Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

ΝΗΣΤΕΥΕΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΑΠΟ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ

Οι απαραίτητες μόνο επιθυμίες και το κρανίο μου ολημερίς χώρος μετανοίας
όπου η προσευχή παίρνει το σχήμα θόλου.
Κύριε ανήκα στους εχθρούς σου
συ είσαι όμως τώρα που δροσίζεις το μέτωπό μου ως γλυκύτατη αύρα.
Έβαλες μέσα μου πένθος χαρωπό και γύρω μου  όλα πια ζουν και λάμπουν.
Σηκώνεις την πέτρα και το φίδι φεύγει και χάνεται.
Απ’ την ανατολή ως το βασίλευμα του ήλιου
θυμάμαι πως είχες κάποτε σάρκα και οστά για μένα.
Η νύχτα καθώς την πρόσταξες απαλά με σκεπάζει
κι ο ύπνος που άλλοτε έλεγα πως ο μανδύας του με χίλια σκοτάδια είναι καμωμένος
ο μικρός λυτρωτής – όπως άλλοτε έλεγα – με παραδίδει ταπεινά στα χέρια σου.
[ΑΠΟΛΕΛΥΣΑΙ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΣΟΥ μεσ’ στο φθινόπωρο 1953, πρώτο ποίημα στη πρώτη συλλογή του Νίκου Καρούζου που με τίτλο ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 αποτελεί επιλογή των ποιημάτων που γράφτηκαν και τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν μέσα στην επταετία Φθινόπωρο 1953 έως το Φθινόπωρο του 1960]
Τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 είναι η πρώτη ενότητα στη συγκεντρωτική έκδοση Νίκος Καρούζος ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α’ τόμος 1961-1978, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία.
Απ’ αυτή την έκδοση ανθολογούνται τα παρακάτω (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):
1.   Η ΠΟΙΗΣΗ, Κάτι παράξενο συμβαίνει στο δωμάτιο μου
2.   Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΚΟΥΛΗΚΙΟΥ, Άκου Κύριε τον καλό σου φίλο
3.   ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, Σα να μην υπήρξαμε ποτέ κι όμως πονέσαμε απ’ τα βάθη
4.   ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΔΕΛΕΑΡ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Να γυρίζεις, αυτό είναι το θαύμα
5.   ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ, Πλησίασε εδώ στη φωτεινή γωνία του ονείρου
6.   ΒΑΘΜΙΔΕΣ, Ήτανε όλο το πρωί σημαιοστολισμένο
7.   Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΕΑΡ, Τι ολόμαυρα μαλλιά που τόσο χύνονταν στις πλάτες
8.   ΑΘΗΝΑ, Η ΦΛΟΓΑ ΠΟΥ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΓΑΛΑΖΙΟ, Ομορφιά στου δειλινού τον πλαγίαυλο
9.   Ο ΦΙΛΟΣ ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ, Στην αττική ερημιά ένα βιβλικό αμπέλι και
10.               Η ΣΥΝΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ, Τρέχει μεσ’ τα χαράματα το ελάφι

Η ΠΟΙΗΣΗ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)
Κάτι παράξενο συμβαίνει στο δωμάτιο μου
σαν πέσει η νύχτα.
Ένα πουλί ολάξαφνο
με φτερουγίσματα που μαχαιρώνουν τον αέρα
εισορμά κι ύστερα πάλι ησυχία επικρατεί.
Ποτέ μου δεν ετόλμησα το φως ν’ ανοίξω
και πάντα λέω τι να ’ναι το ολάξαφνο πουλί
τι πτέρωμα να έχει
πώς άραγε να συγκινεί η μορφή του…
Πάντως όταν ξυπνώ με της αυγής το σκούντημα
δεν είμαι παρά μόνος στο δωμάτιο
σωματικά στερεωμένος απ’ τον ύπνο
πιο γνώριμος του θανάτου από χτες
ενώ η ψυχή προσμένει
το καινούργιο μήνυμα του ήλιου
όπως πάντα.
Όμως
τι να ’ναι το πουλί που ξαφνικά
σαν ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα
σφάζει την ησυχία του δωματίου μου
και το αισθάνομαι κοντά μου;
Ποτέ νομίζω δε θα μάθω
κι ίσως να είναι το πουλί αυτό, όλο το μυστικό εδώ πέρα.

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΚΟΥΛΗΚΙΟΥ
Άκου Κύριε τον καλό σου φίλο
που αγαπά τους καρπούς και τους τάφους.
Εσύ είσαι ό,τι με συνδέει μ’ έναν καρπό και μ’ έναν τάφο.
Και τον καρπό ασχημίζω και τον τάφο.
Αλλ΄ όμως είμαι θέλημά σου
γέννημα στην απέραντη καρδιά σου…
Δεν έχω ερωτήματα
και ταξιδεύω με κίνηση αργή προς τον Πατέρα.
Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα.
Και μάταια τα μάτια της σαρκός μου
γλυκά που αγγίζονται με λουλούδια.
«Δεν έχεις ερωτήματα;» - μου λέει το φθαρτό.
Σελήνη φευγαλέα εσύ τάχα ρωτάς αυτή τη νύχτα;
Ή με ρωτούν τα νέφη που σε ακολουθούν;
Χαίρομαι την ευφορία του αργύρου σου
και την διαπερνώ με την πίστη.
Αυτή είναι η αξία εμάς των σκουλικιών
που δεν έχουμε παρά μονάχα έναν δρόμο…
Το χώμα είναι η μοίρα μου αντίκρυ των άστρων.
Αγάπη όνειρο θαλασσί τύλιξέ με.
Ποια ευφροσύνη δεν σου παραστέκει;
Αγάπη, πράξη και ουσία του θεού μου
σερνάμενο κι αν είμαι πλέω στη χαρά.
[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)
-Σα να μην υπήρξαμε ποτέ
κι όμως πονέσαμε απ’ τα βάθη.
Ούτε που μας δόθηκε μια εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη
Μια μουσική
άξια των συγκινήσεων μας
δεν ακούσαμε.
Βρεθήκαμε σ’ ένα διάλειμμα του κόσμου
ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
-Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλά
με των καλύκων την περισυλλογή
ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη
και πάντα λέει τα τραγούδι της υπομονής.
Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιά
μια μέρα…
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει η ψυχή τη μοναξιά της.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΔΕΛΕΑΡ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (αποσπάσματα «Διαλόγων)
1
Να γυρίζεις – αυτό είναι το θαύμα –
με κουρελιασμένα μάτια
με φλογωμένους κροτάφους απ’ την πτώση
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.
Πεσμένος αισθάνεσαι
την κόλαση που είναι η αιτιότητα
το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα
τα βήματα χωρίς προοπτική.
Κι όμως στη χειμωνιάτικη γωνία ο καστανάς
περιβάλλεται από σένα.
Κόψε ένα τραγούδι απ’ τ’ άνθη
με δάχτυλα νοσταλγικά.
Να γυρίζεις  - αυτό είναι το θαύμα.
2
Θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί
στο τέλος
τα ίδια τα όνειρα θα μας σώσουν.
Αγάπη μείνε στην καρδιά –
αυτός ας είναι ο κανών του τραγουδιού σου.
Με την αγάπη
θα σηκώσουμε την απελπισία μας
απ’ το αμπάρι του κορμιού.
Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων
η απελπισία.
Και προπαντός
ας μην αφήσουμε την αγάπη
να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα
3
Άπλωσε η γαλήνη τα φτερά της
ωσάν αλησμόνητος κύκνος ονείρου
σ’ αυτά τα έρημα νερά.
Κάτι νιώθω σήμερα
βλέποντας τα πουλιά.
4
Η αγωνία μου υψώνεται
ως τα εδελβάις άνθη
5
Τα όνειρα βλαστοί στη στήθος
κλήματα μες την καρδιά
διαιώνια εκδικούνται το χώμα
σκοτώνοντας εμάς
[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)
ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΩΡΑ
Πλησίασε εδώ στη φωτεινή γωνία του Ονείρου
και συλλογίσου πόσον αγαπάς.
Στην άκρη του γκρεμού σε πρόλαβε ο έρωτας
με μαύρη ομορφιά, κόκκινο πάθος.
Νύχτα και μέρα τήκεσαι
οι λέξεις τίποτα δεν εκφράζουν.
Ώστε μην παιδεύεις το ουράνιο αίσθημα
μονάχα θαύμαζε και συ το τριανταφυλλί του κάλλος.
Ίσως είναι ο Παράδεισος μελαχρινό τοπίο.

ΘΡΥΜΜΑ
Αν η ψυχή σου αγγίζει  με φλόγες – τι άλλο
μέσα στη ζωή των χρωμάτων
μπορεί να θέλγει
παρά μονάχα εσύ αγαπημένη…
Ω του Σουνίου δωρικές ημέρες
από αθώα βροχούλα και λεπτό άπειρο
χαθήκατε για μένα.
Κλαδάκια δένδρων που αγγίξαμε μαζί
και συ μολυβένιο ακρογιάλι
χαθήκατε για πάντα.
Γλυκές αύρες των απογευμάτων
με του θεού το σκίρτημα εντός σας
εκατόμορφη παρουσία της αγάπης
βουβά κοχύλια μες στο άρωμα της θάλασσας
χαθήκατε, χαθήκατε για μένα.

Ο ΕΡΩΤΑΣ
Θα παραπονεθώ για σένα έρωτα στ’ αστέρια
τη νύχτα που είναι ο μανδύας της απελπισίας μου
με το στομάχι σκαμμένο απ’ τη θλίψη
ακέραια μόνος
σε κατάκοιτη θέληση
με πανικό σαν πίδακα στο στήθος.
Τη νύχτα που κουράζονται τα πράγματα
και παύουν να με κυνηγούν
έρωτα.
Κοινό μαζί μας τίποτα δεν είχε -
τ’ άνθη το φωνάζουν στην καρδιά μου.
Αλλ’ όμως κλαίω για το χαμένο χώμα
Κύριε με κατέβαλαν οι αδυναμίες.
Έν’ άδειο σώμα
βυθίζει τα μάτια μου
στο αδιέξοδο των επιθυμιών του.
Διάσωσε Κύριε τα μάτια μου.
Έν’ άδειο σώμα η νέα γυναίκα
με πάμφθηνο χρόνο στα ημίφωτα.

ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ
Κελτικά όνειρα
με βασάνισαν ως τα μεσάνυχτα
σώμα νεκρό ταξιδεύοντας στη λύπη.
Ρους είναι ο έρωτας που λιώνει τ’ άστρα
και τη φωνή της γυναίκας.

ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΙΣ ΒΡΟΧΕΣ
Εδώ στο γέρικο ποτάμι
θρηνώ την ύπαρξη μου χαμένη -
ακούγονται στον άνεμο οι φωτιές
Ώρα πολλή έρχομαι απ’ τους μακρινούς αγρούς μου
ώρα πολλή φυλάσσω τη αγάπη.
Βλέπω τα στήθη σου Αλκυόνη ως τον κατακλυσμό
στις ανατιναγμένες φλόγες
η μοίρα μας είναι διάπυρη.
Αλκυόνη βγάλε τα έμορφα ποδήματα
μύρωσε τ’ αυτιά σου.
νερένιος ο λαιμός σου κρούει τα χείλη
και τρέμουν
στα δάχτυλα των κρίνων σου οι μικρές κορφές.
Αλκυόνη πετάς αληθινά
δεν έχεις τώρα γήινα πόδια
είσαι το ποτάμι…
Χαίρομαι θλίβομαι αγαπώ
τις πλάτες σου Αλκυόνη
δεν αγγίζω τα μαλλιά σου θα καώ.
Αλκυόνη τι θάνατος!
Χώρος δεν είναι έξω απ’ το χρόνο.

ΝΕΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Με είδες τώρα πια ολόγυμνον
ως τα βάθη να επιθυμώ
στήθη αιχμηρά με αιώνιο κάλεσμα
πλημμυρισμένα νύχτα και
μεταμορφωμένα εντός μου σε τυραννία
σώματα ζοφερά που με κρατούν
δέσμιο.
Με είδες ολόκληρο ν’ αγγίζω
φθαρτό ουρανό μάτια που με σύρουν
σ’ ένα τυφλό γαλάζιο και γεύομαι
-θεέ μου μακρινό βασίλειο –
Με τα χέρια μου φλογερά στους ιλίγγους
κόβω τους καρπούς στο εναγκαλισμένο κορμί
και χτυπά δυνατά η καρδιά μου πάνω στα μύρα του.
(Δεν έχει διέξοδο μέσα στη φωτιά.
Ελκύομαι απ’ τα φεγγάρια
τι δρόμους ανοίγουν για να βρεις αγαπημένη…)
Θεέ μου αν φτάνει
μια φωνή μάλλον κατεστραμμένη
στις μακρινές πηγές εισάκουσέ με.
Τις ώρες νιώθω πια ξεχείλισμα του βίου μου
φοβάμαι
κι ο θάνατος
δεν περιμένει πάντα
τη νέα ημέρα.

Η ΛΟΥΚΙΑ
Χρήσιμα λουλούδια
φύλλα του θανάτου
νερό τρεχάμενο και βάθος
ελθόντες επί την ηλίου δύσιν
ιδόντες φως εσπερινόν
άνθη της γαλήνης άγγελε
η Λουκία πεθαίνει.
Αναστάσιε θάνατε χαραυγή
με των πουλιών την πλημμυρίδα =
άλλος αγγίζει
άλλος φτερώνει την αχιβάδα.

ΝΗΣΟΣ ΤΑΠΕΙΝΗ
Ώρα του φρέσκου ήλιου Σαλαμίνα
εδώ που βρίσκομαι στον καφενέ βγαλμένος απ’ τα πάθη
τι να φωνήσω προς τη μοναξιά μου
άγνωστος ως το γέλιο των πρωινών παιδιών
άγνωστος μες στον έρωτα και στα ηλιόλουστα.
Είναι λοιπόν η μοίρα πάλι
άγριο φύλλωμα με τις σκληρές δροσοσταλίδες
σκιρτήματα του σπαραγμού αυτού.
Ό,τι αγάπησα με σύντριψε στον ήλιο…
Ώρα του νέου κι ώρα του κακού μη φέρεις τους αδιάφορους ανέμους
άλλη ζωή δεν ξέρω απ’ την αφοσίωση, με το σκοτάδι αθώος.
Ένας μεγάλος χωρισμός χύνει τη σιωπή του
ανατινάσσω το τραγούδι πώς να χρησιμέψει
κι όταν θα σου μιλούν για δάκρυα τόσα
είναι βρεγμένο από θεού το δέρμα μου.

ΒΑΘΜΙΔΕΣ
1
Ήτανε όλο το πρωί σημαιοστολισμένο
και τραγουδούσα
Ολοένα έρχονται πια
σαν από ανώτατο δικαστήριο
φωνές.
Ψάχνω μάταια να βρω την αίθουσα
πρέπει να μιλήσω σε τόσους
φίλους με τα αιώνια τώρα μάτια.
Κινείται ο δρόμος προς το μεσημέρι.
2
Αν είδατε τη μοναξιά ποτέ πίσω απ’ το τζάμι
να σας απειλεί μ’ ένα μαχαίρι σιωπή
που αργά θα σχίσει το δικό ας στήθος·
όπως φάντασμα την πόρτα να περνά
με γελαστά τα εξογκωμένα μήλα
και να στέκει –
ν’ αγγίζει τα βιβλία σας
τα πράγματα τους τοίχους
κι ύστερα πάλι εμπρός σας
μ’ ένα μαχαίρι σιωπή να στέκει –
θα με αγαπήσετε, είναι γυμνό
σαρώθηκε αυτό το μεσημέρι.
3
Όλα κοστίζουν ένα παίξιμο.
Πάρε μαζί σου τον έρωτα κι εκείνα τα όνειρα
έλα στην κάτω γειτονιά και πες: Κορόνα – Γράμματα
εκεί που χάνεται η ψυχή να βυθιστείς.
Θέλω ν’ ακούσεις το μεγάλο μυστικό
για πάντα πέφτει ο καρπός απ’ το δένδρο.
Εντούτοις εκεί που χάνεται ο δρόμος
να τραβήξεις.
Ό,τι να σε καλέσει
δεν είναι για επιστροφή
τα δάκρυα κι ο πόνος κοφτερός
είναι μεσ’ στο παιχνίδι.
Όποιες φωνές ακούσεις μη σε παρασύρουν
σφάξε τη μια την ομορφιά να πιει το αίμα η άλλη
Κορόνα – γράμματα να παίξεις
τις ώρες και τα χρόνια
μόνο με τον έρημο αντίπαλο.
4
Εδώ είναι απότομη η χαρά: Μην προχωρήσεις.
Άκου το πουλί με το βιαστικό κελάηδημα
μην κινηθείς περισσότερο.
Έτσι του μιλήσαμε.
Μα έδινε μια μάχη – όπως είπαν.
Ύστερα είδαμε τον ουρανό που έπεφτε
ξεκομμένος από όλα
σαν γαλάζιο αλεξίπτωτο.

Χώθηκε αργά στο βάραθρο
και τον σκέπασε.
[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΕΑΡ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)
Τι
ολόμαυρα μαλλιά
που τόσο χύνονταν
στις
πλάτες
(γλυκιά αίσθηση τα σπλάχνα μου)
ωσότου
χάθηκε στη γωνιά του δρόμου
η γυναίκα.
Δεν είναι πια
(ο θάνατος)
δεν ήταν πριν
(η ανυπαρξία)
και πόσο να ’μενε στα λίγα δευτερόλεπτα.
Σπιθίζουν από δάκρυα τα μάτια μου
μ’ ένα κάψιμο.
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
κάποιο δένδρο είμαι
κι έγινε ποτάμι η ρίζα μου
τώρα που ξέρουμε πόσο μαύρη είναι η θάλασσα
και το ποτάμι πάει…
Δυο φύλλα έρημα τα χείλη μου
τη νύχτα
ο άγγελος της μοναξιάς
με τολμηρά ενδύματα.
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
εποχή εχθρική
ως το πυρωμένο βράδυ
ως μέσα στα μεσάνυχτα.
Βγάλε ψυχή μου τραγούδι
να πολεμήσω την Άνοιξη.
Ξένος είμαι στο σπίτι μου
ξένος στους δρόμους
με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.

ΑΘΗΝΑ, Η ΦΛΟΓΑ ΠΟΥ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΓΑΛΑΖΙΟ
Ομορφιά στου δειλινού τον πλαγίαυλο
αργά που πάνε οι λυπημένοι μεσ’ στα φυλλώματα του Εθνικού Κήπου
και όταν κάθονται
στα γαλανά παγκάκι ταξιδεύουν
σε καλύτερες ημέρες του μέλλοντος
ένας τινάζοντας τον ύπνο απ’ τα μαλλιά του
κι εκείνος κει στον τζίτζικ’ από κάτω
κι ο πιο πέρα
όλοι μοναχικοί
και συ το ίδιο
μόνος
εναγκαλίζεσαι τα δένδρα από έρωτα.
Ώρα επτά σφυρίζουν οι φύλακες
τελειώνει πια κι εδώ ο κόσμος.
Ύστερα στους δρόμους
πάλι κρατούν άδεια κλουβιά
γυρίζουν
χάνονται
οι λυπημένοι.
Στα σύννεφα κρέμονται πουλιά
κι αυτοί βλέπουν το κέρδος:
αμνό και τρόμο.
Ηλεκτροφόρα σύρματα φράζουν τα όνειρα
μα θα ’θελαν –
Κι ενώ δε σώνεται η φωνή στο μέσα μάκρος
ακούγονται καμπάνες
απ’ τα εκκλησάκια της ορθοδοξίας αιχμάλωτα.
Μα πώς κυματίζει ο ουρανός
στην άκρη των λυπημένων…
Ώρα επτά κι οι σοφέρ
με τα ραδιόφωνα ανοιχτά
για είκοσι λεπτά τραγούδι αθάνατο
«απόψε θα ’ρθει ο θάνατος να πάρει τους καημούς».

Πάνω τους η νύχτα παλαιό ρούχο
ο πλάστης
με την άσπρη αγάπη.
[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

Ο ΦΙΛΟΣ ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)
Στην αττική ερημιά ένα βιβλικό αμπέλι
καθώς η νύχτα φέρνει τα τριζόνια
με κρατά σιωπηλόν.
Βασιλείς Ιουδαίοι γυναίκες του Άσματος
κάτι απ’ τον Παράδεισο
στα δώματα λιτά της λησμοσύνης
εγώ με στεγνωμένο ιδρώτα -
όλοι περπατούμε στο πλακόστρωτο μόνοι
με μια δύναμη μαγεία στους κύκλους των οφθαλμών.
Οι θεοί μας είναι από πηλό   είπε ο πρώτος
βασιλέας ανοίγοντας τον κίτρινο χιτώνα του.
Ακόμη περιμένετε λοιπόν; - ρώτησε άλλος βασιλέας.
Εμείς ακούγαμε σαν βγαλμένοι απ’ το σώμα
κι άλλοι που μίλησαν
αντίκρισαν τη σιωπή μονάχη -
ενώ παιδικοί άνεμοι έπνεαν απ’ την Ιερουσαλήμ
κι ο Ιησούς επίκειται
τραγουδούσε το τριζόνι στο μεγάλο κλήμα.
Αλήθεια φίλε ήτανε ο αμπελώνας που αφύπνιζε
το πράο φύσημα της αρχαίας Παλαιστίνης

Η ΣΥΝΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
Τρέχει μες τα χαράματα το ελάφι
που είναι η χαρά μου τόσος αντίλαλος
εδώ που κατοικώ
ένα πουλί από καπνό ανέρχεται στο ξημέρωμα.
Ιδού ο Τρέχων
έχει σφάξει το αρνί στις πηγές των υδάτων.
Θριαμβική νεφέλη όχημα ιδού ο Τρέχων
και το σύρουν
άλογα τρυπημένα στα λάμποντα πλευρά.
Μέσα στο όχημα βρίσκομαι και πηγαίνω
προς τον άγνωστο προορισμό μου.
[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

ΑΝ ΕΙΔΑΤΕ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΠΟΤΕ ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟ ΤΖΑΜΙ ΝΑ ΣΑΣ ΑΠΕΙΛΕΙ Μ’ ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ ΣΙΩΠΗ ΠΟΥ ΑΡΓΑ ΘΑ ΣΧΙΣΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΤΗΘΟΣ… (Θα με αγαπήσετε…)
Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;): πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης». Για του λόγου το αληθές … επιλογές λέξεων από τις ποιητικές συλλογές του, κάτι σαν Δοκιμές Νάρκης του Άλγους, που «εν Φαντασία και Λόγω, κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το μαχαίρι του χρόνου… Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή δουλειά δεν είχε ο διάβολος… αλητεύει στους αμέτρητους ίμερους, αλητεύει στα σώματα των απέραντων γυναικών και στη μιλιά μας, στην πείνα και στην ακάλεστη δίψα… Αχ Σιωπή παντοτινή του Είναι σπλαχνοσύνη… Ποια είναι εμένα η συχνότητά μου στο απόλυτο; Δεν έχει δόξα η ζωή ψηλότερη απ ’να κυπαρίσσι… Εντελέχεια κι ακαριαία θρησκεία που ειπώθηκε Λύση: είναι ένα είδος του Είναι εκείνο το ρημάδι το μη-Είναι!.. Ναν τα κάνουμε λοιπόν επιφωνήματα και τα 2


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ