Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

ΑΝ ΞΑΝΑΡΘΩ, ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΘΟΥΜΕ, ΑΡΑΓΕ;

«Ποιος είναι;», «ησύχασε, κανείς» είπε, οι μύγες πνίγονταν μέσα στα απομεινάρια του κρασιού, σκεπάζοντας με μαύρες κηλίδες τη λάμψη του φθινοπώρου,

«πού πάμε;» ρώτησα, «σ’ έπαιξα, είπε, κι έχασα»,

τ’ αγάλματα μου ’γνεφαν, μα ήταν κάτι ανεξήγητο, πού το ξέρουν αλήθεια, αναρωτιόμουν, και τις νύχτες έσκυβα,

 «είσαστε καλά;» ρώταγα, γιατί εγώ δεν είχα θάψει τους νεκρούς μου,

η αμαρτία μου ήταν ότι προσπάθησα να ξεφύγω το πεπρωμένο,

γέμισα ξανά τα ποτήρια, «πιες, κάθαρμα», είπα,

παλέψαμε με λύσσα πάνω στο χαλί, κι όταν με πέταξε απ’ το παράθυρο, μια μακρινή γυναίκα άνοιξε το φεγγίτη και με σκέπασε με τα βλέφαρά της,

τότε φάνηκε το φεγγάρι, έπρεπε να βιαστώ,

έπρεπε να κρύψω όλα αυτά τα πτώματα που πλημμύριζαν το υπόγειο –

Θεέ μου, πόσες φορές με είχαν σκοτώσει,

κι όπως άνοιξε την πόρτα, είδα πάνω στο τραπέζι σαν χυμένο κρασί το μακρινό μας ταξίδι,

«αν ξανάρθω, θα συναντηθούμε, άραγε;» είπε,

«ναι, του λέω, γιατί εγώ θα βρίσκομαι πάντα στην άκρη»

 [ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ1972, δεύτερη ενότητα]

 

Η ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ σ’ αυτή την ανάρτηση περιλαμβάνει και τα παρακάτω ΠΟΙΗΜΑΤΑ: (ΤΙΤΛΟΣ μαζί με την πρώτη σειρά):

2. Ο ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, Την άλλη νύχτα ξανάρθε…

3. ΒΟΥΒΑ ΠΡΟΣΩΠΑ, Μη φεύγεις, του λέω…

4. ΜΑΤΑΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, Τα βράδια  τον ακολουθούσε σε βρόμικες συνοικίες

5. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ, Όχι δεν τον είδαμε, είπε η γυναίκα του θυρωρού

6. ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΠΑΝΩΦΟΡΙ, Νύχτωσε, και στο παλιό σπίτι κατοικούσαν μόνο οι σκιές

7. ΑΝΑΣΤΑΣΗ, Δε σ’ ακολουθώ πια, φώναξα…

8. ΤΟ ΑΜΑΞΙ, Ο άγνωστος κουβέντιαζε χαμηλόφωνα με τη γυναίκα

9. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, Ήταν μια αίθουσα μαύρη…

10. Ο ΤΡΙΤΟΣ, Τότε ήρθε και ο άλλος…

11. ΑΠΟΔΡΑΣΗ, Καθόταν σ’ ένα σκαμνί στο προαύλιο…

12. Ο ΔΗΜΙΟΣ, Γρυλίσματα ανέβαιναν απ’ τα καταγώγια…

13 ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ, Από τη νύχτα εκείνη… και

14. Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ

 

Ο ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972)

Την άλλη νύχτα ξενάρθε, κι όπως ανέβαινε, σκέφτηκα τα ραπίσματα στο πρόσωπο του  Ιησού, που αναλήπτονταν τώρα κι αυτά μαζί του, «επιτέλους ποιος είσαι;» ρώτησα, «πάντα ήμουν αλλού» είπε, κι οι τοίχοι ράγισαν απ’τα ο θανάσιμο αμάρτημα,

εγώ, γονατισμένος κάτω στο πάτωμα, έγλειφα αυτήν την κηλίδα από μια παλιά παιδική γιορτή, δυνατός αέρας φυσούσε στο διάδρομο, ο φωταγωγός είχε γεμίσει φωνές, ματωμένα πανιά, δούλες βογκούσαν στο υπόγειο,

κάποιο έγκλημα γινόταν μπροστά στο σπίτι κι όταν το αίμα έτρεξε κι έφτασε μέχρι κάτω τα σκαλοπάτια, είδα τις μέρες μου σαν τις νεκρές ψείρες στο φτωχό φέρετρο των απόρων,

και τις νύχτες ταξίδευα με το παλιό καναπέ, ήταν βέβαια και οι ανταύγειες του κεριού που άνοιγαν τους τοίχους, μα πιο πολύ βοηθούσαν οι ταπεινώσεις,

κι όταν έφεξε η αυγή ο εφημέριος δίπλωσε σε μια εφημερίδα το κομμένο κεφάλι μου, σαν δανεισμένη εικόνα.

 

ΒΟΥΒΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

«Μη φεύγεις» του λέω, μα εκείνος είχε κιόλας ξεκινήσει με τους άλλους κατάδικους, μου άφησε μόνο το χέρι του, που συχνά με κράτησε στην άκρη της γέφυρας, ένα άρρωστο άλογο σάπιζε στην άκρη του δρόμου, και τις νύχτες άκουγα τους ανεμοδείχτες που το βοηθούσαν ν’ αλλάξει πλευρό,

θυμήθηκα το πρώτο βράδυ που θάψαμε τον πατέρα –πώς τον μισούσα γι’ αυτόν το βρόμικο ρόλο του υπηρέτη που έπαιζε, ανοίγοντας την πόρτα μας στο μεγάλο σκοτάδι,

ερημιά, και μόνο οι ραγισμένοι τοίχοι άφηναν να φαίνονται τα φοβερά, βουβά πρόσωπα, που περνάμε κάποτε πλάι τους.

Εκεί έζησα τόσο μονάχος, που άκουσα τις άλλες φωνές, κι όταν νύχτωνε, οι νεκροί μας κλέβαν την κουβέρτα και πλάγιαζαν έξω από την πόρτα, ώσπου ξεμέρωνε και σταυρώνονταν πάνω  μου το λάλημα του πετεινού.

 

ΜΑΤΑΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Τα βράδια τον ακολουθούσα σε βρόμικες συνοικίες, κατεβαίναμε τα σκαλιά, μια γυναίκα μουρμούριζε κάποιο τροπάριο και στα χέρια της κρατούσε το θησαυρό, που πηγαίνει από φτωχό σε φτωχό καθώς βραδιάζει.

Γυρίζαμε ύστερα από χρόνια, μια ξεθωριασμένη ταμπέλα στη γωνιά, που μόλις την αγγίξαμε χίμηξε να μας πνίξει ο χαμένος δρόμος, «τώρα μου λέει, θα πάμε μακριά», «μα δεν βλέπεις, του λέω, μας ξέχασαν», «γι’ αυτό» μου λέει,

και τα φανάρια μας κοίταζαν με τα μεγάλα άδεια μάτια τους, σαν αυτούς που δεν έχουν πού να πάνε και στέκονται μπροστά στο Θεό,

θυμήθηκα το μικρό κοριτσάκι που έκλαιγε καθώς το έγδυνα, κι όταν την άλλη μέρα  κρεμάστηκε, ήρθε ξανά τη νύχτα στο κρεβάτι μου, «απόψε μεγάλωσα, μου λέει, γιατί δεν με θέλεις»;

έκλεισα σιγά την πόρτα, δεν είχα πια σπίτι, μονάχα ένα πατημένο καπέλο στη μέση του δρόμου, «πάω καλά από δω;» του λέω, «να το κάνεις  τι;» μου λέει,

και το βράδυ οι νεκροθάφτες γύριζαν σκυμμένοι, σαν να μάντευαν  πως δεν ήσουν εσύ ο νεκρός, μα έθαψαν εκείνο το δυστυχισμένο που σ’ ακολουθούσε, ένα βήμα έξω από το μυστήριο.

[από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972)

«Όχι, δεν τον είδαμε» είπε η γυναίκα του θυρωρού, κι η σελήνη βγήκε κάτωχρή πάνω στο λόφο, ήξερα πως κρυβόταν, μα εγώ θα τον αναγνώριζα από το μεγάλο του σάβανο που άγγιζε τις άκρες της πόλης κι από το κούφωμα του βιολιού που είχε κυλήσει η ψυχή του τη νύχτα που τον ποδοπατούσαν,

και ξαφνικά τον είδα μέσα στην κάμαρα, ανέβαινε αργά-αργά στο ικρίωμα, ενώ το φανάρι του νυχτοφύλακα του λόγχιζε το πλευρό, τον είδα, σας λέω, ήρεμο και γαλήνιο σαν του νεκρούς που απέρριψαν πλέον την οδύνη να σπαταλάνε το θεό,

«ανοίχτε, φώναξα, κάποιον σκοτώνουν εκεί μέσα», η γριά άνοιξε κι εκείνος γονατισμένος  έγλειφε τα παπούτσια τους, μέσα στα επουράνια, «μείναμε οι δυο μας μόνοι» είπε, ένας ψίθυρος ήρθε τότε από μακριά, μια παράφορη νοσταλγία να ξαναδώ τον πατέρα, μα είχαν περάσει τα χρόνια, κι η αθωότητα τρίκλιζε τώρα σαν ένας άγγελος που απ’ τα φτερά του υποφέρει,

«μη με μαρτυρήσεις» είπε, κι όπως άνοιξε το σακάκι του είδα  το δαίμονα που του ’χε φάει όλο το σώμα, και το κεφάλι του στηριζόταν τώρα πάνω στο χέρι του αναχωρητή

που προσευχόταν στην έρημο.

 

ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΠΑΝΩΦΟΡΙ

Νύχτωνε και στο παλιό σπίτι κατοικούσαν μόνο σκιές, «θεία Ευδοκία, της είπα, τώρα πρέπει να σοβαρευτείς, είσαι πεθαμένη», μα εκείνη είχε το ίδιο αμήχανο χαμόγελο, όπως τότε, όταν έκρυβε κάτι που δεν έπρεπε ακόμα να το μάθω,

ο άγνωστος μας διηγόταν σημεία και τέρατα, εγκλήματα εδώ και αιώνες, είπε και για μια μύγα, στο παιδικό τζάμι, που της έκαψε τα φτερά, «από τότε στέκει εκεί και δε μ’ αφήνει» κι έδειχνε πέρα, μακριά, το δρόμο που δεν μπόρεσε να πάρει,

η ξενοδόχα, έλεγαν έκλεβε κρυφά τα πτώματα και τα έθαβε στα ντουλάπια, έτσι το ξενοδοχείο είχε πολύ κίνηση, γιατί έβρισκες πάντα κάποιον που να μη σε διώχνει - κι ούτε κατάλαβα όταν μου βύθισαν το μαχαίρι, σαν να μην ήμουνα εδώ ποτέ μου κι απλώς είχαν κρεμάσει ένα πανωφόρι στο κενό.

Και κάθε τόσο ένα πουλί έπεφτε από ψηλά νεκρό, καθώς χτυπούσε πάνω στην απαγορευμένη πόρτα.

 

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

«Δε σ’ ακολουθώ πια», φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μην μας γκρεμίσουν,

κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί  με τα παιδιά και τους σαστισμένους,

κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,

έπρεπε να ξεφύγω , γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,

τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,

γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.

[από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

ΤΟ ΑΜΑΞΙ (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972)

Ο άγνωστος κουβέντιαζε χαμηλόφωνα με τη γυναίκα, βέβαια, η γυναίκα είχε πεθάνει, κι εκείνος κοίταζε το πεπρωμένο, που σαν μια άδεια άχρηστη θήκη αφήνουν οι νεκροί στο κάθισμα,

τα πουλιά χτυπούσαν στο ταβάνι κι έπεφταν στο βρόμικο νιπτήρα, εδώ τέλειωναν όλες οι ιστορίες, βαλσαμωμένοι γέροι κάθονταν πίσω απ’ τα τζάμια κι η στοά σκοτεινή με τα υγρά μαγαζιά που πουλούσαν μεγάλα στρίποδα και φέρετρα και στέφανα απ’ τις δόξες που είχαμε ονειρευτεί,

όμως, στο ίδιο σπίτι κατοικούσαν κι εκείνοι οι άλλοι, που δεν τους βλέπουμε, μόνο τις νύχτες άκουγες να περπατάνε κρατώντας τις σβησμένες λάμπες και καμιά φορά περνούσαμε για δικές μας τις ακατάληπτες χειρονομίες τους,

κι μικρή πεθαμένη υπηρέτρια, που πλαγιάζαμε κάποτε, άπλωνε τώρα  το χέρι της μέσα στις αγρύπνιες μου να της δώσω ένα ζευγάρι κάλτσες που της είχα υποσχεθεί.

Έπειτα ησυχία, κι ο θόρυβος του αμαξιού που έφευγε έσβηνε σιγά-σιγά.

 

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ήταν μια αίθουσα μαύρη, ένα άθλιο χαρτοπαίγνιο όπου κατέβαζαν τους αρρώστους, οι ζητιάνοι κυλούσαν κάτω από τις πέτρες των εκκλησιών κι οι παραλυτικοί ανασηκωμένοι στους αγκώνες κοίταζαν χαιρέκακα την κρεατόμυγα, που πάλευε απεγνωσμένα με το Αόρατο,

ο βασανιστής μπήκε ακριβώς τα μεσάνυχτα κι όπως άνοιξε το παλτό του φάνηκε η κίτρινη λάμπα του γκαζιού πάνω απ’ το ικρίωμα, γιατί στον καθένα θα ’ρθει η ώρα του να πλαγιάσει στη γη, κι η άσχημη γυναίκα είχε γδυθεί, αλλά δεν πήγαινε κανείς, τότε ξανάβαλε το φτερό που της είχε πέσει, και πέθανε ολομόναχη στο διάδρομο,

ήταν οι ονειροπόλοι εκεί, κρατώντας τα κεφάλια τους στο χέρι σαν φτωχά καπέλα, και τα λόγια του ηλίθιου ακατάληπτα, σαν το αρμόνιο του Θεού που έπαιζε στο υπόγειο,

«μην αποστρέφεις το πρόσωπό σου, φώναξα, δεν έχω τίποτα άλλο απ’ την ντροπή μου» και του ‘δειξα τα φύλλα του φθινοπώρου που μ’ ακολουθούσαν,

εκείνος δεν μίλησε, μα όπως ακούμπησε στην κολόνα το χέρι του ήταν τόσο διάφανο, που έβλεπες πολύ μακριά κι ο νεκρόφιλος έφευγε τώρα με το κλειδί κι ο αιμομίχτης με το εικόνισμα,

ενώ ο βαμμένος άνδρας που σφουγγάριζε τις σκάλες ήταν γεννημένος βασιλέας.

 

Ο ΤΡΙΤΟΣ

Τότε ήρθε κι ο άλλος, κρατούσε μια παλιά φθαρμένη βαλίτσα, όπου έκρυβε τα φαντάσματα της ζωής του, για να μην κάνουν τον κόπο να τον κυνηγούν,

ήμασταν στο ίδιο πνιγηρό δωμάτιο και το μεγάλο ζώο που ήταν ζωγραφισμένο στο χαλί μας έτρωγε κιόλας τα γόνατα,

«μητέρα, ρώτησα κάποτε, πού μπορούμε να βρούμε λίγο νερό για τ’ άλογό μου;», «μα δεν βλέπω κανένα άλογο», «κι εσύ μητέρα»,

μια σειρά κεριά ήταν κι απ’ τις δυο μεριές του διαδρόμου, και στο βάθος το σκοτεινό μαγαζί που πουλούσε παλιά μουσικά όργανα κρεμασμένα απ’ το ταβάνι, σαν τους φτωχούς, και στη μέση ο παλαιοπώλης, γέρος και βρόμικος, κούρντιζε πάνω στα γόνατά του το πεθαμένο χέρι, «μας γέλασαν, φώναξα, μας έδωσαν άλλο σπίτι», μα δεν υπήρχε κανείς γύρω, μονάχα μια φουρκέτα κάτω στις πλάκες σαν ένα μικρό έντομο, που μόλις έκανα να την αγγίξω πέταξε και χάθηκε απ’ το παράθυρο.

Κι όλη τη νύχτα ακούγαμε τους σιδεράδες που ετοίμαζαν τα καρφιά, σαν να υπήρχε κάποιος Ιησούς ανάμεσα στους τρεις μας.

[από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

 

ΑΠΟΔΡΑΣΗ (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972)

Καθόταν σ’ ένα σκαμνί στο προαύλιο, και τα χέρια του ήταν τόσο αδέξια, που μας είχαν κιόλας προσπεράσει, «κάποτε θα γκρεμίσουν το σπίτι, μου λέει, και τότε θα το βρουν»,

και κάθε τόσο κάποιος τυλιγόταν μ’ ένα σεντόνι στην άκρη της κάμαρας, ήταν η στιγμή που δραπέτευε, ώσπου το σεντόνι έπεφτε άδειο κάτω στο πάτωμα κι εμείς είχαμε πια ένα παντοτινό φίλο,

στους σταθμούς περίμεναν σειρά οι μετανάστες, κρύβοντας κάτω απ’ το παλτό τους το ταξίδι σαν ένα ετοιμοθάνατο σκυλί,

κι ο θείος Ηλίας χρόνια μετά το θάνατό του, στέκονταν ακόμα στο πεζοδρόμιο, ο πλούσιος συγγενής μας, όμως, ούτε γύρισε να μας δει, «θείε, του είπα, αφού ήξερες, γιατί ξανάρθες;», «δεν μπορώ να κοιμηθώ, μου λέει, πρέπει να χάσω ακόμα»,

έκανα να φύγω, αλλά στην πάροδο είδα το μουγκό παιδί, είχε ακουμπήσει στον τοίχο κι έκλαιγε, και τώρα πάνω στον τοίχο ήταν ένα μικρό φωτισμένο παρεκκλήσιο, ενώ έξω χιόνιζε και οι περαστικοί πέθαιναν μέσα στα λόγια της.

 

Ο ΔΗΜΙΟΣ

Γρυλίσματα ανέβαιναν από τα καταγώγια, ένα πρόσωπο μανιακού με κοίταζε απ’ το τζάμι, και στον τεράστιο βολβό του ματιού του καθόταν το πουλί, που είχε θάψει, παιδί στην άκρη του κήπου,

σ’ όλο το δρόμο μ’ ακολουθούσε η γυναίκα με το σκεπασμένο πρόσωπο, ήταν εκείνη η άσχημη μουγκή που πλάγιασα μια νύχτα μαζί της, κι όταν πέθανε ερχόταν συχνά, την είδα μάλιστα, κάποτε, που έστρωνε ένα μικρό χαλί, εκεί που γονάτιζα να με λυπηθούνε,

τότε με περιμάζεψε αυτός, κρατούσε ένα μικρό τοίχο στο πίσω μέρος της αυλής, όταν χτυπήσαμε μας άνοιξε ο ίδιος ο δήμιος, «είμαι αθώος» έλεγε, «αυτό τους σκότωνε –τι φταίω που δεν μπορούσαν να τ’ ακούσουν», κι έδειχνε ένα μικρό φλάουτο στο τραπέζι,

οι νεκροί κλαίγανε ακουμπισμένοι στα τζάμια, κι ας λέγαν οι άλλοι ότι ήταν η βροχή, κι η θεία έβαλε τις φωνές που ήθελαν να της πάρουν τη παιδική ζωγραφιά και την κρατούσε ακόμα και μπροστά στον Κύριο, την Ημέρα της Κρίσεως,

ενώ, όπως βράδιαζε, στη γωνιά του δρόμου οι πλανόδιοι μουσικοί παίζαν ακούραστοι, μα δεν έβγαινε κανένας ήχος, γιατί τα βιολιά τους ήταν κιόλας μακριά, μες στο ανεκπλήρωτο.

 

ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ

Από την νύχτα εκείνη, που τον χτύπησα και τον έθαψα στο παλιό μαρμαρογλυφείο, έκανε καιρό να ξανάρθει –ζούσα τότε, για λίγες δεκάρες με μια πόρνη, κι ο άγγελος το χαμού τραγούδαγε μες στο πλυσταριό,

ήταν μια φωλιά κακούργων, τις νύχτες ξυπνούσε η πανάρχαιη τύψη και το πρωί βρίσκαμε κάποιον κρεμασμένο στην αποθήκη, πίσω απ’ το παραβάν είχαν κρύψει τον ασκητή που καιγόταν από αυταπάρνηση, κι η παλιόγρια έβαζε τη χύτρα πάνω στα γόνατά του και μαγείρευε για τους φονιάδες,

«στα έδωσα όλα», έλεγε η βρόμα  και μου ’δειχνε το ψεύτικο χέρι της κρεμασμένο στον τοίχο, «εσύ τι έχεις να δώσεις;»

τότε ακούστηκαν οι πυροβολισμοί από μια παλιά χαμένη εξέγερση, ένα κουτσό σκυλί μ’ ακολουθούσε κι ο κυνηγημένος στάθηκε και βγάζοντας το σακάκι το σκέπασε το κεφάλι του Βαπτιστή, γιατί ερχόταν χειμώνας,

«Θεέ μου, σκέφτηκα, ίσως να μην τον έθαψα αρκετά βαθιά, κι όλον αυτόν τον καιρό με προδίδει», νύχτα ξαναπήγα στο ερειπωμένο μαρμαρογλυφείο και τότε τον είδα, είχε γονατίσει και κλαίγοντας μάζευε λίγο χώμα και σκέπαζε

το κρύο της ζωής μου…

[από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

ΟΣΟ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΤΙΠΟΤΑ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΒΟ ΚΙ ΕΝΑ ΤΟΥΦΕΚΙ ΠΟΥ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΔΕΨΑΝ Μ’  ΑΥΤΟ:

Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή –με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατά του ένα παλιό, φανταστικό βιολί, «το ακούς» μου λέει, «ναι, του λέω, πάντα το άκουγα», ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι! [Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972, Τόμος 2 της τρίτομης έκδοσης του ΚΕΔΡΟΥ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ