Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΦΟΒΟ ΠΟΥ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΟΥΡΑ ΤΟΥ

 (… και με το φόβο αυτού του φόβου σας καλώ  κρυφτείτε μέσα του…)


Κρυφτείτε μέσα στα παλτά μέσα στα ποιήματα

μες στα βυζιά της γυναικός σας κι αν δεν έχετε

βάλτε τα χέρια σας στο πρόσωπό σας  

κάψτε με την ανάσα σας τις σκοτεινές παλάμες  κι αναπνεύστε τις 

αν βρίσκεστε στο δρόμο μπείτε σε ταξί σε σινεμά  

στο κάθισμα βουλιάξτε μην κινείστε  

σε σπίτι φιλικό γλιστρήστε στην τουαλέτα  

τέλος βάλτε περισπωμένη στ’ όνομά σας κι ας οξύνεται  

μπείτε από κάτω    κάτι θα κρατήσει  

μια κολοβή αλεπού που πιάστηκε στο δόκανο  

λέγεται δόκανο που ψάχνει γι’ αλεπού 

 ξέρω ένα φόβο που φοβάται την ουρά του   

και με το φόβο αυτού του φόβου σας καλώ  

κρυφτείτε μέσα του!..

[ΑΛΕΠΟΥ  από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, Ύψιλον/ βιβλία 1986, από τη συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών του:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α 1975 -1996, εκδόσεις Κέδρος]

 


Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΑΓΑΛΩΝ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)

-Εγώ βέβαια ως άνθρωπος γράφων   από ζωολογία δεν γνωρίζω

και τι μου τον φέρνεις εδώ

αυτόν τον ψόφιο παπαγάλο;

Εκείνο που παρατηρώ   είναι μόνο το ράμφος·

παχύ και κυρτό έχει κατέβει

και φράζει   το στόμα

και μέσα στο στόμα   εμετοί

που φρακάρανε

και έχει κατέβει    και κλείσει

τη λίγη του ανάσα

και μπει   στο λαιμό   και ψοφήσει.

Μην κλαις  

αυτή είναι η αρρώστια    όλων μάλλον των παπαγάλων·

να πας λοιπόν   στο χειρουργείο   των παπαγάλων

αυτοί όχι εγώ   θα σου ανοίξουν το ράμφος

να χωρέσει ο νεκρός

ο νεκρός σου πατέρας!..

 

Η ΒΟΥΗ ΤΗΣ ΓΝΑΦΟΥ

Αν ένα πρωί

καθώς ο σκιέρ ισορροπεί ξυστά τα ξυραφάκια του

στης σαπουνάδας τις πλαγιές

αν σκάσει μύτη το αίμα

αποφασίστε:

ή βάλτε στύψη στο μακελεμένο χιόνι

και βιαστείτε για γραφείο

ή αφουγκραστείτε μια στιγμή   της γνάθου τη βουή

καθώς κοιλοπονάει γαμψούς τους δυο κυνόδοντες

που να, γυρίζουνε στη σάρκα του λαιμού

ενώ οι φτερούγες σας βαρύνανε στους ώμους

κι ήδη σας εκσφενδόνισαν απ’ το φεγγίτη στην ταράτσα

με δέος μαύρου κλωσσόπουλου πετώντας

για τη μεγάλη σας καριέρα στα Καρπάθια

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

 

ΤΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ Ο ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)

Μην τους κουράζετε τους τυχερούς αφήστε

το φρύδι τους να γίνεται ένα σύννεφο

να ταξιδεύουν στις πρωτεύουσες και στα καζίνα

κι εντός δευτερολέπτων στη ρουλέτα εκατομμύρια

ν’ αλλάζουν χέρια και τα διαμάντια να κυλούν

από τα χέρια τους στα ντεκολτέ των γυναικών

που αλλάζουνε κι αλλάζουν τα φορέματα.

Στη πτήση Τόκιο – Μπουένος Άιρες για τρεις ώρες

τράνζιτ στη Ρώμη αφήστε να καλπάζουν

στον όμιλο ιππασίας πάλι πτήση

ή χαλαρούς στην κουπαστή να βρέχονται

θηριώδη τραστ ελέγχοντας από ένα γιωτ   στις Καναρίους.

Τους τυχερούς αφήστε να μας σκέπουν –

στο σχόλασμα με τις ψιχάλες και ψιθυριστά:

-Ελάτε

βάλτε τώρα το παλτό σας   κάνει ψύχρα!..

 

ΡΕΒΕΓΙΟΝ

Στις δώδεκα στο φώτο – φίνις

πουλαράκι μονοετές

απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει

συντρίμμι στο χαλί

το νέον έτος.

Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει τώρα.

 

Μέσα οι γυναίκες μουσακάδες τριώροφοι!..

 

Τι λέτε ρε, το ξέρετε   πω το ’55

εγώ νοστάλγησα το μέλλον   και γεννήθηκα;

 

Κι αυτόν τον τύπο να τένε κεράσετε

μια ελίτσα με κουκούτσι

για να μπερδευτεί.

Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά μου.

Και τη βασιλόπιτα.

Δωσ’ το μαχαίρι:

 

‘Ένα της ποίησης

άλλο της ποίησης

τρίτο της ποίησης…

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

 

ΝΑΝΙ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, 1986)

Νάνι διαβάζετε πριν κοιμηθείτε

αφού αγέρωχος ο κομμωτής Αγέρας

σας ξεχτένισε

της μέρας σμπαράλια τίποτε δε θα καταλάβετε

στιφάδο

στο κεφάλι σας οι έγνοιες και τα διπλανά

η γυναίκα

ο διευθυντής σας το καυλί σας γέρνουν στο πάτωμα όλαάει σιχτίρ

πλευρό γυρίζετε σελίδα αλλάζετε που λένε ζωή

far, Φαρ – Ουέστ

και το σαλούν ταπί με το καρρέ σας του Άσσου από το βάθος

η Ανν  Μάργκρετ

στο νικητή οι βυζάρες της μέχρι και Παζολίνι

τολμάτε   και γυρίζετε πλευρό

 

με αυτό το πλευρό    να κοιμάστε

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ

Μαύρες κουκίδες

Διάττοντες στο χιόνι

Σήμα μικρό που χάνεται στη θέα

Να κάνει σκι πάνω σε μια νιφάδα

Το βρίσκει άλλη νιφάδα και το λιώνει

Λιώνει κι αυτή

Χιόνι στο χιόνι

Βέρμιο Φτεόλακκα ψηλά βουνά

Ο χρόνος –

Κι ο θάνατος το στρώνει!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

 

ΣΦΥΡΙΖΕΙ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)

Μα κάποιος   σφυρίζει

αγρού   αεράκι

σαν μια σερπαντίνα

τριγύρω   στο χόρτο·

με βήμα   σαν κύμα   η ανάσα

στο λόφο   και δες

σκαρφαλώνει   σκαλώνει

σε βρύση   που τρέχει

σαν μια   σερπαντίνα   στον ώμο·

κρυώνεις

το θέλεις   το ρίγος

βραδιάζει

το μίσος   σφυρίζει

και κτίζει   τη νύχτα

σαν ίσως   που στρίβει   γωνίες·

το ίσως   σφυρίζει

που ίσως   στο πίσω   του φιλμ·

μα οι πόζες

σαν τι   λίγο σαν   κομφετί

ή σαν μια   σερπαντίνα

που είναι   το φίδι

που ήδη    γυρίζει

στο ίδιο   κορμί σου

αφήσου

σφυρίζει   θυμήσου

σφυρίζω   μονάχα   Εγώ

 

ΕΙΣΑΙ ΔΕΙΛΟΣ

Είσαι δειλός – δειλός

ξάφνου χτυπάς απανωτά γκαπ – γκαπ

τρεις πέντε διπλανούς δικούς ή φίλους

λουφάζεις στο καβούκι Σου

και Σε ξεχνάμε λίγο   και κάνουμε άλλα

για να χτυπήσεις πάλι

σε ανύποπτο χρόνο, μετά!..

Είσαι δειλός γιατί είσαι κλεφτοπόλεμος

σποραδικές διαλείψεις

κοπώσεις συχνότερες

τα σκεπάζουμε τα δικαιολογούμε τα συνηθίζουμε

στους αγαπημένους

κι εσύ δυο βήματα μπροστά

ένα βήμα πίσω   ξανάρχεσαι

σαν ένεση που ξαστόχησε

βαθύτερα τώρα  

στο πρόσωπο   στο κρέας

πετάς τις φλέβες   κρεμάς τα βυζιά

σκληραίνεις τα νύχια

και πάλι σταματάς   για να σαρκάσεις

την καινούργια προσαρμογή.

 

Καινούρια προσαρμογή

Μας αρκεί

Προσαρμογή

Αρκεί

Προς.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

 

ΟΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)

Όποιος φοβάται τους εχθρούς του

καταφεύγει στο έγκλημα.

Όποιος φοβάται το έγκλημα

καταφεύγει στη φθορά

όπως Εσύ που αργά χτυπάς

όσους κοιτάζουν ώρες τους κιρσούς ή τα δάχτυλα

με δυο χαμένα μάτια

όσους μπορούν αργά και ήμερα σαν μικρά ζώα –

αν τους δώσεις

όσους σταμάτησαν να ιδρώνουν πια

γιατί το σμήγμα στέρεψε

κι όσους μυρίζουν μόνο

μια άσπρη φαρμακίλα

μια περίεργη καθαρότητα

λες και το σώμα τους αγιάζεται

για να ετοιμάσει την υποδοχή Σου.

Τι τους χτυπάς εκείνους με στο δυάρι

ή στο ξενοδοχείο των θερμών πηγών

τι τους χτυπάς

μετρήσου αν θες

με μαρμαρένια στήθη και με τέλεια δέρματα

που Σε χλευάζουν στις ακτές.

Δεν έχεις μέσα Σου καρδιά

δεν έχεις δικαιοσύνη

γι’ αυτά τα σώματα να Σου φωνάζουν:

 

χτύπα, χτύπα!..

 

ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΓΚΙΟΥΛΙΒΕΡ

Είσαι λοιπόν ο Γκιούλιβερ

ο αγαθός κι ηλίθιος γίγαντας που ροχαλίζει.

Ζούμε πατώντας στην κοιλιά στο τριχωτό Σου στήθος

διανύουμε αποστάσεις αποστάσεων.

Εσύ δε νιώθεις.

Κουνάς καμιά φορά φαγούρα

το δαχτυλάκι του ποδιού ή το χέρι

και σκορπίζονται

όσοι έτυχε να βρίσκονται κοντά.

Κανείς δεν ξέρει πού πατά

κανείς δεν ξέρει   πώς απ’ τη μια στιγμή στην άλλη

μπορεί και να βρεθεί

πάνω στο στόμα ή στο ρουθούνι Σου

κι εσύ να φταρνιστείς ή να χασμουρηθείς

κι όλα να τιναχθούν στον αέρα

μια ανύποπτη ζωή να τιναχθεί   στον αέρα

έτσι

μόνο και μόνο   γιατί Σε γαργάλησε!..

 

Κοιμήσου Γκιούλιβερ κοιμήσου

εμείς σαν ύπνος πάντα Σε τυλίγουμε

είμαστε ο ύπνος Σου που ζει

όσο κοιμάσαι!..

 [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

 

ΤΟ ΦΙΛΙ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)

Λιώνοντας μήνες στο νοσοκομείο

σε κώμα λίγο πριν από το τέλος

ανοίγει το παράθυρο μια νύχτα

κι αυτοκρατορικά οι κουρτίνες κάνουν τόπο.

 

Πηδάς  πετάς τη μπέρτα

και με το τέλειο σώμα Σου γυμνό γλιστράς

μες στα σεντόνια στα ούρα στους ορούς

την αποξεχασμένη σάρκα ανάβεις

κορώνουνε τα μέλη της

ξυπνούν τα μάτια

κι εκεί που παίρνουνε κουράγιο οι συγγενείς

το σύμπλεγμά Σου εκσπερματώνει

μες στους σπασμούς του επιθανάτιου ρόγχου!..

 

Μετά ηρεμία. Χαμογελάει.

Όλος βεβαιότητα σηκώνεσαι απαλά

σκύβεις πριν φύγεις

και στο μέτωπο ακουμπάς

το αγνό πελώριο και υστερόγραφο

φιλί σου!..

 

Α!..

Τι εφιάλτης κι αυτός

ενώ αγόρευα ο καλός σου

 

από την πολυθρόνα γλίστρησε

ο αγκώνας μου

 

στο αέρα   ή μήπως

 

είχα πεθάνει;

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

 

Η ΑΡΓΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΚΩΝΩΝ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)

Ζώντας

ξεχνάς τους αγκώνες σου

δε γυρίζεις να τους κοιτάξεις

ξέρεις

γερά δοκάρια   καρταάνε καλά

σαν γωνιές από χωριάτικα καρβέλια.

Όμως οι αγκώνες κάνουν τη δουλειά τους.

Λίγο – λίγο το κρέας   νερουλιάζει

τα οστά ξεχωρίζουν

ορμάνε    τρυπάνε  τις σάρκες

ξεσκίζουν   τις πέτσες

με λύσσα πετάγονται   ουρλιάζοντας

 

και ψοφάς!..

 

ΜΕΛΙΣΣΑ

-Έστησα σκαλωσιά σκαλώθηκα στο δέρμα Του

απόθεσα το σώμα μου στο σώμα Του

Τον μπόλιασα με της κερήθρας μου το οικόσημο

τώρα χάνοντας ύψος μες στη ζάλη μου

καταλαβαίνω τι κηφήνας είναι ο θάνατος

κι ο έρωτας πόσο λίγο

πόσο λίγο   τον λυγίζει

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

 

A QUATRE MAINS

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, Ύψιλον/ βιβλία 1986)

Έλα να παίξουμε στο πιάνο

a quatre mains.

Κι ας Σ’ ενοχλούν τα γάντια

δες εμένα

που παίζοντας σιγά – σιγά μου λιώσανε

πέφτουν τα νύχια καταγής

το δέρμα

και συνεχίζω με τα οστά

την αποθέωση   πάνω σ’ αυτό

το κλειδοκύμβαλο – καθρέφτη

όπου διακρίνω λίγο – λίγο

κάτω ακριβώς  απ’ τα δικά μου

το δικά Σου κόκαλα.

 

Α δεν υπάρχει μουσική.

Μόνο το σκοτεινό που χάνεται

βάθος των πλήκτρων.


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΑ ΠΟΔΑΡΙΑ

(…ο άνθρωπος μονάχα δύο…)

Μ’ αυτά τα δυο μου βάλθηκα να ψάχνω σαρανταποδαρούσες στους αγρούς.   Τραπέζια και καρέκλες κι έπιπλα μετά   άρχισα να τα ψηλαφώ να τα υποπτέυομαι   να γίνομαι γελοίος.   Κατέληξα στα γήπεδα σε αγώνες δρόμου   νύχτες σε ντισκοτέκ σε πατσατζίδικα   να ψάχνω ποδαράκια.   Όμως δεν έχω παρά μόνο δυο   που απόκαμαν και γύρισα σπίτι.   Δε πα’ να ’ναι κουτσός ή και χταπόδι   ή να τσουλάει στο αναπηρικό.   Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου κι ε΄γω   ενώ τον ύπνο μου νανούρισες γλυκύτατα   μέσα γαζώνοντας   στην πατρογονική μας ραπτομηχανή   ποδός!.. [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

Δευτέρα, 31 Οκτωβρίου 2022

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

ΚΑΜΙΑ ΛΕΞΗ ΔΕΝ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΜΕ ΤΗ ΛΕΞΗ ΕΛΛΗΝ

 (… διότι… η λέξις έλλην ολίγην σχέσιν έχει με τη λέξη μέλλον…)


Δε με πτοεί η λέξις έλλην – κι ούτε μένω τις νύχτες

Ξύπνιος αναλογιζόμενος ποιος ήμουν και ποιος θα ’μαι

Στις συνειδήσεις των ανθρώπων που θα ζήσουνε

Εδώ και χιλιάδες χρόνια – και θα δοκιμάζουν

Να θυμηθούν το πρόσωπό μου – που θα ’χει τότε

Σβήσει από τη μνήμη τους λόγω ελλείψεως

Φωτογραφιών πορτραίτων και γλυπτών – η έλξη

Λοιπόν μιας στήλης ρεύματος ηλεκτρικού

Επενεργεί επάνω μας σιγά – σιγά και τέλος σβήνει

Οριστικά –μ η τραγική ετούτη μοίρα των πραγμάτων

Απηχεί το περιορισμένο της ζωής των όντων που αναπνέουν

Που βλέπουνε τον ήλιο, που τρώνε κι ονειρεύονται

Κι όμως δε νομίζω πως διαπράττω λάθος όταν λέω

Πως η λέξις έλλην ολίγην σχέσιν έχει με τη λέξη μέλλον!..

[κι άλλα ποιήματα από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ - ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, εκδόσεις Νεφέλη 1984]

 


ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

(από τη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ - ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ 1984)

1

Το καθάρισμα του ήλιου ξανάρχισε

Οι γυαλοποιοί υποκρίνονται τους ανίδεους

Δεν κάνει να κάνουμε τώρα τέτοιες διακρίσεις

Οδηγούν πολύ πιο μακριά απ’ τα όνειρα.

 

Πίστεψες σ’ έναν άγριο αισθησιασμό

Η Σαβάννα της καρδιάς και του ύπνου

Προχώρησε ως το σημείο που πέφτουνε

Όλες οι θεωρίες η μια πάνω στην άλλη.

 

Παρατηρώ πως δεν γίνομαι πιστευτός

Άσε να ξετυλιχθούνε μόνα τους

Τα κουβαριασμένα σώματα

Άρρηκτα συνδεδεμένα με το νερό

 

Σημάδι πως η πρόζα σου άρεσε

Και τώρα ελπίζω να κλείσεις

Τα μάτια σου όπως ένας φλοιός

Ως το σημείο Χ της κουρτίνας.

 

Επάνω στα τείχη που κοκκινίζουν στη δύση

Ξαναχτίζεται ο ορίζοντας με αχτίδες

Στα υπερβόρεια ανοίγουν βιτρίνες

Για να δούνε εκεί μέσα τον ήλιο.

 

Μεσάνυχτα έχουν για ό,τι συμβαίνει

Κι όμως αρκετά με γνωρίζουν θαρρώ

Καθαρός από έγνοιες και έννοιες

Γυαλίζει ο έναστρος ουρανός.

 

Μακριά απ’ τη θάλασσα κυλούσε αργά

Στο κατήφορο ένα μπλε αυτοκίνητο

Το απόγευμα μετακινήθηκε ήσυχα

Δεν εντοπίζεται εύκολα μια σημασία με πόδια.

2

Παράδεισος που εύκολα στήνονται

Επάνω του οι καλλονές το φθινόπωρο

Ό,τι ακούγεται το περνάνε τ’ αυτιά τους

Με κόσκινο και ηχώ στα καλώδια.

 

Χρονοτριβή χιονοστρόβιλοι και μία

Χαρμόσυνη είδηση μεταγγίζεται εύκολα

Παίρνει διαστάσεις στις εφημερίδες

Πάντοτε ανοιχτές στην ίδια σελίδα.

 

Κομπάζουν με ραθυμία και κούραση

Λαγνεία κανονική για το δέρμα

Με δυο λόγια που ξέφυγαν απ’ τα δόντια

Θα επαναφέρεις τα προηγούμενα ήθη.

 

Σε μακρινές εκδρομές σ’ ακρωτήρια

Ψιθυρίζονται περισσότερα πράγματα

Απ’ ό,τι θα έπρεπε για το καλό σου

Ευτυχώς που δεν πρόλαβες να γυρίσεις το φύλλο

 

Πριν να σε παγιδέψουν τα χρόνια

Σε μεταβατικές εποχές

Πριν από τους παγετώνες που είδανε

Τα στόρια τους από κρύσταλλα

 

Διαισθάνθηκες να διαλύονται οι διαρθρώσεις

Ενός κόσμου δίχως επίγνωση

Στον οποίο δεν ανήκει κανένας

Από αυτούς που είχανε κάποτε κάποια ιδέα.

 

Έμοιαζες με τη θηλιά τη φυγόκεντρη

Που σφίγγει μεθυστικά το λαιμό

Την ώρα της συνουσίας και πνίγονται

Οι αγνοούμενοι στον οργασμό.

3

Σπάταλη επιθυμία σκανδάλου

Η θάλασσα ροχαλίζει στα πόδια σου

Δράκοντας μέσα στον ύπνο του

Καταβρόχθισε κάποιον.

 

Δεν ήταν η μυρωδιά του πλησίον

Που έκανε ν’ αναστατωθούν οι αισθήσεις

Τα αισθήματα φτερουγίζουν και δέχονται

Την έλξη των μεγάλων εκπλήξεων.

 

Κάτω από αυστηρές επιπλήξεις

Γονατίζει βουρτσίζοντας  τα πλακάκια

Μια κοπέλα με πράσινα μάτια

Το παράξενο μυστήριο του σεξ.

 

Καλοθρεμμένο μοσχάρι πλουσιόπαιδο

Έπεσες με τα μούτρα στα μανιφέστα

Τι δίψα είναι ετούτη που σβήνει

Σιγά - σιγά το άστρο της ημέρας

 

Έννοιες που πλεονάζουν σα γίδια

Δίδαξα ένα - ένα τα βήματα

Μετρώντας ως τα εκατό πάνω - κάτω

Σε μιαν αίθουσα αφετηρίας των τραίνων

 

Χαράζοντας με τα νύχια στο τοίχο

Τα αρχικά τους να τους θυμόμαστε

Ως θύματα μιας παράλογης έξαψης

Που έπινα κάθε τόσο οπαδούς κι αντιπάλους

 

Διακρίθηκα για το αδιάφορο ύφος μου

Όταν μου είπαν πως θα πεθάνω

Με όλη μου τη δύναμη συγκρατήθηκα

Μη τυχόν και γελάσω στα μούτρα τους

4

Η αιχμή του γραψίματος κινούμενος δορυφόρος

Φτάνει στα όρια των τελευταίων ορδών

Που κατεβαίνουν με φερετζέδες και φέρετρα

Απ’ τη δημόσια οδό προς τα θέρετρα.

 

Ο δρόμος αυτός είναι τώρα κλειστός

Όπου περνούσαν άλλοτε τα στίφη ανεμπόδιστα

Τώρα δεν περνάει ούτε καν η μπογιά σου

Ξεβάφοντας ολοένα προς το γαλάζιο.

 

Μπρος στα πράσινα όργια των κήπων

Προσκυνώ την κάθοδο των πορτραίτων

Με λουλούδια που είχαν προσωπικότητα

Κι ας καθορίζονται μόνο από είδη και γένη.

 

Εν γένει θα μου πεις πως έχεις δίκιο

Δεν αποτείνομαι μόνο σε σένα

Και σ’ αυτούς που έκανα να δούνε τι έκανα

Με χίλια βάσανα στης Χαλιμάς το παράδειγμα.

 

Ίσως να το πήρες λιγάκι επάνω σου

Να σε παρέσυραν υποσχέσεις και θαύματα

Μα πώς χάθηκε έτσι εύκολα

Το θάρρος σου να χτυπήσεις την πόρτα.

 

Ο γάμος εκτελέστηκε πρόωρα

Πληγωμένος σύρθηκε ως την πύλη

Γιατί αντιφάσκεις – με παίρνεις για κάποιον

Που βλέπεις μια φορά κάθε τόσο κρυφά.

 

Εκλιπαρείς με τα μάτια – τεντώνεις

Τους μυς της καρδιάς σου ώσπου να σπάσουν

Κι έγινε χίλια κομμάτια η συζήτηση

Που από μέσα της συνυπάρχεις.

5

Χιλιάδες χρήσιμες οδηγίες χρειάζονται

Και συντάσσονται με το μέρος σου

Χρυσίζουν τώρα οι τελευταίες στιγμές

Που κάθονται στο πλευρό σου

 

Και ψιθυρίζουν λόγια συμπάθειας

Τι άλλο θα μπορούσες να φτάσεις

Το μέγεθος της ωμοπλάτης του Πλάτωνα

συνταράσσεται από επαναστάσεις.

 

Στο ημίφωτο κάθονται οι στυλίτες

Της παλιάς καλής κοινωνίας

Και τα συγκοινωνούντα δοχεία

Γεμίζουν από αναμνήσεις

 

Περίεργο δεν σου φαίνεται πως ήρθα

Πίσω από τριακόσιους τραγικούς

Αλλά μόνο με σένα υπήρξε

Η αληθινή μου διαμάχη.

 

Παρόλο που δεν βλέπω καλά τι θέλεις να πεις

Σε ήξερα πολύ πριν από τους άλλους

Μα δεν ξεχνιέται εύκολα μια κατάρα

Που έχει γίνει ειρκτή.

 

Τα χαράματα ξεχειλίζουν με ρίγες

Που ζωγραφίζει ο ήλιος πάνω στα σώματα

Ένα ρίγος κατάδικου με διασχίζει

Μήπως είναι αυτό που το λένε προμήνυμα

 

Μαργαριτάρι του μέλλοντος οψιδιανός

Μισοσβησμένος πίνακας των προγραφών

Όσοι άκουσαν το όνομά τους

Παρακαλώ ας με ακολουθήσουν…

 

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ

1

Σώματα με θερμοκρασία μηδέν  

Το μερίδιο μιας υποχρέωσης

Παλιώνει στο ασυναίσθητο.

 

Περίμετρος του περιβάλλοντος  

Μ’ επιδερμίδα οδοστρωτήρα

Μεταφορά του ήχου με πλοία

 

Μεσ’ απ’ τα δόντια της συνήθειας  

Ανεπάρκεια του φύλλου συκής

Σε στόμιο υγρό δίχως φύλο

 

Παραγωγή επιφάνειας  

Με ξύλα για κάψιμο

Αίσθηση του μέτρου της συνήθειας.

 

Ματαιοπονούμε περιμένοντας  

Να ’ρθει η σειρά μας

Στο θερμοκήπιο των ιδεών.

 

Αποδοχή του περιβάλλοντος 

Από σωλήνα υποδοχής

Προϊόντων του έρωτα.

 

Αναισθητήριο του ήχου

Η οσμή προχωράει

Κι ανεβαίνει τις σκάλες.

 

Στο δωμάτιο όπου διαβάζει βιβλίο

Η δασκάλα των παιδιών

Γυμνή στο κρεβάτι

 

Καθαρίζοντας τα γυαλιά της

Κάτω απ’ την αναμμένη λάμπα

Με αναστεναγμούς και δάκρυα

 

Ωστόσο το μάτι καταστρώνει

Άλλη στρατηγική

Για να φτάσει στο απώτερο νόημα

2

Τα κράσπεδα των κορυφών

Τεντώνουν τους μυς τους

Που διαλύονται με σπασμό.

 

Μυτερά κυπαρίσσια το σούρουπο

Τρυπάνε τον ουρανό με μανία

Για να φτάσουν το θεό.

 

Παράξενη ευδία πλοίου

Σταματημένου στη μέση

Μιας νηνεμίας στο Κορινθιακό

 

Με χαίτη λιονταριού για πανί

Με μάτι φιδιού για πλώρη

Με ουρά αλεπούς για τιμόνι.

 

Ω πώς κρέμεται

Απ’ το λαιμοδέτη των άστρων της άρκτου

Ο περίφημος σκελετός μιας τριήρης

[από τη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ-ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, εκδόσεις Νεφέλη 1984]

 

Η ΚΩΜΩΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΒΡΟΧΙΑΣ

(από τη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ – ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ 1984)

1

Δε κολλάει η ώρα πουθενά

Κάτω από τη γέφυρα του σεξ

Ένα μέρος του ουρανού ξεκίνησε

Μόνο του να πάει επάνω

Από τους λόφους και τους λίθους

2

Σ’ ένα ξάγναντο όπου ρίχνανε λιθάρι

Κάτι παλικάρια με λοφία

Με τα ζυγωματικά τους αναπεπταμένα

Γύρω από ένα καταρράχτη

Που αλλάζει χρώματα συχνά.

3

Κάθε φορά που άλλαζε

Γωνία σκοπεύσεως ο φακός

Προαισθανόμενος στο δάσος

Τα αιδοία των δένδρων των νυμφών

Ν’ ανοιγοκλείνουν το φλοιό τους.

4

Για να φανούν τα εσωτερικά

Μυστήρια τους που προκαλούν εξάψεις

Παρασέρνοντας με το διαβήτη τους διαβάτες

Σε τραγικές αγέλαστες χαράδρες

Ροβολώντας τις πλαγιές με γέλια

Κρυστάλλινα που κουδουνίζουν μόνα τους.

5

Φλόγα του πάθους που αναβοσβήνει

Τις ρώγες των βυζιών στα παραθύρια

Με την ακατάπαυστη μανία τους για θέατρο

Στη δίνη μιας παράστασης συναισθημάτων

6

Με μια ζαλάδα τρυφερή στα μάτια

Ήρεμης μέρας που πλανιέται επάνω

Απ’ τα τοπία όπου μικρές ομάδες

Παιδιών μαζεύονται να παίξουν μπάλα

Με βοσκοπούλες όμορφες που κάνουν νάζια.

7

Πολυλογώντας με πολύστηθες νεράιδες

Που πουλάνε τα φτερά των κύκνων τους

Αντί εξευτελιστικής τιμής

Στους θεατές των ασπρισμένων σκελετών

Αλλά καμιά από τις άλλες μέρες δεν ερχόταν

8

Τη πρώτη εκείνη να τη συμπληρώνει

Μ’ ένα σμίξιμο των προπατορικών αμαρτημάτων!..

 


ΑΦΕΤΗΡΙΑ

1

Σε σημείο κρίσιμο.

Πληροφορούμαι ακριβώς για το τι πρόκειται να γίνει.

Τα προηγούμενα έχουν εξαλειφθεί με μια χειρονομία.

Τα λεφτά τα είχε επάνω του.   Το όνειρο.   

Οι μέρες του Ιουλίου, οι νύχτες του Δεκέμβρη.

Ηλιόλουστη παραλιακή λεωφόρος με κέντρα.

Κύτταρα κότερων πάνω στη θάλασσα –πάνε όλα καλά.

Πίσω μας αρχίζουν οι πολυκατοικίες

Με ρυθμό και ομοιοκαταληξία. Μεγάλη πλήξη.

 Δε θα τελειώσουν εύκολα οι πολυκατοικίες!..

2

Το πολυάριθμο κοινό έχει τα γούστα του.

Σέβομαι απολύτως τα γούστα του κοινού.

Γι’ αυτό δεν στέλνω πια γράμματα σε κανέναν.

Άλλωστε τι ωφελούν τα γράμματα;

Μια μανία για καθαρό αέρα χαρακτηρίζει

 ιδίως αυτούς που εργάζονται στα γραφεία.

Αποπνιχτική ατμόσφαιρα μιας συγκέντρωσης συγγραφέων.

Δεν υπάρχει άλλος κώδικας που να καλύπτει τα προηγούμενα…

3

Η συζήτηση πλησιάζει σ’ ένα σημείο νεκρό.

Το σεξ κυριαρχείται από κουβέντες

Από τη μέση και πάνω μιας ιδέας…

Η φωνή σου τράβαγε κουπί σε μια βάρκα.

Έπιασα το χαμόγελό σου μ’ ένα δίχτυ.

Η νύχτα κρέμεται σε μια  κλωστή απ’ τη σκεπή.

Ο Γαλαξίας ακουμπάει την ουρά του κάπου.

Στο μάγουλο της οικουμένης καταθέτει ένα φιλί.

Κοιτάξτε τα γυμνά κρανία των περισπούδαστων

(Η φωνή του χώθηκε  έντρομη στ’ αυτιά των θάμνων).

Η δυσφορία με κατεβασμένο γείσο στήνει οδοφράγματα

4

Η γραμμή αυτή έπρεπε να πέσει ακριβώς στη μέση

Μιας μέσης δαχτυλίδι, μιας μέσης χελιδόνι

Στις πλαγιές των περισπούδαστων βουνών

 [από τη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ-ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, εκδόσεις Νεφέλη 1984]

 

ΔΕ ΔΙΝΩ ΔΟΝΤΙ ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ

(…ούτε τσιγάρο στον ίσκιο… μακριά ακούγεται μια υπόκωφη έκρηξη… 1)

2. Κάτι διακρίνεται απ’ όσα είπες   Μικρές διαφορές αναφύονται   περνάνε μόλις με λίγη προσπάθεια   Ανάμεσα στις δύο συγκρουόμενες στεριές!.. 3. (Για ποιον παίζω με το μάτι του άλλου;)   Μια είσοδος από λιμενοβραχίονες   Φτιάχνει την αρχή του τέλους του κόσμου.   4. Δε περίμενες να χρησιμοποιηθεί πάλι βία   Απόλυτη σιωπή περνάει για κάτι   Στην έξοδο απομυζάει το υπόλοιπο   Όταν δεν έχεις τι να πεις το λες   Για παράδειγμα μια πρώτη διαφωνία.   5. Δεν περιγράφεται εύκολα με το τι   Κυλάει μέσα του το αίμα   Ολόκληρης της Ασίας!..    6. Άστα αυτά και πες μας κανένα νέο   Τ’ αστεία μένουν για την επομένη   Μες το ντουλάπι συνωστισμός από μαύρο   Πατείς με πατώ σε στην έξοδο.   7. Τα ήθη τους τα ξέρω από καιρό   Ζούμε μια διπλή ζωή – μονά ή ζυγά;   Χαρά στο πράμμα. Ποιος το ’πε αυτό;   8. Θα εννοείται ασφαλώς, το διπλανό μου   Πότε ήρθατε, από πού κι ως πότε;   Μη γυρίσεις να τη δεις για τελευταία φορά   Ύπατος ο πάτος του αποκάτω.   9. Καμιά φορά νομίζω πως είσαι – είμαι η ίδια   θα το μετανιώσεις  - αργότερα   Εισπράττει ταπεινώσεις κι εξευτελισμούς με την οκά.   10. Περάστε παρακαλώ. Καθίστε. Τι θα πάρετε;  Καφεδάκι;  [ΚΑΦΕΔΑΚΙ, από τη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ – ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, εκδόσεις Νεφέλη 1984]

Παρασκευή, 28 Οκτωβρίου 2022

Α ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΪΔΕΥΕΙΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΕ ΧΑΪΔΕΥΕΙ…

  (…και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον…) … σαν μέλλον ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα, το φιλί που αγριεύεται κ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ