Κυριακή 28 Μαΐου 2023

ΑΠΕΙΡΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ, ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΑ ΚΙ ΑΣΗΜΑΝΤΑ

 (… συμβαίνοντας όλα ταυτόχρονα, σημαίνοντας όλα, συγκλίνοντας…)


Ο λεπτουργός, εξόριστος στον αμμώδη χρόνο

Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος,

Τυραννιέται απ’ τη διπλή του φύση.

Είναι ένα ον με τιμή ανθρώπου και χρέος θεού.

Με πόθο σφαίρας και μνήμη θηράματος.

Σε δρόμο αγγέλου και κατοικία αράχνης.

Σε ενοχή βράχου και μετάνοια θάλασσας.

Για δόξα μονοκράτορα κι απολαβές σκουληκιού.

Για ζωή άνεμο και θάνατο φωτιάς.

 

Ο λεπτουργός εκτίει την ζωή του.

Έγκλειστος στο τρομώδες άσπρο εκτός φάσματος.

Κυρίως τοίχοι γύρω. Υπερδιπλάσιοι

Απ’ τους ορίζοντες το χώρο.

Προβλέποντας άγνωστες διαστάσεις.

 

Μια προβολή τρέχει ταχύτατα στους τοίχους.

Ακατανόητες εικόνες σ’ αδιάκοπη διαδοχή.

Άπειρα γεγονότα και παραλλαγές,

συμπαντικά κι ασήμαντα.

Συμβαίνοντας όλα ταυτόχρονα,

σημαίνοντας όλα, συγκλίνοντας.

 

Αριστερά, ένα τραπέζι.

Πάνω του, εύφορα χαρτιά

Όπου το μηρυκαστικό τού κάποτε,

Βόσκει ανύποπτο το τίποτα.

Κάτω απ’ το τραπέζι, άλλο φάντασμα:

Ο σκύλος – φύλακας του τίποτα, γρυλίζει στο ποτέ.

Άγρυπνος,

Παρακολουθώντας με τα χίλια μάτια του,

Των πεθαμένων.

 

Μπροστά, μια ξύλινη καρέκλα.

Σαν πρόσθετο μέλος την φοράει ο λεπτουργός

Να στηριχτεί.

Καθώς ο νους του με στροβίλους θείου,

Μίλια, άρρυθμα, διατρέχει την ιλιγγιώδη έρημο

Από σκόνη ανθρώπου.

 

Στα δεξιά, πυκνώνοντας το άδειο

Θύελλα σε στάση.

Αθέατη η τρίτη Μοίρα εργάζεται!..

 

Το  Έργο είναι ακόμα μονάχα στα σημεία στίξης ορατό.

Κυρίως παύσεις και σκοτάδια.

Τ’ αληθινό του μέγεθος, πέρα απ’ τη ζωή αυτή.

Σε λίγο, θα δοθεί στον λεπτουργό.

 

[αποσπάσματα από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ 1997 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΑΛΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ ΤΙΜΑΛΦΗ, Μικρό Ανθολόγιο, εκδόσεις ΡΟΕΣ 2007]

 


«Ο ποιητής είναι ένας ευτυχής δέκτης σημάτων από άλλους κόσμους κι έχει την παράξενη υποχρέωση, χωρίς να μπορεί να τα αποκρυπτογραφήσει, να τα κρυπτογραφεί σε δεύτερο κώδικα (στον δικό του), για να αποκρυπτογραφηθούν, αργότερα, σε τρίτο (από τον αναγνώστη)».

 Ο κόσμος της Παυλίνας Παμπούδη  είναι κατά βάση ορθολογιστικός, με την έννοια βέβαια ότι «τα όρια του ορθού λόγου βρίσκονται στην επίγνωση ότι δεν είναι αυτός που κυβερνά τον κόσμο», γιατί  «το απρόοπτο παραμένει… και το άγνωστο μεγαλώνει με τις γνώσεις μας».

Επιλέγω στην τύχη κάποιους στίχους της:

«Τι φυλάω κι από ποιον./ Θα με κλέψουν /Οι θάνατοι, ο θάνατος, η ιστορία».

Η Ιστορία νομίζω πως έχει βαρύνουσα σημασία, αυτή φέρνει θανάτους, αυτή κλέβει τη ζωή, αυτή αλλάζει τη ζωή αλλά και ο άνθρωπος φτιάχνει την ιστορία, συμβάλλει στην εξέλιξη, και

«Ο δίποδος άνθρωπος ως απόγονος των τετράποδων έχει γίνει τραπέζι, ξύλινο ξόανο μιας ζώσας ύπαρξης».

Η  διείσδυση στην ποιητική ουσία είναι ιδιαιτέρως δύσκολη και σκοτεινή, απαιτεί ειδικές μαθηματικές γνώσεις, ωστόσο είναι εμφανής η προσπάθεια της ποιήτριας να

«αποσπάσει από το συμπαγές άγνωστο… κοσμογονικές μυθολογίες, θρησκευτικές, εσχατολογικές, αποκρυφιστικές γνώσεις, θεοσοφικά διδάγματα, παραεπιστημονικές υποθέσεις και αλχημιστικές speculations»

Η Λεπτουργός ποιήτρια δεν αφήνει τίποτα χωρίς να το επεξεργαστεί και να το «μεταφράσει» ποιητικά, όπως είναι η εξέλιξη των ειδών, η αστάθεια των ταυτοτήτων, η μετεμψύχωση και μετενσάρκωση, ο καβαλιστικός μυστικισμός και άλλα πολλά, τα οποία υπερβαίνουν τον συνήθη αναγνώστη.

[Τα αποσπασματικά παραπάνω ΣΧΟΛΙΑ από το βιβλίο του 

Βάλτερ Πούχνερ, Η Λεπτουργός. Επιστήμη και μύηση στο ποιητικό έργο της Παυλίνας Παμπούδη, εκδ. Ροές, Αθήνα 2021]

 

Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ, λοιπόν ποιήτρια… θα συνεχίσει την κρυπτογράφηση των φαινομένων… φέρνοντας κοντά του τον μεγάλο κώδικα της προσευχής…]

 

 

Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ…  ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΤΗΝ ΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ

(… φέρνοντας κοντά του τον μεγάλο κώδικα της προσευχής – αποσπάσματα από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ 1997)

Η έξοδος είναι στο βάθος.

Ασταθής, με κλίση αφύσικη στον ουρανό.

Όλο τριγμούς, ανάσες και στριγκλιές.

Μες στους καπνούς.

Σε λάθος σχήμα και δονούμενη

Διπλά και τριπλά κλειδωμένη με γρίφους παιδικούς

Ανοίγοντας μονάχα προς τα μέσα

 

Ο Λεπτουργός, νύχτα Σαββάτου κι αδρανεί

Μπροστά στην αναμμένη λάμπα.

Στον φωτεινό της κύκλο

Θαυμάζει τα μη έργα του

Δημιουργήματα άψογης τέχνης,

Απειροελάχιστα, στίλβοντα,

Πάνοπλα, αθώα, πολυποίκιλτα, καιόμενα.

Σπείρα ατέρμονη ανεβοκατεβαίνοντας, χορεύοντας

Μια παντομίμα έμπυρων ψυχών.

Υπαινιγμοί αιωνιότητας

 

Ταυτίζεται ο λεπτουργός

Και πάλι διαφοροποιείται

Στα κενά, η σύγχυση θεού

Η προστατεύοντάς τον απ’ τη γνώση.

Επειδή στον κόσμο αυτό οφείλει να ’ναι αντίδικος.

Να συμφιλιώνεται μονάχα αναγκασμένος,

Στην κοινή τύχη και τον ύπνο.

 

Άπορος στον κόσμο αυτό ο λεπτουργός

Όμως το πνεύμα του επιταγή.

Εξαργυρώνεται, πληρώνει χρέη παλιά

Και αποκτά τα πράγματα.

 

Και, τότε ταπεινά την τέχνη του ασκεί:

Με άκρα προσοχή, μέσα σε κάθε πράγμα

Εντοπίζει την αιτία του.

Μετρά τις παρεκκλίσεις, διορθώνει, προσπαθεί.

Τι σημασίες του όλες ξανά φορτίζει,

Το απροσδιόριστο εξισορροπώντας.

 

Συντονίζει και πάλι τον λεπτότατο μηχανισμό

Προς το Αναίτιο. Τον ενεργοποιεί.

Προετοιμάζοντας με δέος

Των περιοδικών μορφών κι ιδιοτήτων την απόδοση

Στο αρχικό τους υλικό,

Με τον οριστικό του χρόνο, υπολογίζει τον αόριστο.

 

Ήρθε η ώρα.

Όλα θα ξαναρχίσουν τώρα, κι ο λεπτουργός,

Σε βαθιά κι ευφρόσυνη αμφιβολία,

Θα συνεχίσει την κρυπτογράφηση των φαινομένων.

 

Φέρνει κοντά του τον μεγάλο κώδικα της προσευχής…

 

(Στο σημείο αυτό, μια γάτα μαύρη κι άσπρη

Φαίνεται να ’ρχεται απ’ το μαύρο

Διασχίζει αφηρημένα, ήσυχα τον παρελθόντα χώρο.

Ο λεπτουργός τη νιώθει και ταράζεται.

Η γάτα νιαουρίζει.  Άηχα.

Κουλουριάζεται σ’ ένα σίγμα στοργής)

 

Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ ΑΠ’ ΤΗ ΜΕΡΙΑ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΓΑΤΑΣ

Δεν είμαι εγώ, ή το φεγγάρι, ούτε άλλο σαρκοφάγο

Που μαυλίζοντας στο βάλτο μου

Τα ζωντανά τα λόγια παρασέρνει.

Ο Λόγος μόνος του, παίζοντας, κατεβαίνει κι ανεβαίνει πάλι

Χώματα αρθρώνοντας, να ενωθεί με τα στοιχεία

Εγώ είμαι αλλού. Στο πολλαπλό αλλού. Έχω ξεχάσει πια

Πως πέθανα ή πως έζησα.

Οι κινήσεις μου, που αγαπούσες τώρα χωρίς σώμα

Στο θεμελιώδες χάος συνεχίζονται.

Καινούργια θεωρήματα ιχνογραφώντας.

Το λευκό μου στο λευκό ξανά μαθητεύει. Το μαύρο μου,

Ήδη σου αποδόθηκε.

Σε δίδαξα καλά. Αμύνεσαι ακόμα με τους τρόπους μου.

Τη στάση, την ισορροπία, την ηλεκτρική ράχη.

Τα μάτια με τα νύχια, τη αφή.

Ασκείται ακόμα, και για πάντα

Στην αγωνία του κυνηγετικού και του κυνηγημένου.

Στην καταδίκη σε πηχτό ύπνο και σε διάφανο.

Στην αυτονόητη μοναξιά.

Χάθηκα κάπου μεταφέροντάς σου ένα μήνυμα

Που δε θυμάμαι!..

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ 1997 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΑΛΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ ΤΙΜΑΛΦΗ, Μικρό Ανθολόγιο, εκδόσεις ΡΟΕΣ 2007]

 

ΣΕ ΛΙΓΟ, ΜΙΑ ΜΗΤΕΡΑ ΜΠΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΟΛ ΤΟΥ ΜΕΣΑ ΧΡΟΝΟΥ

(…κάτι αφήνει, κάτι παίρνει!.. Ταχτοποιεί με σίγουρες μικρές κινήσεις στον αέρα τους μικρούς εκρηκτικούς μηχανισμούς…)

(Ύστερα ξεσκονίζει.   Σύννεφα λήθης ανεβαίνουν,   Μόρια από παλιές αποσυντεθειμένες φράσεις:   Μαρίνα… τριαντάφυλλο γλυκό…  Γιορτή… ασσώστησε… ασήμι…   Για μια στιγμή στα μπαλκονάκια,   Ανάμεσα στην αρμπαρόριζα  και στο γαλάζιο.   Χαιρετισμός στο άγνωστο.   Τινάζοντας, όλο τινάζοντας,   Χάνει τη συνοχή της κι η μητέρα).    Υπήρξα; Και με ποια μορφή;    Σκορπίσαν τα χαρακτηριστικά μου στους καθρέφτες.   Η έκταση μου αδιάγνωστη και το βάθος ακόμα μεγαλώνει.   Υπήρξα;  Σαν ενότητα;  Μονάχα σα φορέας;   Μπορεί και να ’μουν από πάντα η σκέψη κάποιου,   Μισοτελειωμένη.   Η μοίρα μου άγραφη πάλι,   Με μόνο τα σημάδια των οδηγών αστερισμών.   Άσχετη τώρα, ξεχασμένη, όμως σε θυμάμαι.   Γεννήθηκες μεσάνυχτα. Και άρχισε αμέσως να γερνάς.   Πέρασαν χρόνια   Καθώς μελετούσες μαύρα πράγματα σε μαύρο φως.   Τα χάλασες τα μάτια σου, τα δάχτυλά σου.   Θυμάμαι ακόμα, έφευγες συχνά, δεν ξαναγύριζες ποτέ.   Ναι, δεν με κούρασες καθόλου σαν παιδι…  [Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ ΑΠ’ ΤΗ ΜΕΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ 1997   εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΑΛΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ ΤΙΜΑΛΦΗ, Μικρό Ανθολόγιο, εκδόσεις ΡΟΕΣ 2007]

και κάποια ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΣΑ Παυλίνας Παμπούδη

(… από μια συνέντευξη που δίνει η ποιήτρια στον εαυτό της…)

«Τότε, Παρασκευή ίσως/ Μ’ έκοψαν πάλι,/ Πρόχειρα, παιδί από χρόνο∙/ …/ Φιόγκο από μυαλό/ Φόρεμα άλλο μέγεθος/(…) Χεράκια παγωμένα με μολύβι /Έπρεπε γρήγορα να μεγαλώσω πάλι Δε χωρούσα στο χαρτί μου.// Έπρεπε να γυρίσω το χαρτί/ Πίσω στο δέντρο/ (…) Έπρεπε/ Ζωντανό/ Να μοιραστώ στα φύλλα».  «Άρχισα, όπως και όλοι οι λαοί στην αυγή της ιστορίας τους με προφορική ποίηση (…) Μετά, τα πράγματα ακολούθησαν τη φυσική τους εξέλιξη. Ανακάλυψα τη φωτιά και κάηκα, μετά τον τροχό κι έπεσα από το ποδήλατο, μετά τη ζωγραφική και λερώθηκα, μετά τη μουσική και με έδειραν και, τέλος, τη γραφή και την ανάγνωση στις οποίες μπόρεσα να παραμείνω πιστή μέχρι σήμερα – εφόσον αυτές είναι οι μόνες μοναχικές ενασχολήσεις που ούτε κάνουν θόρυβο ούτε λερώνουν».

 

Δευτέρα, 29 Μαΐου 2023

Κυριακή 21 Μαΐου 2023

ΕΓΡΑΦΑ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΓΚΡΕΜΙΖΟΤΑΝ ΤΟ ΠΡΩΙ

 (… για μια γυναίκα που χρόνια με βασάνισε  σ’ ένα άλλο Ποίημα…)


Καλπάζει η θάλασσα στον κυματοθραύστη.    Μάρτης του ΄73.

Άκουγα βήχα κι ένα κλάμα   Χαμηλές φωνές

Νύχτα εφιαλτική μέσα στο Ποίημα!..

 

Ένα ποίημα που γκρεμιζόταν το πρωί ΄

Ενώ το βράδυ το σφήνωνα με λέξεις!..

 

Φυσάει    Αγέρας μπερδεύει τα χαρτιά.

Ο διάδρομος που λέω

Στην αυλή καπνομάγαζου φτάνει, στον καφενέ του Ανθήλαου. 

Στο βάθος το μπορντέλο της Πόπης

Κάτω απ’ την ακακία δίπλα στο ρέμα

Έγραφα για μια  γυναίκα που χρόνια με βασάνισε    

Σ’ ένα άλλο ποίημα.

Καλοκαίρι του ΄55 κι η θάλασσα με αχινούς

Σ’ ένα άλλο ποίημα    Γαλάζια μάτια φώτιζαν τις λέξεις στο χαρτί.

 

Έγραφα    

Ο  χρόνος τότε σαν ασβέστης φούσκωνε.

Τρίζαν τα δοκάρια  του μυαλού.

 

Γύριζα στα βουβά χαρτιά, Οκτώβρης του ’67,

Στο χαμηλό δωμάτιο διαλυμένα ποιήματα.

 

Κι η πόλη μια παγίδα.

Κοιτώ τον κήπο   Δένδρα γυμνά

Πέτρινος τοίχος σπαρμένος γυαλιά

Πέρα η θάλασσα στάχτη    

Che και Άρης στην ίδια ευθεία

 

Λαίμαργες φωνές κι ένα φως διαρπαγής

Ερημία σπέρνει η σιωπή της γνώσης.

 

Έγραφα:

Χωρίς εσένα η αράχνη του ήλιου της μέρας θηλιά

Κι ο ουρανός μαύρος καταρράχτης

Μέχρι τα μάτια πλημμυράω   

Μέχρι την τελευταία στροφή του εγκεφάλου,

 

Στα μαγεμένα μάτια η γυμνή Σελήνη έμεινε.

 

Λίγο πιο πέρα, μετά από χρόνια    Σε κείνα τα κατάλοιπα  έβρεχε

Έβρεχε και σάρωνε στο λιθόστρωτο τα φύλλα.    

Άναψα τσιγάρο.

Απ’ το στενό με  τις  τριανταφυλλιές   

 Έφτασε τυλιγμένος στο γκρίζο παλτό    Ο  Φώτης.

Λυπημένα μάτια υγρά στο λίγο φως:    

Μην πετσοκόβεις, είπε,    Άσε επίπεδα και κώδικες,

Γράφε…

Καθίσαμε στο τραπέζι   Έσταζαν φύλλα της ακακίας, άσπριζε το ούζο.

 

Έμεινε σε κείνα τα χαρτιά του ΄70 η φωνή του Φώτη.

 

Έτσι έγραφα ένα ποίημα που γκρεμιζόταν το πρωί

Ενώ τη νύχτα το σφήνωνα με λέξεις

[ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ από τη συλλογή με αυτό τον τίτλο του Πρόδρομου Μάρκογλου κι άλλα ποιήματα από αυτή τη συλλογή που κυκλοφόρησε το 1993 εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:  ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ Ποιήματα 1958-2010, εκδόσεις Ένεκεν 2016]  

 

 


ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙ:

α] Δονεί η φωνή του Ποιήματος

Τρίζει το χιόνι

Πάνω απ’ τα σκονισμένα τζάμια χαμηλώνει το σκοτάδι

Χειμώνας γκρίζος και γαλαζωπός

Όταν περνούν οι γερανοί στον κινηματογράφο

Αμύγδαλα στη θερμάστρα γλυκαίνουν το στόμα

Υφέρπουν σιωπηρά διλήμματα

Τις λέξεις δοκιμάζουμε, τη μεταγραφή του ποιήματος

Η ταυτότητα του αισθήματός μας διαπερνά σαν μέθη

Όχι η αισθητική μόνον αλλά η ανθρώπινη εκδοχή

Διασώζοντας το ελάχιστο, φτιάχνοντας τον κόσμο

 

Σκοτάδι μήτρα του φωτός

Πόσοι ζωντανοί διαβαίνουν πίσω από τα θαμπωμένα τζάμια

Κανένας ελληνικά σκεπτόμενος δε θα έγραφε όσα ο Dante

Κανένα πρόσωπο περισσότερο ελληνικό από τον Νικόλαο Πλουμπίδη

Στα λείψανα της ένοπλης εποχής,

 

Μεταγράφοντας τώρα το ποίημα

Πέτρες ρίχνουμε σε βαθύ πηγάδι

Ενδοχώρα να έχουν οι λέξεις,

Όχι φωνές χαλκού

Να διαβρώνουν σαν οξύ τη γλώσσα

Και ισοδύναμα να εξισώνουν,

 

Δονεί η φωνή του ποιήματος

Όπως εκείνο το μοναδικό πουλί στο παιδικό μας παράθυρο

Γράφοντας μιαν άγνωστη γραφή στο χιόνι

Χειμώνας του ’41,

Χωρίς σπυρί χωρίς κουκί,   Θολώνει το τζάμι,

 

Πυκνώνει ο χρόνος, ο καιρός αυτοαναλώνεται

 

ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙ:

β] Ο μαύρος ουρανός, η μαύρη μέρα

Ο φόβος οπλίζει την αγάπη

Και μένει ο άγριος πόνος, μένει στα σκοτεινά,

 

Μια κλεψύδρα εξαντλεί το φως

ενώ στον ύπνο σου ακούς μια φοβερή κραυγή

και είναι νύχτα και δεν υπάρχει παρά ο μακρινός χτύπος του ρολογιού,

αλλά η φωνή βγήκε από τα έγκατα κι ένα όνομα χαμένο,

 

Ποταμός ήταν ορμητικός,

κωπηλατούσε το σώμα σχίζοντας τη φωνή

κι ήταν η διάσταση απρόβλεπτη του χρόνου

στο λαβύρινθο του έρωτα και του λόγου,

 

Μόνος όπως τα σιωπηλά κύματα της θάλασσας,

της θάλασσας που αδειάζει από τη δίψα του ήλιου,

του ήλιου που σωριάζεται λιωμένο μέταλλο στον πάτο της ημέρας

κι ακούγεται τώρα  ο ρόγχος των θηρίων,

 

Και φυσάει αγέρας,

βογκούσε η θάλασσα, χτυπούσε σήμαντρα,

νοτιάς σάρωνε την πόλη, καμιά απάντηση καμιά,

 

Η κλεψύδρα ρέει δεν αντιστρέφει

Αδιαπέραστος ο χρόνος, ο χρόνος που μας περιέχει

 

Ποιο νόημα  έχει τώρα η φωνή του ποιητή

Και ποιος αντέχει τον μαύρο ουρανό, τη μαύρη μέρα!..

 

ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙ:

γ] η απάντηση εκκρεμεί, παραμένει το αίτημα

Νέα ήταν η εποχή    Δονούσαν οι φωνές του έρωτα

Με αίμα πλάθαμε τον κόσμο,

 

Νύχτα και σέρνεται το τρένο στο φεγγάρι

Να ανατρέπεις να ανατρέπεσαι να μένεις σταθερά

Κι άνοιξε ο διάλογος πληγή που κινδυνεύει

Ξάγρυπνη νύχτα

Κι εκείνον άκουγες τον Πάστερνακ στο ραδιόφωνο

Δεν ήταν η ζωή μια βόλτα στο λιβάδι

 

Πώς από μιαν άλλη σπορά θερίσαμε αυτούς τους καρπούς

 

Καταδικάζοντας και θάβοντας το πτώμα της Εποχής

Ξεχάσαμε το θάνατο το δικό μας

 

Και σ την καμπύλη του χρόνου ο ήλιος αλλάζει

Αλλάζει η κριτική των όπλων

 

Χρόνια πέρασαν, χρόνια θα περάσουν

Κι οι ψυχές των συντρόφων εδώ θα γυρνούν στο μαύρο αίμα

 

Γιατί ο κόσμος μεταλλάζει δεν τον καταλαβαίνεις

Κι έρχεται μια μέρα που θέλεις πια  να πεθάνεις

Καθώς η απάντηση δεν έρχεται εκκρεμεί,

 

Ανατρέπεται το ερώτημα    Παραμένει το αίτημα

Ποιος;

Καρπώνεται την ψυχή και το αίμα των άλλων,

 

Ανερμήνευτος ο καιρός αυτοαναλώνεται.

 

ΚΑΙ ΜΕΝΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ

(… αυτό που δρώντας πάλι φορτίζει τις ψυχές…)

Ανακυκλώνεται φουσκώνει το άσπρο φως   Εδώ σημαίνεις εκεί πλέον είσαι αφανής   Αμετάκλητα όνειρα αποτρόπαια σφαγίζουν   Πώς να υπερβείς το σώμα σου με λέξεις   Λίγο το φως, βαθύ σκοτάδι   Και περιστρέφει ο έρωτας τις ψυχές   Τις χαράζει   Δε μιλιέται, σιωπά και μας καταδικάζει   Ενώ το είδωλο στο χαμηλό νερό με τη σελήνη πάνω,   Έζησες για ένα τίποτε;   Πολλούς βρήκαν στη γύρα τα δρεπάνια   Προτού δοθεί απάντηση   Όχι γι’ αυτά τα συντελεσμένα   Αλλά για κείνα τα άλλα που δεν έγιναν   Κι όλα βούλιαξαν στο αίμα   Πικρή εποχή, μίζερος αέρας   Έρημα πρόσωπα, τυφλό παρελθόν   Και το παρόν πιο θλιβερό κι απ’ τη σελήνη   Περισσότερο μάταιο κι από το θάνατο   Σύντροφοι μιας άλλης υποσχεμένης ζωής   Ενοχή πράξεων ανατρέπει το δοσμένο νόημα   Κόκκινη σημαία απελπισμένο σύνορο ονείρων υποστέλλει   Σε ποιο μουσείο αυτή που σάρωσε εξουσίες   Χέρια την αναρριπίζουν στον άλλο αιώνα   Απρόσιτες μάνες θηλάζουν στόματα οργής   Θάλασσες και βράχοι μνήμες προσωπικής χαράς   Θάλασσες τώρα βούρκοι, φιλτραρισμένα υπερκέρδη   Και φέγγει βαλσαμωμένος ήλιος δειλινού   Εδώ χωρίς απόφαση χωρίς φωνή   Σ’ ανένδοτη προσαρμογή   Κι ό,τι έχει κατατεθεί ούτε θάνατος αναιρεί   Στο τώρα και στο πουθενά   Και συγκρούονται κι αναπαράγονται κι αλλάζουν   Αλλού δεν έχει   Τέλος μένει στον κόσμο το ελάχιστο   Αυτό που διαρκώς φορτίζει τις ψυχές!..  [ΚΑΙ ΜΕΝΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ στον Ανέστη Ευαγγέλου, από τη συλλογή του Πρόδρομου Μπάρκογλου ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ 1993]

Δευτέρα, 22 Μαΐου 2023

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Ω ΠΟΙΟΣ Θ’ ΑΝΤΕΞΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

 (… ο  φίλος με τα τριαντάφυλλα…)


Ήτανε βράδυ ήταν καπνός πολύ μες στο δωμάτιο δεν έβλεπα καλά

καθώς μιλούσαμε το φως θρυμματιζόταν μες στα λόγια μας

«…πάντα μας λέγανε να χτίσουμε,  μα ωστόσο

στο οικόπεδο εγώ φύτεψα τριαντάφυλλα

φέρνω νερό από μακριά και τα ποτίζω χρόνια τώρα!..

Ξέρω πως θα μου πεις:  το σπίτι,  πότε θα χτίσουμε το σπίτι;

Μα φοβάσαι,  φοβάσαι το κουβαλητό της πέτρας, το τσιμέντο,

τη σκόνη που θα πνίξει τα τριαντάφυλλα…»

                                                                      

Ήτανε βράδυ  ήταν καπνός πολύς  δεν έβλεπα καλά

και τα σκοτάδια όλο και σε κερδίζανε από μένα.

Το χέρι σου’σφιξα, καλέ μου φίλε κι απ’ των χεριών το σφίξιμο, άξαφνα

ένα πολί παράξενο πεάχθηκε   και το σπαραχτικό του φτεροκόπημα

γέμισε το δωμάτιο, τον αγέρα, γέμισε τον κόσμο

-ω, ποιος θ’ αντέξει τη ζωή του ως το τέλος;

[έβδομο  απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962– κι άλλα αποσπάσματα από την εν λόγω συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]

 


ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΦΥΓΑΜΕ ΑΠ’ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΜΑΣ

(… και οι ίδιες οι θέσεις σάλεψαν  αφήνοντας ακάλυπτη όλη την καρδιά μας…)

Στόχοι καινούργιοι μαγνητίσανε τις κάννες μας  προτού τους δουν τα μάτια

σκίστηκε ο άνθρωπος στα δυο, σκίστηκε η πράξη

ρεύματα ενάντια χιμούν μέσα στο χάσμα -  και δεν είναι   δεν είναι πια ν’ ακούς

το τρίξιμο εσένα του ίδιου που λυγάς να πέσεις,

χτυπήματα φτερών και σκιών στου ονείρου σου την όψη

θρήνος της νιότης στα κλαδιά της σωριασμένης τόλμης!..

 

Ανάμεσα σε δυο μορφές αγώνα

ω, ερημιά του νου   αμηχανία της δράσης…

Γδύσου αν μπορείς λοιπόν της μνήμης σου το δέρμα

ξέχασε αυτά που γύρευες

ή σκότωσέ τα για να τ’ αναστήσεις ύστερα πιο πέρα

γίνε ένα με το ποδοβολητό που τα συνθλίβει

προχώρα με τον τσακισμένο αυτόν ορίζοντα μπηγμένο στο μυαλό σου!..

 

Ω, εσείς που είστε καινούριο στον αγώνα

σεις που δεν σας βασάνισε αμφιβολία και ήττα

συλλογιστείτε αυτούς που νικήθηκαν κάποτε

συλλογιστείτε αυτούς που αφήσαν τις καρδιές τους

ανατιναγμένα οχυρά μακριά βαθιά στο μέλλον.

 

Τώρα μαζί σας σ’ άλλες πολεμίστρες

αρχίζουν πάλι και ξανά   ζητώντας πάντα τη χαμένη ενότητα

τώρα μαζί σας κι όμως ολομόναχοι

τραβάνε σα μαγνήτες πάνω τους το θάνατο – ω,

μιλώ  - μιλώ κι ας μη μ’ ακούτε,

μαζί σας κι όμως ολομόναχος

-ένας πομπός που έχασε επαφή

ένα αεροπλάνο στο σταυρό των προβολέων π’ αστράφτει!..

[όγδοο απόσπασμα  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962]

 

ΑΞΑΦΝΑ ΑΝΑΤΙΝΑΧΘΗΚΕ Η ΣΤΙΓΜΗ  ΣΚΟΡΠΙΣΤΗΚΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ…

(ένατο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962)

… με πυρωμένα θραύσματα η καρδιά μοιράστηκε στον άνεμο

αστραποφέγγοντας το φαγωμένο πρόσωπο της ιστορίας!..

 

‘Όταν ξαστέρωσε η βροντή

ρίζες στη γη άπλωνε το αίμα και κλαδιά η κραυγή στον ουρανό,

όμως το δένδρο χάθηκε,  πού να ’ναι

πού να ’ναι ο δυνατός κορμός για ν’ ακουμπήσουμε;

 

Τύψη σκουριάζει τις ζεστές ακόμα κάννες

τύψη σκουριάζει τη φρυγμένη Αθήνα

οι άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουν στα βαθιά ουράνια υπόγεια

βουβοί χωρίς ν’ αγγίζονται και δίχως να κοιτάζονται στα μάτια

γιατί δεν ξέρεις ποιος παραφυλάει πίσω απ’ τα λόγια και τα βλέμματα,

ποια στάχτη κρύβεται κάτω απ’ το δέρμα του αδελφού σου!..

 

Σέρνεται ο ήλιος μες στους δρόμους και βροντάει

σαν μια αρμαθιά κλειδιά – κανέναν δεν ανοίγει και τρομάζεις

γιατί μπορεί και να βαστάξει αυτό καιρό

και πιο πολύ γιατί δεν ξέρεις

μήπως είναι νωρίς ή αργά για θάνατο!..

 

Όταν ξαστέρωσε η βροντή

μέλλον και παρελθόν τον είχαν πια μοιράσει.

Πικρή διαύγεια το άδειο μας παρόν

και μες στη ρημαγμένη μας καρδιά

τυραννικός κι ακόπαστος   της ζωής ο αιώνιος ρόχθος!..

 

ΞΕΡΙΖΩΣΕ ΜΕ ΑΝΕΜΕ, ΞΕΡΙΖΩΣΕ ΜΕ…

(… πάρε μου τα πουλιά, πάρε μου τα’ άνθη και τα φύλλα…)

 

τίναξε από τις ρίζες μου το χώμα της καρδιάς του, στέγνωσέ με

κάνε με αστραπή να δέρνομαι στα ουράνια!..

 

Μπροστά στο μέγα ρίγος, ποιο το φως,

ποια η φτωχούλα αυτή δροσιά ζωής που μας πλανεύει,

τώρα που Αυτός σαν δύτης κατεβαίνει

στους σκοτεινούς βυθούς της ύπαρξής μας,

ρόδο βαρύ στριφογυρνώντας κατεβαίνει

μαδώντας μέσα στα νερά τα ματωμένα πέταλά του – έτσι γδυτός απ’ όλους τους παράδεισους

όποιος μπορεί να βαστάξει την ανάσα του για πάντα

να ξεχειλίσει μ’ ένα μόνο του σφυγμό άξαφνα τον κόσμο, αυτός μονάχα

ας μπει στην απεραντοσύνη του έρωτα και του θανάτου!..

 

Κρατώ τα κρύα μάνταλα της πόρτας και χτυπάω το μέτωπό μου στο κατώφλι που ποτέ,

ποτέ, ποτέ δεν θα ξαναδιαβούν τ’ αγαπημένα πόδια

σβήνω τους κήπους σαν φωτιές επάνω στο κορμί μου

χιονίζω λόγια απόκοσμα τις νύχτες!..

 

Να ’ταν να σ’ έδινε ξανά πίσω σε μας η μοίρα σου

να ’ρχόσουν συναπάντημα άξαφνο στους ιδρωμένους δρόμους

κι ω, να γινόσουν πάλι σάρκα

ανάσα γύρω απ’ τη στεγνή μου απελπισία

αίμα ανθισμένο στο αίμα μου

χαλάρωμα χεριών στα μεθυσμένα μου μαλλιά

ω!,, να γινόσουν πάλι σάρκα…

-ξερίζωσέ με, άνεμε, ξερίζωσέ με!..

 [δέκατο απόσπασμα  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962]

 

ΚΑΝΕ ΝΑ ΠΑΨΕΙ ΕΤΟΥΤΗ Η ΜΟΥΣΙΚΗ…

(Plouton Club  ενδέκατο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962)

φτάνει πια τα’ άγριο ξέγδαρμά της φτάνει

Τι έρχεσαι πάλι αφού πια έχεις πεθάνει

και βάζεις με μανία τρελή

 

τους δίσκους π’ αγαπούσαμε παλιά

-δίσκοι που γίναν και κηλίδες αίμα

δίσκοι που γίναν πια πλατείες αίμα

μ’ άθαφτα πάνω τους κορμιά…

 

Απ’ τα δικά μου κι όλων τα δεινά

τάχα πόσον καιρό μπορώ να λείψω;

ω, μη μου βάζεις την καρδιά στο γύψο

το ράγισμά της δεν περνά.

 

-Τι κλαις, τι θες ακόμα, τι ζητάς;

-Πάμε  να φύγουμε – και πού να πάμε;

δεν ξεδιαλύνω οι δρόμοι πού τραβάνε,

τι θέλει το αύριο από μας.

 

Βρες μου να μου ταιριάζει μια μορφή

αγώνα, που σώζει δίχως να σκοτώνει.

Κοίταξε τι καπνός και πόση σκόνη

μέσα μας, τι καταστροφή…

 

-Λόγια θαμπά κι αγγίγματα τεφρά

σκάβουν τη σάρκα μου. Ποιος είσαι;

Λύσε μου τα μαλλιά των θρήνων,  λύσε

το αίνιγμα που μας τριγυρνά.

 

Πάλι σε μπέρδεψα με τον Νεκρό

ω, μη δε μοιάζουμε όλοι πεθαμένοι;

Είμαστε άνθρωποι που δεν τους συμβαίνει

τίποτε, τώρα καιρό.

 

Παράλυτη και λαίμαργη γενιά,

πάμε να φύγουμε – Και πού να πάμε;

Πάμε να φύγουμε από δω, φοβάμαι,

γρήγορα φτάνει η παγωνιά.

 

Τι μάταια που ’χουνε όλα ξοδευτεί…

Σάμπως να γίνηκε έκρηξη εδώ μέσα

και οι σάρκες μας που απ’ το όνειρο στερέψαν

στους τοίχους έχουν τιναχτεί.

 

Πάμε να φύγουμε… - Μα τι ωφελεί

αν από τη σωστή πόρτα δεν βγούμε;

Με αίμα πρέπει να σκάψουμε να βρούμε

την έξοδο προς τη ζωή!..

 

 

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

(… φώτα παραδαρμένα στον αέρα – κι οι σκιές μας…)

 

πότε τινάζονται μακριά και χάνονται μες το σκοτάδι

πότε χυμούν ολόισια πίσω στην καρδιά μας

-παλίρροια νύχτας μες τα φαγωμένα μας κορμιά!..

 

Από σταθμό σε σταθμό χάνοντας όλο και πιο πολύ τον πόθο της αποδημίας

στεγνό ταξίδι σε μια δίσεχτη εποχή

κι η σάρκα μας να γίνεται καπνός μες στα παλιά βαγόνια

-σάπιοι συρμοί σαν τη σπασμένη ραχοκοκαλιά της ιστορίας μας

απελπισμένοι μετανάστες

ζητώντας να ξεφύγουμε από έναν τόπο όλο αίματα και πέτρες…

 

Τόσο πολύ ποθήσαμε να ζήσουμε σ’ αυτή τη γη

τόσο πολύ αρπαχθήκαμε από πάνω της,

που την γεμίσαμε γδαρσίματα και φοβερές πληγές

-η ομορφιά της σκοτωμένη πια βαθιά μέσα στη μνήμη μας

κι αυτοί που ξεσηκώθηκαν ν’ αλλάξουν τη ζωή μας

χαμένοι απ’ τα ίδια μας τα χέρια.

Συφοριασμένοι εμείς τι φταίγαμε

τι θέλουμε κι εμείς ν’ αλλάξει η μοίρα μας,

όμως συνηθισμένοι στα ξωκλήσια και στα τάματα

στο ατέλειωτο σπαρτάρισμα μέσα στο δίχτυ

θάμα προσμένουμε να ’ρθει.

Μα ήρθε αγώνας σκοτεινός σπάραξε τη ζωή μας

σκόρπισε το αίμα μας σε φλέβες που δεν τις γνωρίζαμε

χάσαμε τη φωνή μας προχωρώντας σε λαγούμια ατέλειωτα,

είδαμε ανθρώπους

να ξεψυχούν με τη δική μας την ψυχή στα δόντια τους

το αβέβαιο μας παίδευε σε κάθε βήμα

συφοριασμένοι εμείς πώς να πιστέψουμε

σ’ αυτό που χάραζε πιο πέρα;

 

Όχι, καλύτερα όπως ήμασταν και πρώτα

είχαμε ένα ξερό χωράφι για να πίνει τον ιδρώτα μας

ή μια μικρή θεσούλα σε πολυόροφους σαρκοφάγους

της στέρησης το κίτρινο αίμα κύλαγε ήσυχα στις φλέβες μας

η λευτεριά μας ήταν το μεθύσι κι η βλαστήμια

κι η ήρεμη απελπισία γι’ αυτά που έρχονται και φεύγουνε χωρίς να μας ρωτούν

δεν ήμασταν υπεύθυνοι για τίποτε – πώς να βαστάξουμε άξαφνα

ολόκληρου του κόσμου την ευθύνη;

 

Συφοριασμένοι εμείς τι φταίγαμε!..

Αυτούς που ξεσηκώθηκαν ν’ αλλάξουν τη ζωή μας

τους πνίξαμε καθώς η μάνα το παιδί που δεν μπορεί να θρέψει

σίδερο αλείψαμε τα χέρια μας

κράνος φορέσαμε στην κουρεμένη μας καρδιά

λιώσαμε τα βουνά της ανταρσίας – οι ψυχές τους

φτερούγισαν και χάθηκαν μες τους καπνούς –

σβήσαμε τις παράνομες φωτιές στις πόλεις με του τρόμου μας το χνώτο…

 

Καλύτερα όπως ήμασταν και πρώτα – μα κι αυτό το χάσαμε

ο αγώνας που μας αγγελόκρουσε

άφησε αγιάτρευτα σημάδια πάνω μας

γευτήκαμε από τη στιφή κι ανεξιλέωτη γνώση

-και πώς να μείνεις τώρα σ’ ένα τόπο όλο φαντάσματα

και πώς να μείνεις μες στα σπίτια αυτά, σαν ξύνει ο άνεμος τα λέπια του στις στέγες

κι αρπάζουνε φωτιά τη νύχτα τα σεντόνια,

τι άλλο μας έμεινε λοιπόν παρά να φεύγουμε,

ξεγελασμένοι κι από ελπίδα κι από απόγνωση.

Στεγνό ταξίδι σε μια δίσεχτη εποχή

απελπισμένοι μετανάστες σε παλιά σάπια βαγόνια

πώς θα μπορέσουμε τώρα να βγάλουμε απ’ το στήθος μας

αυτές τις ράγες, που όσο φεύγουμε,

τόσο και πιο βαθιά μπήγονται στην καρδιά μας;

[δωδέκατο  απόσπασμα  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962]

 

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΓΥΡΩ ΜΑΣ ΠΟΝΑΕΙ  ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΡΧΙΣΕ ΚΑΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ…

(… όλο και πιο βαρύ, πιο αβάσταχτο  

σταματημένη ζωή   σταματημένος θάνατος

- ένα τέλος σκληρό και φωτεινό δε μας δόθηκε…)

Με το κορμί στον ίσκιο του κορμιού μας    με την ψυχή στον ίσκιο της ψυχής μας   μάταια προσμένουμε τη μέρα που για όλα πια είναι αργά.    Η φρόνηση του φόβου δεν μας φύλαξε   η απελπισία δεν άντεξε   σωριάστηκε η μεγάλη μοναξιά   κι ολόξαφνα μας βρήκε πάλι η ελπίδα   ξυπνώντας πεθαμένες ρίζες μέσα μας, ραγίζοντάς μας   όπως τα πεζοδρόμιας της τελευταίας διαδήλωσης…   Ένα τέλος σκληρό και φωτεινό δεν μας δόθηκε   επιζήσαμε   και τώρα πια δεν είναι τρόπος να ξεφύγουμε απ’ αυτό που ακόμα γύρω μας πονάει   αυτό που άρχισε και πρέπει να τελειώσει!.. Μέσα απ’ το ρόγχο της γριάς χιλιετηρίδας   χυμάει ο ήλιος κραταιός  -  ο νέος αγώνας!..   [13ο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ 1962 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 - 2006]

Παρασκευή, 19 Μαΐου 2023

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ