Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑΝ «ΕΒΔΟΜΑΔΑ»

 (… κάποτε ζωντανεύουν τα όνειρά τους κι άγγελοι γυμνοί τρέχουν μέσα στις φλέβες τους…)


Μέσα στα σκυφτά ασφοδίλια οι τυφλοί κοιμούνται

ένας λαός τυφλών και τ’ ασφοδίλια σκύβουν

μαυρισμένα από την πάχνη της αυγής.

(Θυμούμαι τα παφιοπέδιλα τον άλλο χειμώνα κλεισμένα στη ζέστη.

Αρκείτω βίος)

Προσκέφαλά τους όργανα εξοντωμένα

ραχιτικοί φωνογράφοι   τρύπιες φυσαρμόνικες

αρμόνια γονατισμένα·

να ’χουν πεθάνει;

Ένας ακίνητος τυφλός δεν ξεχωρίζει εύκολα

κάποτε ζωντανεύουν τα όνειρά τους γι’ αυτό λέω πως κοιμούνται.

Τριγύρω στα σπίτια, φορέματα αγγέλων μου γνέφουν μαρμαρωμένα

το ποτάμι δεν κυλά έχει ξεχάσει τη θάλασσα

κι όμως υπάρχει η θάλασσα και ποιος θα την εξαντλήσει;

οι τυφλοί κοιμούνται,

οι άγγελοι γυμνοί τρέχουν μέσα στις φλέβες τους

τους πίνουν το αίμα και τους δίνουν φρόνηση

κι η καρδιά με τα φριχτά της μάτια λογαριάζει πότε θα στερέψει.

Κοιτάζω το ποτάμι

ανάλαφρες σπιλιάδες περνούν από τον ανήμπορο ήλιο

τίποτε άλλο, το ποτάμι περιμένει·

λυπήσου εκείνους που περιμένουν.

Τίποτε άλλο· φτάνει για σήμερα!..

 [ήταν η ΔΕΥΤΕΡΑ στις ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ για μια «ΕΒΔΟΜΑΔΑ», 4η ενότητα  στη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ 1928-1937

 Οι Σημειώσεις συνεχίζονται για μια

ΤΡΙΤΗ, που κάθε άνθρωπος περπατά σα χαμένος μέσα στην πολιτεία χωρίς να ξέρει αν άρχισε ή τέλειωσε… αν θ’ αποδράσει, αν έχει διαφύγει… για μια

ΤΕΤΑΡΤΗ, που όλοι κοιτάζουν τι θα κάνεις κι εσύ κοιτάζεις τα πλήθη που σε κοιτάζουν· για μια

ΠΕΜΠΤΗ, που τώρα πια ξέρω πως δεν είναι τίποτε παραπέρα και περιμένω… μιαν άλλη νύχτα που τραβιούνταν τα νερά πίνοντας απαλά την πίκρα τους κι ούτε κατάλαβα όταν ψηλάφισα τα υγρά φύκια πόση τιμή απομένει στις παλάμες του ανθρώπου… Για μια

 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ κι ένα ΣΑΒΒΑΤΟ, που από τότε πόσες φορές πέρασε μπροστά στα μάτια μου μια γυναίκα, που της απόμεναν μονάχα τα μαλλιά και τίποτε άλλο, γοργόνα ταξιδεύοντας στο πέλαγο, κι αναμεσό τους  κυκλοφορούσε το φρέσκο αεράκι, ωσάν γαλάζιο αίμα.

Και μια ΚΥΡΙΑΚΗ δυο βαριά άλογα και ένα αργό αμάξι, αυτό ή κάτι άλλο, έξω από το παράθυρό μου στο δρόμο…  

 


ΤΡΙΤΗ (I went to St James Infirmary)

Χάθηκα μέσα στην πολιτεία.

Τα περιβόλια τα σκεπάζει το νοσοκομείο του Δον Χουάν Ταβέρα.

Δρόμοι τυλίγοντας διαφημίσεις.

Κάθε άνθρωπος περπατά χωρίς να ξέρει

αν άρχισε ή αν τέλειωσε

αν πηγαίνει στη μητέρα του ή στην ερωμένη του

αν θα δικάσει ή θα δικαστεί

αν θ’ αποδράσει, αν έχει διαφύγει·

δεν ξέρει.

Κάθε γωνιά κι ένα κατάστημα γραμμοφώνων

κάθε κατάστημα κι εκατό γραμμόφωνα

κάθε γραμμόφωνο κι εκατό δίσκοι

και σε κάθε δίσκο

ένας ζωντανός παίζει μ’ έναν πεθαμένο.

Πάρε τη χαλύβδινη βελόνα και ξεχώρισέ τους

αν μπορείς.

 

Μα ποιος ποιητής· θυμάσαι ποιος ποιητής

δοκίμασε τη χαλύβδινη βελόνα

στις ραφές του ανθρώπινου κρανίου;

Θυμάσαι το τραγούδι του το βράδυ εκείνο;

 

Θυμάμαι που μας ζήτησε μιαν ασπιρίνη

τα μάτια του έπαιζαν μέσα σε μαύρους κρίκους

ήταν χλωμός και δυο βαθιές ρυτίδες

τυλίγανε το μέτωπό του. Μήπως  όμως

ήσουν εσύ; μήπως εγώ; Ή μήπως ήταν

η αμίλητη Αντιγόνη με τους ώμους

τους λυγισμένους πάνω από το στήθος;

Την κράτησα κοντά μου δέκα νύχτες

έκλαιγε κάθε αυγή για το παιδί της.

Θυμάμαι γύρευα ένα φαρμακείο.

Όλα κλειστά. Για ποιον ήταν δεν ξέρω.

 

Χάθηκα μέσα στην πολιτεία

κανείς δεν θα μετακινήσει το νοσοκομείο

γεμάτο ανάπηρα παιδιά που γνέφουν

σ’ εμένα ή σ’ άλλους που μ’ ακολουθάνε.

Οσμές φαρμάκων μέσα στον αγέρα

βαραίνουν ερωτεύονται και σμίγουν

αχνούς από αυτοκίνητα που φεύγουν

στην εξοχή μ’ ολόξανθα ζευγάρια

προραφαηλίτικα λιγάκι εξατμισμένα.

 

Την άνοιξη του ’23 στο λουτρό της

πέθανε η Λίβια Ρίμινι, τ’ αστέρι·

τη βρήκανε μέσα σ’ αρώματα νεκρή

και το νερό δεν είχε ακόμα κρυώσει.

Ωστόσο χτες στον κινηματογράφο

με κοίταζε με τ’ άχρηστά της μάτια.

 

ΤΕΤΑΡΤΗ (ad vigilias albas)

-Γιατί δε βραδιάζει;

-Κοίταξε αν θέλεις, κάπου θα βγήκε το νέο φεγγάρι.

-Όλοι κοιτάζουν τι θα κάνεις

κι εσύ κοιτάζεις τα πλήθη που σε κοιτάζουν·

οι ματιές γράφουν ένα κύκλο στενό

που δεν μπορεί να σπάσει.

Αν γεννηθεί κάποιος  ο κύκλος θα πλατύνει

αν πεθάνει κάποιος ο κύκλος θα στενέψει

αλλά τόσο λίγο, για τόσο λίγο.

Κι οι τέσσερις άλλες αισθήσεις ακολουθούνε την ίδια γεωμετρία

Αν αγαπούσαμε θα ’σπαζε ο κύκλος,

θα κλείναμε τα βλέφαρα μια στιγμή.

Αλλά δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε.

 

Ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις

κι όταν είπες να φύγουμε γιατί άρχισε να σκοτεινιάζει,

γύρισες και με κοίταξες στα μάτια και μια νυχτερίδα

πέταξε γράφοντας τρίγωνα…

Ξανάρχισε πάλι το γραμμόφωνο.

Οι νυχτερίδες οι δικές μας τώρα

γράφουνε κύκλους που στενεύουν όσο πετάνε

από τον άνθρωπο στον άνθρωπο, στον άλλον άνθρωπο

κανείς δεν ξεφεύγει

κι η ζωή είναι πλούσια γιατί είμαστε πολλοί

κι όλοι μας ίδιοι

κι η ζωή είναι πλούσια γιατί βρήκαμε τελειοποιημένα μηχανήματα

όταν οι αισθήσεις παρακμάζουν.

Αδέλφια, μοιραστήκαμε το ψωμί και τον πόνο.

Κανένας δεν πεινά, δεν υποφέρει πια κανένας

κι έχουμε όλοι μας το ίδιο ανάστημα, Κοιτάχτε μας!

Σας κοιτάζουμε. Κι εμείς! Κι εμείς! Κι εμείς!

Δεν είναι τίποτα παραπέρα,

-Όμως τη θάλασσα

δεν ξέρω να την έχουν εξαντλήσει

 

ΠΕΜΠΤΗ

Την είδα να  πεθαίνει πολλές φορές

κάποτε κλαίγοντας στην αγκαλιά μου

κάποτε στην αγκαλιά ενός ξένου

κάποτε μόνη της, γυμνή·

έτσι έζησε κοντά μου.

Τώρα πια ξέρω πως δεν είναι τίποτε παραπέρα

και περιμένω.

Αν λυπούμαι είναι μια υπόθεση ιδιωτική

όπως τα συναισθήματα για τόσο απλά πράγματα

που καθώς λένε τα’ χουμε ξεπεράσει·

κι όμως λυπούμαι ακόμη γιατί

δεν έγινα κι εγώ (όπως θα το ήθελα)

σαν το χορτάρι που το άκουγα να φυτρώνει

μια νύχτα κοντά σ’ ένα πεύκο·

γιατί δεν ακολούθησα τη θάλασσα

μιαν άλλη νύχτα που τραβιόνταν τα νερά

πίνοντας απαλά την πίκρα τους,

κι ούτε κατάλαβα όταν ψηλάφησα τα υγρά φύκια

πόση τιμή απομένει στις παλάμες του ανθρώπου.

Πέρασαν όλα αυτά βαριά και τελειωτικά

σαν τις μαούνες με τα ξεθωριασμένα ονόματα

ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ, ΤΥΡΑΝΝΟΣ, GLORIA MUNDI

πέρασαν κάτω από τα γιοφύρια πέρα απ’ τις καπνοδόχες

με δυο σκυφτούς ανθρώπους στην πλώρη και στην πρύμνη

γυμνούς ως τη μέση·

πέρασαν, δεν ξεχωρίζω τίποτε, μέσα στην πρωινή καταχνιά

μόλις ξεχώριζαν τ’ αρνιά κουλουριασμένα μηρυκάζοντας ούτε

τη νύχτα ξεχωρίζει το φεγγάρι πάνω απ’ τον ποταμό

που περιμένει·

μόνο εφτά λόγχες βυθισμένες στο νερό

στεκάμενο και χωρίς αίμα

και κάποτε στις πλάκες φωτισμένες θλιβερά

κάτω απ’ τον πύργο τον αλλήθωρο

ζωγραφιστός με κόκκινο και κίτρινο μολύβι

δείχνοντας την πληγή του ο Ναζωραίος.

«Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά.

Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά».

Βουλιάζει κι η φωνή της με το χτύπημα του ρολογιού·

το θέλημά σου, γύρεψα το θέλημά σου.

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Από τότε πόσες φορές πέρασε μπροστά στα μάτια μου μια γυναίκα, που της απόμεναν μονάχα τα μαλλιά, τα μάτια, το στήθος και τίποτε άλλο, γοργόνα ταξιδεύοντας στο πέλαγο, κι ανάμεσό τους κυκλοφορούσε το φρέσκο αεράκι, ωσάν γαλάζιο αίμα.

 

ΣΑΒΒΑΤΟ

-Δεν ξέχασα τίποτε

όλα είναι στη θέση τους ταχτοποιημένα κατά σειρά

περιμένοντας το χέρι να διαλέξει

μόνο δεν μπόρεσα να βρω τα παιδικά χρόνια

μήτε τον τόπο που γεννήθηκε ο ήρωας του δράματος

μήτε τις πρώτες εντυπώσεις

εκείνες που θυμάται στην πέμπτη πράξη

στην κορυφή της δυστυχίας.

Όλα τ’ άλλα, να τα, κατά σειρά:

οι προσωπίδες για τα τρία κύρια συναισθήματα

και τ’ ενδιάμεσα

τα φορέματα με τις βόλτες έτοιμες να κινηθούν

τα παραπετάσματα, τα φώτα

τα σκοτωμένα παιδιά της Μήδειας

το φαρμάκι και το μαχαίρι.

Μέσα σ’ αυτό το κουτί είναι η ζωή όταν αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη,

αν την αφουγκραστείς θα την ακούσεις πώς ανασαίνει·

πρόσεξε μην τ’ ανοίξεις προτού σφυρίξουν οι Ευμενίδες.

Μέσα σ’ αυτό το γυαλί βρίσκεται ο έρωτας του κορμιού

και στο άλλο, που είναι γαλάζιο, ο έρωτας της ψυχής·

πρόσεξε μην τ’ αναμίξεις,

και σ’ αυτό το συρτάρι το πουκάμισο του Νέσσου

(πέμπτη πράξη, σκηνή τρίτη)

τα λόγια να θυμάσαι που αρχίζουν:

Αρκείτω βίος! Ιώ! Ιώ!

Εδώ είναι η σάλπιγγα που γκρεμίζει το παλάτι

και φαίνεται η βασίλισσα μέσα στην ανομία,

αυτός είναι ο διακόπτης των μικροφώνων

θα σ’ ακούσουν ως τα πέρατα του κόσμου.

Εμπρός! Προβολέα! Καλή τύχη!

 

-Μια στιγμή, ποιος θα είμαι; ποιον θα σκοτώσω;

κι οι άνθρωποι τούτοι που με κοιτάζουν

πώς θα πιστέψουν πως η δικαιοσύνη με προστατεύει;

πώς θα πιστέψουν;

Ω να μπορούσαμε ν’ αγαπήσουμε

τουλάχιστο σαν τις μέλισσες

όχι σαν τα περιστέρια

τουλάχιστο σαν τα κοχύλια

όχι σαν τις σειρήνες

τουλάχιστο σαν τα μερμήγκια

όχι σαν τα πλατάνια…

μα δεν τους βλέπεις, όλοι τους είναι τυφλοί!

Οι τυφλοί κοιμούνται…

 

Θαυμάσια, μπορείς να εξακολουθήσεις.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ

Δυο βαριά άλογα και ένα αργό αμάξι, αυτό ή κάτι άλλο,

έξω από το παράθυρό μου στο δρόμο

αυτός ο θόρυβος.

Σε λίγο θα ’χει νυχτώσει· βλέπω να με κοιτάζει ακόμη

ένα αέτωμα γεμάτο αγάλματα ακρωτηριασμένα.

Πόσο βαριά είναι τα αγάλματα;

Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι.

[επιλογές λέξεων από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Γιώργου Σεφέρη, γιατί είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.    Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη,    ριζώνουν θρέφονται με το αίμα. Όπως τα πεύκα, κρατούνε τη μορφή του αγέρα,    ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί     το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου     κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί]

Παρασκευή, 30 Σεπτεμβρίου 2022

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΦΩΝΑΖΕΙ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ…

(… μια κοπέλα αγρυπνάει πλάι στα ερείπια…
πλάι στα σπίτια που γκρέμισα…)
όμως ένας ήλιος,    όμως ένα ολόχρυσο φεγγάρι,
χιλιάδες πουλιά     και χιλιάδες ψάρια
αναστηθήκαν    κι είναι δικά μου  
 
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους   μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
 
Τη μιαν ημέρα έτρεμα   την άλλη ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο   μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου
Δεν έχω γράψει ποιήματα   δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα   καρφώνω!..
 [Η ΕΚΦΩΝΗΣΗ και ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, δυο ποιήματα από την ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958 –

ΣΥΝΕΧΕΙΑ με τα ποιήματα ΖΩΗ,   Ο ΕΡΗΜΟΣ ΔΡΟΜΟΣ,  

Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ,  ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΓΕΛΑΕΙ,   ΕΙΚΟΝΕΣ,  

Ο ΚΗΠΟΣ,   ΧΙΟΝΙ,    ΧΕΙΜΩΝΑΣ,   ΟΠΩΣ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ,  

ΞΕΝΕ,   ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ  και  έξοδος με
το ΨΩΜΙ: Ας μην το κρύβουμε   διψάμε για ουρανό!..

 



 

ΖΩΗ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)

Νύχτα   σ’ ένα φαρμακείο

ένα άλογο   γονατισμένο

τρώει

τα σανίδια

ένα κορίτσι   μ’ ένα έγκαυμα

παράξενο   πράσινο

γιατρεύεται

ενώ

το φάντασμα   απελπισμένο

κλαίει    στη γωνιά

 

Ο ΕΡΗΜΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Βροχή από μέλι

στα πεινασμένα μου χέρια

στεφάνια

στεφάνια

στεφάνια

στα πικρά μου μαλλιά

όμως   το βάθρο του αγάλματος

μένει πάντα άδειο

όμως

το στόμα του αγάλματος

μένει πάντα βουβό

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)

 

Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)

Ένας μπαξές γεμάτος αίμα

είναι ο ουρανός

και λίγο χιόνι

έσφιξα τα σκοινιά μου

πρέπει και πάλι να ελέγξω

τ’ αστέρια

εγώ κληρονόμος πουλιών

πρέπει

έστω και με σπασμένα φτερά

να πετάω!..

 

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΓΕΛΑΕΙ

Καίει

καίει η νύχτα

οι άνθρωποι τρώνε

ονομάζοντας σκοτεινές αρρώστιες

η γυναίκα λέει για ένα γάμο

ανεβαίνει

ανεβαίνει σκοτεινή ρουκέτα

στον ουρανό η νύφη

ο γαμπρός κόλλησε στη γη

γεμάτος κόκκινα στίγματα και στάχτη

κλαίει η γυναίκα

το φεγγάρι γελάει

το φεγγάρι κλαίει

η γυναίκα γελάει

 

Η ΒΡΟΧΗ ΕΡΧΕΤΑΙ   ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ

(… πλένει τα όνειρά μου…)  1η εικόνα

Ένα αυτοκίνητο    ξεκοιλιασμένο

στο δρόμο

περιμένει   το χασάπη

των Χριστουγέννων  (2η εικόνα)

 

Ένα τσιγάρο    δυο τσιγάρα

στο μοναχικό    δωμάτιο

ο άνδρας είναι πυγμάχος

η γυναίκα είναι καρφίτσα  (3η εικόνα)

 

Φοβερή ιστορία

η μανία    του βοριά

πάνω στο παράθυρο

σταύρωσε 

μια παιδούλα  (4η εικόνα)

 

Ένα φύλλο έπεσε

από το δένδρο

το βράδυ

κι άρχισε    να πηδάει

πάνω στο χώμα

ουρλιάζοντας  (5η εικόνα)

 [ΕΙΚΟΝΕΣ από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958  

 

Ο ΚΗΠΟΣ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη  ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)

Μύριζε πυρετός

κήπος δεν ήτανε αυτός

και παράξενα ζευγάρια μέσα του   περπατούσαν

στα χέρια τα παπούτσια τους   φορούσαν

τα πόδια τους ήταν μεγάλα άσπρα   και γυμνά

κάτι κεφάλια σαν άγρια φεγγάρια επιληπτικά

και κόκκινα τριαντάφυλλα ξάφνου

φυτρώνανε

για στόματα

που ορμούσαν και τα ξέσκιζαν

οι πεταλούδες – σκύλοι

 

ΧΙΟΝΙ

Χιόνι που πέφτει έξω!

σαν παγοπώλης του θανάτου

ο θεός

με κόκκινα απ’ το πυρετό τα μάτια

 

Καπνός θεού στη στέγη

ουρλιάζει η γυναίκα

στο κρεβάτι

σαν παγωμένο περιστέρι

χιόνι που πέφτει έξω

 

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Τι ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια

τι τέλεια που μαραθήκαν

κι αυτός ο τρελός να τρέχει στους δρόμους

με μια φοβισμένη καρδιά χελιδονιού

χειμώνιασε και φύγανε τα χελιδόνια

γέμισαν οι δρόμοι λάκκους με νερό

δυο μαύρα σύννεφα στον ουρανό

κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα

αύριο θα βγει στους δρόμους και η βροχή

απελπισμένη

μοιράζοντας τις ομπρέλες της

τα κάστανα θα τη ζηλέψουν

και θα γεμίσουν μικρές κίτρινες ζαρωματιές

θα βγουν κι οι άλλοι έμποροι

αυτός που πουλάει τ’ αρχαία κρεβάτια

αυτός που πουλάει τις ζεστές - ζεστές προβιές

αυτός που πουλάει το καφτό σαλέπι

κι αυτός που πουλάει θήκες από κρύο χιόνι

για τις φτωχές καρδιές

 

ΟΠΩΣ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Δύσκολα χρόνια

τρομαγμένα παιδιά

σιάχνουν με χαρτί κοκοράκια

τα βάφουν μαύρα

σα σβησμένα κεριά

τα βάφουν κόκκινα

σα ματωμένα λουλούδια

κι απορούν οι μανάδες

που ύστερα έρχεται

ο μεγάλος φίλος

με τα χρυσά χέρια

 

και τα παίρνει

 

ΞΕΝΕ

Ξένε

με το μαύρο κουστούμι σου

που χτυπάς την πόρτα μου

και μου δείχνεις τ’ άσπρα αυτά πιάτα

πού έχεις κρύψει το πιστόλι σου;

πού έχεις κρύψει το μαχαίρι σου;

έχεις ένα άστρο κόκκινο μεσ’ στο κεφάλι σου

και ψευδίζεις

θέλεις τα χρήματα

τα χρήματα που σμίξαν με το αίμα και χάθηκαν

τα χρήματα που σμίξαν με τον ύπνο και χάθηκαν

ικετεύεις

φύγε

φύγε ξένε

μεσ’ στην καρδιά μου έχω ένα ήρεμο πουλί

αν’ τα’ αφήσω να βγει

τα δόντια σου θα σε κατασπαράξουν

 

ΚΑΘΕ ΜΟΥ ΛΕΞΗ ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΑΙΜΑ ΟΛΟ ΜΟΥ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΝΑ ΔΕΝΔΡΟ:

Μεσ’ στο δωμάτιο    μια βροχή από κάτουρο

πετούν αγνές κοπέλες με φτερά

ψοφίμια με ροζ στην καρδιά τους ουρανό

κι άνθρωποι μ’ ουρανό γεμάτο σάπιο αίμα

κρέμονται κι ανεμίζουν τ’ άσπρα πόδια τους

από τα μάτια τους βγαίνουνε μαχαίρια

τεράστιες μαύρες ανεμώνες φυτρώνουνε    στο στήθος τους

καθώς πετάνε σφάζουν κι αγκαλιάζονται

οι αγνές κοπέλες τα ψοφίμια οι σάπιοι άνθρωποι

κάτω από έναν κατουρημένο ουρανό

 

ΔΑΣΟΣ παράξενο μαγεύει τη φωνή μου

κάθε μου λέξη μια σταγόνα αίμα

όλο μου το τραγούδι ένα δένδρο

από το αίμα ποτισμένο των φονιάδων

χίλιοι φονιάδες χίλια άγρια δένδρα

δάσος παράξενο που μαγεύει τη φωνή μου

(ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)

 

ΑΣ  ΜΗ ΤΟ ΚΡΥΒΟΥΜΕ   ΔΙΨΑΜΕ ΓΙΑ ΟΥΡΑΝΟ!..

(ΤΟ ΨΩΜΙ από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ)

 Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φρατζόλα ζεστό   ψωμί είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό   ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι   έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω    όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος κι αυτή   μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε   κομμάτια γνήσιο ΟΥΡΑΝΟ   κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή,  λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,   όλοι τρέχανε στο μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό    Ας μη το κρύβουμε  διψάμε για ΟΥΡΑΝΟ!..   ΕΞΟΔΟΣ:   «Την πρώτη φορά που επιχειρήθηκε η εκδήλωση για το Σαχτούρη, η ατμόσφαιρα στην αίθουσα εκδηλώσεων των Εκδόσεων Γαβριηλίδη  ήταν κάπως συνωμοτική.  Έξω στους δρόμους της Αθήνας η απελπισία της ύπαρξης συγκρουόταν με την απελπισία της ανυπαρξίας.  Εδώ μέσα, μετρημένοι στα δάχτυλα φίλοι.  Και ο ποιητής Γιώργος Χρονάς με ρώτησε τι είδα όταν ερχόμουν!..  Τρελούς λαγούς, του είπα.  Είθε με τη δύναμη του Μίλτου Σαχτούρη η ζωή μας να γεμίσει τρελούς λαγούς» (Γιώργος Μπλάνας, στον πρώτο τόμο του βιβλίου ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ)

Δευτέρα, 26 Σεπτεμβρίου 2022


ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ