Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

ΠΟΤΕ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΕΝ ΕΚΡΕΜΑΣΤΗΚΕ ΣΕ ΤΟΙΧΟ (φουντώνοντας τη δίψα στις ρωγμές…)

 α.

Στην αφή αγγίζω το μακρύ μου ρούχο   και ακυρώνω τη σταύρωση

που γεννήθηκε στη μια πλευρά της γυναικός

 

τα ξέρεις αυτά τα χέρια

πώς τελειώνουν έναν ωκεανό   ξετυλίγοντας το αίμα των υδάτων

 

ολόκληρη σοδειά νερού έχυσα στη σινδόνη

αδειάζοντας τον άγγελο της μαύρης λίθου 

 

β.

Όπως και να ’ναι όταν κάνω κομμάτια το νερό   

που κλειδώνει τα λευκά λουλούδια  

ξαστερώνει το μακρύ μου ρούχο   

 

Α… και τα δένδρα ολόγυρα με την κραυγή στους σπόρους

πώς κυλούν βάλσαμο στο χορτάρι    που έκανε τους πέντε φόνους   

 

γ.

Έδωσε το χρυσάφι    και τους ύμνους   και το λιβάνι δωρεάν

κι ανέβηκε την αρχαίαν ακρόπολη    τα δίκια να πληρώσει στο θεό   

 

η κόρη του γιασεμιού   που ζητούσε άλιωτη αγάπη

στο ξημέρωμα  

και τη μαγεία βαλμένη στο σώμα    από εφτά σιγές του έρωτα  

 

σαν αθώος θάνατος ο ήλιος που την έχει ακόμη   

έτσι χάθηκε πίσω απ’ το θέρος   

 

δ.

Μια μέρα θα ξανάρθω είπε   στον κρεμασμένο κόσμο  

μα όχι έτσι μέσ’ απ’ τα δάχτυλα θεού   

 

Εγώ που ήμουν άγγελος των ίσιων λιμανιών 

 και αγωνιούσα για το βήμα   στων ποδιών την άκρη

θα ξανάρθω  

σαν ένα βάτο που μετάλλαξε   απ’ τις γενέσεις των θεών

 

Θ’ ανέβω στο μεγάλο παιχνίδι απ’ το πλατάγισμα ιστίων

και θα πνίξω αυτό τον ουρανό  

που κωπηλατεί τόνους βαριάς ομίχλης   στων σύννεφων τα χείλη   

 

Κι έπειτα θα λιώσω – ναι, θα λιώσω  

και μια πανσέληνο στο χέρι

που συνεχίζει να μιμείται της άγνοιας τον κρίνο   

 

Θα ξανάρθω είπε με χέρι σαν αγρίμι   για να κερδίσω την απόσταση ανάμεσα σε δυο πανσέληνες

 [ΕΦΤΑ ΣΙΓΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ, εκδόσεις Λιβάνη 2007

Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται παρακάτω και τα ποιήματα:

1.   ΠΕΡΙΦΡΑΓΜΕΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ, Η κάμαρη χλιαρή μα ο πίνακας μισανοιγμένος…

2.   Η ΕΝΑΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ, Αίφνης εκεί στη δύση επόθησα…

3.   ΣΑΝ ΠΡΑΞΗ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ, Ένας μακρύ διάδρομος με άγαρμπη οροφή…

4.   ΑΚΡΙΒΟΘΩΡΗΤΟ ΤΟΠΙΟ ΜΟΥ, Τι χρώμα να ’χες  άραγε στη φωνή…

5.   ΥΠΑΙΝΙΓΜΟΙ, Νύχτα ήταν. Έξω ανοιχτά στην όχθη του ποταμού…

6.   ΕΠΑΙΞΑΝ ΟΛΑ ΘΑ ’ΛΕΓΕΣ, Έπαιζε ακόμα το φθινόπωρο…

7.   Ο ΑΕΡΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ, Έσμιξε το φόρεμά της με το δρόμο που κατέβαινε… και

8.   ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ ΜΟΥ, Φορές-φορές φαντάζομαι πως κουμαντάρω ένα σκάφος…

 


 

ΠΕΡΙΦΡΑΓΜΕΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ (από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007)

Η κάμαρη χλιαρή

μα ο πίνακας μισανοιγμένος

χρωμάτιζε τη περιφραγμένη μοναξιά

μ’ ένα κόκκινο παντού

 

το κρεβάτι απέναντι

με την τύψη στο κέντρο

το τραπέζι

το τυλιγμένο με κουρέλια

την μπολιασμένη

μ’ ανατριχιάσματα ξεθωριασμένα νύχια

 

Ποτέ τόσο πολύπλοκο κόκκινο

δεν εκρεμάστηκε σε τοίχο

φουντώνοντας τη δίψα

στις ρωγμές…

 

ποτέ τόσο γεμάτο χρώμα

στα μάτια μιας πόρνης…

 

 

 

Η ΕΝΑΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ

Αίφνης   εκεί στη δύση   επόθησα

την όρασή μου να θυσιάσω

βρεγμένος από σπέρμα   έφηβης πορφύρας

 

Εκεί στ’ ολίγον του γκρεμού

ωσάν πόθος νηπίου

να γείρω    να χυθώ

να πριονίσω τους πυθμένες

και τις σταγόνες που μοιρολογούνε

στην άκρη της οδύνης

 

Ω αγαπημένη των λόφων,

άλλαξα φως    στο πρόσωπό μου

κι ανεβαίνω το ζωγραφισμένο άπειρο

πιο πέρα

ως την αιμάτινη καμπύλη σου

 

Επάνω σου γράφομαι    ως άσημος ποιητής

τον αθωότερο πόθο μου   στο σώμα σου γλιστρώ

πυρπολημένο με φυτρώνω   μες στη δική σου ύλη

[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007]

 

 

ΣΑΝ ΠΡΑΞΗ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ (από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007)

Ένας μακρύς διάδρομος   με άγαρμπη οροφή

οι τοίχοι φαγωμένοι από το σκόρο

και το δέρμα που στριφογυρνά

 

ανεβοκατεβαίνει τους τέσσερις τοίχους

σπρώχνεται πάνω στην πόρτα

-μια σκούρα δαχτυλιά –

και παχύρευστο αρχίζει να χύνεται

πίσω από την κλειδαρότρυπα

 

Αγωνίζομαι – σαν μια πράξη τελευταία –

την πόρτα ν’ ανοίξω

μα βρίσκομαι κιόλας κλειδωμένη μέσα μου

και κάποιος

το γυμνό μου φόρεμα

πάνω στο πέρασμα π’ απότυχα σηκώνει

 

Έτσι το είδα    για πρώτη φορά

 

να φουσκώνει ορθάνοιχτο    κρεμασμένο

φανερώνοντας πως εγώ απομακρύνθηκα

από τις σκόνες που το δαγκώνουν

 

 

ΑΚΡΙΒΟΘΩΡΗΤΟ ΤΟΠΙΟ ΜΟΥ

Τι χώμα να ’χεις άραγε    στη φωνή

όταν στάζεις φεγγάρια

στη φαντασία των δένδρων

και αρραβώνα με τον ήλιο

 

Χρόνους μακραίνω την προσμονή μου

και με γδέρνουν οι βράχοι   κάθετοι

στήνοντας πέρασμα

μα στης κορφής σου τη στοργή

τα μάτια μου δε φτάνω

 

Τι χρώμα να’ χεις άραγε    στα χέρια

όταν στάζεις ελεημοσύνες

στις σιωπές

κι όλες τις ηδονές σου στα φαράγγια;

 

Ακριβοθώρητο τοπίο  μου

έτσι που στέριωσες τις πλάτες σου

στο χέρι των θεών

πώς να σε φτάσει    τ’ ανθρώπινό μου ριζικό…

 [από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007]

 

 

ΥΠΑΙΝΙΓΜΟΙ (από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007)

Νύχτα ήταν.

Έξω ανοιχτά στην όχθη του ποταμού

και κάτω στις βαθιές ρυτίδες της γης.

Εμπρός ίσκιοι

πίσω κάτι ημισέληνες γέφυρες

κι επάνω στα νερά το πρότυπο.

 

Ω, πόσο καθαρά ακούστηκε

κάτω απ’ τα μακριά τους ρούχα

τυλίγοντας τη σιωπή ως τη μέση -

σιωπή που ενεδρεύει

πίσω απ’ τους χυμούς των δένδρων.

 

Νύχτα ήταν.

Που η φτωχή γη

αναπήδησε ξαφνικά σ’ όλο τον κύκλο

και ρουφούσε ηδονικά

το αίμα που την καίει

 

Ακόμα και οι πόθοι

που κούρνιαζαν στων βράχων τις ρωγμές

θήλαζαν απ’ το στήθος της φιληδονία

αχ, ναι, οι πόθοι

που ανεβαίνουν σαν το κύμα

και καίουν τους ξερούς κορμούς.

 

Έτσι ήρθε η φωνή

με βιολετί θρόισμα.

 

Ίσως του νερού

ίσως των γυναικών που ντύθηκαν

φορέματα σταριού

ίσως και κάτι περισσότερο

 

ίσως υπαινισσόταν

και όλα τα εγκλήματα

 

 

ΕΠΑΙΖΑΝ ΟΛΑ ΘΑ ’ΛΕΓΕΣ

Έπαιζε ακόμα το φθινόπωρο

στ’ αριστερό πεζοδρόμιο   με τις φωνές

που έρχονταν συγκεντρωμένες όλες

με τα δικά τους

με την πέτρα που θα σάλευε

μην και πηδήσει απ’ τη ράχη της το φύλλο

-το μοναδικό φύλλο που σώπαινε

όταν δυνάμωναν οι αστραπές –

με το δένδρο

που είχε στο κορμί του   ευλύγιστα κουπιά

 

έπαιζαν όλα θα ’λεγες

σαν παιχνίδια λυμένα

πάνω σε κάθε τοίχο

και στις φωνές

που για χρώμα

ζωγράφιζαν το χρώμα τους

 

Η βοή

ξαφνικά όρμησε πάνω τους

πέρασε το λαιμό τους

και στάθηκε θηλιά

σε χιλιάδες απελπισμένα χέρια

στα πρόσωπα που είχαν παγώσει

στα σπίτια   εκεί χαμηλά στην Ακρόπολη

στις κουλουριασμένες φωλιές των φιδιών

που ξαφνικά τεντώθηκαν

και πρώτες κατρακύλησαν χωρίς σταυρό

 

πάνω σε τούτη την τροχιά

ένα τριαντάφυλλο μαύρο

χυνόταν σε αίμα

και αποχαιρετούσε   το λυγερό κορμί σου…

 [από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007]

 

 

Ο ΑΕΡΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ (από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007)

Έσμιξε το φόρεμά της

με το δρόμο που κατέβαινε

κι έγινε μαζί του ένα

ανάμεσα σε λάγνες φτέρες

και στοιχειωμένα γιασεμιά

 

Ω!.. Η ράχη της   μισή γη – μισή σκέψη

πνιγόταν στον αέρα της διαφοράς

κοιτάζοντας τους ανθρώπους με κράνη

-ηττημένοι στρατοί    λαοί   άνθρωποι –

όχλοι με τη νέα τους δόξα σε έπαρση

 

παρόλο που βάδιζε στην πόλη

όπου ανθούν γιασεμιά

καθόλου αυτή τη μοσχοβολιά δεν άγγιζε

και το φεγγάρι γυάλινο άκαμπτο

στράγγιζε το μέτωπο και το δρόμο της

αδιαφορώντας για τη διαφορά…

 

Έσμιξε το φόρεμά της με τους ήχους

όπως και τη σκιά της

παίζοντας κάθε νότα

-αυτές τις λεπτότητες   που θυσιάζουμε σε βίο με απόγνωση

κι ο αέρας της διαφοράς

στοιβαγμένος στο δρόμο του

κι η τραγωδία ήταν

πως το φεγγάρι δεν έβλεπε κανέναν

μια νάρκωση βαριά

που έχασε την τρέλα του

 

ΦΟΡΕΣ-ΦΟΡΕΣ ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΠΩΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΩ ΕΝΑ ΣΚΑΦΟΣ (κι απάνω του αγάλματα πολλά – σώματα…)

… που υπήρξαμε σκιά τους   κι ανέπαφος ο χρόνος να τριγυρίζει ανάμεσά μας    να μας δένει    Βλέπω πως είμαι ζωντανή   εμπρός στην πλώρη   μα αν βαδίσω πιο πέρα τούτο το σκαρί   συνεχίζει να πετάει   να ρίχνει σίγουρο στα πέλαγα   δρόμους   αλλά ο αγέρας   που πλένεται ανάμεσα σε μένα    και τ’ αγάλματα   μου φέρνει κάποια εικόνα   με το σκάφος σε παλαιοπωλείο   κρεμασμένο   κι εγώ    δίπλα σ’ άλλους δώδεκα   να το κοιτάζω τρέμοντας στη βιτρίνα    Αισθάνομαι τότε   χαμένη   ναι, πιο χαμένη   απ’ τη φτερούγα   που παλεύω στα κάγκελα   των παραλογισμών   και κλαίγω στα μουλωχτά   με προσποιητή ανάπαυση   ανακαλύπτοντας   σκουριασμένα λουλούδια   να στεγνώνουν στ’ αμπάρια του   και πουθενά ίχνος   από τ’ αγάλματα   κι εμένα   [ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ ΜΟΥ από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ 2007]

Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ