Πέμπτη 29 Ιουλίου 2021

ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΠΟΥ ΣΤΡΙΦΟΓΥΡΝΑΕΙ ΣΑΝ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΣΤΟ ΚΛΟΥΒΙ (θα κάμουν τα παιδιά να ορκιστούν μια νέα ζωή)

 Όχι σαν τα πουλιά, που τα τυφλώνουν με καρφίτσες πυρωμένες και κελαηδούν σπαρακτικά,

ώσπου να σπάσει η αστέρινη καρδιά τους,

ώσπου το διάφανό τους ράμφος ν’ ακουμπήσει στην πλάκα της σιωπής απλώνοντας  μια κόκκινη κηλίδα,

για ν’ αρχινάνε απ’ αυτού τη ρέμβη τους τα  μάτια που χορτάσανε το γέλιο,

για ν’ αρχινά απ’ αυτού η φιλολογία μιας βρωμερής ευαισθησίας  τυράννων,

όχι σαν τα πουλιά που τα τυφλώνουν…

Οι αμείλικτες φωνές μας θα τρελάνουν τη σιωπή, και θα λυσσάξουν την παχιά ησυχία,

θα ξεσκεπάσουμε την έκταση του πόνου απ’ άκρη σ’ άκρη,

θα δείξουν όλη την ασχήμια της σκλαβιάς,

θα κάμουν τα παιδιά να φτύσουνε στα μάτια των γονιών τους,

που τα στόλισαν και τα στρίμωξαν σε τόσο σπαραγμό, να καμαρώσουν τις άγριες παρελάσεις,

το αύριο που στριφογυρνάει σαν το λιοντάρι στο κλουβί,

θα κάμουν τα παιδιά να ορκιστούν μια νέα ζωή

τρέχοντας μες στα στάχυα των λυγμών τους…

Για να μην είναι  τσίρκο ο κόσμος,

για να σιγήσουν πια για πάντα τα μεγάφωνα του μίσους,

να κλείσουν τα εργαστήρια της απανθρωπίας

κι όλα τα μαγαζιά που καθιερώνουν τρομαχτικές εκπτώσεις  συνειδήσεων

[ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή]

 


ΔΕΝ ΗΛΠΙΖΑ (από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957)

Δεν ήλπιζα ποτέ μου πια μες στ’ άγρια τα συντρίμμια

να ξανατραγουδήσω, γιατί οι μέρες μου φρικτές

κι η μπόχα τους μου ανέβαζε στα δόντια τη βλαστήμια,

όμως τραγούδησα ξανά σ’ ατίθασες αυλές,

 

όταν τα λόγια της χαρά γίνονταν μαύρο χώμα·

όταν άλλα ναυάγια πια δε βάσταε τούτο το σκαρί,

όταν τριγύρω ουρλιάζανε με τρικυμίας στόμα

τα «έπεσες έξω», κίνησες να πλεύσεις, ω ψυχή,

 

τα έκθαμβα μάτια των νυχτών – φυτείες τυφώνων. Τότες

των νέων κραυγών μου δάγκωσα τις φλέβες και ξέσπασαν,

τότε εγώ πάλι πάλεψα και στου κορμιού τις πρώτες

πληγές επάνω άλλες πληγές – άνθη από φλόγα – σκάσαν.

 

-Σήκω, πρόσωπο αγέρωχο, απ’ τις χούφτες, που δαγκώνεις,

σήκω, η καρδιά σειέται ξανά, τα χιόνια της γκρεμνά,

γκρεμνούν τα όρνια, που ζύγωσαν, άξαφνα ως τα τυφλώνει

μια λάμψη αγάπης άγρυπνης, που το αίμα κυβερνά.

 

Να μη μισήσεις πάλεψε. Στον θάνατο ανήκει

όποιος μισεί. Γιατί είναι το μίσος ξέρα φοβερή,

είναι καπνιά το χώμα του, οι αγέρηδές του λύκοι,

είναι αίμα τα πηγάδια του, τα νέφη του χολή.

 

Όποιον ξεράσει εκεί η ζωή, τότε ξεφτούν κατάρες,

το αίμα του κόβει, κόκαλα στραβώνουνε κι αρμοί,

είναι αδικίες τα χέρια του, τα μάτια του σαχάρες

κι ελπίδα πια δεν έχει αυτός ποτέ για επιστροφή.

 

Ποτέ από μίσος μη μεθάς, μα απ’ άκρατο θυμό ανθρωπιάς

κι απ’ την αγριάδα της τιμής. Το βλέμμα σου να στρίβεις

μακριά απ’ τις βρώμικες ακτές, με νέα τραγούδια να χυμάς

αστράφτοντας τις φοβερές σου νύχτες να συντρίβεις.

 

ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ…

Ι

… Τις φωνές των πουλιών που φύγανε

στο τρομαγμένο διάστημα, που χωρίζει τα χέρια μας από τα χέρια αυτών που δεν θα ξανάρθουν·

το αίμα των παιδικών μας χρόνων, που κυκλοφορεί , χωρίς να εξαργυρώνεται,

το πρόσωπο της αγαπημένης μας σκόρπιο στο πέλαγος  μιας ξένης πολιτείας…

ΙΙ

Σηκώνουμε τους τραυματίες σαν τσαμπιά

… οι φωνές τους ξερίζωσαν τον ήλιο,

σταγόνες αίμα σκορπιστήκανε παντού σαν άχρηστα νομίσματα

κηλίδες αίμα, τρομερά, μεγάλα αποσιωπητικά μες στη ζωή μας…

ΙΙΙ

Γιορτές των πυροτεχνημάτων στην Πορτογαλία

 

Κάγκελα της βροχής μέσα στους δρόμους,

κάγκελα μες  στα μάτια μου,

κάγκελα στην καρδιά μου.

Τι να σου πω, τι να σου πω;

Με μαχαιρώνουν κάθε μέρα,

μου αρπάζουνε κομμάτια απ’ την καρδιά μου.

Γι’ αυτό είναι τόσο ξαφνικά,

τόσο παράξενα πράγματα

τα ζεστά χέρια,

το στρογγυλό πρόσωπο,

τα βότσαλα του γέλιου σου

κι όλα, μικρή μου, ετούτα, που μου λες:

«… γιορτές των πυροτεχνημάτων στην Πορτογαλία…»

ΙV

Κάτοχος, φυσικά, και ξένης γλώσσης,

είκοσι χρονών, με λεπτή κορμοστασιά,

μήνες και μήνες τρέχει για δουλειά.

«-Δυστυχώς δεν εδόθηκαν πιστώσεις…»

 

Πρόσωπα αγαπημένα, πρόσωπα χλωμά

-περηφάνιας γραμμές, μ’ όλη την άλλη

δυστυχία σας στραμμένη από την άλλη-

μην κλαίτε. Αύριο ξανά, αύριο ξανά…

 

Σκάλες, ουρές, ουρές λογής-λογής

χαρτιά κι αιτήσεις πάνω στις αιτήσεις.

Και να ’χεις τόσα, τόσα ν’ αγαπήσεις,

είκοσι χρονών «στο άνθος της ζωής»…

V

Ζωή καμίνι

ζωή σκόνη

ζωή ορθοστασία

ζωή, πότε θ’ αλλάξεις πρόσωπο;

VΙ

«-Άλλαξε ο άνθρωπος» - πώς θες να μην αλλάξει,

πώς θες να μείνει ο ίδιος

όπως όταν τον άφησες για να λύσεις το δικό σου αίνιγμα -

ποιο αίνιγμά;

όπως όταν ξεστόμισες: «αν έχει ο κόσμος βάσανα, κι εγώ έχω τα δικά μου» - ποια δικά σου; -

Σκύβοντας πάνω απ’ τις «δικές» σου τις πληγές,

πάνω απ’ τη «δική σου άβυσσο»

τον άφησες να περιμένει έξω απ’ τις κλεισμένες πόρτες

των ταμείων και των νοσοκομείων,

με ιστορίες κοριτσιών πλεγμένες σε μακριές κι ασάλευτες σειρές,

σαν τη σταχτιά κοτσίδα της άρρωστης πνιγμένη στη βουή του πυρετού.

 

Μισός σκόνη και μισός δάκρυα – πώς θες να μην αλλάξει

σκαμπανεβάζοντας στις σκάλες των δικαστηρίων.

Μισός λάσπη και μισός κραυγή

μες στο ληνό δυο παγκοσμίων πολέμων.

 

Κάτω απ’ τις πένθιμες κωδωνοκρουσίες των νομισμάτων,

που τον παζάρεψαν, τον μέτρησαν, τον σκότωσαν,

πώς θες να μείνει ο ίδιος; Πώς να μη είναι τώρα

ο άνθρωπος ένας ξένος,

ο άνθρωπος, απ’ όπου κι αν τον κοιτάξεις,

ένα πρόσωπο στραμμένο αλλού;

 

Τράβηξε το στιλέτο της σιωπής που ’χεις καρφώσει στο πλευρό του,

μίλησε με το αίμα του,

περπάτησε με την κραυγή του – και θα δεις

για ποια ομορφιά είναι αυτός πλασμένος

και ποια αξημέρωτη ευτυχία είναι η καρδιά του.

[από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957]

 

 

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΧΤΙΣΤΗ  (απ’ τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957)

Νωρίς που από το χάδι σ’ αποκόψαν

κι απ’ το φιλί σε ξεριζώσαν και σε κόψαν…

Και μου ’γινες «μεγάλος», ενώ ακόμη

στάζουν φιλιά απ’ τα δάχτυλά σου κι απ’ την κόμη

και σύννεφο στο βλέμμα σου ανεβαίνει,

που κρύβει εντός του μιαν αστραπή μετανιωμένη..

Κύκνε μου σκονισμένε, ποτέ πια σου

δεν τρέχεις τώρα να χτυπήσεις τώρα τα φτερά σου

στη λίμνη της αγκάλης μου – Κοιτάζεις

τα μαύρα ρούχα μου, γυρνάς κι αναστενάζεις.

Μα όπου κι αν πας δεν φεύγεις μακριά μου,

είσαι ρυάκι που φλεβίζει απ’ την καρδιά μου.

Στα δάχτυλά μου ξάπλωσε, ρυάκι,

κοιμήσου, άγριο μου, αφρισμένο ποταμάκι.

Ποιες στρίγγλες μοίρες θέλουνε, για σπίτι

να ’χεις πορνεία, σφαιριστήρια, μάζικ σίτυ;

Και ποια φριχτά κρεβάτια μ’ άθλιες στρώσεις

σου παζαρεύουν της καρδιάς σου τις εκτρώσεις;

Φύγε, άνεμε κακέ, απ’ τον άσπρο ανθό μου,

κοιμήσου δάκρυ μου, κοιμήσου αχνόγελό μου,

λειψό φεγγάρι, χόρτο πατημένο,

κοιμήσου εσύ, αναφιλητό μου δαγκωμένο.

Πολύπαθο μικρό, γλυκιά μου σάρκα,

ο ύπνος σου να ’ναι σιντριβάνια, να ’ναι πάρκα,

να ’ναι πουλιά, τραγούδια, πανηγύρια,

ποτάμια ολάνθιστα κι αστέρινα γεφύρια,

μικρό μου, που απ’ το χάδι σ’ αποκόψαν

κι απ’ το φιλί σε ξεριζώσαν και σε κόψαν…

 

ΜΙΛΗΣΤΕ ΜΟΥ ΓΙΑ ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΕΣ… ΓΙΑ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΓΙ’ ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ (σε μια ταξιθέτρια που λιγοθύμησε):

Μιλήστε μου γι’ αστροφεγγιές,

δώστε μου σιντριβάνια,

πέστε και ξαναπέστε μου τον παιδικό σκοπό, που σφύριζα γυρνώντας

μες στα χαμόκλαδα των φώτων της Αθήνας

-δρόμοι που παίζαμε,

λόφοι πυρπολημένοι από πανσέληνο,

με φυσαρμόνικες ανάμεσα στα πεύκα,

δεκαοχτώ χρονών - κι ουρανός ξεστήθωτος

να σ’ αγκαλιάζει… Ω!.. Άλλο μη λέτε απόψε∙

μονάχα γι’ αστροφεγγιές.

Ξέρετε, βέβαια, τι με πνίγει.

Την ξέρετε την μυρωδιά του σινεμά,

την ταγγάδα του καπνιστηρίου,

τις ξέρετε τις σκάλες του εξώστη

κι αυτά τα νεύρα, που δαγκώνουν πίσω από τα γόνατα…

 

Γι’ αστροφεγγιές

και γι’ αναμμένες κερασιές μιλήστε μου,

για τις τρελές χορεύτριες των περιβολιών που στροβιλίζονται,

ωσότου να ζαλίσουν τ’ άστρα,

ώσπου να φτάσει η αυγή να γείρουν δακρυσμένες στο χλωρό χαμόγελό της

-κι ας σπάει η απελπισία τα δόντια της στης νιότη της μας το βράχο!

 

Μιλήστε μου γι’ αστροφεγγιές,   για κερασιές

και γι’ ανοιχτά παράθυρα   - ω, ανοιχτά παράθυρα

ω ανάσα από τη θάλασσα

φωνή που με φωνάζει από μακριά με το χαϊδευτικό μου

μιλήστε μου, ακούω,   δεν έχω καμιά λιγοθυμιά.

Οι άνεμοι ζαλίστηκαν,

ζαλίστηκαν χορεύοντας γύρω από την καρδιά μου.

 [ποιήματα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957]

Τι γίνεται όταν ο ποιητής «αυτό που γυρεύει είναι όχι η μετουσίωση, αλλά ακριβώς το άγγιγμα του αμετουσίωτου, του ατόφιου, του μη επιδεχόμενου μορφοποίηση»; Και ποιά θα είναι η ποίηση του ποιητή που υπερασπίζεται αυτό ακριβώς που δεν μπορεί να μορφοποιηθεί, αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί; Μοιραία θα οδηγηθεί σε μια καταλυτική αντίφαση και σε μια ιδιαίτερη ποίηση τόσο γόνιμη όσο και το πάθος της υπεράσπισής της. Ο Βύρων Λεοντάρης έχοντας συνείδηση αυτού του πάθους, έγραψε για τον Καρυωτάκη: «Οριακός ποιητής με ποιήματα αμετάκλητα – δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας» καθώς δεν περπατούσε «στο χείλος του γκρεμού» γράφοντας, αλλά είχε «αντικρύσει κατά μέτωπο τον γκρεμό», εκεί όπου «η ποίηση φτάνει στην οριακή της στιγμή». Αυτήν την οδό ακολούθησε και ο ίδιος, γράφοντας ποιήματα σαν «δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας», γνωρίζοντας συγχρόνως πως ο βαθύτερος πυρήνας της λειτουργίας αυτής είναι και θα παραμείνει άβατο.

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΜΟΥ ΠΕΦΤΟΥΝ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (μερικά σκάνε και σκοτεινιάζουν πιο πολύ τη νύχτα. Άλλα ξεχνιούνται στο χώμα)

 Τώρα ανεβαίνω προς την οροφή   και η μέρα μου καίει το πρόσωπο.

Κλαίω με κόκκινα δάκρυα.

Από τις τσέπες μου πέφτουν ποιήματα.

Μερικά σκάνε και σκοτεινιάζουν πιο πολύ   τη νύχτα.

Άλλα ξεχνιούνται στο χώμα.

(Είναι βέβαιο ότι μετά από χρόνια   θα θυμηθούνε την έκρηξη

Τη λειτουργία τους δηλαδή   και θ’ αλλοιώσουν τη σύσταση του πληθυσμού).

Τώρα ανεβαίνω προς την οροφή   του δωματίου.

Σαν πίδακας νερού.   Σαν διψασμένο μάτι.

 

Μόλις φτάσω   - μονόχρωμες πεταλούδες θα πεταχτούν

από το αίμα μου -

 

Δυνατός αέρας μου παίρνει τα κόκαλα.

 

Φως.

 

Στιλπνό και ζεστό φως θα χωθεί   ίδιο πουλί κάτω απ’ τη μασχάλη σου.

 

Κάτω περιμένουν    με ανοιχτά στόματα.

[Η ΑΝΑΛΗΨΗ από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975  –κι άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή, την οποία προλογίζει το μότο: «Να ’στε ενοχλητικοί, να ’στε άμμος, όχι το λάδι στα γρανάζια του κόσμου» Gunter Eich]

 


ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Το σπήλαιο μέσα, εκτός από ανθρώπους   έχει κι άλλα θαύματα.

Όπως φως, μουσική, νερό, σκοτάδι

και στη μέση τη νέα μου γυναίκα.

Κόκκινη με ηλεκτρισμένο δέρμα

να διαγράφει τροχιά γύρω από τον εαυτό της.

Ακόμη το σπήλαιο ανάπνεε σιγά και σου θύμιζε κήτος.

 

Μια μέρα, είτε επειδή βαρέθηκε είτε επειδή δίψασε

άρχισε να μετακινείται αργά προς τη θάλασσα.

Ο φύλακας μάταια το φώναζε με το μικρό του όνομα.

Αυτό έφευγε αργά προς τις θάλασσες.

Ο φύλακας βάρεσε συναγερμό.

Μετά νομίζω άρχισε να πετάει κιόλας.

 

Η ΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΣΠΡΗ (στον Τάκη Σινόπουλο)

Το άλλο δωμάτιο είναι χώρα μακρινή.

Έχει ήλιους, δάση και ποταμόπλοια ευτυχισμένα.

Το άλλο δωμάτιο είναι μια χαράδρα   στο μυαλό μου.

Κάνω να πάω σ’ αυτό και βρίσκομαι εδώ.

Εδώ χωρίς αναπνευστική συσκευή

στριμωγμένος με τα έπιπλα και τα βιβλία.

Το ποτάμι σπάει τις πόρτες

και φέρνει μέσα τους νεκρούς των βαλκανικών πολέμων.

Άγρια σλάβικα τραγούδια τρομάζουν τα μάτια μου.

Εσύ υπάρχεις βέβαια και κοιμάσαι την άλλη ζωή σου

σχεδόν πεθαμένη και πολύ αγαπημένη.

Αεροπλάνα διασχίζουν την οροφή

και ρίχνουν αγγέλους – μαζί πετούν

και τον Γκεβάρα στον κήπο –

 

Πετάγομαι έξω τρέχοντας και μια αχτίδα ήλιου

με καρατομεί, λες και είμαι προδότης.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

Η ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Η άλλη μέρα είναι ένας άλλος θάνατος

κομμένος και ραμμένος στα μέτρα σου.

Ένας θάνατος ηλεκτρικός   χωρίς πριν και μετά.

Όπως εκεί που τελειώνει

ο ώμος και δυο δάχτυλα κενό

σε χωρίζει από τις φωνές.

 

Με το φασματοσκόπιο βάζω

κάποια τάξη στην ομορφιά σου

που διαθλάται και ρίχνει   τοίχους και ταβάνια.

 

Παγώνω με το λευκό παντού,

το φως να με σημαδεύει

και τη σιωπή να τρίβεται στον ουρανίσκο μου

βογκώντας.

 

ΣΕ ΤΣΟΥΒΑΛΙ

Θα χωρέσεις σ’ αυτό το πράσινο Ποίημα    θες δεν θες

 

Εκεί μέσα είναι ζεστά.

Έχεις χορτάρι, ουρανό και λίγο όνειρο.

Εξάλλου το Ποίημα είναι γυάλινο   και θα κοιτάζεις έξω!..

Πρέπει να καταλάβεις    γιατί επιμένω τόσο.

 

Εκτός αν θέλεις την τύχη μου.

 

-Και τώρα που σου μιλάω    δεν είμαι πουθενά –

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

Η ΠΡΟΤΟΜΗ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975):

Κυριακή πρωί, γυαλίζει όλη η χώρα.

Ο Κώστας Καρυωτάκης  «αποκαταστημένος» πια

σε άγαλμα, μαύρος και γελώντας πυροβολεί.

 

Αν δεν είχανε κάνει όλες τις μέρες

καθαρές Κυριακές ακόμη αν δεν συνέβαιναν

αυτά και τα άλλα που ετοιμάζουν

θα έτρεχα τώρα πάνω στη λίμνη

στα Γιάννινα κυνηγώντας τη μουσική σου

με το κεφάλι του Πασά στο χέρι.

 

Αχ, θα έτρεχα πλάι στο κορμάκι σου.

 

Ο ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ και το ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΘΕΡΜΟΜΕΤΡΟ

Φώτα ανάβουν. Φώτα σβήνουν.

-Ξέρεις εκείνο το κλικ. Αλλά με ξένο χέρι –

Η μνήμη μου ανεβοκατεβαίνει   σαν θερμόμετρο.

Μια πάνω. Μια κάτω.

-Φυσικό είναι που έσπασε –

 

Στο διάβολο τα φώτα σας

με στραβώσανε και μου ’σβησε

το κεράκι μου.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

ΑΝΑΣΤΡΟΦΟ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Η ζωή μου ανάστροφος κρεμαστός κήπος,

βγάζει καπνούς σαν χαλασμένο τρένο.

Το αίμα σφυρίζει γύρω τριγύρω.

Η μνήμη μου σφιγμένη τανάλια

σπάει το καρύδι του μυαλού μου.

Ποντίκια τρώνε την ψίχα του

και πετούν για τον ουρανό.

Και το κακό πάει λέγοντας.

 

Το παράξενο σ’ αυτή τη κοσμοχαλασιά   είναι το πρωί.

Κάθε πρωί κατεβαίνεις φωτιά με αλεξίπτωτο

σ’ αυτή την έρημο για να πεις καλημέρα

στις χίλιες μεταμορφώσεις μου.

 

Η ΒΡΟΧΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Βρέχει, όπως στις ρωσικές ταινίες.

 

Ο ουρανός έσπασε.

Ρίχνει στρατηγούς και διαβόλους.

Ακούω τα παγωμένα φώτα

των αυτοκινήτων να κατεβαίνουν.

 

Οι καπνοί των τραγουδιών σου

δεν συγκινούν αυτόν που εξουσιάζει.

Φέρνει και ανάβει τη νύχτα

για να ζεστάνει τα γένια του.

 

Φοβάσαι.

 

Λίγο ακόμη να κρατήσει η βροχή   θα σβήσει ένα πουλί.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Εδώ που είμαι φέγγει ο άνεμος.

 

Ο τοίχος άσπρος και μακρύς σαν επίδεσμος.

Σκόρπια μυαλά και χυμένη χλωροφύλλη.

 

Οι ξένοι τραβάνε φωτογραφίες για ενθύμιο.

Το διάφραγμα πάγωσε στον ήλιο.

Όλες οι φωτογραφίες ένα τετράγωνο μαύρο   και τίποτε άλλο.

 

Τα χεράκια σου σφιγμένα   αναπνέουν με μεγάλες παύσεις.

 

Εδώ που είμαι ο άνεμος τρέμει    σαν νερό.

 

ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ

Τώρα βολέψου όπως μπορείς

σ’ αυτό το μέρος με τα ρολόγια σου

και το σκουριασμένο ουρανό.

Κάνε ένα ζεστό μπάνιο

να φύγει από πάνω σου    ο θάνατος.

 

Ο θάνατος, άλλη ιστορία κι αυτή.

 

Τη στιγμή που καθαρίζεις το λουτρό   - το μαυσωλείο σου –

 

Αυτή είναι η Νιόβη που μ’ ένα φακό

περνά τη σπηλιά, για να βρει τη σιωπή της.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

Ο ΚΟΣΜΟΣ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Εκκλησιαστική μουσική με ζώνει σα φίδι

και ανοίγει η άδεια πεδιάδα η βεντάλια   ο νους μου.

Τρέμω.

Πιάνω το λωτό σου, την κοιλιά σου

και βλέπω τους απογόνους μου να περνάνε

την πεδιάδα και το ποτάμι και να μου χαμογελάνε

με επιείκεια για τα εγκλήματα που δεν κατόρθωσα.

Τρέχει το φως.   Τρέχει το νερό.

Όποιο προλάβει θα με κάψει.

Πράσινη υγρασία η φωνή σου με καλεί

πάλι μέσα στη μουσική των αγρίων

με τύμπανα βελούδινα, πολλά τύμπανα.

Ένα - ένα φεύγουν όλα.

Μένει η τρέλα σου ένας λευκός ελέφαντας μόνος.

Ανεβαίνεις και γυρνάς τώρα οπλισμένη στο πλήθος.

Δένδρα αναδύονται στον αέρα – προσέχεις μην πατήσεις ούτε ένα φύλλο

Από την άλλη μεριά περνά ο Καρυωτάκης με μαύρο κουστούμι

και καθαρό κολάρο.

Αυτή η καθολική ισορροπία σε κούρασε.

Τραβάω την κουρτίνα και κάνω μια απότομη κίνηση

με το μικρό μου δάχτυλο.

Και στον φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.

Έτσι για γούστο, δηλαδή για το χατίρι σου.

Για να μη λυπάσαι και κατεβάζεις τα μάτια

στον κάτω κόσμο τον αληθινό.

 

ΜΙΚΡΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ

Η θάλασσα κατεβαίνει    από πολύ ψηλά.

 

-Ο προσωπικός μου ανακριτής

ρωτάει επίμονα γιατί δεν χρησιμοποιώ

το κίτρινο χρώμα στη δουλειά μου –

 

Λοιπόν η θάλασσα από την άλλη μεριά

είναι σιδερένια με ξερές λάσπες,

γρήγορες πατημασιές

και κόκαλα – πες ηρώων να ξεμπερδεύουμε –

 

Ακόμα υπάρχουν τρένα που πηγαίνουν σιγά

για να βλέπεις τη φύση να ανοίγει τα φτερά της.

 

Τώρα τι κάθομαι και τα λέω αυτά.

Είναι γνωστό ότι στις υπό ανάπτυξη χώρες

τα ξενοδοχεία βάφονται κίτρινα.

Επίσης η ένδειξη «προσοχή η περιοχή βρίθει καρχαριών  κλπ»

έχει κόκκινα γράμματα.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

Η ΑΝΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975):

Με μια δεκάρα στα δόντια

βυθίζεται στη μέρα,   το ενυδρείο σου.

Κατεβαίνεις πέτρινη βαριά σαν την πατρίδα μου.

Ή καλύτερα άδεια μπουκάλα κατεβαίνεις.

Μπορείς ακόμα και βλέπεις δυο πουλιά   να λάμπουν στο φως.

Αγνοείς τη νύχτα που κατρακυλά

ίσια στο κεφάλι σου σφυρίζοντας.

Δεν καταλαβαίνεις και χαμογελάς   στη λάβα που έρχεται.

 

Παίζεις μ’ ένα ξυράφι    στα δάχτυλα.

 

ΤΑ ΝΥΧΙΑ

Αυτά τα νύχια θα με τρελάνουν οπωσδήποτε.

Τα κόβω κι αμέσως μεγαλώνουν – ιδίως τώρα

την άνοιξη δεν υποφέρονται –

Λένε: μεγάλα νύχια – μεγάλα ταξίδια.

Δεν τα θέλω τα ταξίδια.   Θέλω να ξέρω πού βρίσκομαι τώρα.

 

Μεγαλώνουν συνέχεια, γεμίζουν το δωμάτιο

μαγκώνουν τις πόρτες, μ’ εμποδίζουν στο φαγητό,

στην τουαλέτα, στο δρόμο.

Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν μπορώ   να σ’ αγκαλιάσω.

Μόλις πάω να σ’ αγγίξω   τυλίγομαι γύρω σου, σε ματώνουν.

 

Τα χώνω στις τσέπες   σχίζουν το παντελόνι

βγαίνουν έξω.

 

Τώρα θα μου πεις: εδώ χάνεται ο κόσμος   για νύχια θα μιλάμε;

Να τα πάλι, μεγαλώνουν σαν τις νύχτες.

Σκέφτομαι να κόψω τα χέρια μου για να ησυχάσω.

Αλλά είναι βέβαιο, θα φυτρώσουν στην πλάτη μου

-θα βρούνε διέξοδο –

 

Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν μπορώ    να σ’ αγκαλιάσω

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

ΤΟ ΟΠΤΙΚΟ ΝΕΥΡΟ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Επειδή τα μάτια βλέπουν τη μουσική

και ακούνε το τοπίο να βουλιάζει στον ήλιο.

Με άλλα λόγια   επειδή είμαι γυάλινος

και φαίνεσαι μέσα μου κάμπια

που ετοιμάζεται να γίνει ψυχή και να φύγει.

Ακόμη γιατί δεν ξέρω καμιά προσευχή

για να τα εμποδίσω όλα αυτά

και ο έξω κόσμος είναι μια υγρασία

που σου τρώει τα κόκαλα.

Γι’ αυτό δεν βλέπω τίποτα.

Μόνο ξεδιπλώνω τον ουρανό

και φεύγω   συνέχεια φεύγω.

 

ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ

Υποχώρησα ως την τελευταία ζωή μου

ως το τελευταίο καλώδιο.

Σ’ ένα προκαθορισμένο τετράγωνο

με λίγο νερό και ένα κλειδωμένο τοπίο

με πέτρες – που όση ποίηση και αν βάλεις

δεν πρόκειται ποτέ να πετάξουν –

πέτρες ξερές ξεβαμμένες σαν τα λόγια μου

και δίπλα η βλάστηση οργιάζει.

 

Μια τρέλα βγαίνει από τα μαλλιά μου   καπνίζοντας

και από πάνω βρέχει.

-Μέχρι να στεγνώσουν θα ’χω πεθάνει –

 

Η αγάπη μου ακρίδα στην έρημο

δεν ξέρει τίποτα για τις πυρηνικές δοκιμές

 

Ο τύραννος στον κήπο κρεμασμένος

με την κοντινή φωνή του   έξω απ’ το στόμα.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

 

ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Απαλός Ιούνιος μήνας

και τα φεγγάρια πέφτουν βροχή στο δωμάτιο.

Δροσερή πράσινη νύχτα με πολλά φύλλα

ακουμπάει στον ώμο σου και μ’ αγαπάς.

 

Ο σκύλος μυρίζεται τους δολοφόνους    και μουγκρίζει.

 

Ένα λαϊκό τραγούδι ξεφλουδίζει τη νύχτα.

 

Η πραγματικότητά όμως είναι άλλη.

 

-Χθες μεσημέρι ένας άνθρωπος

άνοιξε το μπαλκόνι και ρίχτηκε στην άσφαλτο –

 

Ο ΦΟΒΟΣ ΦΥΛΑΕΙ ΤΑ ΕΡΗΜΑ

Έρπει το πράσινο στο δωμάτιο   και φοβούνται τα έπιπλα.

 

Οι ρίζες των μαλλιών σου δεν ξέρουν τίποτα

για τη  μοναξιά του δέρματός μου.

Βαθύζωνη,   ελικόφρυδη, σε είπε ο Όμηρος.

Μόνο για τα μικρά σου στήθη

δεν είπε τίποτα και μου τρυπάνε τα χέρια.

Αυτός ο ουρανός από πετρέλαιο με εμποδίζει

να περάσω απέναντι, να τρέξω στη χλόη

 

και μετά να κοιμηθώ – βαθύζωνη – να πεθάνω

με το κεφάλι μες το νερό και παραπέρα

οι κυνηγοί να χτυπάνε τις πάπιες

με ομαδικές ομοβροντίες.

Όλα να γίνονται πράσινα σαν μούχλα

και οι κυνηγοί να φωνάζουν πράσινα   στις πράσινες πάπιες…

Γι’ αυτό ο Φραντς Κάφκα τα Σαββατοκύριακα   δεν πήγαινε πουθενά.

Καθότανε σε μια πολυθρόνα   με το λίγο κορμί του γυμνό

κι έπινε γάλα κοιτάζοντας το δωμάτιο μέσα.

 

Ξέρεις πολύ καλά τι μεγάλο αστείο   είναι το σύμπαν.

Μόνο που δεν γελάς.

[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

 

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ (από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975)

Βουτάς τις λέξεις στο μελάνι

και μετά τις καταπίνεις βουβά

-να πάνε στο διάβολο να ησυχάσεις –

 

Κατεβαίνεις στο πηγάδι.

Ένα κόκκινο άλογο

τρέχει αλαφιασμένο   γυρεύοντας νερό.

Ψηλαφίζεις τη γυναίκα.

 

Από πάνω ο ουρανός

κοιλιά ψαριού γλιστράει.

 

Ο χρόνος σπάει τις πόρτες

και βγαίνει σε μεγάλα συμπαγή κομμάτια

 

ΛΟΙΠΟΝ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΤΑ ΜΥΡΙΣΤΗΚΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΗΠΙΕ ΤΟ ΚΩΝΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΗΣΥΧΑΣΕΙ ΜΙΑ ΩΡΑ ΑΡΧΥΤΕΡΑ

Έτσι τρίζουν τα όνειρα και ο ύπνος γίνεται χίλια κομμάτια,   γίνεται άλλο πράγμα:    ας πούμε άλλα όνειρα.    Τα ίδια πάθαινε κι ο Σωκράτης, αλλά αυτός ήπιε το κώνειο και ησύχασε – μόνο που δεν κάπνιζε –   Πράσινα μεγάλα φύλλα τα λόγια σου,   ίσκιος και δροσιά τα μάτια σου.   Ησυχία. Τόση ησυχία που τα μικρά ζώα πέθαιναν χαρούμενα και χορτάτα.    Ούτε κυνηγοί – ούτε όπλα.    Και κει που λέγαμε ότι η μονόχρωμη ησυχία θα κρατήσει, μπήκανε οι άλλοι.    Λοιπόν ο Σωκράτης τα μυρίστηκε όλα αυτά και ήπιε το κώνειο για να ησυχάσει μια ώρα αρχύτερα   [ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΗΜΩΝ ΠΡΟΓΟΝΟΙ από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ 1975]

Παρασκευή, 23 Ιουλίου 2021

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ