Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ Μ’ ΑΓΓΙΞΟΥΝΕ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΣΟΥ

Στην τσέπη του παλτού σου   παλιό σουσάμι   φλούδα φιστικιών

και το τσαλακωμένο γράμμα μου.

Ξύπνησαν λέξεις    φράσεις ανακλαδίστηκαν

έτριξα μήνες εκεί μέσα    μέρες του κρύου

νύχτες απ’ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή    μήπως ακούσεις

άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς

κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου    κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.

Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι

κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντός μας

αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας    ή αντί να με ξεγράψεις

στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο

θα σφίξω θα μαζέψω    σε σουσάμι ή φλούδι

κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.

 

Κάποτε θα μ’ αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.

[ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ από την πρώτη ενότητα – Νύχτα και Νικοτίνη - στη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Γιάννη Βαρβέρη ΤΟΜΟΣ Α Ποιήματα 1975-1996 κι άλλα ποιήματα από αυτή την ενότητα:

 


ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)

Τέτοιες ώρες η μαμά πάντα λείπει.

Εκεί στο τραπεζάκι: το τηλέφωνο. Νωθρά μέλη στην πολυθρόνα μου, δίπλα του. Τηλέφωνο μπεζ. Έχει μάτια, μαλλιά, φαντασία. καρφωμένος εκεί να το ανέχομαι. Μπεζ, να υποκρίνεται ουδετερότητα. Το ακουστικό, που το χέρι μου απλώνω. Να εκβιάσω το χτύπημα. Σαν να σφίγγω λαιμό να μιλήσει. Τ’ αφήνω. Μετά πάλι, και πάλι τ’ αφήνω.

Η μέρα αποσύρεται στις επτά παρά είκοσι. Το βλέπω στο πικάπ. Στο μοβ του φωτάκι που αποσύρεται. Στο βάθος του ματιού του. Το βλέπω στις γρίλιες αργά. Δεσμίδες σαν σύριγγες μιας ένεσης που τελειώνει.

Τηλέφωνο μπεζ. Μπεζ ακόμα. Έχει μάτια, μαλλιά, φαντασία. Ποιος ν’ ανάψει τώρα το φως; Πώς να σηκωθώ, πώς να σηκώσω το βλέμμα; Εκεί να κρατήσω της μέρας το λίγο που έμεινε· να μπορώ να υποπτεύομαι χρώμα και σχήμα, Να το ψηλαφούνε τα μάτια μου. Ποιος ν’ ανάψει το φως; Κι η μανούλα μου αργεί να γυρίσει…

Στις οκτώμισι ξέρω, το τηλέφωνο μόνο, οριστικά τηλέφωνο πια, ανεξέλεγκτος πάνθηρας στο σκοτάδι.

 

ΟΙ ΓΕΡΟΙ

Κι επειδή κάποτε

ξαπλώσαμε αγκαλιά

κι ήταν αυτός ένας ύπνος ανήσυχος

όπου οι ανάσες μας παίρναν η μια

την άχνα της άλλης·

κι επειδή έπινα την πνοή σου

κι έφτιαχνα δικιά μου καινούργια πνοή

να σου τη στείλω·

κι επειδή καίγαν οι ανάσες μας έτσι

για χρόνια

πάνω στα πρόσωπά μας ασταμάτητα

γίναμε ο ένας για τον άλλον

σαν τη βροχή

που όσο κι αν διώχνουν οι καθαριστήρες

όλο πέφτει

στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου

κι όλο πέφτει

και σε τυφλώνει

και δε σ’ αφήνει να δεις.

[από την πρώτη ενότητα – Νύχτα και Νικοτίνη - στη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982]

 

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)

Το λουλουδάκι

περίμενε τη μέλισσα

κι η μέλισσα δεν ήρθε.

 

Έστειλε μόνο

με τον αγέρα μήνυμα

να μην ελπίζει

δεν θέλει άλλα φιλιά

και πως όλα τελείωσαν.

 

Ο αγέρας τότε

κοντοστάθηκε για λίγο

έβγαλε το καπέλο του

κατέβασε τα μάτια

κι ύστερα δίχως λέξη

σηκώθηκε γι’ αλλού.

 

Έτσι είναι

είπε το λουλουδάκι γέρνοντας

το μέλι και το κρύο φιλί

είναι πάντα του ανέμου

είναι του ταχυδρόμου

 [από την πρώτη ενότητα – Νύχτα και Νικοτίνη - στη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982]

 

 

ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ (από την ομότιτλη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη)

Είπες να κλείσουμε το φως.

Όμως αν τύχει και κοπεί το ρεύμα

και δεν πάρουμε είδηση

και μείνω ή μείνεις μέσα στο δωμάτιο

μόνος αγωγός του ηλεκτρισμού;

Άσε αναμμένο σε παρακαλώ

αυτό το σίγουρο σκοτάδι.

 

Σβήσε το φως.

Δε θα σου πω

δε θα μου μάθεις

πώς θα σκυλέψουμε

ελευθερία ή θάνατο.

 

Γρίλιες λοξές

κάγκελα της κοιλιάς σου.

Αργά διαλύονται

σαν θαύμα με το βράδυ.

Έτσι γλυκά

αλλάζω φυλακή.

 

Εσύ με το κορμί μου

στο σκοτεινό εργαστήρι μας

της αγγειοπλαστικής.

Εγώ μ’ ένα κερί

έξω από την πόρτα

αναποφάσιστος.

 

Μες στο σκοτάδι

χάνουμε το ένα μας χέρι.

Σέρνεται στο χαλί

στους τοίχους στα έπιπλα

και τα μαθαίνει να χαϊδεύουν

με τον τρόπο τους

τα σώματά μας.

 

Μες στο σκοτάδι πάλι απόψε

πίστεψα

πως είμ’ εγώ για σένα.

Κι εσύ όπως πάντα πίστεψες

το ίδιο για μένα.

Μόνο η πνιγμένη λάμπα ξέρει.

 

Σβήνω το φως.

Να μη μιλάς.

Μην ανασαίνεις.

Βεβαίως δεν πρόκειται για υποβολή

καθώς σ’ αφήνω να νομίζεις.

Επάνω σου μαθαίνω κι εξασκώ

το φάντασμά σου.

 

Όταν δεν έχει μείνει σάρκα πια

παρά στον αέρα μόνο

τα ούλα μας να στάζουν

ανασηκώνεται η αγάπη

κι ανάβει το φως απαλά.

 

Τι να το κάνω εγώ

το φως ή το σκοτάδι;

Ένας τυφλός δεν έχει επιλογή.

Πάει σαν σκυλί

ξοπίσω απ’ το σκυλί του.

 

Διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα

εδώ

κάτω απ’ το φως

τέλειωσαν όλα είπες μεταξύ μας.

Όμως γραφτήκανε μες στο σκοτάδι

πίστεψε

κι ούτε θυμάμαι πώς και πότε

κι αν είναι δυνατόν

να υπαινίσσεσαι ο,τιδήποτε!

Στο κάτω-κάτω δεν τα ξέρω καν

δεν τα ’χω γράψει εγώ

αυτό είναι βέβαιο.

[ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ από την ομότιτλη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη, πρώτη ενότητα ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΝΙΚΟΤΙΝΗ]

 

ΣΚΙ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)

Ακρίδα του ρίγους

το αυτί μου μια πίστα

η γλώσσα σου εξαίσιος σκιέρ

πεταχτών ελιγμών απίθανων ψιθύρων

με τινάζει στα σλάλομ τ’ ουρανού.

 

Μετά παίρνεις νωθρά το σουτιέν σου απ’ το πάτωμα

κουμπώνεις τη μελαγχολία του κόσμου

στον ήχο

της κόπιτσας

 

ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Ο ΤΙΜΩΡΟΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΤΟΥ

Το καλοκαίρι η νύχτα πέφτει

απάνω σου

γυναίκα ιδρωμένη κι απρόσεχτη.

Νύχτα όπως νύστα. Νύστα και νικότίνη.

Νύχτα λοιπόν θα πει

ένα τάλιρο που σου ’πεσε στην Γ’  Σεπτεμβρίου

κι ευθύς μ’ εκατόν σαράντα

το κάναν τ’ αυτοκίνητα

ένα με την άσφαλτο.

Στη Χέυδεν στη Φερρών

οι νάιλον επιβάτες περιμένουν να επιβιβαστούν

στα σκουπιδιάρικα.

Για μια στιγμή στον αέρα

υπερισχύουν τα πορτοκαλόφλουδα

κι ελπίζεις.

Λες, τώρα θα κάνουμ’ έρωτα

σε κήπο εσπεριδοειδών.

Ώσπου διέρχεται θεία παιδίσκη

κι είναι γκοφρέ κι είναι σοκολατόχρους

κι όλο το βράδυ εσύ παιδεύεσαι

να σκίσεις το περιτύλιγμα.

 

Έτσι ξεχνάς το δόλιο τάλιρό σου – και καλύτερα.

Οι κότες που έσκαψαν καταμεσής του δρόμου με το νυχάκι τους

καμιά δε γλίτωσε.

-Πετλαχτηκες Ανδρέα εσύ

ραλίστα τιμωρέ,

εσύ με τη φρενιτιώδη Τζάγκουαρ

και τις διαμέλισες.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982, πρώτη ενότητα ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΝΙΚΟΤΙΝΗ]

 

PORNOSONG (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)

-          Ήρθες να μου ρίξεις τα χαρτιά

μου ρίχνεις τα πόδια σου

εκεί που πλέκονται

το ριζικό μου κουλουριάζεται   

λαγοκοιμάται    σε κυματιστές φλοκάτες

και σε τουλίπες του βυθού.

 

Στο στόμα σου γαντζώνεις το άφιλτρο.

Ρουφάς πυκνό καπνό

ή μεταγγίζεις το αίμα μου όλο    στα χείλη σου;

 

Νιώθω τους πόρους σου.

Αλείφουν το κορμί μου

με το λάδι του δούλου

κάτω απ’ της γαλέρας τη ντάλα.

 

Άσε την τράπουλα

-τη μοίρα θα την πούμ’ εμείς –

κι έλα να ’ρθουμε στα μαχαίρια.

 

Τα μαλλιά σου στην έπαρση

σφαγμένη η κοιλιά σου

το σαγόνι τετράγωνο

ζυγιάζεται πάνω μου και μ’ απειλεί.

 

Κι οι κλειδώσεις σου όλες

γιουρούσια σε σφηκοφωλιές.

Με χέρια    μεθυσμένα μαστίγια

στο ύψος    καμηλοπαρδάλεως.

 

Τα πιο γυμνά είναι    τα μάτια σου.

Κι είναι πυκνόρρευστα.

 

Ο πιο γυμνός

ο λαιμός σου.

Ο πύθωνας.

 

Τα πιο γυμνά

τα στήθη σου.

Να προσκυνάν

οι κολασμένοι.

 

Όμως το πιο γυμνό    πνευστό μου ράμφος

κι άκου    στον ουρανίσκο σου

τις μουσικές.

 

Κι η πιο γυμνή

η θάλασσα σου    η παλίρροια

που με σαλπάρισε.

 

Μα πιο γυμνό

το ουρλιαχτό μου

καθώς απ’ το φωταγωγό    γκρεμίζομαι.

 

Γέμισε το χαλί    γόπες κι εσώρουχα

ο αέρας μύρισε χλωρίνη.

 

Άντε λοιπόν πάρε τα σάλια σου

κάνε τσιγάρο

πιες και μια κόκα

και δίνε του!,,

 

ΣΤΟΝ ΕΝΑΤΟ ΟΡΟΦΟ ΤΗΣ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ

Πρέπει πια να σας πω

κοκέτα με αλεξήλιο

περνάω τα βράδια απ’ το μυαλό κι από το σπίτι σας

είμαι εκείνη η έγκυος κυρία στο ασανσέρ της πολυκατοικίας

σε κάθε όροφο κάνω έρωτα και μ’ ένα από σας

κατρακυλάν σοβάδες στα όρθια

κι ούτε που ξέρω τι θα βγάλει αυτή η κοιλάρα με τους έρωτες

κι ούτε που ξέρω πότε κιόλας έφτασα στον έαντο

κλοτσάει την πόρτα πετάγεται έξω στην ταράτσα

το βρέφος Ουίτμαν και με βολ πλανέ λιώνει στην άσφαλτο

ή το ρουμπίνι στο κεφάλι του Ραβέλ

σκίζει την κρούστα του ινιακού στα δύο

ή καλύτερα

ο παλαβο-Μπάιρον σκάει μύτη και ρωτά

κατά πού πέφτει ρε παιδιά το Μισολόγγι

ή μάλλον

μπρος σε καρτέρι κυνηγών με προβολείς

χιμάει μικρός λαγός

και κοκαλώνει.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982, πρώτη ενότητα ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΝΙΚΟΤΙΝΗ]

 

ΤΟ ΧΕΡΙ – του Γιάννη Βαρβέρη – ΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΤΟ ΧΕΡΙ…

Το ποίημα είναι εικόνα χεριού με μολύβι    κι από τη σελίδα ψηλά στον αέρα σκιτσάρει ένα χέρι    κι εκείνο γραμμή τη γραμμή με σκιτσάρει,   σκιά τη σκιά με τελειώνει να γράφω ένα ποίημα με τίτλο    ΤΟ ΧΕΡΙ.    Και πώς κι από πού να ξεφύγω;    Ω φριχτό μαρτύριο του άλλου σώματος  παρείσακτου μες στο σκοτάδι ανάμεσά μας    και τα κλειστά σου μάτια δήθεν ηδονής    που δραπετεύουν ψάχνοντας το και τα κλειστά μου μάτια να φαντάζονται σώματα ρυμουλκά    που θέλησα στους δρόμους·   τι ανυποψίαστα σπλαχνικοί για τα κορμιά μας  οι ξένοι που ποθήσαμε      δε σου μιλάω λοιπόν πέτα μαζί του    μη μου μιλάς θα σκιάξεις το ίνδαλμά μου·    μέχρι ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας κι οι δυο τώρα που σωριαστήκαμε και φύγαν     κι εσύ αγαπάς αυτό το πέος χτυπημένο ορτύκι όπως το χέρι μου τα ποιήματά μου τα γυαλιά μου… [με επιλογές λέξεων από τις συλλογές του Γιάννη Βαρβέρη]

                      Τετάρτη, 3 Μαρτίου 2021 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ