Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΝΟΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ

 (… ήπιε τέσσερα διπλά και ξεροσφύρι…)


Στο δεύτερο μια γλυκιά μελαγχολία   Κατέλαβε τις πατούσες του

Στο τρίτο η μελαγχολία πολιόρκησε   Τα γόνατά του

Στο τέταρτο η καρδιά του εκπορθήθηκε!..

 

Σηκώθηκε και βγήκε από το μπαρ

Έξω χιόνιζε ερημιά

Αν κλάψω σκέφτηκε τα δάκρυα μου   Θα λιώσουν όλο αυτό το χιόνι

Οι λάσπες όμως θα ’ναι ανυπόφορες

Κρατήθηκε  

 

Στο δωμάτιο του οι τοίχοι κάτασπροι γυμνοί 

Δεν τόλμησε να βγάλει το παλτό του

Έτσι όπως ήτανε ντυμένος   Πήρε ένα κόκκινο μολύβι κι άρχισε

Να ζωγραφίζει πάνω τους   Έναν ήλιο  ένα πεύκο

Μια θάλασσα  και  μια γυναίκα

Που δεν έμοιαζε και πολύ με γυναίκα

Αλλά  ήταν   Καλύτερη από τίποτα!..

[κι άλλα ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ποιήματα, τρίτη   ενότητα  στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983.

Ακολουθούν επιλογές και από την τέταρτη ενότητα:

ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΑΡΦΙΑ ΓΙΑ ΜΑΛΑΚΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ

όλα με αντιγραφή και επικόλληση από τη  συγκεντρωτική έκδοση:

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

 


ΟΝΕΙΡΟ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

(από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983)

Είδε πως τον είχε χωνέψει μες στη μήτρα της

Ζεστά και σκοτεινά εκεί μέσα και του άρεσε

Κουλουριασμένος το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια

Ένα ηλικιωμένο έμβρυο και δεν ήθελε

Να το κουνήσει από κει αλλά ένιωθε

Πως κάτι τον αρνιότανε τον έδιωχνε

Τον έσπρωχνε τον κύλαγε σαν μπάλα προς το φως

Που τον περίμενε έξω εκδικητικό γαυγίζοντας

¨Νόμιζες πως θα μου ξεφύγεις, ε;

Εγώ θα γίνω ο τάφος σου!»

 

Άνοιξε τα μάτια κι είδε ότι πράγματι

Ήταν θαμμένος μες στο φως πολύ φως

Στοιβαγμένο εκεί πάνω στο γυμνό κορμί του

Άνοιξε τα μάτια κι είδε τον ομφάλιο του λώρο

Κομμένο αλλά λυτό να στάζει παράπονο

 

Η ΧΑΛΑΣΜΕΝΗ ΒΡΥΣΗ

Μια Κυριακή διόλου συννεφιασμένη

Κι όμως το ίδιο θλιβερή

Η δύση κατακόκκινη βαμμένη

Σαν ξεπεσμένη γκόμενα

Που το φτηνό κραγιόν της

Απλώνει απ’ των χειλιών της τις γραμμές

Προς το πηγούνι και τη μύτη

Αλλά και προς τα μέσα

Και της πασαλείβει τα κιτρινισμένα δόντια

Μια Κυριακή πληγή

Άσκημα κακοφορμισμένη

Έξω από το παράθυρο στημένη

Και μέσα  - Μέσα στο σπίτι  Ή μέσα στην ψυχή μου; -

Το ακούραστο μονότονο κλιπ – κλοπ

Μιας βρύσης χαλασμένης που όλο στάζει

Κλιπ – κλοπ  κλιπ – κλοπ

Γιατί να μην μπορώ τη δύναμη να βρω

Να βγάλω απ’ τη ζωή μου αυτές τις Κυριακές

Και να καλέσω επιτέλους τον υδραυλικό

 

ΕΝΑΣ ΜΑΓΚΟΥΦΗΣ

Στους νυχτερινούς δρόμους τα βήματά του   Μόνα ολομόναχα

Ούτε καν ένας μπάτσος να τον ακολουθεί

Ούτε καν ο ίδιος τους ο ήχος να τα συνοδεύει

-Λαστιχένιες οι σόλες του και βαδίζει

Σαν κλέφτης μέσα στη ζωή του –

 

Στο σπίτι αθόρυβα κι εκεί κινείται

Σαν να φοβάται μην ανησυχήσει τα έπιπλα

Που τον φιλοξενούν και τόνε διώξουν

Ή μήπως και ξυπνήσει τα βιβλία

Κι αρχίσουν φλυαρίες που τις έχει βαρεθεί

 

Στο κρεβάτι τα σεντόνια κρύα και βρόμικα

Σαν κατουρημένο χιόνι

Ανατριχιάζει από αηδία και παγωνιά

Και γίνεται κουβάρι χώνοντας τα χέρια

Ψηλά ανάμεσα στα σκέλια του

Σε μια προσπάθεια να τα προφυλάξει

Απ’ την αχρηστία τους

 

ΕΝΑΣ ΛΥΚΟΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΑΣ

Διψάω γι’ αγάπη πεινάω γι’ αγάπη πονάω γι’ αγάπη

Ουρλιάζω γι’ αγάπη πεθαίνω γι’ αγάπη αλλά

Είμαι ο λύκος ο κακός ο λύκος και δεν γίνεται

Δεν είναι δυνατό τέτοια αισθήματα να έχω

Γιατί αν το μάθουνε τα πρόβατα

Θα πέσουνε να με σπαράξουν!..

 

ΑΤΙΤΛΟ

Όλα είναι μέσα σ’ αυτή τη γυάλα

Ο ήλιος και η θάλασσα

Τα ψάρια και οι άνθρωποι

Τα σπίτια τα βουνά και τα ποτάμια

Οι αγάπες τα μίση

Μερικά βογκητά έρωτα

Πολλά πόνου

Όλα εδώ μέσα σ’ αυτή τη γυάλα

Που όταν μένει ακίνητη

Δεν είναι

Παρά μια γυάλα μ’ ένα κόσμο μέσα της

Αλλ’ όταν κάποιο χέρι την κουνήσει

-Και την κουνάει συχνά –

Ένα πικρό πυκνό χιόνι

Σηκώνεται και σκεπάζει τα πάντα

 

ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι

Ωραίο αλλά κι επικίνδυνο

 

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα

Ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο

Όταν τον θυμήθηκαν ύστερ’ από μέρες

Σηκώσαν το καπέλο του

Δεν ήταν από κάτω

 

Μια πάλλευξη τουρίστρια απ’ το βορρά

Τα ’φτιαξε με τον ήλιο

Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες

Σκούρυνε αφομοιώθηκε απ’ το τοπίο

Οι δικοί της τώρα την αναζητούν

Μέσω του ερυθρού σταυρού

 

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός

Αν τους βαστάει τώρα

Ας με ξαναδείρουν, είπε

Πήρανε ο μπαμπάς και η μαμά

Μαχαίρι και πιρούνι

Και χωρίς να τρυπηθούν

Του φάγαν την καρδιά

 

Ένα σκυλί κυνηγημένο

Δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε

Ύστερα έφαγε όλο το κορμί του

Έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα

Ν’ ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο

 

Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο

Ακίνητο ένα καλοκαίρι

Φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά

Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;

Κανείς δεν ξέρει.

 

ΤΥΨΗ

Ήτανε δύση αυτή ή ήτανε σφαγή;

Κόκκινος αίμα ο ουρανός

Κόκκινη αίμα η θάλασσα

Τρόμαξαν τα πουλιά

Λαχτάρισαν τα ψάρια

Βγήκε αηδιασμένος ο κολυμβητής

απ’ το πηχτό νερό

 

Το βράδυ που ’πεσε σε λίγο

Δεν έφερε γαλήνη στην καρδιά του

-Λες να κολύμπησε σε αίμα αθώων; -

Όλη τη νύχτα μες στον ύπνο του περνούσαν

Ορδές βαρβάρων φονικές

Κι ήταν αυτός ο αρχηγός τους

 

ΘΑΝΑΤΟΣ

Η γάτα καθισμένη στο παράθυρο

Ή ξαπλωτή στο μαξιλάρι

Ή με τη ράχη τανυσμένο τόξο

Σημαίνει κάτι όπως σημαίνει

Επίσης κάτι το παράθυρο

Το μαξιλάρι και το τόξο

Όπως σημαίνει κάτι το χρυσόψαρο

Κλεισμένο μες τη γυάλα

Κι η γυάλα που το κλείνει

Και το νερό κι αυτός που έβαλε

Νερό και ψάρι μες στη γυάλα

Και τη γυάλα πάνω στο κομό

Και το κομό μέσα στο σπίτι

Όλα σημαίνουν κάτι παραπάνω

Ή παραπέρα απ’ τ’ όνομά τους

Τη στάση τους ή τη διάταξή τους

Μες στο χώρο και το χρόνο

Τα πάντα είναι σύμβολα μιας άλλης

Πραγματικότητας που υπάρχει

Όσο υπάρχουν σύμβολα να την εκφράζουν

 

Κλείνω τα μάτια

Στο σκοτάδι τίποτα δεν σημαίνει τίποτα

 [από τα ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ, τρίτη ενότητα  στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983 με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

 

ΛΕΞΕΙΣ… ΛΕΞΕΙΣ ΤΡΥΠΑΝΙΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ

(…λέξεις ξυράφια στις φλέβες… λέξεις χαλίκια στα δόντια… λέξεις στα ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ Αργύρη Χιόνη… )

Λέξεις δόντια στο σβέρκο

Λέξεις βελόνες στα νύχια

Λέξεις αβγά βραστά στις μασχάλες

Λέξεις κάρβουνα αναμμένα στις πατούσες

Λέξεις καρφιά στις παλάμες

Λέξεις αγκάθια στο μέτωπο

Λέξεις

Λέξεις έλκη στο στομάχι

Λέξεις θρόμβοι στις αρτηρίες

Λέξεις βηματοδότες στην καρδιά

Λέξεις πίσσα στα πλεμόνια

Λέξεις μικρόβια στο σάλιο,

Λέξεις πέτρα στην χολή

Λέξεις χολή στο αίμα,

Λέξεις αίμα στα ούρα

Λέξεις

Λέξεις ευχές,    Λέξεις κατάρες    Λέξεις ξόρκια

Λέξεις αλεξίλυπα    Λέξεις αλεξίπονα    Λέξεις αλεξίμορα

Λέξεις αλεξίλεξα

Λέξεις

Λέξεις έρρινες του θανάτου

Λέξεις συριστές του Σατανά

Λέξεις υγρές του έρωτα

Λέξεις

Λέξεις έγχορδες    Λέξεις κρουστές   Λέξεις πνευστες

Λέξεις χάλκινες

Λέξεις άηχες των αγγέλων

Λέξεις ανύπαρκτες του θεού

Λέξεις της αφής του φίλου

Λέξεις της αιχμής του εχθρού

Λέξεις αγκαλιά

Λέξεις αγχόνη

Λέξεις

Λέξεις μονοσύλλαβες   Λέξεις δισύλλαβες   Λέξεις πολυσύλλαβες

Λέξεις πολυσύλλαβες των ανθρώπων

Λέξεις ασύλλαβες του ποιητή! 

 [ΛΕΞΕΙΣ, ακροτελεύτιο ποίημα στα ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ, τρίτη ενότητα  στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983 εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

 

ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΑΡΦΙΑ ΓΙΑ ΜΑΛΑΚΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ

(τέταρτη ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983)

Ι

Ο καθένας χωριστά ένας κόκκος άμμου

Όλοι μαζί κινούμενη άμμος

όπου βουλιάζει πνίγεται η ελπίδα

Ποιος να τη βοηθήσει ποιος να την τραβήξει

Μόνη της πιάνεται από τα μαλλιά της

Πασχίζοντας να δικαιολογήσει τ’ όνομά της

ΙΙ

Ο καθένας χωριστά μια βίδα ένα γρανάζι

Όλοι μαζί ένα άσκοπο ρολόι

Για να βλέπει την ώρα ο καθένας

ΙΙΙ

Οι άνθρωποι το πιο συχνά

Δεν ξέρουν τι να κάνουν τα χέρια τους

Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους

Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες

Ή  - το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους και τα ξεχνούνε

Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα

Ένα σωρό ποιήματα άγραφα

                   V-

Σαν απονευρωμένο δόντι η ζωή τους

Σφραγίζεται μαυρίζει και σαπίζει

Δίχως πόνο

                   -V-

Ακέφαλοι μας συμβουλεύουν

Κουλοί μας δείχνουν

Κουτσοί μας οδηγούν

Εμείς δεμένοι

Πρόθυμα ακολουθούμε

                   -VΙ-

Η ζωή έχει τους κανόνες της

Ο πόλεμος τα κανόνια του

Όλα κανονίζονται

                   -VΙΙ-

Διανύουμε την εποχή της ερήμου

Ο μεγαλύτερος ποιητής της

Αυτός που θα την τραγουδήσει πιο σωστά

Θα ’ναι μουγκός.

                   -VΙΙΙ-

Η ποίηση είναι ελεημοσύνη στην παλάμη ενός κουλού κόσμου.

                   -IX-

Μια τρύπια τσέπη η ψυχή σας

Όλο για χαμένα αισθήματα μιλάτε

                   -Χ-

Η καρδιά σας κλεισμένη σ’ ένα αβγό

Και τ’ αβγό στην κοιλιά μέσα μιας χήνας

Η χήνα στην κοιλιά ενός λιονταριού

Το λιοντάρι στο κελάρι ενός πύργου

Καταμεσής σε χώρα ανύπαρκτη ο πύργος

 

Πώς να μην είμαστε λοιπόν για την αθανασία σίγουροι

Δράκοι της εποχής μου κοστουμαρισμένοι

                   -XΙ-

Τα χαμόγελά σας με τρομάζουν

Μου θυμίζουν πόσο κοφτερά είναι τα δόντια σας

                   -XΙΙ-

Το αίμα σας χρωματιστό νερό

Το δέρμα σας μια πλαστική σακούλα

Το πνεύμα σας κοπανιστός αέρας

Μέσα σας ένα μηχανάκι κουρδισμένο επιμένει

Είμαστε άνθρωποι είμαστε άνθρωποι

                   -XΙΙΙ-

Φωτογραφικές μηχανές είσαστε

Θάλαμος σκοτεινός τα μέσα σας

Όπου προβάλλεται ανάποδα ο κόσμος

                   -XΙV-

Είσαστε το παραβάν του εαυτού σας

Πίσω σας γυμνή συμβαίνει η ζωή σας

-XV-

Σκύψε – σκύψε πάνω από βιβλία

Η ψυχή μου έχει λιώσει στους αγκώνες

-XVΙ-

Έχω έναν τέτοιο πονοκέφαλο απόψε

Που μόνο η σελήνη αν ήταν ασπιρίνη

Θα μ’ ανακούφιζε

-XVΙΙ-

Να ’τανε σκωληκοειδής απόφυση η καρδιά μου

Να την έβγαζα να ησύχαζα

-XVΙΙΙ-

Τα πολλά τα λόγια τα βαριέμαι

Μα και τα λίγα επίσης

Ακόμα και τα ελάχιστα ναι κι όχι με κουράζουν

Προτιμώ με το κεφάλι μου να νεύω πάνω – κάτω

Ηχεί τουλάχιστον ωραία σαν κουδουνίστρα

-XΙΧ-

Οι λέξεις είναι βδέλλες που μου πιπιλάνε το μυαλό

Η ποίηση είναι η στάχτη που με βοηθάει να τις ξεκολλάω

 

ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΤΟΥΤΑ ΤΑ ΛΕΞΟΣΚΟΥΛΗΚΙΑ ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΨΑΡΕΥΩ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ

(… αν δεν είχα τη λέξη   ΕΙΜΑΙ   δεν θα ’μουνα…)

…Αν δεν είχα τη λέξη  ΣΚΥΛΟΣ  πώς θα ’μουν αφέντης του σκύλου μου    Αν δεν είχα τη λέξη  ΤΡΑΠΕΖΙ   πού θα ’τρωγα το ψωμί μου!..   Αν δεν είχα τη λέξη  ΨΩΜΙ   τι θα ’τρωγα;   Αν δεν είχα τη λέξη  ΤΡΩΩ   τι θα…   Οι λέξεις είναι σκαλοπάτια που οδηγούν   Από το σκοτεινό υπόγειο στο φως   Πριν όμως τους εμπιστευθείς το βάρος σου   Πρέπει να δοκιμάζεις αν μπορούν να το σηκώσουν   Αλλιώς αν είναι σάπια ή φαγωμένα   Σε ξαναστέλνουν κουτρουβάλα στο σκοτάδι!..    [κάποια από τα ΕΙΚΟΣΙΤΕΣΣΕΡΑ ΚΑΡΦΙΑ ΓΙΑ ΜΑΛΑΚΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983  εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000 εκδόσεις Νεφέλη)

Δευτέρα, 27 Φεβρουαρίου 2023

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΠΟΥ ΑΝΑΒΛΥΖΕΙ:

 (…καμιά ζωή πιο δυνατή απ’ τον πόθο

καμιά πράξη πιο τελειωτική απ’ την Ποίηση…)


Μεσ’ απ’ τα φύλλα σ’ είδα   μεσ’ απ’ τα νερά σ’ είδα

στο φως των φύλλων   στα φύλλα των νερών

μεσ’ απ’ τα νερά φεγγάρια   στις λίμνες στους καταρράχτες σ’ είδα

στις λίμνες που φτιάχνει το φως

στους καταρράχτες που κατρακυλάει το φως

το φως γύρω απ΄ το σώμα σου!..

Ερχόσουν προς το άνοιγμα των δένδρων

πατώντας  πετώντας   πάνω από σταλαγματιές

γυαλιστερές θωπείες    στο ανυπόταχτο μαύρο της νύχτας…

Α!.. η νύχτα αχνίζει πίσω απ’ τους ώμους σου

αχνίζει σε φτερούγες   και λάμπει μυστηριακό ένα τρίγωνο

στο στήθος σου:  στόχος εκθαμβωτικός    της ωραιότητας.

Απ’ την πελούζα, τα πολυτρίχια

ως ψηλά στους στεφάνους των υπέρτατων κλάδων

το άνω διάζωμα της τρέλας   μες στη φύση

τις φωνές των σβολιασμένων νεκρών 

την πηγή της πηγής   το αβάσταχτο πουλί της θλίψης

ακούω με τη δική σου τη φωνή   π’ ανεβαίνει από τα βάθη

εκεί που η χολή και η ψυχή   ομόφωνα αρνιούνται να πεθάνουν.

Ό,τι δικό σου παραληρεί   στα σύδενδρα,

στις χλοερές αυτοκρατορίες των ονείρων

στις περίλαμπρες σιωπές του κισσού

στης φτέρης τις βουβές συγκοπές

στις κρασάτες λιγοθυμιές των φθινοπωρινών φύλλων.

Το νόημά σου αναβλύζει:

ότι καμιά ζωή   δεν είναι πιο δυνατή απ’ τον πόθο

καμιά πράξη πιο τελειωτική   από την ποίηση.

Εκεί που μ’ άγγιξες   εκεί που άνθισα

εκεί που πήγα να πεθάνω   εκεί απ’ όπου σε καλώ

λατρεύοντας τη φύση σου την «άλλη»

εκεί που σταυρώθηκα   εκεί που μαρτύρησα

για τη νεραϊδένια σου τη χάρη

εκεί που ο έρωτας λαφρής   μα με βαρύτατες συνέπειες στα νερά…

Ατίθασε, στη νομοτέλεια του πραγματικού

πες μου πως θα σε δω ξανά    στα ξέφωτα να βγαίνεις

με τα λιγνά σου πόδια   τυλιγμένα στις γλυσίνες

με σπέρμα πουλιών   στις ρίζες των μαλλιών σου

εσύ που φέρνεις τον ουρανό

που ’χασα ώρες κοιτώντας απ’ το παράθυρο

τα κοράκια ν’ αλλάζουν κατοικία

εσύ που λες τις λέξεις   σαν να ’σαν άγριοι κατιφέδες στις πλαγιές

εσύ που λάμπεις χείλια – λόγος

εσύ, ο υπέρτατος οργανισμός   της πτήσης στο ρέμα,

 [ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ  ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982 προοικονομούν

τις επιλογές ποιημάτων απ’ αυτή τη συλλογή:  

ΕΧΩ ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ Γλείφω μια πέτρα 

Η ΖΕΣΤΗ Στη ζέστη της Ελλάδας τα κολλημένα στέρνα μας…

Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται καλοκαιρινά

ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ Αρσενικός είσαι και δεν εισχωρείσαι…

ΤΟ ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑ Ήταν πλαστικό. Το μέλος, το ξένο όργανο…

ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ Το κεφάλι σου σαν θείο δισκοπότηρο σε βρώμικο βελούδο…

ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ Η αισχρή χειρονομία που κάνω και πιάνω την πένα…

ΤΟ ΣΥΝΤΡΙΒΑΝΙ  Στον μουχλιασμένο κήπο ξανακυλάει το νερό…

Η ΣΚΑΛΙΤΣΑ Το σώμα μου είναι μια σκαλίτσα που ακουμπώ στον τοίχο του κόσμου…

ΕΡΗΜΙΚΟ  Κατάξερη και ξέπνοη ξαπλώθηκε η καρδιά μου στην άμμο την κρουστή…

ΤΟ ΧΑΖΕΜΑ Χαζεύω μέσα μου… και επιμύθιο

ΤΟ ΜΕΛΙ  Το φως έφτυνε τα πτύελα του θανάτου του στα τζάμια

Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963 -2011, εκδόσεις Καστανιώτη

 


ΕΧΩ ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ

(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982)

Έχω μια πέτρα. Οι πόροι της γλώσσας μου σοφιλιάζουν με τους πόρους της πέτρας.

Στεγνώνει η γλώσσα μου και σέρνεται ως τη μεριά της πέτρας που ακουμπάει στο χώμα,

που ’χει μούχλα κολλημένη επάνω της σαν αίμα.

Ξαφνικά μου ξανάρχεται σάλιο, υγραίνει την πέτρα και η πέτρα κυλάει μες το στόμα μου.

Την πέτρα αυτή τη λέω Οιδίποδα.

Γιατί όπως ο Οιδίποδας είναι κι αυτή ακανόνιστη με βαθιές αυλακιές για μάτια.

Κατρακυλάει κι εκείνη με πρησμένα πόδια.

Κι όταν είναι ακίνητη, κρύβει από κάτω της μια μοίρα, ένα ερπετό,

τον λησμονημένο μου εαυτό.

Την πέτρα αυτή τη λέω Οιδίποδα.

Γιατί ενώ από μόνη της δεν έχει κανένα νόημα, έχει το σχήμα και το βάρος της εκλογής.

Τη λέω και τη γλείφω. Ως το τέλος της ιστορίας μου.

Όσο να καταλάβω τι θα πει εκλογή. Όσο να καταλάβω τι θα πει τέλος!.. 

 

Η ΖΕΣΤΗ

Στη ζέστη της Ελλάδας

τα κολλημένα στέρνα μας   αναβλύζουν νερά·

έπινα τον ιδρώτα σου   μαζί με τα φιλιά σου

το αχ σου   στη σκιά του παντζουριού.

Την ώρα που ανέβαινε   το άγριο μεσημέρι του τόπου

εφούντωνες κι εσύ   με τα τρελά τσουλούφια σου

τα θεία τσίνορά σου   το γέλιο σου πολύεδρο

μεσ’ στ’ αλμυρά πρίσματα του πάθους.

Στην τόση λάβρα   στην τόση ακινησία

με μόνο ίσκιο πάνω μας   το μαύρο πεπρωμένο  

τα σκίτσα της ύπαρξής μας   έμοιαζαν μ’ εξίσωση εντόμων.

Κακοφορμίζει ο Αύγουστος   σαν ανοιχτή πληγή

και τα τζιτζίκια αστείρευτα

θυμίζουν πάλι τον ποιητή   στου ποιήματος το τέλος.

Άπνοια…

Η μύγα σχολαστικά τα πάντα π’ ασχημίζει

εκάθισε στο πέος σου

και τρώει το χυμό σου.

Περνάει με το μεγάφωνο   αυτός με τα καρπούζια·

το μεσημέρι πέφτει   στα πόδια μου

σαν κεφαλή κομμένη.

 [από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]

 

Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ

(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982)

Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται καλοκαιρινά.

Ανοίγω το στόμα μου και μες στο πάθος μου προσπαθώ να τους βάλω μια σειρά.

Τραγουδώ. Άσχημα.

Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω απ’ τις φλούδες των κλάδων και από τα άλλα άφωνα ηχεία της φύσης.

Η απέριττη περιβολή μου –γκρίζα κι ασβεστένια - μου αποκλείει κάθε παραφορά αισθητισμού

κι έτσι αποκομμένος απ’ τα φανταχτερά πανηγύρια του χρόνου, τραγουδάω.

Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δεν γνωρίζω.

Τη μόνη ανάσταση που ξέρω είναι όταν μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι και δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα της ζωής μου.

Τότε παύω να ουρλιάζω – ή να τραγουδάω – όπως νομίζει ο κόσμος –

γιατί το θαύμα μιας δροσιάς μέσα μου βαθιά λέει περισσότερα απ’ όλα

όσα δημιουργώ για να μην πεθάνω από τη ζέστη.

 

ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ

Αρσενικός είσαι   και δεν εισχωρείσαι·

όμως εγώ όλες σου τις θηλυκές τρύπες   βιάζω

σε σπρώχνω   προς τα μέσα του εαυτού σου

με το δάχτυλο τη γλώσσα

απλά εξαρτήματα της ανημπόριας μου

Ανταλλάσσουμε υποδοχές

κι ό,τι χάθηκε ξαναβρίσκεται

γάργαρο στα βάθη·

μες στην καρδιά του κορμιού

ανατρέπονται οι ρόλοι

πλέουμε ανάσκελα   στο πηχτό της γάλα…

Ω, εσύ που ’σαι μακρύς

σαν τη φλογέρα που ξέχασε

ο Θεός κάτω απ’ τη λεύκα

στη φούρια της καταστροφής

θέλω να σε κατακτήσω   από τα μέσα

εκεί που ξεκινάνε οι στοχασμοί σου

οι χυμοί σου όλοι…

Ασεβής προς το άνθος

λέω και μέσα τεχνητά

θα χρησιμοποιήσω

για να βρεθώ κάτω

απ’ το θόλο του σώματός σου

να δροσιστώ στη σκιά

του εσωτερικού ναού σου

να δροσιστώ στη σκιά

του εσωτερικού ναού σου

ως το μέρος το μυστικό

απ’ όπου αναβλύζουν

φρέσκες κάθε πρωί   οι δικαιολογίες

του τέλειου σαρκίου σου

πριν ξεσπάσουν σε ομορφιά,

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]

 

ΤΟ ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑ

(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982)

Ήταν πλαστικό. Το μέλος, το ξένο όργανο.

Εγώ που το φορούσα, τίποτα δεν αισθανόμουνα. Μόνο έσπρωχνα.

Ο κόσμος ήταν σκληρός κι ελαστικός μαζί.

Όταν η κίνησή μου ήταν πονηρή, καμιά αντίσταση.

Κι απ’ το σφιχτό διάδρομο του άλλου σώματος, γύριζε σε μένα μόνο το ρίγος της καταχτημένης γης.

Καμιά γνώση. Μόνο δύναμη κουτή. Κι εγώ που περίμενα τη γνώση!

«Άρα κι εκείνος τίποτα δεν ξέρει για μένα όταν με πιέζει»

σκέφτηκα σε μοναχικό περβάζι ακουμπισμένη.

Κι η διαφορά ανάμεσα στο πλαστικό και τ’ αληθινό είναι μόνο μια κάποια μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο.

Αλλά η δύναμη… Τι λέω δύναμη… η βία.

Η βία και η εκμηδένιση του άλλου είναι ίδια. Η εκμηδένιση.

 

ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ

Το κεφάλι σου σαν θείο δισκοπότηρο

σε βρώμικο βελούδο·

σεντόνι γκρίζο   φορμάικα φτηνή

έξω ο θόρυβος της πιο αρχαίας πανούκλας:

η ζωή – το χάζι περνάει

ίδια οσμή κάποιου που έφαγε πολύ

κι ακόμα να χωνέψει.

Όλα τριμμένα    σαν ξεχασμένα γιασεμιά

σε κάποια τσέπη   μόνο εσύ

λες μόλις και κατέβηκες   απ’ απαλές νεφέλες

ανάβεις τις λάμπες των ματιών

το σώμα σου φωτίζεις.

Είν’ ένα κέντημα θαυματουργό

που ’γινε σε μια νύχτα

έβαλε ο άγνωστός θεός σου τη θωριά

κι η ανθρώπινη μητέρα   βελονιά τη βελονιά

σου έσφιξε τη σάρκα.

Ο ουρανός με τ’ άστρα

αγγίζω κι ονειρεύομαι   το παρελθόν του κόσμου

όταν ανοίγουν τα κορμιά   βεντάλιες του απείρου…

Αγγίζω και σε γεύομαι

και μόλις πριν με πάρεις

μπαίνω σε διαμαντένια σιωπή·

εκεί όλο παίζεται η σκηνή   της ομορφιά

π’ αντιμιλά   στον πείσμονα ερημίτη.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]

 

ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ

(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982)

Η αισχρή χειρονομία που κάνω και πιάνω την πένα, ενώ κάτι σαλεύει στον ελαφρότατο αέρα: η πέτσα της φύσης μου.

Όπως όταν αργά σήκωνε εκείνος ο έρμος το μπράτσο, με τριγύριζε με μια ταπεινή δόξα κι η φωνή του η γάργαρη έμοιαζε παιδιού

που απαγγέλλει ποίημα ηρωικό πριν εκτελεστεί.

Το χέρι του με τα μασημένα νύχια έμπαινε αργά μέσα μου,

όσο να γίνω εγώ η κίνηση της ίδιας της ταφής μου.

Μ’ αυτήν ερχόμουν σ’ επαφή και τελείωνα το κάθε ποίημα.

Στο νέο ερωτικό τοπίο φέρνω το τραπεζάκι μου και τα χαρτιά μου.

Στρώνομαι στο γράψιμο. Βάζω μπρος στο μηχανάκι.

Στον τρίτο στίχο ο νέος εμπνευστής μ’ έχει τέλεια καταχτήσει.

Μαντεύω πώς ζει και πώς μ’ εξουθενώνει.

Αρχίζω να φαντάζομαι περισσότερα απ’ όσα πράττω.

Τα χέρια μου ιδρώνουν.

Αφήνω την πένα, σκουπίζω τα τρία δάχτυλα που τη βαστάν στα χοντρά μου μπούτια.

Η δημιουργία βρίσκεται στο φουλ.

 

ΤΟ ΣΥΝΤΡΙΒΑΝΙ

Στον μουχλιασμένο κήπο

ξανακυλάει το νερό

απ’ το πέτρινο στόμα του Ποσειδώνα

και το βατράχι αήττητο

νέα γενιά ετοιμάζει

πάνω σε βλοσυρά απολιθώματα.

Α, ναι, το ίδιο απροσδόκητα

η γλύκα ξεχειλίζει

το σιντριβάνι ανατέλλει

τους νερένιους ήλιους του ξανά

ενώ η ψυχή μου   νυφίτσα απροετοίμαστη

σκιάζεται στη φουντωτή μονή της.

Κι όπως το πάρκο ανασαλεύει αργά

κι αναγαλλιάζουν οι κουκουβάγιες

στα σκοτεινά γραφεία τους

κι ακούγονται οι πίδακες βροντεροί

μεσ’ απ’ τις σιωπηλές πέτρες   της κλειστής κατοικίας

έτσι κι η έπαυλη – ζωή μου   ζωντάνεψε ξανά

από τα γάργαρα νερά   που μου ’χυσες στο στόμα.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]

 

Η ΣΚΑΛΙΤΣΑ

(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982)

Το σώμα μου είναι μια σκαλίτσα που ακουμπώ στον τοίχο του κόσμου.

Την ανεβαίνω, τεντώνομαι να δω πίσω από τον τοίχο, πίσω από τα ντουβάρια του αισθήματος.

Όλο και πιο πολύ ταλαντεύεται η σκαλίτσα, όλο και πιο πολύ την περιφρονώ

και θέλω ν’ αφεθώ ανερμάτιστη στη θέα των κήπων.

Μέρες σκέφτομαι το βαθύ χώμα της συνουσίας που υποβαστάζει τις πόες

κι όλες τις ρίζες της ασύστολης αυτής βλάστησης.

Κοιτώ μα κουράζομαι.

Η σκαλίτσα ταρακουνιέται συνέχεια και τα φώτα που φωτίζουν το πάρκο γίνονται γαλακτερά και μετά νύχτα.

Στο τέλος συγκεκριμένου μα άγνωστου αριθμού χρόνων θα ’χω λησμονήσει όλα τούτα μου τα γυμνάσματα στο χάος.

Θα ’μαι η σαθρή σκαλίτσα που κάποιος ξέχασε ακουμπισμένη στον τοίχο του κήπου.

 

ΕΡΗΜΙΚΟ

Κατάξερη και ξέπνοη

ξαπλώθηκε η καρδιά μου

στην άμμο την κρουστή·

μόνη σκιά η μνήμη – κάκτος

ενώ εντείνεται οδυνηρά

ως το τέλος της ζωτικής ίνας   η δίψα του πάθους.

Ω, εσύ, π’ αντικατοπτρίζεις   τ’ ανεξήγητα θαύματα

σχήμα ανδρικό κι ανύπαρχτο

που πλάθεται στον ήλιο

έλα στα άνυδρα όνειρά μου

με τις οάσεις μάτια σου   επάνω μου στραμμένα!..

Κι όπως θα σκάει ανοιχτό    τ’ απότιστό μου δέρμα

ζαρκάδια θα πετάγονται τα χέρια σου

ζαρκάδια κρυμμένα

τα τροπικά σου χάδια  

κάτω απ’ τα ελαιώδη φύλλα   της γοητείας σου.

Α, ναι, η μοίρα μου   καθόλου δεν θ’ αλλάξει

με την υγρή σου παρουσία·

προσωρινά μόνο θα λευτερωθούν

οι πόροι απ’ το κουρνιαχτό

προσωρινά μόνο θ’ ανοίξουν

τα φράγματα των ποταμών

κι όπως προκατακλυσμιαία    θα σε θέλω πάλι

θ’ αρδεύομαι ως να πνιγώ

στη βρύση σου από κάτω.

Η σατανική σου ευλογία

θ’ αλλοιώσει ολόκληρο   το ερημικό μου πρόσωπο

κι εγώ καταχθόνια   θα θυσιάζω στα κριάρια

για τα χείλια σου, τα δόντια σου

τη γλώσσα που κομμένη   θα την κρατώ σφιχτά

ως θα βουλιάζω αργά – αργά

μες στη ρουφήχτρα σου 

που ’ναι στρωμένη βάγια

[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]

 

ΤΟ ΧΑΖΕΜΑ

(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982)

Χαζεύω μέσα μου, ο κόσμος είναι αυτός που έφτιαξα

μόνο που δεν με τραβάει πια βάναυσα να τον εκφράσω.

Κυνηγώντας το όνειρο μέσα από τόσους ύπνους, έφτασα σε περιοχή ερημική,

είναι αυτή που της παρέχονται όλα σε ακινησία.

Λέω: τίποτα πια δεν περιμένω!..

Η κρυφή αλήθεια όμως είναι μία: τίποτα δεν έχασα ποτέ ή και κανένα.

Σκέφτομαι τους ανθρώπους που σκοτώνουν την ώρα τους.

Εγώ μόνο τον έρωτα σκοτώνω με τις ώρες.

Τον πατάω στην κοιλιά όσο να φύγει από μέσα του όλο το φαϊ κι ελαφρούλης πια, να πάψει να με πιέζει.

Χαζεύω τα άσαρκα ψεύδη του τότε, παρατηρώ πώς βήχει πάντα ίδια

σαν βγαίνει από το μέρος, διασκεδάζω που ’ναι ωραίος, αλλά θα πεθάνει κι αυτός, πού θα πάει!

Μα ξαφνικά αφήνω την Εδέμ της απόστασης κι ο πόνος ανεβαίνει ξανά με τις γνωστές πιρουέτες.

Ακούω κάποιον που σφυριχτά διατάζει:

«Το διάλειμμα τελείωσε. Μέσα τα κεφάλια σας».

 

ΤΟ ΦΩΣ ΕΦΤΥΝΕ ΤΑ ΠΤΥΕΛΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΣΤΑ ΤΖΑΜΙΑ

(… χρυσοί ρόγχοι τα φύλλα κι ο κισσός κόκκινη ψυχομαχούσε φλόγα…)

Ο Έρωτας φωσφόριζε στα χρώματα της κολασμένης δύσης  βαφτισμένος   κι ένα κουπάκι μέλι κράταγε στα μαγικά του δάχτυλα που λάμπαν   Το σώμα μου όλο άχνιζε   μύριζε βάθος λίμνης   την αποσύνθεση της βλάστησης   στου χρόνου την κλειστή κουζίνα.   Έλα, έλα, χαχάνιζε   και μ’ άλειβε μεσ’ από τρίχες   και τις ροζ πλατείες του στήθους.   Τα γκρίζα πηχτά σύννεφα ορμούσανε απ’ έξω   έσταζαν τα νυχάκια του   σταλιά – σταλιά τα κεχριμπάρια.   Γλύκα ή απειλή   η διαβολική επάλειψη;   Κάποιο κακό κολλούσε πάνω μου   κάποια καταστροφή   μου έφραζε τους πόρους έναν – έναν.   Βαρύ με τυραννούσε πετιμέζι   στο χάος κρεμόμουνα ζαχαρωμένη   σαν τις μυγοπαγίδες   στις γυμνές κάμαρες το καλοκαίρι.   Κι εσύ δαιμόνιο θάμπος   με το βαζάκι σου ολότελ’ αδειανό  ονειροπόλος κάθισες   μπρος στο νερό   που σε καθρέφτιζε αιώνιο  με τα μελιά ηλιοβασιλέματα   στεφάνι στα μαλλιά σου.  [ΤΟ ΜΕΛΙ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982  – συγκεντρωτική έκδοση: ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011, εκδόσεις Καστανιώτη]

Παρασκευή, 3 Μαρτίου 2023

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ