοί

πολλοί στους χαρτοφύλακες έχουν δικηγορικά έγγραφα

άλλοι ρολόγια του λαθρεμπορίου ή μεταξωτές κάλτσες.

Τα τραμ διασχίζουν αργά τις διασταυρώσεις.

Μα η γενιά μας

η γενιά σας

πάντα υπάρχει.

Όλοι πολεμήσαμε χθες

όλοι πολεμάμε σήμερα

ξεκολλώντας μεγάλα κομμάτια μέλλον

να φτιάξουμε επιγραφές στον Μπελογιάννη

Σ’ αυτή την πλατεία σ’ αυτούς τους δρόμους

στη χώρα αυτή σ’ όλο τον κόσμο

η γενιά μας είναι μία.

Αυτή που πολεμάει για να νικήσει

 

ΦΥΛΑΚΙΟ

Οι τελευταίοι φαντάροι

περνάνε βιαστικά.

Στο φυλάκιο της πύλης

έμεινε ανοιχτό το τάβλι

με το παιχνίδι ατέλειωτο.

Τόσο καιρό και δεν έδωσες μια χειραψία.

Μόνο ένα κλεφτό τσιγάρο

ή να μετράς και να ξαναμετράς τους μήνες.

Η αρχή, λέει, είναι να συνηθίσεις τ’ άρβυλα

και το ζεστό νερό μες το κατακαλόκαιρο.

Και στις χακί κουβέρτες

δε φαίνονται εύκολα οι λεκέδες.

Απέναντι κάτι σαν καφενείο

αυτοκίνητα γι’ απρόσιτες κατευθύνσεις.

«Κι εκείνος κει

πήγε και παντρεύτηκε τώρα που απολύεται».

Στο βάθος κάτι σαν πόλη.

Μες στις χακί στολές τίποτα δεν φαίνεται εύκολα.

Και να μετράς και να ξαναμετράς τα χρόνια.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952]

 

 

ΧΑΡΤΙ (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952)

Ένα απλωμένο χαρτί για ομπρέλα μέσα στη βροχή

ένα τσαλακωμένο χαρτί για καρδιά μες στους ανθρώπους.

Ό,τι κι αν κάνω με τρομάζει

μα ό,τι δεν κάνω πιο πολύ με βασανίζει.

(Μοιραζόμαστε τον πόνο με τα πράγματα

όπως τα στραγάλια στο πανηγύρι της Άγια-Μαρίνας).

Ένα χαρτί που πέταξα στο βρόχινο ρείθρο

και τώρα πάνω στο γόνατο το ισιώνω

να στρώσει σαν πουκάμισο σιδερωμένο

όσο κι αν έσβησε για πάντα

εκείνη η τυχαία λέξη

που είχες γράψει με μελανί μολύβι.

 

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ,1952

Πολλές φορές συμβαίνει

Οι φωτιές των τσιγάρων

Οι ομιλίες των προλετάριων

Οι σπινθήρες των μηχανών

Ν’ απλώνουν κάτω απ’ τ’ άστρα

Έναν πιο μεγάλον ουρανό.

 

Και το ηλεκτρικό ρεύμα

Που σα νήμα αδιάκοπα

Τυλίγεται στη γη μας

Ψάχνει να βρει τους πόλους του

Στις καρδιές των ανθρώπων.

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952)

 

ΠΡΟΣΩΠΑ (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952)

Μούσκεψε πάλι το πρόσωπο της γης.

Περπατώντας

στη λάσπη ως το γόνατο ως την κοιλιά

πλαγιάζοντας για λίγο

σ’ έρημες εκκλησιές σ’ αδειανά σχολεία

και πάλι ξεκινώντας

πριν πλύνει η αυγή τα μάτια της.

 

Άγρια ποτάμια κατεβαίνουν

που πρέπει να περάσουμε

κι εσύ νοιαζόσουν για τις γλάστρες

που έμεναν απότιστες

κι ανησυχούσες πότε πια θα βρέξει

να πάρει το νερό τους ντενεκέδες

και τα λουλούδια που πέταξες στο ρέμα -

δεν κάνει, έλεγες, να μένουν στο δωμάτιο

την ώρα του ύπνου.

Στα μέρη ετούτα

δεν έχει μείνει ούτε ένα γεφύρι ορθό

κι αν τώρα η βροχή χτυπάει τα τζάμια σου

εδώ χτυπάει τα πρόσωπά μας.

 

Περάσαμε χιλιάδες

σημαδεύοντας το πρόσωπο της γης μ’ αρβύλες.

Πού να μας ξέρουν ένα-ένα τα παιδιά των χωριών.

Τρέχουν για λίγο πίσω μας και τραγουδούν μαζί μας

ως να χαθούμε πάλι μες στα δένδρα.

 

Κάποτε θ’ ανοίξουν τα σχολεία

οι κρύες μεγάλες αίθουσες

μικρή Ρηνιώ

αχ να σου γέμιζα την τσέπη καραμέλες

μικρή Ρηνιώ

με τα ξυλοπάπουτσά σου.

 

Ώρα ν’ ανοίξω το χέρι μου

ν’ αφήσω να χυθεί

αυτή η φουχτιά το χώμα

στο ατέλειωτο πρόσωπο της γης

 

ΑΠΛΩΘΗΚΑΜΕ ΣΑΝ ΠΟΛΥΘΡΟΝΕΣ ΚΑΦΕΝΕΙΩΝ. ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΣΕΙ (λέξεις γυμνές απ’ τις συλλογές του Τίτου Πατρίκιου):

ΣΚΥΨΕ ΝΑ ΔΕΙΣ. Ανάμεσα στα βούρλα   ανάμεσα στο δικό σου είδωλο και το δικό μου   υπάρχει ένα πρόσωπο από βότσαλα   βουλιαγμένο στο ρηχό νερό.   Ο τροχός του νερού γυρίζει   όμως ανάμεσα σε μένα και σε σένα   υπάρχει πάντα ο σκοτωμένος τρίτος   που λέγεται Γιώργος Στάθης ή Βασίλης.   Θυμάσαι τότε;   Τα δάση καίγονταν   τα σπίτια τα νεκροταφεία καίγονταν   τα κυπαρίσσια που κράταγαν τον ουρανό    ένε-ένα πέφτανε   ξέφτια από νέφη κρέμονταν στα πυρπολημένα αυτοκίνητα   το νερό εξατμίζονταν πριν αγγίξει τα χείλια μας   κι εμείς ανατινάζαμε στα σταυροδρόμια το σκοτάδι   ν’ ανοίξουμε ένα πέρασμα να προχωρήσουμε.   Τώρα πάλι κυλάει το νερό   κάπως καθάρισε απ’ τα αίματα και τα κατράμια   τα καβούρια σεργιανάν κάτω απ’ τις πέτρες   όμως μην πιστέψεις πως σβήσαν οι φωτιές   πως είναι ώρα να ξαποστάσουμε.   Τις νύχτες ο ουρανός τυλίγεται στο μακρύ του αδιάβροχο και ξαγρυπνάει και περιμένει.   Τίποτα δεν χάθηκε αδελφέ μου   τίποτε δεν τέλειωσε   κι έτσι ακόμα έχουμε νικήσει.   Κόκκινη βροχή   κόκκινα δάκρυα   κόκκινη ελπίδα.   Άπλωσε τα χέρια θα βαφτούν.   Αδελφέ μου δεν μπορούμε να μη συνεχίσουμε.   Κάθε άφθαρτο πρόσωπο   κάθε εικόνα προσώπου αφημένη   στην κοίτη των ποταμιών   είναι κομμάτι απ’ το κορμί μας   είναι κομμάτι του μεγάλου τροχού   που γυρίζει, γυρίζει…   [ΤΡΟΧΟΣ από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου, Αη Στράτης 1952]

Τετάρτη, 27 Ιανουαρίου 2021

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ