Κυριακή 30 Μαΐου 2021

ΗΜΟΥΝΑ ΠΑΡΑΚΛΑΔΙ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΡΟΣΥΡΜΗ ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟ ΚΗΠΟ

 Είπα «θα ποτίσω τον κήπο μου   καρπούς απ’ τ’ άνθη του να δέσει»

Κι ολομεμιάς έγινα ποταμός μεγάλος   

Και έπνιξα τον κήπο.

 

Είπα «δεν πειράζει.   Θα ποτίσω τώρα ολόκληρο τον κάμπο μου»

Κι ολομεμιάς έγινα θάλασσα

Κι έπνιξα τον κάμπο.

 

Είπα «δεν πειράζει. Θα θρέψω τώρα τα ψάρια μου

Θα ταξιδέψω τα καράβια μου»

Κι ολομεμιάς έγινα έρημος

Κι αφάνισα και ψάρια και καράβια.

 

Είπα «δεν πειράζει.   Θα γίνω τώρα δρόμος για τα καραβάνια μου»

Από τότε περιμένω.

Ούτε ένας καμηλιέρης δεν με διάβηκε ακόμα

 

Συνήθισα να δέχομαι τα πιο ανόμοια πράγματα

Στις αλλαγές τις πιο απότομες ν’ αντέχω

Να περιέχω όχι μονάχα κρύο νερό μα και καφέ καυτό

Ή τσάι αν είν’ ανάγκη ή κρασί

Μα και λουλούδια ακόμα αν τύχει

 

Παρ’ όλα αυτά δεν άλλαξα ποτέ

Κάθε φορά που το περιεχόμενο μου σώνεται

Παίρνει μαζί του και τη γεύση και το χρώμα του

Και μένω αυτό που ήμουν πάντα

‘Ένα ποτήρι του νερού ουδέτερο και διαφανές    που όταν σπάσει κάποτε

Θα τ’ αντικαταστήσουν πάλι με ποτήρι

(Δύο  ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ (Γ και Θ)  από μια συλλογή του Αργύρη Χιόνη στην οποία παρακολουθούμε πώς ο Ποιητής «μυθοποιεί» τις ποικίλες αλλαγές που συντελούνται γύρω του (και μέσα του;)  

π.χ. πώς ένα Βράχος με τις αιχμές και τις καμπύλες του καταλήγει ένα ελάχιστο χαλίκι ανάμεσα στ’ αμέτρητα άλλα χαλίκια

ή ένα βότσαλο πώς ταξιδεύει κυλώντας απ’ τις πηγές μέχρι τις εκβολές του ποταμού.

Κι η πέτρα, σύμβολο αναισθησίας από τη μια - καρδιά σαν πέτρα δεν λέμε; - αλλά με αναγνωρίσιμη την αρετή της αντοχής, κατάλληλη για να χτιστούν τα σπίτια κι οι μάντρες γύρω απ’ αυτά κι οι τάφοι και το έχει των ανθρώπων κι η μνήμη τους…

 


Λοιπόν, Αργύρης Χιόνης ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ 1974 (αντιγραφή κι επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, Ποιήματα 1966-2000)

Με μια σταγόνα νερό μες στην παλάμη μου

Πρέπει να προλάβω πριν εξατμιστεί

Ν’ αναπαραστήσω τις πηγές του ποταμού

Τον καταρράκτη και τον ποταμό τον ίδιο

Και τη θάλασσα και τη βροχή με μια σταγόνα ελάχιστη

Που τρέμει κι εξατμίζεται μες στην παλάμη μου

 

Β. ΗΜΟΥΝΑ ΛΥΚΟΣ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ 1974)

Ζούσα με το μίσος μου    Για το μίσος μου

 

Τις νύχτες αγρυπνούσα

Το θάνατο ετοιμάζοντας    Των  προβάτων

 

Είμαι σκύλος

 

Ζω με τον αφέντη μου    Για τον αφέντη μου

Όργανο της στοργής και της οργής του

 

Τις νύχτες αγρυπνώ

Φυλάγοντας τα πρόβατά του

 

Ήμουν θηρίο κι είμαι ζώο

Ζώο πιο υπάκουο κι από πρόβατο

Γι’ αυτό και δεν ανησυχεί ο αφέντης μου

Όταν καμιά φορά με την πανσέληνο

Μ’ ακούει σαν λύκος να ουρλιάζω

 

Σαν ξημερώνει ξέρει πως το χέρι

Θα του γλύφω πάλι

 

Δ. ΗΜΟΥΝΑ ΚΑΠΟΤΕ ΕΝΑ

ΗΜΟΥΝ Ο ΒΡΑΧΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΧΜΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΜΟΥ

Τα νεύρα μου τις ρίζες μου βαθιά στη γη

 

Ύστερα ξαφνικά ήρθε η έκρηξη

Που με κομμάτιασε σ’ αμέτρητα κομμάτια

Κι έγινα πέτρες ή καλύτερα

Έγινα μια απ’ τις ανόμοιες πέτρες

Που αργότερα ήρθε η βαριά

Να διαμελίσει ακόμα μια φορά

Σ’ ακόμα πιο μικρά κομμάτια

 

Είμ’ ένα ελάχιστο χαλίκι

Ανάμεσα σ’ αμέτρητα άλλα χαλίκια

 

Ριγμένα εδώ μες στο καλούπι νιώθουμε

Τη γκρίζα μάζα του τσιμέντου γύρω μας

Να σφίγγεται να πήζει να μας δένει

Σε  μια παράλογη καινούργια ενότητα

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ 1974]

 

Ε. ΜΑΚΡΥ ’ΤΑΝ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ ΑΠ’ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ 1974)

Μακρύ ήταν το ταξίδι μου απ’ τις πηγές

Μέχρι τις εκβολές του ποταμού κυλώντας

Μες στο βυθό του αδιάκοπα

Αλλάζοντας σιγά-σιγά σχήμα και βάρος

Αλαφρώνοντας έφτασα εδώ

Σε τούτη την ακτή ένα βότσαλο

 

Τώρα ανήκω πια στη θάλασσα

Και το ταξίδι έγινε λίκνισμα

Κύμα με παίρνει κύμα με φέρνει

Κι όλο στην ίδια θέση βρίσκομαι

 

Η φθορά μου βέβαια συνεχίζεται

Κι έγινε μάλιστα πιο γρήγορη ακόμα

Δεν είν’ μακριά η μέρα που θα γίνω

Μονάχα ένας κόκκος άμμου

 

Τότε θ’ ανήκω λίγο και στον άνεμο

 

ΣΤ. ΗΤΑΝ ΩΡΑΙΑ ΓΥΡΩ-ΓΥΡΩ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΧΟΡΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΓΙΑ

Κι ήταν κι η ίδια ωραία ανάμεσά τους

Παίρνοντας χρώμα από το χρώμα τους

Δροσιά απ’ τη δροσιά τους

 

Ήταν ωραία και θα ήτανε κι ευτυχισμένη

Αν δεν υπήρχε στης πλαγιάς τα πόδια

Ο δρόμος με τις πέτρες του τις αδελφές της

Να της θυμίζει πόσο μόνη ήταν μες στην ομορφιά της

 

Κάποτε πήρε την απόφαση και κύλησε

 

Χωμένη τώρα μια στη λάσπη μια στον κουρνιαχτό

Νιώθει να της οργώνουνε τη ράχη

Αλόγων πέταλα κάρων τροχοί

Και δεν ελπίζει παρά στο θρυμματισμό της

 

Όσο για την πλαγιά ήταν καλύτερα

Να την ξεχάσει και την ξέχασε

 

Οι πέτρες μόνο να κυλούν μπορούνε

 [από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ 1974]

 

Ζ. Η ΜΟΝΗ ΑΡΕΤΗ ΠΟΥ ΜΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ Η ΑΝΤΟΧΗ ΜΟΥ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ 1974)

Η μόνη αρετή που μου αναγνωρίζουν η αντοχή μου

Κατάλληλη για να χτιστούν τα σπίτια τους

Κι οι μάντρες γύρω από τα σπίτια τους

Κι οι τάφοι τους ν’ ασφαλιστεί η ζωή τους

Και το έχει τους κι η μνήμη τους

 

Κατά τα άλλα δεν είμαι γι’ αυτούς

Παρά ένα σύμβολο αναισθησίας

Καρδιά σαν πέτρα λένε όψη πέτρινη

Ακινησία της πέτρας πέτρινη σιωπή

Και λησμονούνε πως απ’ τη δική μου σάρκα

γεννήθηκαν κορμιά τόσο ανάλαφρα

Τόσ’ όμορφα κι εκφραστικά μέσα στη γύμνια τους

Που βλέποντας τα τώρ’ αυτοί να λιώνουν

Απ’ τη ζήλεια τους και να σκεπάζουν ντροπιασμένοι

Τα δικά τους άχαρα κορμιά μ’ άχαρα ρούχα

 

Η. ΕΙΜ’ ΕΝΑ ΞΥΛΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΙΠΟΤ’ ΑΛΛΟ

Κάποτε θα’ μουν οπωσδήποτε ένα δένδρο

Όμως τι δένδρο δε θυμάμαι

Η πλάνη το πριόνι τα καρφιά και τα βερνίκια

-ω Θεέ μου πόσ’ απανωτά βερνίκια –

Μπορούν να ξεκουτιάνουν και το πιο γερό μνημονικό

 

Είμ’ ένα ξύλινο τραπέζι τίποτα άλλο

Παλιό παμπάλαιο και για τούτο επανωτά βερνικωμένο

Για να μη δείχνει η ηλικία μου και το σακάτεμά μου

Για να διατηρηθεί η αξιοπρέπεια των κατόχων μου

 

Για τη δική μου ποιος σκοτίζεται

Δεκάρα εγώ δεν δίνω για ανώφελες γυαλάδες

Η μόνη μου φροντίδα είναι ν’ αντέξω

Στο βάρος των αγκώνων τους και στις γροθιές τους

Να σφίξω τις αρθρώσεις μου να μην παραπατώ

Να πνίξω μέσα μου να μην τ’ ακούσουν το τρίξιμο του σαρακιού

Ν’ απομακρύνω έτσι όσο γίνεται την ώρα της φωτιάς

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ 1974]

 

ΙΑ. ΗΤΑΝ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ ΜΥΡΜΗΓΚΙ (από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ 1974)

Ήταν ευτυχισμένο το μυρμήγκι

Είχε πασχίσει ώρες ολόκληρες

Κι είχε καταφέρει να μεταφέρει

Ως το έμπα της φωλιάς του

Το τεράστιο ψόφιο σκουλήκι

 

Ήταν ευτυχισμένο το μυρμήγκι εκεί

Στη μέση της απέραντης πεδιάδας

Και περήφανο για τις δυνάμεις του

Που αν κι ελάχιστες κατάφεραν το ακατόρθωτο

 

Με τις δαγκάνες του βαθιά χωμένες

Στην τρυφερή σάρκα του σκουληκιού

Συγκεντρωνόταν για την τελευταία προσπάθεια

Όταν ήρθε το πουλί και καταβρόχθισε

Μαζί μυρμήγκι και σκουλήκι

 

Ήταν ευτυχισμένο το πουλί εκεί

Στη μέση της απέραντης πεδιάδας

Και περήφανο γιατί τα μάτια του

Μπορούσανε από ψηλά να διακρίνουν

Τη λεία του πάνω στη γη

 

Ήταν ευτυχισμένο και δεν είδε

Το παιδί που παραμόνευε πιο κει

Με τη σφεντόνα

 

Ι. ΤΟ ΚΑΡΦΙ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΣΕ ΤΟ ΣΦΥΡΙ ΝΑ ΜΗ ΤΟ ΧΤΥΠΑΕΙ

Ο Τοίχος παρακαλούσε το καρφί να μην τον τρυπάει

Το σφυρί δεν παρακαλούσε κανέναν

ΠΑΡΑΞΕΝΟ…

ΙΒ. ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ ΦΤΙΑΓΜΕΝΟ ΑΠΟ  σύρμα επιδέξια πλεγμένο   Βαμμένο πράσινο για να θυμίζει τρυφερά κλαδάκια   Κι από ξύλο σκαλισμένο με μεράκι   Και στο χρώμα του ξύλου βαμμένο   Έτσι που ξύλο να θυμίζει κι ήταν   Ευρύχωρο επιτρέποντας ελευθερία   Κινήσεων μεγάλη κι είχε   Μια ελάχιστη πορτούλα πλουμισμένη   Με χάντρες θαλασσιές για να ξορκίζουν   Το μάτι το κακό και μέσα   Κούνιες τετράγωνες ή σε σχήμα κρίκου   Κι ένα πιατάκι πορσελάνινο για το κεχρί   Κι ένα άλλο πορσελάνινο κι αυτό για τη σαλάτα   Κι ένα βαζάκι από χρωματιστό γυαλί για το νερό   Κι είχε και πάτωμα διπλό συρταρωτό   Για να μπορεί να καθαρίζεται χωρίς   Ν’ ανοίγει η επικίνδυνη πορτούλα   Κι είχε και μια μικρή φωλιά για τη διαιώνιση   Πλεγμένη πιο επιδέξια κι απ’ αυτές   Που φτιάχνουν τα πουλιά    Το αρσενικό πέθανε πρώτο   Ύστερα ακολούθησε το θηλυκό     [από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΜΕΤΑΜΟΡΩΣΕΙΣ  1974]

Δευτέρα, 31 Μαΐου 2021

Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΘΑ ΦΥΓΟΥΝ ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΑΚΙΝΗΤΗ ΘΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΜΕΣ ΣΤΙΣ ΕΠΟΧΕΣ

 Ένας άνεμος σαρωτικός θα τα σηκώσει όλα μετέωρα

Οι δρόμοι θα γεμίσουν σκόνη

Ζώα που βρόμησαν

Και θα σβήσουν οι αιώνες βαθιά στην καρδιά σου μακριά απ’ την καρδιά σου.

 

Βλέπω το φωτισμό του μέλλοντός σου να ’ρχεται

Μεσ’ απ’ τις βαριές κουρτίνες ενός τυχαίου συμβάντος.

Από χιλιάδες άστρα ηλεκτρικά    Του γαλαξία.

Τυλίγομαι σε φύλλα αέρα φύλλα    κίτρινου χαρτιού

Και σου μιλάω

Είσαι το σύννεφο που αρκεί να κρύψει τ’ άστρα

Είμαι το γέλιο το σπασμένο κι ο λυγμός.

 

Δε σ’ αγαπώ·   

Κοιτάω την άνθιση και βλέπω τα κλαριά σου    Ξερά στο θάνατο.

Τι να ’ν’ αυτό λοιπόν που θα σε πάει μετέωρη

Να κυματίζεις στον αέρα δίχως βάρος

Και θα με πάει κι εμένα νοσταλγώντας τη φωνή

Που είχ’ ακούσει να φωνάζει τ’ όνομά μου;

(Πάνω στην άσφαλτο φυτρώσαν χόρτα.

Σε ουρανοξύστες σκαρφαλώνουν ποντικοί    Και σαύρες

Κι έπειτα

Πηδούν κοπάδια να δαγκώσουνε το φως    Τρώνε τον ήλιο).

 

Πότε λοιπόν θα ξεντυθείς    Πότε θα γδάρεις

Μ’ όλα τα νύχια σου    Το πρόσωπό σου αυτό μέχρι να βγει

Τ’ άλλο το πέτρινο που δεν    Τ’ άλλο τ’ αέρινο που δεν

μπορεί να σπάσει

Αυτό το στέρεο το μόνο αληθινό    Το μόνο ανύπαρκτο.

 

Και θα περάσουν οι αιώνες θα φύγουν οι αιώνες

Ακίνητη θα ταξιδεύεις μες στους αιώνες

Ένα ξεφυλλισμένο δένδρο από τις καταιγίδες

Να ονειρεύεσαι την άλλη όψη των πραγμάτων που

Κι αυτά είσ’ εσύ κι εσύ εκείνα

Την άλλη όψη των πραγμάτων που    Σε θήλασαν δηλητηριασμένο γάλα

Σε παράτησαν    Σε σκονισμένους δρόμους    Έρημο σφαγμένο ζώο

Πάτησαν    Τους δρόμους της καρδιάς σου

Σ’ άφησαν    Για πάντα εκεί    Χαθήκαν

 [Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ από  τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977 - κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή μ’ αντιγραφή κι επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: Αντώνης Φωστιέρης ΠΟΙΗΣΗ 1970-2005, εκδόσεις Καστανιώτη 2008]

 

 


ΕΣΥ    ΙΣΩΣ ΕΓΩ και ο ΕΡΩΤΑΣ  (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Αν σε πω γκόμενα θα σ’ αφανίσω

Αν σε πω αγάπη μου θ’ αφανιστώ

Ηλεκτρικό πουλί στα χείλη της αβύσσου

Δάσος πυκνό που το περνά σφυρίζοντας

 

Η λύπη μου είναι άγαλμα που δεν τσακίζεται

Η περηφάνια μου είν’ άγαλμα και δε λυγάει·

Εγώ είμ’ άγαλμα

Κι από το στόμα μου αναβλύζει ο καιρός.

 

Ο Έρωτας, ψιθύρισε, ο έρωτας

Μες στο σκοτάδι

Είν’ ένα σώμα δίχως κόκαλα

Μα πώς

Εσύ εκεί γυρνάς σφυρίζοντας

Ένας μικρός τρελός

Ένα παιδί βγαλμένο μόλις

Απ’ τον τάφο

 

(κι άλλος) ΕΡΩΤΑΣ 

Ο έρωτας είναι ένας ροζ πολτός

Μες στα σχολεία τις ντισκοτέκ και τα τηλέφωνα

Κολλάει στη γλώσσα μας στα μάτια στα μαλλιά μας

Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο πέφτουμε κάτω

Μ’ ανεπιτήδευτα επιδέξια βολ πλανέ

Πετάμε γύρω απ’ τα μεγάλα κτίρια

Ο έρωτας είναι τ’ αξέχαστο μαλλί της γριάς

Κολλάει στα χείλια μας και τραγουδάμε υπέροχα

Τι άλλα μεγαλύτερο έχ’ η ζωή

Από τον ύπνο στη φωλιά του ωραίου;

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

Η ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ  (από την συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Είσαι στο βάθος και σ’ ακούω που τραγουδάς

Είσαι το βάθος μέσα σου κρυμμένος μένω·

Η φυσαρμόνικα που φτάνει ως εμάς

Κρατάει στο χέρι της δρεπάνι ακονισμένο.

 

Όλα τα πράγματα που δεν θα δω γελούν σαρδόνια

Λάμπες φθορίου μου φωτίζουνε τον ύπνο·

Ο ύπνος κόλαση κι ιδρώτας τα σεντόνια

Σε τρώω με τρως με κηροπήγια στο δείπνο.

 

Α, πόσο οι μέρες με βαραίνουν τις βαραίνω

Με τυραννάνε τα ενθύμια κι ο θυμός·

Πόσο στυφό το σ’ αγαπώ σε στόμα ξένο

Πόσο σπασμένος των ποιημάτων μου ο ρυθμός.

 

ΤΑ ΑΣΙΘΗΜΑΤΑ

Τα αισθήματα είναι το καλώδιο

Που φτάνει στην καρδιά του μηδενός.

Πόσο χαμένο αίμα πόσα τραύματα

Και πόσοι πεθαμένοι

Κάθε χειμώνας που έρχεται είναι κι ο τελευταίος

Ένα παγόβουνο που κατεβαίνει τους ωκεανούς μάς συναντά

Ένας σβησμένος ήλιος λέει ακόμα τ’ όνομά του λάμποντας.

 

Πόσο σπαταλημένο αίμα πόσα αισθήματα

Ένας πολτός

Μάταια ζυμωμένα σε αξεδιάλυτο όλον

Περούν στρατοί στα επουράνια χάη

Ομοβροντίες στον στενό αέρα.

 

Τα αισθήματα είναι το καλώδιο

Που φτάνει απ’ την καρδιά μας στα μεσούρανα

Φέρνει τους πάγους και πυροδοτεί τους ήλιους μας

Είναι ο τηλέγραφος για να μιλάμε και στους πεθαμένους.

 

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ

Ο Έρωτας

Ένα τρελό κυνήγι μες τη νύχτα

Τρέχοντας μ’ εκατό

Ψιχαλισμένος δρόμος

Οι διάττοντες

Ανοίγοντας σου δρόμο

Στο στερέωμα

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

 

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ  (από την συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Όμως αυτό το γερασμένο δέρμα

Αυτή η έρημος

Οι μαραμένες μέρες

Όμως αυτή η φωνή η ραγισματιά

Η εγκατάλειψη –

Μια προδομένη υπόθεση

Μια πλήρης ήττα.

 

BOITE A MUSIQUE

Ανοίγοντας μου το κεφάλι

Βγαίνει από μέσα μουσική και μια χορεύτρια

Γυρνάει περί τον άξονα της σκέψης μου

Πιο λυγερή πιο εύστροφη απ’ τη σκέψη μου

Γύρω καθρέφτες πολλαπλασιάζοντάς την

Λουλούδια εξωτικά ή νάιλον·

Συγχρόνως από τα βάθη ακούγεται

Ο ήχος της φωνής μου που δεν ξέρω

Και το πεπιεσμένο σύμπαν μου αναλύεται

Σε ζωηρές φουσκάλες προς τα επάνω

 

ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Αυτό το άλογο βοσκάει τους μέσα κάμπους

Κάποτε υψώνει το λαιμό και τρώει το χόρτο μου.

 

Ποτέ μου δεν το είδα δεν το αντάμωσα

Η πεδιάδα του φαντάζομαι είμ’ εγώ

 

Κι η ευτυχία μου

Το ποδοβολητό του που ακούγεται

Χωρίς σκοπό στην πλούσια ερημιά μου

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΩΣ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΚΑΙ ΠΟΙΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ (που το τραβάω με οργιές απ’ τη σπηλιά που υπήρξα)

Λογική είσαι το τέλος με χαμένη την αρχή μου

Είσαι ένα σαπημένο μύδι.     Συγκίνηση αναταραχή εντός

Ο αέρας ηλεκτρίζεται    Τίποτα βέβαια απ’ αυτά δεν αληθεύει

Ούτε το αίμα μου πως είναι σιντριβάνι

Ούτε πως κάθεστε και με διαβάζετε άγρυπνοι

Ο ύπνος είναι ο γιατρός αναισθησιολόγος

Κι εγώ ένα κράμα σκοταδιού και άνοιξης

Μέσα μου έλικες γυρνάνε μηχανήματα και το τικ-τακ της αιωνιότητας στις φλέβες μου

Βαρέθηκα την ίδια ιστορία ένα πουλί που δεν υπάρχει με ξυπνάει χαράματα

Και λέει: ως εδώ – Πρόσεξε Τώρα.

 

Κάθε πρωί το καθαρό νερό, το κρύο το χειμώνα,

Θυμάμαι τη ζωή απ’ τα τρυπήματα

Είμαι τα μάτια μου κι αυτά όχι πάντα  Το φως τι είναι το φως

Κι αυτός ο θόρυβος ο βόμβος της ζωής μες στο βουβό στερέωμα

Κανείς δε θα με μάθει να το μάθω  - αλλά ποιος ξέρει

Μπορεί ο χρόνος να γεννήσει αργότερα

Θα πάρω ένα πουλάρι του θα καβαλάω αιώνια

Θ’ ανέβω τότε ως εκεί που είμαι τώρα ή πιο ψηλά

Και θα ξεχνάω για τα καλά ποιος είμαι ή ποιος υπήρξα

Και ασφαλώς ποιος είσαι εσύ και ποιο αυτό το ποίημα

Που το τραβάω με οργιές απ’ τη σπηλιά που υπήρξα.

 

Σταγόνα στον ωκεανό, μου λέει μια λογική    που βγαίνει από το σώμα

Κι ίσως – γιατί όχι; - απ’ τη βαθιά ψυχή μου.

 

Σταγόνα στον ωκεανό – μα είμαι εγώ η σταγόνα ή να ’μαι ωκεανός

Χυμένος μέσα σ’ άλλο ωκεανό    να κάνουμε κι οι δυο μας μια σταγόνα

Στον άλλο ωκεανό που δεν τον ξέρουμε;

 

Παιχνίδια με το αλφάβητο.

 [Η ΛΟΓΙΚΗ από  τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

ΛΑΜΠΕΙ ΤΟ ΦΩΣ Η ΠΡΟΣΤΥΧΗ ΑΠΟΧΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΦΕΝΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ:

Λογική είσαι το τέλος το δικό μου

Και του κόσμου

Ποτάμι στερεμένο από αιώνες που ποτίζεις

Τόσες ανύποπτες ψυχές που σ’ εμπιστεύονται.

 

Ένα πουλί πετάει από το ’να δένδρο στο άλλο

Ξετρελαμένο απ’ τη ζωή του που αγνοεί

Κι ούτε θα μάθει στο γλυκό γαλάζιο.

Λάμπει το φως η πρόστυχη απόχρωση του σκότους

Η μεγαλύτερη φενάκη του παντός.

 

Θεός ή άνθρωπος;

Ούτε το ένα ούτε το άλλο

Ούτε σκουλήκι σε σωρούς σκουπίδια

Ούτ’ αετόσαυρος·

Ο χρόνος παίζοντας επί σκηνής μεταμορφώνεται

-Τα εκατομμύρια πρόσωπα στο ματωμένο δράμα 

Τι κρίμα:

Η μόνη ύπαρξη στον κόσμο δεν μπορεί

Να υποπτευθεί τη στέρεα ύπαρξή της.

 

Λογική είσαι το τέλος πριν το τέλος σου

Ο δρόμος που οδηγεί στις ερημιές

Που περιμένουν τέρατα να μας κατασπαράξουν.

 

Ένα πουλί φτεροκοπώντας ξέφρενα προειδοποιεί

-Ο θάνατος έτσι κι αλλιώς βέβαια περιμένει 

Και τι προειδοποιεί τι ξέρει τι μπορεί να πει

Το πιο παράλογο είναι παιδί της λογικής και είναι

Όλα περνάνε μέσα της και είναι

Σπασμένες φόρμες και χυμένα γράμματα και είναι

Το εγώ καβάλα στο εσύ και στο εκείνο

Στο πριν και στο μετά μια μάζα σάρκινη

Μια μάζα πέτρινη και αέρινη και νάιλον

Ένα ποτάμι στερεμένο που ακούγεται

Μια μάζα όλα στο γλυκό γαλάζιο.

[ΛΟΓΙΚΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ από  τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

ΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΤΟΥΖΑ (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Το εγώ    Καβάλα στο εσύ

Και στο εκείνο

Η γάτα     στη στέγη

Η βάρκα     στο κύμα    ή κάτω απ’ το κύμα

Το ξύλο     στο σίδερο

Το δέρμα    στο ξύλο

Το ψάρι     στην άμμο

Το σώμα     στο στρώμα

Το κρέας     στα κόκαλα

Η πέτρα    στο χώμα

Το σώμα    στο χώμα

 

ΛΥΠΗΜΕΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ 

Πέτρες χαλάζια πέφτουν απ’ τα σύννεφα

Τα σύννεφα πέφτουν λίγο μακριά

Κι η νύχτα πέφτει

 

Στο βάθος:

Κουκουβάγιες    Πετεινοί    Τριζόνια    Λύκοι.

 

Πώς λοιπόν θες να περπατήσω – θα χαθώ·

Πού να σε βρω  - αλίμονο·

Ο κόσμος λιώνει μέσα μου – μαζί του λιώνω.

 

Η ΚΡΙΣΗ

Φυσάει ένας αέρας και γυμνώνει

Τα μαύρα αισθήματα τις μαύρες σκέψεις

Σε ξεγυμνώνει ολόκληρο

 

Φυσάει γενναία απ’ τα βουνά

Χρωματιστά φουστάνια παντελόνια στροβιλίζονται

Ο ουρανός ρουφάει αχόρταγα.

 

Φυσάει και πέφτουνε νεκροί

Νεκροί ή γυμνοί    Νεκροί οι γυμνοί

Κι ορμούν κοράκια πάνω τους

Και μαύρες κότες

Κι αχνίζει αίματα    Τ’ άδειο τοπίο

[από  τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

32 AVENUE LAPLACE  (από την συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Γυρνάω τη νύχτα, κι όλα τα τζάμια στην πολυκατοικία σβηστά. Ανεβαίνω τα σκαλιά πατώντας μες στους ξένους ύπνους, τα νερά των ονείρων τους πλημμύρισαν τους διαδρόμους και να με ως το γόνατο, παγιδευμένος σ’ ένα δίχτυ από ένστικτα ανοίγω τα χαμένα μυστικά. Σας έπιασα στον ύπνο! φωνάζει ο Μεγαλέξανδρος, κι ορμάει αλαλάζοντας και σπάζοντας κανάτια κατά των μωρών παρθένων. Λοιπόν; Στο πεδίο ο νεκροί, νεκροί πριν πολεμήσουν, αμαχητί καταλαμβάνω τα υψώματα, το ασανσέρ ανοίγει τρύπες σ’ εφιάλτες και τραγούδια υπέροχα, μαξιλάρια λευκά και σεντόνια του έρωτα ανεμίζουν πάνω απ’ τους λιωμένους πόθους, τέρατα εκσφενδονίζονται απ’ τα παράθυρα, κι όλο το σπίτι βγάζοντας καπνούς μετακινείται. Τα νερά ανεβαίνουνε, πτώματα επιπλέουν, ένα ποντίκι – ξυπνητό ακόμη – ροκανίζει μύτες κι αυτιά.

 

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ 

Κάποτε θα πάψω να μιλώ

 

Τα χέρια μου θα γίνουνε κλαριά

Τα μάτια μου θα γίνουνε λυχνάρια

Οι σκέψεις μου θα γίνουνε φτερά

Το στόμα μου α το στόμα μου

Θα πλημμυρίσει

Θα μουσκέψει

Τα ποιήματα

[από  τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

Η ΣΙΩΠΗ    (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Η σιωπή –τη βλέπεις πάνω της χτυπάς –

Το καρφωμένο φέρετρο μ’ έναν νεκρό που ασφυκτικά ανασαίνει.

Τις νύχτες σέρνεσαι κοντά του τον ρωτάς

Μα η φωνή του είναι από χρόνια χαλασμένη.

 

Έχει ξεχάσει να μιλάει κι εσύ μονάχα ακούς

Το τρίξιμο των αστεριών και των αιθέριων θόλων.

Ακούς το θρόισμα του παντός θορύβους μυστικούς

Που σου σκεπάζουν τις κλαγγές των πολυβόλων.

 

Η σιωπή· μητέρα αγία πόρνη που κρατά

Στη μήτρα της απ’ την αρχή το νόημα του τέλους.

Απ’ το παράθυρο κοιτώ· στον ουρανό ανοιχτά

Αεροπλάνα διαμελίζουνε αγγέλους

 

ΜΑΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ    (ή δυο πουλιά στη φυλλωσιά των λέξεων)

Οι ώρες δούλευαν με ανάποδη πορεία.

 

Κάποτε    Μια φωνή

«Α ηδονή!»

Κελάηδαγε στις φλέβες μου –

Μα έν’ αεράκι από το μέλλον έπαιρνε

Ψηλά το σώμα μου   (ως εκεί που χάνονταν)

Κι αίματα αποσιωπητικά σημάδευαν

Τον μυστικό μας δρόμο…

 

Τόσο λοιπόν μεγάλος είναι ο κύκλος·

Που εγώ νόμισα

Πως ες στην πρώτη κιόλας νύχτα

Είχα εξαντλήσει;

 

Μέρες από αύριο

(Σφυρίζουν στον αέρα τους   Μαστίγια και στίχοι).

 

Κοιτάζω απ’ το φεγγίτη τους:

Τα ίδια και τα ίδια·

Ή μη χειρότερα.

 

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Ένα πουλί διαγράφει κύκλους

Στο μυαλό μου

Που ’ναι η νύχτα

 

Πέφτουνε όλα τα τοιχώματα

Και το μυαλό μου – που ’ναι η νύχτα – γίνεται

Ένα μυαλό χυμένο μες το σύμπαν

Στα ερεθισμένα σύρματά του μπλέκονται

Πουλιά που βγήκαν τρομαγμένα να πετάξουν

Άστρα

Πύραυλοι.

 

Όπου να πιάσω όπου κοιτάξω γύρω το μυαλό μου

Πάνω στα έπιπλα χυμένο το μυαλό μου

Στάζει τικ-τακ απ’ τα ρολόγια το μυαλό μου

(Ένας πολτός που λιώνει – τρέμω – το μυαλό μου)

Και το πουλί κι η σαρκοβόρα νύχτα: το μυαλό μου.

 

ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Το πρωί ξυπνούσαν τα κοκόρια

Οι λαγοί τα δένδρα οι λίμνες οι άφωνες

Αυτός κοιμότανε

Οι κότες του τσιμπούσανε τα όνειρα

Και οι λαγοί βοσκούσαν τα μαρούλια του μυαλού του

Αυτός δεν είναι ύπνος    Ένας άνθρωπος

Που όλη νύχτα ταίριαζε κομματιασμένους ίσκιους

Τώρα αφέθηκε

Τώρα τον πήραν σκοτεινά νερά    Τώρα παραδόθηκε

Τώρα τον βρήκαν συντριμμένο    Τώρα υπέκυψε

Λίγη ντροπή λίγη συμπόνια

Ένας άνθρωπος   Που πάει κι έρχεται πάνω σ’ αφρούς σεντόνια

 

Η ΠΑΡΑΚΜΗ

Αν γράφω ποιήματα είναι γιατί το ξέρω

Όλα τ’ αλφάβητα του κόσμου έχουνε λιώσει

Όλες οι λέξεις κι όλοι οι στίχοι έχουν τελειώσει

Οι μέρες το κουτσό τους πόδι μου χτυπάει την πόρτα

Το λυσσασμένο σάλιο τους το γυάλινό τους γέλιο

Και τα ποιήματα

Τ’ ασημικό που δε θα το πουλήσω

-Ποιος τ’ αγόραζε; -

Μια προδομένη υπόθεση λοιπόν

Μια πλήρης ήττα

 

ΣΤΟΥΣ ΚΡΙΤΙΚΟΥΣ

Η ποίηση απαντάει στους κριτικούς με ποίηση

Όπως η φύση στους σοφούς σα φύση,

Κι ένα τεράστιο κύμα αδιαφορίας καβαλάει τα κράσπεδα

Σαρώνοντας τις πολιτείες απ’ τους μάταιους στίχους

 

Άλλοτε λέω:

Οι στίχοι   Είναι τα στάχυα που θέρισαν

Ελισσόμενες μέρες

Και παίρνοντας φωτιά ξεκίνησαν   Σ’ ονειρώδη ουρανό.

 

Λυπάμαι

Που μάλλον μιλάω    Μια γλώσσα νεκρή

Δεν πιστεύω βέβαια σε ανάσταση·

Πιστεύω    Εντούτοις

Με πάθος

Στο θάνατο

 

ΛΕΞΙΜΑΓΕΙΕΣ    (μέσα στο ρήμα ΑΝΑΒΩ η Άννα εκπλήσσεται: Α!..   – ανάποδες συλλήψεις συλλαβών   Ηχώ των ήχων σε γρανίτινο αυτί   Ναρκωτικά ναρκίσσων   Μείγματα μαγείες εργαστηρίων)

Λιώνω τις λέξεις    με το κουτάλι    Φτύνω τη μια   ρουφώ την άλλη.

Σπάζουνε τ’ άστρα τους    έξω απ’ τον Ταύρο·

Κι όλα χοχλάζουνε    στο άγριο μαύρο

 

και ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ:

 Τα πράγματα μουσκέψανε απ’ το φως   Ποτίστηκαν ως το βαθύ μεδούλι   Πρήζονται   Μέσα στο πιο λαμπρό τους θάνατο   Γλυκό μου πλάσμα   Τι θα πει «γλυκό»   και τι θα επι «οα πει»   Και τι «και τι»!..   Σ’ αυτόν τον κόσμο που βυθίζεται στο φως   Τι να ’ναι φως   Τι να ’ναι σκύλος τι σκουλήκι   τι ένα ΠΟΙΗΜΑ   που προχωράει με σφυρίγματα και κρότους;    Καίγοντας λέξεις διασχίζει στέπες   - Κι έπειτα;   Καπνοί κι ουράνιες τουλίπες στον αέρα   - Και λοιπόν;    Γλυκό μου ποίημα που δακρύζεις και που υγραίνεσαι    Σε αγαπώ και σε προδίνω   Και σε εχθρεύομαι    Είσαι το ακοίμητο σκοτάδι που με ανάστησε    Είμαι το αντίστοιχο   του πιο κρυφού σου στίχου!..  [από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977] 

Παρασκευή, 28 Μαΐου 2021

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ