Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

(Αναζήτηση μιας Υπερβατικής Αλήθειας με την Αγωνία του Ποιητή για τον Άγνωστο Κόσμο μας στο κόκκινο)

«Έτσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στερημένης,

δεν έχουνε απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα  

και πολλές μεγάλες σάπιες ανεμώνες του νερού.

Κείθε περνάω   και πάω – πού ξέρεις;

για μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα».

 

Αθέατος ο σκληρός Απρίλης του 1984 (;) για τον Οδυσσέα Ελύτη στο ποιητικό αυτό Ημερολόγιο του.    

Αόρατοι και  εχθροί ιών, καταστροφών, πολέμων  για άλλους πολλούς Απρίληδες  2020    2021   2022   2023…   

 

Σε κάποιο σημείο του Ημερολογίου αναρωτιέται με νόημα ο Ποιητής:

«Άραγες να ’ναι η μοναξιά σ’ όλους τους κόσμους η ίδια;»

 

«Κάθε στίχος και μια σαφής αναφορά που παλιρροεί στις υπαρξιακές πηγές της ποίησης.

 

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ – Τετάρτη 1

Ολοένα τ’ άλογα μασούν λευκά σεντόνια

κι ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή.

Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται στη σκεπή της παλιάς καρότσας όπου ρίχθηκα όπως - όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το έχει δει κανένας.

Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες.

Ή σταματήσουνε άξαφνα – κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί

 

ΤΕΤΑΡΤΗ 1β

Κει κατά τα μεσάνυχτα είδα τις πρώτες φωτιές πάνω απ’ το αεροδρόμιο.

Πιο δω το μαύρο κενό.

Ύστερα φάνηκε να ’ρχεται η flora mirabilis πάνω στο άρμα της και αδειάζοντας από ’να πελώριο χωνί λουλούδια.

Τα θύματα έσκυβαν κι έπαιρναν τη στάση που είχαν πριν χωρίσουν από τη Μητέρα.

Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε.

 

Μια πορεία νόησης, ενόρασης. διείσδυσης, λάμψης, που πυρπολήθηκε στο μάκρος της ζωής.

Απεκδυόμενος την υλικότητα του κόσμου ο Ποιητής, φτάνει στην εσωτερική Λάμψη.

Φτάνει στον απόλυτο Πόνο.

Γιατί η νεότητα, οι αναμνήσεις, ο έρωτας, είναι ταυτόσημα με την κοσμική αυτή «υλικότητα» που αποχωρίζεται»:

«Τώρα θα ’χει βουλιάξει ο κόσμος

με τα δύο του λοξά κατάρτια έξω απ’ το νερό

Κι εγώ, σα να ’μαι αληθινός, θα γράφω ακόμη»

Ο θάνατος, παντού ο θάνατος και η ανάμνηση του κόσμου που βουλιάζει.

Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται   φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές
και κείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες ερημιές)  απελπισία.

Κι ύστερα, το νερό που γίνεται πρόσωπο και «φέγγει απ’ όλη την περασμένη του ζωή!»

Ο θάνατος, παντού ο θάνατος, που έρχεται σαν πελώριο βαπόρι

«να μεταφέρει τα καινούρια μεσάνυχτα, συμπαγή και συσκευασμένα.

Ίσως και μια μόνο ψυχή, λεπτή σαν καπνό και αναγνωρίσιμη από την οσμή του καμένου».

 

Η ψυχή του Ποιητή, που κάηκε, πυρπολήθηκε στην εγκόσμια τροχιά της.

Ο θάνατος, παντού ο θάνατος και ο κήπος που έγινε φέρετρο.

Ο κόσμος που δεν μπορεί πια να ξαναδεί.

Κι ύστερα η μητέρα.  Θλιμμένη και προσεκτική.

Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.

Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω   γιατί λιποθύμησα.

 

Και θα τελειώσει το « Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» με τούτο το υπέροχο,

πως αυτή η εγκοσμιότητα που θα απεκδυθεί είναι

ένα ελάχιστο κομμάτι από τη ζωή του:

«η επαύριο της ζωής μας θα ’ναι πάλι ζωή!»

 


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ, 1984

 (… έλα τώρα χέρι μου δεξί, κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το, αλλ’ από πάνω βάλ’ του

Το ασήμωμα της Παναγίας που ’χουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά του βάλτου…)

 

 Πέμπτη 2 Απριλίου

 «ΑΡΤΙΝΗ»…» Κλεώπα»… «Βαρνάβα»… μα τι γένους είναι λοιπόν ο τόπος αυτός που κηδεύεται; Πρέπει να  βγάλω τ’ άμφια, να φορέσω πάλι τον χρυσό μου θώρακα και να βγω με την ρομφαία στο χέρι.

Κάντε πέρα τα παιδιά. Κρεμάστε τα μαύρα στα μπαλκόνια. Κιόλας ακούγεται η στρατιωτική μουσική να πλησιάζει.

Προσοχή! παρουσιάστε άρμ!

 

Πέμπτη, 2β

ΚΑΠΟΥ ΚΛΑΙΝΕ και θολώνει μεριές - μεριές ο αέρας.

Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά.

Είναι κάτι φοβερά γεγονότα που όλο μου τ’ αφαιρεί ο θεός

και ο νους όλο πάλι μου τα προσθέτει.

Κάτι πράσινο μέσα μου αλλά μαυριδερό που οι σκύλοι το αλυχτάνε.

Και μια θάλασσα φερμένη από πολύ μακριά, μυρίζοντας ακόμη αυγό του Κύκνου.

 

Πέμπτη, 2γ

ΕΒΑΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ  στα ράφια και στη γωνιά μια λυπημένη Αγγελική.

Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο.

Έτσι θέλω να μ’ εύρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ’ ένα κουρελιασμένο παντελόνι. ν’ ανακατεύω άγραφα χαρτιά σα να οδηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παραδείσου.

 

Παρασκευή 3 Απριλίου

Λοξά, επιμήκη μάτια, χείλη,  αρώματα σαν από πρωινό ουρανό μεγάλης θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου πότου.

Έγειρα με το πλάι – σχεδόν μπατάρισα - μες στους ψαλμούς των Χαιρετισμών  και την ψύχρα των ανοιχτών κήπων.

Έτοιμος για τα χείριστα.

 

Σάββατο 4 Απριλίου

Κει που ανέβαινα το στενό, βρεμένο, καλντιρίμι - πάνε κάπου τρακόσια χρόνια - ένιωσα ν’ αρπάζομαι «δια χειρός» Ισχυρού Φίλου και, πραγματικά, όσο να συνέλθω, έβλεπα να μ’ ανεβάζει με τις δυο γιγάντιες φτερούγες του ο Δομήνικος ψηλά στους ουρανούς του

τη φορά τούτη γιομάτους πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας.

 

Κυριακή 5 Απριλίου

Ξάφνου, με το που άνοιξα  τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα, μεγάλωσε η αυλή. Το αλεξίπτωτο που κατέβαινε δεν το ’βλεπε άλλος κανείς. Μόνον κάτι πρόγονοί μου αγριωποί και ταλαιπωρημένοι, παρακολουθούσανε τη σκηνή από την άλλη όχθη και κάθε τόσο ρίχνανε μπαλωθιές στον αέρα.

Γέμισε ο τόπος λέξεις ελληνικές ανορθόγραφες, από παλιά προικοσύμφωνα και όρκους Φιλικών. Όπου πήρα να δακρύζω έτσι καθώς είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του 22.

Ύστερα φάνηκαν από μακριά να ’ρχονται  ο ενωμοτάρχης με τον τοπογράφο της περιοχής κι ευθύς η αυλή ξαναπήρε τις αληθινές της διαστάσεις.

 

Κυριακή, 5β

Δίπλωσε τις τέσσερις εποχές κι απόμεινε σαν δένδρο που του σώθηκε ο αέρας.

Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό.

Από τ’ άλλο μέρος άπλωσε προσεκτικά ένα κομμάτι θάλασσας,

όλο ριπές γαλάζιες.

Ώρες πέρασαν ώσπου, κάποια στιγμή, των γυναικών τα μάτια σκαραδαμύσανε.

Τότε μπήκε η Κερά κι αυτός ξεψύχησε.

 

Τρίτη  7 Απριλίου

Βρήκα μια εκκλησιά όλο τρεχούμενα νερά  και την κρέμασα στον τοίχο. Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δάχτυλά μου όταν γράφω. Από το πώς αστράφτουν τα τζάμια καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ’ απογεύματα έξω στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.

 

Τρίτη, 7β

Από μακριά την είδα να ’ρχεται  καταπάνω μου. Φορούσε παπούτσια πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος πίσω της, βουτούσε ως τα μισά στο μαύρο.

Γέρασα να περιμένω, αλήθεια.

Κι είναι τώρα πολύ αργά να καταλάβω πως όσο εκείνη προχωρούσε, τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντηθούμε ποτέ.

 

Τετάρτη  8

Ποιος είναι που βροντάει σε πόρτες και παράθυρα;

Τι να ’ναι αυτό που λέει και ξαναλέει – τη μια κοντά την άλλη μακριά – ο αέρας ο εγγαστρίμυθος;

Τι θέλει αυτή με τα σχιστά μαλλιά και τα γατίσια μάτια που μου ζωγραφίστηκε στο τζάμι;

Τι είδους μοναξιά να είναι αυτή που παίζει ο μακρινός στρατιώτης στην τρομπέτα του;

Ξημερώματα είναι ή σκοτεινιάζει;

 

Τετάρτη, 8β

Όπως μετά την εκπυρσοκρότηση   σ’ ένα παρατεταμένο κενό, άρχισε ν’ αναδύεται το παλιό προγονικό τοπίο.

Έλειπε απ’ τη θέση της η γιαγιά κι οι δείχτες από το ρολόι του τοίχου.

Στο μέρος όπου είχα πρωτοϊδεί την Παναγία (ή την Μητέρα μου) μύριζε καμένο πεύκο και συχώρεση.

 

Τετάρτη, 8γ

Μάνα πού ’σαι να με δεις:  όπως γεννήθηκα έφυγα. Παραήμουνα λίγος – άλλωστε ποιος νογάει; - και πολλά σερνάμενα τέρατα με τα πλάγια, λιπαρά πόδια.

Έτσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στημένης δεν έχουνε απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα και πολλές μεγάλες σάπιες ανεμώνες νερού. Κείθε περνάω και πάω –πού ξέρεις;- για μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα.

 

Πέμπτη  9

Θα ’ναι κάποιο από κείνα τα σπίτια στον  κισσό    τα κλειστά κι ακατοίκητα που ’λυσε το λουρί

από τα αποτρόπαια γεγονότα μέσα του.

 

Και νιώθεις τώρα ν’ αμολιούνται πάνω σου τα ουρλιάσματα

κείνες τις πρώτες δαγκωνιές από την εποχή του Αδάμ

τις μασέλες του γέροντα που τολμούσε ακόμα ν’ αγαπάει

και φυσούσε ακούραστος τις μυστικές φιλύρες του

κάποια νύχτα ευπαθή του Απρίλη.

 

Αυτά που πάνε τώρα να σε γονατίσουν

πάνε πάλι να σε κυλήσουν στα αίματα

 

Παρασκευή 10

Ολοένα σφύριζε ο αέρας κι ολοένα σκοτείνιαζε κι ολοένα έφτανε η μακρινή φωνή στα αυτιά μου:

«μια ζωή ολόκληρη»… «μια ζωή ολόκληρη…».

Στον αντικρινό τοίχο οι σκιές των δένδρων παίζανε κινηματογράφο.

 

Παρασκευή 10β

Κάπου, φαίνεται, θα διασκεδάζουν   μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι ακούω κιθάρες  κι άλλα γέλια που δεν είναι σιμά

Μπορεί και μακριά πολύ μέσα στων ουρανών τ’ αποκαΐδια

την Ανδρομέδα, την Άρκτο ή την Περθένο…

Άραγες να ’ναι η μοναξιά σ’ όλους τους κόσμους ίδια;

 

Παρασκευή 10γ

Περασμένα μεσάνυχτα μετακινείται το δωμάτιό μου σ’ όλη τη γειτονιά και φέγγει σαν σμαράγδι. Κάποιος μέσα του ψάχνει – κι η αλήθεια όλο του ξεφεύγει. Πού να το φανταστεί ότι αυτή βρίσκεται πιο χαμηλά

Πολύ πιο χαμηλά

Ότι έχει κι ο θάνατος τη δικιά του Ερυθρά Θάλασσα.

 

Σάββατο 11

Βγήκα για νέες πληγές

πάνω απ’ τις παλιές να επιπλέουν σα νούφαρα

(Στην αρχαία εκείνη θάλασσα που γνώριζα

Τώρα θα ’χει βουλιάξει ο κόσμος

με τα δύο του λοξά κατάρτια έξω από το νερό

Κι εγώ σαν να είμαι αληθινός θα γράφω ακόμη)

 

Σάββατο 11β

Σταματημένος όλη νύχτα μες στον ύπνο

σαν παλιό αυτοκίνητο με χαλασμένα φώτα

έλαχε μες στα σκοτεινά πάλι να πιάσω

κινήσεις των ανθρώπων τόσο ακατανόητες

όσο κι εκείνες που ’βλεπα γύρω μου

χρόνους και χρόνους μιαν ολόκληρη ζωή:

«Το μυστήριο της μαυροφόρας» αίφνης ή

«Τον βουβό με την κερένια κούκλα»

«Τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας» εάν όχι

και –σε πρώτη προβολή- «Το φιλί του θανάτου».

 

Κυριακή 12

Κατέβηκα στον περίβολο με τις τριανταφυλλιές πλάκες, τ’ αγριόχορτα και την πυροστιά στη μέση αναμμένη σαν σε θυσία.

Εντελώς άξαφνα φάνηκε στον αέρα μια βοϊδοκεφαλή ανθοστόλιστη που πάλι μεμιάς, εχάθη.

Θα ’κανε λάθος αιώνα.

Ύστερα φάνηκε το φορτηγό με τα χρειώδη της Μονής κι ο πάτερ Ισίδωρος κρατώντας το πιατέλο με τα κόλλυβα.

 

Τετάρτη 15 Απριλίου

Προχωρώ μέσα από πέτρινα κεριά και γυναίκες που κρατάν μισοφέγγαρα. Ο Θεός λείπει. Αυτός ο κήπος δεν έχει τέλος και κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει.

Κάθε όνομα φέγγει για λίγο μες στα σκοτεινά κι ύστερα σβήνει και χάνεται.

 

Τετάρτη 15β

Άνοιγε τον αέρα του κήπου κι έβλεπες τα μαλλιά της να φεύγουν αριστερά. Ύστερα μετατοπιζότανε πάνω στο τέμπλο, λυπημένη, κρατώντας στην αγκαλιά της πολλές μικρές άσπρες φλόγες.

Ήτανε μια εποχή γεμάτη επαναστάσεις, ξεσηκωμούς, αίματα. Θα ’λεγες ότι μόνη αυτή συντηρούσε τη διάρκεια των πραγμάτων από μακριά.

Όμως από κοντά ήταν απλώς μια ωραία γυναίκα που μύριζε κήπο

 

Τετάρτη 15γ

Ανεβαίνω το μαλακό χώμα της, φτάνω στην κορυφή και δένω τα μαλλιά της πίσω με κλώνους.

Ύστερα κάνω το σταυρό μου.

Τότε χτυπά η καμπάνα και στα βλέφαρά της εμφανίζεται το πρώτο εφετινό δάκρυ.

Θα μπορούσε να ’ναι κάτι υπέροχο.

[Οδυσσέας Ελύτης, σημειώσεις από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1984, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία]




Οδυσσέας Ελύτης

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ  

«Το παν εξαρτάται από μια στιγμή, τη στιγμή ακριβώς που μόλις πας να την αδράξεις, χάνεται»

 

Πέμπτη 16 Απριλίου

Σ’ όλους το ψιλόβροχο κάτι λέει. Σε μένα τίποτα. Σφάλισα τα τζάμια κι άρχισα να καλώ αλφαβητικά: τον Άγγελο της Αστυπάλαιας· την Βρισηίδα· τα Γαυγάμηλα· το δούλο του Κριναγόρα· τον Ελλήσποντο· τα Ζαγόρια· τον Ηλία τον Προφήτη· τον Θεόδωρο νεομάρτυρα Μυτιλήνης· τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο· τη Λάιδα· τον Μάστρ’ Αντώνη· το Νικία· την ξέρα της Αγίας Πελαγίας· τον Όμηρο (μαζί με ολόκληρη την Ιλιάδα του· τους Πελασγούς· τη Ρωξάννη· τη Σθενελαϊδα· τα Ταταύλα· τον Ίβυκο (ερωτομανέστατο)· τη Φαιστό· τις Χοηφόρες· τα Ψαρά και τον Ωριγένη.

Ξημερώθηκα έχοντας διατρέξει την ιστορία του θανάτου της Ιστορίας ή μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου (κι αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο)

 

Σάββατο 18 Απριλίου

Ακόμη βρέχει. Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει. Κι αιωνίως θα κυκλοφορώ με μιαν ομπρέλα ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ γεμάτη ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία.

 

Σάββατο 18β

Βάρος της τρυφεράδας του ουρανού

μετά που βρόντησε και ξεκινά ο σαλίγκαρος.

Κομμάτια σπίτια που επιπλέουν, μπαλκόνια με μπροστά το κοντάρι τους, ο αέρας.

 

Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται  φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές

και κείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες ερημιές) απελπισία.

 

Σάββατο 18γ

Κάθομαι όμως και κοιτάζω το νερό στις πλάκες ώσπου, τέλος, γίνεται πρόσωπο που μου μοιάζει και φέγγει απ’ όλη την περασμένη μου ζωή.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (19 Απριλίου 1984)

Γαλήνη σαν της Κυριακής  που λείπουνε όλοι σ’ ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.

Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου   υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες.

Βοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά

διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ   θέλουν ποτέ πια να μην είσαι.

 

Κυριακή 19β

Φτάνοντας το βαπόρι μεγάλωσε κι έφραξε το λιμάνι. Καμιά κίνηση στα καταστρώματα. Ίσως να μεταφέρει τα καινούργια μεσάνυχτα, συμπαγή και συσκευασμένα. Ίσως και μια μόνη ψυχή, λεπτή σαν καπνό και αναγνωρίσιμη από την οσμή του καμένου.

Όπως και να ’ναι, υπάρχουν πολλά ζώα που δεν έσωσε ακόμη να βγουν από την Κιβωτό και δείχνουν αδημονία. Ως και το πλήθος που κατακλύζει το μουράγιο και ρίχνει ανήσυχα βλέμματα, σιγά - σιγά συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή    τη στιγμή ακριβώς που μόλις πας να την αδράξεις, χάνεται

 

Κυριακή 19γ

Άσπρα σπασμένα τ’ ουρανού μέσα στη νύχτα πάω μ’ από κοντά τον σκύλο της σελήνης μου.

Κάποιος άγνωστος Γαβριήλ μου κάνει νοήματα

-Σύμφωνοι, θα πεθάνουμε όλοι μας· αλλά προς τι;

Ψηλά κοιτάω σαν άστρο το βορινό παράθυρο   που το ξεχάσανε ανοιχτό και μ’ αναμμένο φως.

Οι άλλοι κοιμούνται ή προσωρινά ή αιώνια   ύπτιοι, με πρόσωπο ακάλυπτο στον ουρανό.

Πάω μ’ από κοντά τις μετρημένες μέρες μου

-Σύμφωνοι, ναι· η ζωή αυτή δεν έχει τέλος…

 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

*(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: στο ημερολόγιο του Οδυσσέα Ελύτη η Μεγάλη Δευτέρα «έπεφτε» 20 του Απρίλη)

Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα πρωινές ώρες να κοιμηθώ.

Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου

 

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ 14

Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.

Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.

Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.

 

ΜΕΓΑΛΗ ΤΑΤΑΡΤΗ 15

Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει

Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός

Και τώρα μαύρος αιώνας

 

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ 23

Μέρα τρεμάμενη όμορφη σαν νεκροταφείο με κατεβασιές ψυχρού ουρανού

Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη

Τα χωματένια πόδια μου άλλοτε

(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν)

Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε

Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα

 

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ 23β

Σωστός Θεός. Όπως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του   γουλιά –γουλιά

έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.

 

Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε   πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας

Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

 

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 24

Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.

Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής

Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά   με τ’ αυτί το μεγάλο το γεμάτο ήχους βαρείς   και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

 

Μεγάλη Παρασκευή 24β

Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι

αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια

τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση

μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.

 

Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’

ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά

κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών

το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν»

 

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 25

Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου

λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε   η θεούλα με τη μωβ κορδέλα   που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά

 

Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά

να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τα’ απορρίμματά μου

της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια 

εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα

και αγέρωχο το πέλαγος

 

Μεγάλο Σάββατο 25β

Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες

Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα

Όμως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα

που πήγα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους

και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.

 

Κυριακή του Πάσχα 19* 

*( που στο ημερολόγιο του Οδυσσέα Ελύτη «έπεφτε» 26 του Απρίλη)

Καθαρή Διάφανη Μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η Θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά κάτω από το παράθυρο.

Σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου. Ύστερα να κατέβεις και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (ενός αθέατου Απριλίου 26 Ασμάτιον)

Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα

πάρε το κίτρο που μου ’δωκε ο Κάλβος

δικιά σου η χρυσή    μυρωδία

 

Μεθαύριο θα ’ρθουν τ’ άλλα πουλιά

θα ’ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές

μα βαριά η δική μου   καρδία

 

Τετάρτη, 29 Απριλίου

Είναι κάτι νύχτες τώρα τελευταία, που ακούω πέδιλα στις πλάκες θροΐσματα υφασμάτων και λέξεις άγνωστες που μοιάζουν πικρές και δυνατές σαν αγριόχορτα: «ύρφη» «σαραγάνδα» «τίντελο» «δελεάνα»… Ώσπου πια «μου την έδωσε» χθες βράδυ και στάθηκα γυμνός μπρος στον καθρέφτη.

Αλήθεια, δεν έμοιαζα καθόλου. Είχα μαλλιά ριγμένα προς τα εμπρός και τα χαρακτηριστικά του προσώπου, σκληρά. Στο μεσαίο μου δάχτυλο φορούσα δαχτυλίδι βαρύ, με βούλα. Και στο βάθος του δωματίου μου έστεκαν δυο άλλοι γενειοφόροι, σοβαροί.

Κατά τα άλλα το τοπίο θύμιζε Κέρκυρα.

Έτσι αργά βουλιάζαμε όλοι μας όπως η νεότης. Ενώ από το ραδιόφωνο ακουγόταν, ανάμεσα σε άλλα παλιά τραγούδια, στη διαπασών, η «Ραμόνα».

 

Παρασκευή ,1Μ η Πρωτομαγιά

Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:

 

Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη

ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας

οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά

και μαζί πολλά σερνάμενα ή πετούμενα

ζουζούνια, φίδια σαύρες, κάμπιες και άλλα

τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες

λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες

 

Θα ’λεγες, έτοιμα όλα τους να παν

στον χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.

[Οδυσσέας Ελύτης, σημειώσεις από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1984, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία]




Οδυσσέα Ελύτη

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1984

ΠΙΑΝΩ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΓΩ…

Πέφτοντας η ζωή μου (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.   Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο διηνεκές, μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ’ άσπρα να ίπταται απ’ αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα.   Κάποια καταπακτή θα άνοιξε. Πάνε κι έρχονται πλήθη αλλοφύλων με καπέλα πολυγωνικά κι αμφιέσεις ποδήρεις.   Ξάφνου ακούγεται η φωνή μου (αλλ’ εγώ δεν μιλώ): εσείς ωραίες μου Ρωμαίες la luce onde s’ infiora sustanza rimarra con voi etternalmente si con’ ell’ e ora?   Κι ύστερα από κάμποση ώρα, σαν ηχώ, η απόκριση: tu non se in terra, si come tu credi… tu non se in terra… tu non se in terra…   Οπόταν άρχισαν από πέρα ν’ ακούγονται στροφές αλυσίδας κι οι αιχμές ενός μεγάλου, άγνωστου, περιστρεφόμενου Ζωδιακού να με περισφίγγουν.   Τα βουνά, στο βάθος, πήραν σιγά-σιγά να διαλύονται και ν’ ανεβαίνουν σαν αναμνήσεις.   Δυο πόντους πάνω από το έδαφος   έβλεπες, έστεκε το σπίτι κι έλαμπε σα διαμαντικό.   Πιο χαμηλά, μια λίμνη όλο άχνες ροζ   Ύστερα το Άγνωστο από συμπαγές άκαυστο φώσφορο   και παρά πίσω «η Χώρα» που λεν «των Λωτοφάγων»   Έχω κάνει εργάτης εδώ σ’ αυτά τα μέρη   χρόνους πολλούς κι απόμεινα με καμένα τα δάχτυλα  πάνω στην ώρα που ήθελα λιγάκι ακόμη   να δω από πέρα πώς ανθίζουν τα νερά   και πώς ανοίγουν, σιγοπερπατώντας, την ουρά οι Παράδεισοι.   Απαλοί κόκκινοι λόφοι ακριβώς όπως μες τη ζωή μου.   Είναι τόση η ομοιότητα, που δεν ξέρω αν είναι αληθινή κείνη η λευκή οπτασία του νέου που περνάει, κρατώντας ένα μικρό καράβι, τους αιθέρες και μόλις αγγίζει τις κορυφές, ή απλώς εγώ έχω αποξενωθεί από τις συγκινήσεις, που ξαναβρίσκει ο εξωτερικός κόσμος την ισορροπία του και την ομαλή του διάταξη.   Από το πολύ να μην σκέφτομαι τίποτα και να μην συγκινούμαι από τίποτα, ξεθάρρεψε ο χρόνος και μ’ απόλυσε καταμεσής του Κρητικού πελάγους.   Έγινα χιλιάδων ετών και ήδη χρησιμοποιώ τη Μινωική γραφή με τόση άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα.   Το ευτύχημα είναι ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει. [σημειώσεις από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ για τις πρώτες μέρες Μαϊου 1984]

-Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα

-Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.


Κυριακή 25 Απριλίου 2021

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΚΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ Η ΜΝΗΜΗ ΠΑΛΙΩΝΕΙ (πώς να κάνω και πάλι ένα ποίημα για σένα…):

 Ας κοιτάξουμε για μια στάλα αγάπη, όπως οι φτωχοί ψωνίζουν κουβέρτες στα πανηγύρια.

«Η γαλήνη είναι κάτι που δεν εξαγοράζεται

και οι άνθρωποι έχουν μια μοναξιά τέτοια, σου έλεγα,

όπως δυο μαύρα βαπόρια φορτηγά αραγμένα απόγευμα σε επαρχιακό λιμάνι».

Και ήταν που αγαπηθήκαμε μετά, όπως κουλοί στα τρένα,

σε έναν κόσμο δικό τους, πυρπολημένοι από το αδέξιο πλήθος.

Ύστερα χάθηκες, όπως γίνεται, κρυφά.

Σούρουπο παχύρρευστο σερνόταν στους δρόμους.

Από κάπου ακουγόταν ένας δίσκος.

Η φωνή έπεφτε, σηκωνόταν, έπεφτε, σηκωνόταν,

σαν βιαστικός μεθυσμένος που τρέκλιζε.

Ο άνθρωπος της πάνω γειτονιάς που ’λεγαν ότι πέθανε η γυναίκα του, και η κόρη της τρελής.

Κουρασμένα τραγούδια έπεσαν μάλλον σε πάτωμα

και έσπασαν σαν γυαλικά που τα έριξε ο κλέφτης.

 

Πώς να κάνω και πάλι ένα ποίημα για σένα.

Θέλει λέξεις ξεχασμένες όπως το φόρεμα που πέταξες στην τελευταία τάξη του γυμνασίου κι έγινες γυναίκα.

Θέλει πέτρες πρωτόγονες, άγριες.

Και εγώ δεν  είμαι θαλασσινός, να ψάχνω στα ακρογιάλια.

Και ούτε που γνωρίζω κι από πέτρες.

[ΑΣ ΚΟΙΤΑΞΟΥΜΕ από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979 - από την επιλογή του ιδίου στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του 1968-2010, εκδόσεις Κέδρος 2014 κι άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή:

2. ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ, Αφημένη από τους ανθρώπους

3. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ, Ποιος είπε πως ο πόλεμος τελείωσε

4. ΤΟΠΙΟ, Ο ποτισμένος από τη βροχή χωματόδρομος…

5. ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟ ΜΗΤΣΟ, που πήρε τη βαλίτσα του και χάθηκε…

6. ΟΙ ΛΥΚΟΙ, δεν κατοικούν στα βουνά…

7. ΟΙ ΚΑΜΑΡΕΣ ΕΡΓΕΝΗΔΩΝ, Όταν κοιτάζεις κάμαρες στο κάτω μέρος του σπιτιού σου… και

8. Η ΜΑΡΙΑ, Με τη Μαρία δεν σμίγαμε όλη την εβδομάδα

 

 


ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979)

Θάλασσα του χειμώνα αφημένη από τους ανθρώπους.

 

Εδώ ας καθίσουμε μια στιγμή στην ησυχία.

Όπως καθίσαμε παιδιά στη σχολική εορτή.

Όπως κάθισαν οι καλεσμένοι στην αυλή

στους αρραβώνες της γιαγιάς μας, Κυριακή Ιουλίου του 1930.

Όπως κάθισαν οι δυο ξένοι στο σταθμό της Κορίνθου

και αγαπήθηκαν ύστερα πίσω από άδεια κιβώτια μπύρας

και τον εγκαταλειμμένο φωνόγραφο,

μισή ώρα πριν έρθουν τα τρένα, και ύστερα χάθηκαν για πάντα.

 

Θάλασσα του χειμώνα αφημένη από τους ανθρώπους.

 

Εμείς που ποθήσαμε τόσο πολύ τη γαλήνη

γυρνάμε τώρα στις λεωφόρους δίχως κρεβάτι

και με τα μάτια μας κόκκινα από την αγρύπνια.

 

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Α κορίτσι μικρό, ποιο έντυπο της επανάστασης θα γράφει για το δικό σου Σαββατόβραδο… Τους βρήκα όπως και τότε ίδια. Τραγούδαγαν ακόμα τραγούδια του αγώνα. Της έκανα νόημα να βγει. Και είχε ένα φεγγάρι τσίγκινο. Και ο ουρανός χαμηλωμένος. Μπογιατισμένος με λινάτσα και κάτουρο.

 

Ποιος είναι που είπε ότι ο πόλεμος τελείωσε.

Ο πόλεμος συνεχίζεται ακόμα και σήμερα.

Δεκάδες οι νεκροί όταν γυρίζεις στο σπίτι σου την αυγή.

Την ώρα που κλείνουν οι κινηματογράφοι.

Την ώρα που κλείνουν οι ταβέρνες,

και σωρός τα σκουπίδια μαζεύονται στην εξώπορτα –

Δεκάδες οι νεκροί στις γωνίες ωραία παιδιά

πεσμένα μπρούμυτα

με τους γυλιούς και τα αμπέχονά τους πεταμένα στη σκόνη.

 

Διαβάτη πρωινέ, πρόσεχε μην τα πατήσεις.

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979]

 

ΤΟΠΙΟ (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979)

Ο ποτισμένος απ’ τη βροχή χωματόδρομος

αναθυμιάζει την οργή του μες στο βράδυ.

κι εσύ είσαι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω γνωρίσει.

Είμαι αμέριμνος μαζί σου στο κρεβάτι

ενώ την ίδια ώρα στους οίκους ανοχής

δεκάδες καπνιστές καρτερικά περιμένουν

να πάρουν ο καθένας τη σειρά του

βρίζοντας επίτηδες για να φανούν λίγο άνδρες.

«Ένας λαός ολόκληρος πληρώνει την τάξη σου,

γυρνώ ξάφνου και σου λέω,

κι ετούτος κι εκείνος και ο άλλος

και αυτό το κορίτσι με το κόκκινο φουλάρι στο λαιμό

γεμάτο θέληση που φωνάζει «εργάτες, σηκωθείτε» -

Όλες οι μπουκάλες των ποτών, σου συνεχίζω,

χύνουν ασταμάτητα οινόπνευμα

στις φλέβες αυτών που δεν πήραν

στα σοβαρά τις ευαισθησίες τους

και τα βιβλιάρια του ΙΚΑ

είναι οι καλύτεροι πίνακες, που είδα ποτέ μου, ζωγραφικής».

 

Παίζεις με το πέος μου σαν γάτα με τόπι στον κήπο.

Ύστερα, γυρνώντας στο πάρκο με τους άλλους,

φωνάζεις πίσω σου με θράσος: «Είμαι η επανάσταση»

 

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΕΛΕΓΕ ΟΤΙ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΜΗΤΣΟ*

Ο Μήτσος πήρε τη βαλίτσα του που είχε χαθεί

στο πρακτορείο λεωφορείων Πρεβέζης. Ήσυχα και μοναχικά.

Ύστερα μπήκε στην Αθήνα, Κυριακή απόγευμα,

τόσο απλά και τόσο αθόρυβα, να σπουδάσει ηλεκτρονικός.

Πέρασε δίπλα από κλειστές μάντρες υλικών οικοδομής

στην Ιερά Οδό, από χαλασμένα φορτηγά, τρίκυκλα

και κλειστά μηχανουργεία στο Αιγάλεω.

Ο Μήτσος είδε από μακριά την Πεντέλη, τον Κεραμεικό…

Αυτή είναι η Αθήνα, είπε. Πέρασε από την έρημη Ομόνοια.

Είδε έναν πατριώτη του φαντάρο. Έκανε πως δεν τον πρόσεξε.

«Ρε συ, εσύ δεν είσαι ο Μήτσος!»

Και ο Μήτσος απάντησε «όχι»

σκεπτόμενος πράγματα πολύ συγκεχυμένα,

όπως τα παιδικά ξυπόλυτα χρόνια του

με αυτιά γαϊδάρου στο χωριό

καθώς κι εκείνη τη Στέλλα από τη Βέροια που την αγάπησε

και εντούτοις παντρεύτηκε ζωέμπορο στη Λιβαδειά.

Αυτή είναι η Αθήνα, ξαναείπε ο Μήτσος.

Έφαγε μακαρονάδα το βράδυ

σε ψητοπωλείο της οδού Βερανζέρου – έκανε βόλτα.

 

Τη νύχτα κοιμήθηκε στο ξενοδοχείο «Ωραία Ήπειρος»

της οδού Μενάνδρου

 

*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: «Κατόπιν, αφού την έδεσαν αμφότεροι εις τρεις καρέκλας ηνωμένας, και παραμείνας μόνος ο αρχιβασανιστής ο επιλεγόμενος «Μήτσος ο επιλοχίας», εκτύπησε ανηλεώς τα πέλματά της με ρόπαλο. Της κατεβίβασεν το παντελόνιον, της απέσπα τρίχας εκ του εφηβαίου και ακολούθως της εμάλαζε τα στήθη επί τοσούτον ισχυρώς ώστε η παθούσα να καταθέτη ότι «τραβούσε να τα αποσπάση».

Προσέτι δε, γνωρίζομεν υμίνμ ότι ο εν λόγω Μήτσος παρέμεινεν άγνωστος…» (Βούλευμα Πλημμελειοδικών, από τη δίκη των βασανιστών 14.7.1975)

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1976]

 

 

ΟΙ ΛΥΚΟΙ (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979)

Οι λύκοι δεν κατοικούν στα βουνά.

 

Τριγυρνάνε στις πόλεις την άνοιξη

ανάμεσα στο αμέριμνο πλήθος.

 

Οι λύκοι σε παρακολουθούν τα βράδια που είσαι μόνη.

 

Μην τρομάξεις, ποτέ δεν θα τους δεις.

 

Όμως όταν γυρνάς «πιωμένη την αγάπη»

σκέψου μια στιγμή τους λύκους.

 

Όχι για τίποτα άλλο,

αλλά γιατί ποτέ δεν πρόκειται,

γιατί ποτέ δεν πρόκειται να τους πάρεις είδηση στο διάβα σου

 

ΟΙ ΚΑΜΑΡΕΣ ΕΡΓΕΝΗΔΩΝ

Όταν νοικιάζεις κάμαρες στο κάτω μέρος του σπιτιού σου, αυτό πάει να πει πως πρέπει να είσαι εξημερωτής πουλιών ή τουλάχιστον να έχεις χρηματίσει αγγειοπλάστης. Γιατί εδώ κρύβεται συνήθως ένα μυστήριο. Μια απόλυτη ησυχία θα υπάρχει πάντα. Μόνο που μερικές στιγμές την ημέρα – τις ίδιες ακριβώς – θα ακούς κάτι υπόκωφους θορύβους από πιάτο φερ’ ειπείν ή τράβηγμα φλιτζανιού ή ένα αόριστο τακ-τακ από κάρφωμα στον τοίχο. Η παγίδα όμως δεν είναι εδώ. Άσε που όταν ξενοικιάζουν και φεύγουν, κατεβαίνεις να εξιχνιάσεις το μυστήριο. Εδώ είναι και η παγίδα. Γι’ αυτό και πρέπει να έχεις χρηματίσει ναρκοσυλλέκτης στο στρατό, για να κάνεις αυτή τη δουλειά. Γιατί αφήνουν πεταμένα κάτι παλιά πουκάμισά τους, μια ζελατίνα από ταυτότητα ή καμιά φωτογραφία από εκείνες τις παλιές, βγαλμένη δίπλα σε άγαλμα ή μαζί με τους γονείς δίπλα σε υπερωκεάνιο, στα λουτρά του Καϊάφα, ή κανένα από εκείνα τα ανεπίδοτα γράμματα με κάτι φράσεις σαν κι αυτές: «Μικρός ήθελα να γίνω μουσικός. Είμαι υπάλληλος γραφείου». Τα πιάνεις ανυποψίαστος. Η χειροβομβίδα σκάει, πλακώνουν τα ασθενοφόρα, κορνάρουν, κάτι άγγελοι με λευκές μπλούζες σε φορτώνουν βλοσυροί. Κάτσε τώρα να βγάλεις άκρη με αυτούς τους παράξενους. Να τρέχουν ανάστατοι στους θαλάμους, εσύ να τους λες για κάμαρες εργένηδων και εκείνοι να σε ρωτάνε αυτό το άχαρο δελτίο για το ιστορικό του ακρωτηριασμού.

Μα εγώ νοίκιαζα κάμαρες. Ήμουν ήσυχος πολίτης, έγραφα ποιήματα και δεν πείραζα κανέναν. Ποιος μου έκοψε τώρα το χέρι!

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 1979]

 

 

Η ΜΑΡΙΑ

Με τη Μαρία δεν σμίγαμε όλη την εβδομάδα. Τα Σαββατόβραδα όμως πηγαίναμε στην γκαρσονιέρα ή στο ξενοδοχείο. Εκεί έδινα όλα τα χρήματα, έπαιρνα ένα δωμάτιο – στα τελευταία με μπάνιο – άφηνα και τα υπόλοιπα στη γυναίκα «για το γούρι», έλεγα, ενώ η Μαρία με χαμηλωμένο το κεφάλι είχε αρχίσει να ανεβαίνει κιόλας τα πρώτα σκαλοπάτια. Της Μαρίας της άρεσε το «εννέα» στον πρώτο όροφο, που είχε και κορνίζα πάνω απ’ το κρεβάτι, ψηλά. Στη συνέχεια, αμέσως σχεδόν, έφτανα κι εγώ κοντά της, κλειδώναμε, και την κοιτούσα στιγμές πολλές στα μάτια. Η Μαρία γδυνόταν αρχίζοντας απ’ τα παπούτσια και τις κάλτσες, όπως τα παιδιά που σου λένε καληνύχτα πριν κοιμηθούν, ενώ στη συνέχεια έβγαζε και τα υπόλοιπα, πλην της κιλότας, που πάντα έβγαζα εγώ.

Κατόπιν η Μαρία άνοιγε τα μάτια. Εγώ είχα το πρόσωπό μου από πάνω της, καθότι είχα καταλάβει πως ήθελε να βλέπει ένα πρόσωπο ευχάριστο, χαρούμενο, την πρώτη εκείνη στιγμή ακριβώς που άνοιγε τα μάτια της. Καθόταν μετά η Μαρία λίγο στη σιωπή, όπως το συνηθίζουν οι γυναίκες την ανάλογη στιγμή, και σκεφτόταν πράγματα περίεργα, όπως π.χ., τι ζητάει αυτός από μένα, ένα ξένος, τον αγαπώ άραγε, κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ., που εγώ καταλάβαινα. Ύστερα χαμογελούσε η Μαρία, άναβε ένα τσιγάρο, ανέβαζε το κεφάλι στο στήθος μου και κάπνιζε διηγούμενη με αστεϊζον δήθεν ύφος περιστατικά από την παιδική της ηλικία, ας πούμε, όπου της έδεσαν μια φορά το πόδι για να κάτσει φρόνιμα ή για να μην σπάει τα κουζινικά ή που έμεινε για ένα διάστημα χωρίς τον πατέρα της, που αυτό ήταν σημαντικό. Εγώ «μαγνητοφωνούσα»  με προσοχή μέσα μου αυτά που θα μου άνοιγαν την πόρτα της ψυχολογίας της, προσποιούμενος αυτόν που δεν τον πολυνοιάζει, μη και καταλάβει η Μαρία όπου ήμουν ένας «κλέφτης» και τρομάξει και κλειστεί.

Μέναμε πολλές ώρες έτσι, ώσπου κάποια στιγμή κοίταζε το ρολόι της, σηκωνόταν, φτιαχνόταν στον καθρέφτη, ντυνόταν ράθυμα, αργά, σιγοψιθυρίζοντας έναν ακαθόριστο σκοπό λιγνό σαν επαρχιακό δρόμο, και όταν ήταν έτοιμη, φεύγαμε. Στο πεζοδρόμιο έβγαινα πρώτος εγώ, αυτή δίσταζε για λίγο, πλην όμως στη συνέχεια ακολουθούσε. Είχε αρχίσει να βραδιάζει πια για καλά έξω, και τα μάτια της Μαρίας είχαν πάρει κάτι από το μούχρωμα, κάτι από εκείνο το μαύρο που έπαιρναν οι μυρτιές και οι βάγιες στο προαύλιο της εκκλησίας του χωριού μου, όταν νύχτωνε, και που εκ των υστέρων το ανακάλυψα. Τύχαινε να την κοιτάξω χαριεντζόμενος μέσα τους – στα μάτια της δηλαδή. Είχαν ζωγραφιστεί πράγματα και πράγματα, όπως λουλούδια, χόρτα περίεργα, καθώς δε και δυο πέτρινα λιοντάρια που είχε τύχει να δω σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, στην είσοδο, μικρός, μια μέρα που πηγαίναμε στο νοσοκομείο να δούμε το θείο Αλέξανδρο, γι’ αυτό και κοντοστεκόμουν τότε με τρόπο στο βήμα εγώ, να θαυμάσω τώρα που το είχα κοντά μου, προφίλ, το σπουδαίο κορμί, το αγέρωχο κεφάλι, τα φουντωτά μαλλιά, όπου έχω ακόμα μνήμες στο μυαλό μου τέτοιες που με τυραννούν. Ύστερα προχωρούσαμε, βγαίναμε στη μεγάλη χωματένια πλατεία…

Και ο νους της Μαρίας ήτανε πάντα στη φυγή.

 

O Γιώργος Μαρκόπουλος έχει κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές, μία με πεζά, δύο τόμους με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δυο μονογραφίες (για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη), ενώ έχει επιμεληθεί βιβλία γύρω από την ποίηση. Το 1966 του απονεμήθηκε το «Βραβείο Καβάφη» στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το 1999 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μη σκεπάζεις το ποτάμι (Κέδρος, 1998)

Δευτέρα, 26 Απριλίου 2021

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ