Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΕΥΤΥΧΙΑ ΜΟΝΑΧΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

 Βρήκα ένα καλοκαίρι μ’ αλλόκοτους ανέμους και βροχές

μα οι παλιοί λένε πως πάντα αυτό το μήνα έχει στα βορινά νησιά παρόμοια γυρίσματα.

Τα βράδια μαζευόμαστε στο καλύβι με την καλαμωτή σκεπή και το μοναδικό παράθυρο

πίνουμε τσάι, καφέ όταν υπάρχει,    συζητάμε.

«Παραλλάζει ο θάνατος    δε μένει πάντα ο ίδιος.

Αλλιώτικος όταν πηγαίνεις καταπάνω του

μ’ άλλους χιλιάδες, σίγουρος για τη νίκη,

αλλιώτικος όταν τον περιμένεις μόνος μες στη νύχτα

ξέροντας πως το ξημέρωμα ακόμα αργεί»

 «Πάντα ίδιος είναι ο θάνατος   μόλις τον δεις να ξεπροβάλλει»

 «Πεθαίνουμε γιατί παλιώνουμε».

«Ζούμε γιατί παλεύουμε

γιατί δεν μπορούμε να μην παλέψουμε

όπως δεν μπορούμε να μην ανασάνουμε».

Κατοικούσα χρόνια κοντά σο σιδηροδρομικό σταθμό

κι άκουγα τα σφυρίγματα των τρένων

πολύ πριν το διαβάσω στα ποιήματα.

Εδώ το πλοίο έρχεται μια φορά την εβδομάδα

κι εμείς ξαναμοιράζουμε τα ονόματά μας και το σπίτι μας.

[ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ Ι από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ, Άη-Στράτης 1952 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία του Ποιητή]

 


ΕΔΩ ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΕΡΧΕΤΑΙ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ» (επιλογές από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ, Άη-Στράτης 1952):

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ -II-

Όπως πλησιάζουν τα τσιγάρα μας τη νύχτα

κι από μια καύτρα χωρίζουν δυο

έτσι και οι άνθρωποι συναντιούνται και χωρίζουν

από κρατητήριο σε κρατητήριο

από στρατόπεδο σε στρατόπεδο

από σκηνή σε σκηνή.

Σαν τα τζιτζίκια που όταν δεν βρίσκουν δένδρα

σκαλώνουν στα τηλεγραφόξυλα

κι εμείς όπου βρεθούμε ριζώνουμε για λίγο

μετρώντας το χρόνο με τις βδομάδες, με τους μήνες με τις εποχές.

Τώρα έχουμε όλοι ξύλινα καραβάκια

τα βάζουμε δίπλα στα βιβλία

τα στέλνουμε στους δικούς μας

αποχτήσαμε πιάτα και γυάλινα ποτήρια-

δεν έχουμε τίποτα, μας τα κλέψαν όλα

έμεινε η λάσπη μες στο στόμα.

Είμαστε ντυμένοι ένα μαλακό δέρμα

που ξεσκίζεται εύκολα.

«Τη Βούλα έπρεπε να δεις στην Απελευθέρωση

τώρα έρεψε, η δουλειά, οι γέννες, τα τρεχάματα στο τμήμα…»

«Ο Γιώργης έβγαζε τα χαρτιά του για την Αμερική

όταν τον σκοτώσανε στη Χαλκίδα, πριν απ’ το δημοψήφισμα…»

«Ο Ντίνος τα κατάφερε, δηλαδή τι τα κατάφερε

τα μούντζωσε όλα, τώρα έχει πιαστεί γερά στον Καναδά»

«Το πάτωμα βούλιαζε κάτω απ’ το μπουφέ

κι εκείνη αγκομαχούσε να τον αλφαδιάσει.

Παράτα τον, της έλεγα, τζάμπα βασανίζεσαι.

Έτσι  μια Κυριακή πρωί έσπασε το αγαλματάκι»

«Ο καπνός απ’ τα λιπάσματα νύχτα μέρα

κρέμεται πάνω απ’ τη γειτονιά, σε πνίγει,

χημικές ουσίες, πού να φύγει αυτός ο βήχας».

Κι εδώ δεν μένουμε άνεργοι, παλεύουμε για την επιβίωση

βάζουμε υπογραφές για την ειρήνη, στέλνουμε καταγγελίες

κρατάμε ένα χαράκωμα.

Όμως τα χρόνια δεν τα ζούμε, τα μετράμε,

τα σπρώχνουμε να φύγουν

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ -IIΙ- (Ο ελαιώνας)

Τότε μας λέγανε

«Για σας είναι τα χρόνια που θα ’ρθουν

τέλειωσαν πια οι πόλεμοι»

Κι εγώ απορούσα και θλιβόμουν.

Έτσι λοιπόν θα μεγαλώσουμε

δίχως μάχες, δίχως νίκες;

Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε νίκη

έξω απ’ τον πόλεμο

ούτε πόλεμο που να μη νικήσουμε.

Έπειτα φύσηξε ένας κρύος άνεμος.

 

Μες στην κουβέρτα με τον σκοτωμένο

κάποιος έβαλε κι ένα κομμένο πόδι

με την αρβύλα ακόμη φορεμένη

ανοίξαμε το λάκκο στην Παιδική Χαρά

οι όλμοι είχαν για λίγο σταματήσει

στο πέρα σταυροδρόμι φαινόταν τα τανκς.

Τον ξαναείδα στον ελαιώνα έξω από τη Λάρυμνα

φορούσε την κόκκινη κουβέρτα χιαστί

από τη θάλασσα είχαν μεγάλη υπεροχή πυρός.

«Καλύψου», του φώναξε ο καινούριος καπετάνιος

«θα μας πάρεις στο λαιμό σου».

«Πάψε ρε, τι τους φοβάσαι», απάντησε.

Με την υποχώρηση είχε χαλαρώσει η πειθαρχία.

Και τώρα ακόμα αν σκάψεις λίγο

θα βγουν οι γάζες, οι επίδεσμοι,

αργούν να λιώσουν οι νεκροί.

Μολεύτηκαν τα πηγάδια, όταν βρέχει

το νερό κατεβάζει στο ρέμα

σκουριασμένους κάλυκες και κομμάτια

από χακί και πράσινα χιτώνια.

 

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ -IV- (Εδώ και τώρα)

Ας πούμε θα χωρίσουμε το χρόνο

υπολογίζοντας πέντε, δέκα χρόνια ή παραπάνω

με διωγμούς, με βάσανα και μετά

το σίγουρο ευτυχισμένο μέλλον.

Ας πούμε θα χωρίσουμε τη γη

από τη μια μεριά οι πέτρες, η δίψα και τ’ αγκάθια

και πέρα απ’ τα φυλάκια η λευτεριά.

Τέτοιες τομές βολεύουν.

Όμως η γη δεν είναι η λάσπη να την κόβουμε σε πλίθρες

ο χρόνος δεν είναι σπάγκος να τον ματίζουμε όπως θέμε

τα όρια δεν είναι πύλες στρατοπέδων.

όσο κι αν αλλάζουν οι ώρες και το χώμα

εμείς ξέρουμε πού βρισκόμαστε

στην κάθε κρίσιμη στιγμή.

Παλεύουμε ενωμένοι κι η ευτυχία

είναι στη σιγουριά μας για τη νίκη

είναι στην πάλη που δεν σταματάει

για την εξασφάλιση της νίκης.

Ευτυχία κι εδώ και τώρα

ευτυχία όπου και να ’ναι, πάντοτε,

ευτυχία μονάχα στον αγώνα.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952]

 

ΣΤΗΘΙΑ (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952)

Όταν το καλοκαίρι ερχότανε

πάντα οι κοπέλες έβαζαν καινούργια φουστάνια

φουσκώνανε το στήθος τους

η ανάσα τους γινότανε πιο πλατιά

έπειτα, το βράδυ, σκορπιζόταν η ψιλή σκόνη των άστρων.

«Η Άννα κουμπώνει πιο σφιχτά την μπλούζα της, το πρόσεξες;»

Όλα τα ’χαμε προσέξει.

Κάθε μέρα ένα καινούργιο όνομα

κάθε νύχτα ένα καινούργιο βιβλίο

ήταν η πληρωμή που μονομιάς αχρηστευόταν

σα νόμισμα πληθωρικό.

 

Το καλοκαίρι πάντα ερχότανε

τον Αύγουστο βγαίναν τα σταφύλια

μα εκείνη τη χρόνια κανένας δε νοιαζόταν

για τις αλλαγές των εποχών.

Τα βήματα του πολέμου

άφηναν μαύρα σημάδια στις εφημερίδες.

Ξεθωριασμένα από τον ήλιο και τον ιδρώτα

με μεγάλους λεκέδες κάτω απ’ τις μασχάλες

κρέμονταν τα φορέματα των γυναικών.

Ο κόσμος περπατούσε σύρριζα στους τοίχους

στην άσφαλτο έμεναν οι χαρακιές των τανκς

στην ίδια απόσταση η μια από την άλλη.

 

Δεν είναι πια ο πόλεμος που βλέπαμε

στις εικόνες των βιβλίων στις ταινίες του κινηματογράφου

που τρέμαμε μη δε τον προλάβουμε και μεις.

Τώρα τα πτώματα που δρασκελάς

δε μοιάζουν του θνήσκοντος Γαλάτη

τώρα σκοτώνουν

στην άλλη γωνιά από το σπίτι σου.

Κι εκείνη η ξεστήθωτη κοπέλα

γέλαγε με τους ξένους φαντάρους.

 

Ο Γερμανός λοχίας που πήγαινε μπροστά

είχε στο στέρνο κρεμασμένη

μια σιδερένια πλάκα.

Του ρίξαν οι δικοί μας

κι έμεινε στη μέση του δρόμου.

Στην τσέπη του χιτώνιου

υπήρχαν οι φωτογραφίες

της γυναίκας του και του παιδιού του.

Ήταν ξανθιά, όπως το περιμέναμε,

με ήρεμα μεγάλα στήθια.

 

ΣΚΑΜΝΙ, 1

Οι φίλοι που γέμισαν το σπίτι

ήρθαν ξαφνικά.

Από τα κάγκελα της πόρτας

φάνηκαν πως είχαν κέφι

από τους ώμους και πάνω

φάνηκαν

μια ολόκληρη παρέα.

Φέραμε και τις τρύπιες καρέκλες της κουζίνας

να χωρέσουμε όλοι στο μπαλκόνι

εγώ πήρα ένα παλιό σκαμνί.

Οι φίλοι ήσαν πολλοί

κι ήμασταν όλοι ανάκατα

με γέλια και πειράγματα

δεν είχε και λεφτά κανείς μας.

Έπειτα η συζήτηση  έγινε σοβαρή –

χάμω οι πλάκες ζεστές ακόμα από τον ήλιο.

 

Τότε, το ίδιο ξαφνικά

ένιωσα πως θα χωρίσουμε

θα σκορπιστούμε όλοι στις τέσσερις γωνιές του κόσμου.

Κι έβλεπα τη στιγμή

που όσο κι αν την αναστέλλαμε

ερχόταν…

 

ΣΚΑΜΝΙ, 2

Αντίκρυ σ’ αυτό το τζάκι που καίει

με βρεμένα τα μαλλιά, τα βλέφαρα

κοιτάζοντας μονάχα τη φωτιά

μονάχα τις πέτρες που μαυρίσαν.

Πολλές φορές είχαμε ονειρευτεί

τα δυο σκαμνιά που θα βάζαμε δίπλα-δίπλα

κι έπειτα που θα πλέκαμε τα χέρια μας

αμίλητοι, δίχως να μας τρομάζει η σιωπή

γιατί θα ξέραμε καλά πως

κάθε λογισμός του άλλου είναι δικός μας

πως δεν υπάρχει άλλος.

Αντίκρυ σ’ αυτό το τζάκι

που έχει ξύλα πολλά να κάψει ως το πρωί

περιμένουμε πότε η βροχή θα σταματήσει

να πάμε για το λεωφορείο.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952]

 

 

ΜΟΛΟΣ, 1 (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952)

Ούτε που πρόφτασε ο μόλος να τελειώσει.

Κοβόταν ξαφνικά

κι εκεί στην άκρη μέναν

κάτι τσουβάλια τσιμέντο πετρωμένο

φύκια και βρώμικα όστρακα.

Δεν πρόφτασε να τελειώσει

έγινε ο πόλεμος.

Αναποδογυρισμένο ένα αυτοκίνητο στη θάλασσα

σκούριαζε

ανάμεσα στις καρπουζόφλουδες

που ρίχναν απ’ τα καύκια.

Στο πεζούλι κάθονταν μερικές κοπέλες

με τα πόδια κρεμασμένα πάνω απ’ το νερό.

Φεύγανε στην Αθήνα

για υπηρέτριες ή για καμιάν εγχείρηση.

Ήσαν και μερικοί νεοσύλλεκτοι

κι ένας αδειούχος φαντάρος με διπλωμένη χλαίνη.

Ο μόνος που επέστρεφε.

 

ΜΟΛΟΣ, 2

Μεγάλες τετράγωνες πέτρες

ένα φανάρι που δεν άναψαν

άμμος φερτός απ’ τους περαστικούς ανέμους.

 

ΜΟΛΟΣ, 3

Έτσι καθώς προχωρούσε μες τη θάλασσα.

Κι οι μεγάλες τετράγωνες πέτρες

το τσιμέντο

τα μπηγμένα σίδερα

καίνε όταν καίει ο ήλιος

παγώνουν όταν τη νύχτα πέφτει ψύχρα.

Ποτέ δεν παίρνουν κάτι από τη σάρκα μας

τίποτα δεν κρατάν από τα λόγια μας.

 

Τα σίδερα, το τσιμέντο, οι πέτρες

εδώ τελειώνουν.

Αυτό δεν είναι πια κλωνάρι

ένα πεταμένο ξύλο

ένα πεταμένο κουτί τσιγάρα

σκουπίδια και φτύματα.

Κι εδώ πάλι τελειώνουν.

 

Λοιπόν εδώ

κι ας μην τ’ αναβάλλουμε

όσο να πατήσουμε την παρακάτω πλάκα

όσο να πούμε μια λέξη ακόμα.

Εδώ

σ’ αυτό το μόλο

με τις φαγωμένες πέτρες

τα σκουριασμένα σίδερα

το τριμμένο τσιμέντο

από τα πλοία, το νερό και τους ανθρώπους.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952]

 

ΤΡΙΑΝΤΑ, ΤΡΙΑΝΤΑ ΜΙΑ ΜΕΡΕΣ ΚΙ Ο ΚΟΥΤΣΟΦΛΕΒΑΡΟΣ ΕΙΚΟΣΙ ΟΚΤΩ (πάντα υπάρχει ένας μήνας της χαράς μα η κάθε μέρα είναι για να βαδίζουμε)

Ξεφλουδίζοντας τις μέρες στο κατώφλι του χρόνου

κουδουνίζοντας στη φούχτα τα κουκούτσια

μια στιγμή πριν τα πετάξουμε

έρχεται μια ξαφνική αυριανή Δευτέρα

μια σημερινή μισοφευγάτη Κυριακή.

 

Γύρω το δάσος με τα έλατα

σφυρίγματα μες τα δένδρα

βρεμένη φρέσκια γη -

μα τούτος ο κάλυκας

που βρήκες ψαχουλεύοντας στα χόρτα

δεν πρόλαβε ακόμα να σκουριάσει

και τη φωτιά πρέπει να σβήσουμε καλά

και να σκεπάσουμε τις στάχτες

Πριν φέξει φεύγουμε.

 

Τριάντα , τριάντα μία μέρες

κι ο Κουστοφλέβαρος είκοσι οχτώ,

κάποτε είκοσι εννιά.

Πάντα υπάρχει ένας μήνας της χαράς

μα η κάθε μέρα

είναι για να βαδίζουμε.

(ΜΗΝΑΣ από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ, Άη-Στράτης 1952]

 

ΓΕΝΙΑ (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952):

Σ’ αυτή την πλατεία

δεν ήταν πάντα αραδιασμένες πολυθρόνες ζαχαροπλαστείου.

Σ’ αυτή την πλατεία

μέσα στα ίδια παρτέρια  που τώρα τρέχουν παιδιά

χτυπηθήκαμε με τα τανκς

σκάψαμε τάφους για τους νεκρούς μας

θάμαμε το Στάθη με λιωμένο το μισό κρανίο.

Σ’ αυτή την πλατεία σ’ αυτούς τους δρόμους         

δεν ήταν πάντα οι ίδιοι διαβάτες.

Πέρασαν  θάλασσες ανθρώπων με φωνές και με πλακάτ

περάσαμε εμείς

περάσανε οι εχθροί μας.

Χτυπηθήκαμε εδώ

σ’ αυτά τα πεζοδρόμια

όταν τα μαγαζιά είχαν βδομάδες κατεβασμένα τα ρολά

και η άσφαλτο ήταν έρημη

μ’ ένα παρατημένο καροτσάκι στη μέση.

Σήμερα περνούν οι άνθρωποι βιαστικοί

πολλοί στους χαρτοφύλακες έχουν δικηγορικά έγγραφα

άλλοι ρολόγια του λαθρεμπορίου ή μεταξωτές κάλτσες.

Τα τραμ διασχίζουν αργά τις διασταυρώσεις.

Μα η γενιά μας

η γενιά σας

πάντα υπάρχει.

Όλοι πολεμήσαμε χθες

όλοι πολεμάμε σήμερα

ξεκολλώντας μεγάλα κομμάτια μέλλον

να φτιάξουμε επιγραφές στον Μπελογιάννη

Σ’ αυτή την πλατεία σ’ αυτούς τους δρόμους

στη χώρα αυτή σ’ όλο τον κόσμο

η γενιά μας είναι μία.

Αυτή που πολεμάει για να νικήσει

 

ΦΥΛΑΚΙΟ

Οι τελευταίοι φαντάροι

περνάνε βιαστικά.

Στο φυλάκιο της πύλης

έμεινε ανοιχτό το τάβλι

με το παιχνίδι ατέλειωτο.

Τόσο καιρό και δεν έδωσες μια χειραψία.

Μόνο ένα κλεφτό τσιγάρο

ή να μετράς και να ξαναμετράς τους μήνες.

Η αρχή, λέει, είναι να συνηθίσεις τ’ άρβυλα

και το ζεστό νερό μες το κατακαλόκαιρο.

Και στις χακί κουβέρτες

δε φαίνονται εύκολα οι λεκέδες.

Απέναντι κάτι σαν καφενείο

αυτοκίνητα γι’ απρόσιτες κατευθύνσεις.

«Κι εκείνος κει

πήγε και παντρεύτηκε τώρα που απολύεται».

Στο βάθος κάτι σαν πόλη.

Μες στις χακί στολές τίποτα δεν φαίνεται εύκολα.

Και να μετράς και να ξαναμετράς τα χρόνια.

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952]

 

 

ΧΑΡΤΙ (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952)

Ένα απλωμένο χαρτί για ομπρέλα μέσα στη βροχή

ένα τσαλακωμένο χαρτί για καρδιά μες στους ανθρώπους.

Ό,τι κι αν κάνω με τρομάζει

μα ό,τι δεν κάνω πιο πολύ με βασανίζει.

(Μοιραζόμαστε τον πόνο με τα πράγματα

όπως τα στραγάλια στο πανηγύρι της Άγια-Μαρίνας).

Ένα χαρτί που πέταξα στο βρόχινο ρείθρο

και τώρα πάνω στο γόνατο το ισιώνω

να στρώσει σαν πουκάμισο σιδερωμένο

όσο κι αν έσβησε για πάντα

εκείνη η τυχαία λέξη

που είχες γράψει με μελανί μολύβι.

 

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ,1952

Πολλές φορές συμβαίνει

Οι φωτιές των τσιγάρων

Οι ομιλίες των προλετάριων

Οι σπινθήρες των μηχανών

Ν’ απλώνουν κάτω απ’ τ’ άστρα

Έναν πιο μεγάλον ουρανό.

 

Και το ηλεκτρικό ρεύμα

Που σα νήμα αδιάκοπα

Τυλίγεται στη γη μας

Ψάχνει να βρει τους πόλους του

Στις καρδιές των ανθρώπων.

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952)

 

ΠΡΟΣΩΠΑ (από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΣΚΗΣΕΙΣ 1952)

Μούσκεψε πάλι το πρόσωπο της γης.

Περπατώντας

στη λάσπη ως το γόνατο ως την κοιλιά

πλαγιάζοντας για λίγο

σ’ έρημες εκκλησιές σ’ αδειανά σχολεία

και πάλι ξεκινώντας

πριν πλύνει η αυγή τα μάτια της.

 

Άγρια ποτάμια κατεβαίνουν

που πρέπει να περάσουμε

κι εσύ νοιαζόσουν για τις γλάστρες

που έμεναν απότιστες

κι ανησυχούσες πότε πια θα βρέξει

να πάρει το νερό τους ντενεκέδες

και τα λουλούδια που πέταξες στο ρέμα -

δεν κάνει, έλεγες, να μένουν στο δωμάτιο

την ώρα του ύπνου.

Στα μέρη ετούτα

δεν έχει μείνει ούτε ένα γεφύρι ορθό

κι αν τώρα η βροχή χτυπάει τα τζάμια σου

εδώ χτυπάει τα πρόσωπά μας.

 

Περάσαμε χιλιάδες

σημαδεύοντας το πρόσωπο της γης μ’ αρβύλες.

Πού να μας ξέρουν ένα-ένα τα παιδιά των χωριών.

Τρέχουν για λίγο πίσω μας και τραγουδούν μαζί μας

ως να χαθούμε πάλι μες στα δένδρα.

 

Κάποτε θ’ ανοίξουν τα σχολεία

οι κρύες μεγάλες αίθουσες

μικρή Ρηνιώ

αχ να σου γέμιζα την τσέπη καραμέλες

μικρή Ρηνιώ

με τα ξυλοπάπουτσά σου.

 

Ώρα ν’ ανοίξω το χέρι μου

ν’ αφήσω να χυθεί

αυτή η φουχτιά το χώμα

στο ατέλειωτο πρόσωπο της γης

 

ΑΠΛΩΘΗΚΑΜΕ ΣΑΝ ΠΟΛΥΘΡΟΝΕΣ ΚΑΦΕΝΕΙΩΝ. ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΣΕΙ (λέξεις γυμνές απ’ τις συλλογές του Τίτου Πατρίκιου):

ΣΚΥΨΕ ΝΑ ΔΕΙΣ. Ανάμεσα στα βούρλα   ανάμεσα στο δικό σου είδωλο και το δικό μου   υπάρχει ένα πρόσωπο από βότσαλα   βουλιαγμένο στο ρηχό νερό.   Ο τροχός του νερού γυρίζει   όμως ανάμεσα σε μένα και σε σένα   υπάρχει πάντα ο σκοτωμένος τρίτος   που λέγεται Γιώργος Στάθης ή Βασίλης.   Θυμάσαι τότε;   Τα δάση καίγονταν   τα σπίτια τα νεκροταφεία καίγονταν   τα κυπαρίσσια που κράταγαν τον ουρανό    ένε-ένα πέφτανε   ξέφτια από νέφη κρέμονταν στα πυρπολημένα αυτοκίνητα   το νερό εξατμίζονταν πριν αγγίξει τα χείλια μας   κι εμείς ανατινάζαμε στα σταυροδρόμια το σκοτάδι   ν’ ανοίξουμε ένα πέρασμα να προχωρήσουμε.   Τώρα πάλι κυλάει το νερό   κάπως καθάρισε απ’ τα αίματα και τα κατράμια   τα καβούρια σεργιανάν κάτω απ’ τις πέτρες   όμως μην πιστέψεις πως σβήσαν οι φωτιές   πως είναι ώρα να ξαποστάσουμε.   Τις νύχτες ο ουρανός τυλίγεται στο μακρύ του αδιάβροχο και ξαγρυπνάει και περιμένει.   Τίποτα δεν χάθηκε αδελφέ μου   τίποτε δεν τέλειωσε   κι έτσι ακόμα έχουμε νικήσει.   Κόκκινη βροχή   κόκκινα δάκρυα   κόκκινη ελπίδα.   Άπλωσε τα χέρια θα βαφτούν.   Αδελφέ μου δεν μπορούμε να μη συνεχίσουμε.   Κάθε άφθαρτο πρόσωπο   κάθε εικόνα προσώπου αφημένη   στην κοίτη των ποταμιών   είναι κομμάτι απ’ το κορμί μας   είναι κομμάτι του μεγάλου τροχού   που γυρίζει, γυρίζει…   [ΤΡΟΧΟΣ από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου, Αη Στράτης 1952]

Τετάρτη, 27 Ιανουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ